Διάθλαση




εί­χε το βλέμ­μα προ­ση­λω­μέ­νο ψη­λά, προ­σευ­χή στη με­γά­λη οθό­νη και στους αριθ­μούς που ανα­βό­σβη­ναν σε στρογ­γυ­λά κί­τρι­να πλαί­σια. ένα μι­κρό χαρ­τί στο δε­ξί του χέ­ρι, σα να το εί­χε ξε­χά­σει, αν και ο χρό­νος που εί­χε πε­ρά­σει ήταν λί­γος, αλ­λά φαι­νό­ταν να έχει ξε­χά­σει και το ίδιο το χέ­ρι του, ίσως γι’ αυ­τό εί­χε μεί­νει ανοι­χτό σαν ελε­η­μο­σύ­νη. στο άλ­λο, ένα τσι­γά­ρο, και πά­νω αριθ­μοί άλ­λα­ζαν κά­θε πέ­ντε λε­πτά, φω­τά­κια μι­κροί θε­οί τον κο­ρόι­δευαν. τέσ­σε­ρα εκα­τομ­μύ­ρια αδέ­νες ξε­χεί­λι­ζαν ιδρώ­τα, λάμ­ψεις μι­κρές στο πρό­σω­πο, τα χέ­ρια, τις πα­λά­μες, λάμ­ψεις άπει­ρες, όπως οι αριθ­μοί της οθό­νης που άρ­χι­σε να αλ­λά­ζει σχή­μα­τα, και ύστε­ρα να τεί­νει σε μια ρευ­στό­τη­τα απροσ­διό­ρι­στη, να λιώ­νει αρ­γά, πη­χτή και μαύ­ρη να πέ­φτει στο πα­ντε­λό­νι του, στα πα­πού­τσια του, στο πά­τω­μα, έξω στο δρό­μο. ανοι­γό­κλει­σε τα μά­τια του, έλιω­ναν οι αριθ­μοί, γέ­μι­ζαν τους δρό­μους και τα πε­ζο­δρό­μια, τα αυ­το­κί­νη­τα πή­γαι­ναν αρ­γά, σχε­δόν ακί­νη­τα, και τα κορ­να­ρί­σμα­τα δεν ακού­γο­νταν, πα­ρά τις επί­μο­νες προ­σπά­θειες των οδη­γών. ήταν βέ­βαιος, πως, ού­τε και οι ίδιοι τα άκου­γαν, κα­θώς όλα τα πνί­γει η οθό­νη, σε όλα επι­βάλ­λει μια βρα­δύ­τη­τα που τεί­νει προς την ακι­νη­σία, όπως η μη­τέ­ρα του που θέ­λει να πε­ρά­σει στο απέ­να­ντι πε­ζο­δρό­μιο. τη βλέ­πει να προ­σπα­θεί να πιά­σει το χέ­ρι του παι­διού, αλ­λά τα δύο χέ­ρια, όσο εκτεί­νο­νται το ένα προς το άλ­λο, τό­σο απο­μα­κρύ­νο­νται, με εκεί­νη τη σκιά από πά­νω τους που όλο με­γα­λώ­νει, ίσως η οθό­νη σκέ­φτε­ται, σαν το ρο­λόι στον τοί­χο, πά­νω απ’ το πα­λιό οι­κο­γε­νεια­κό τρα­πέ­ζι, καρ­φώ­νει με πεί­σμα το βλέμ­μα του στους δεί­κτες, να μη βλέ­πει, να μην ακού­ει, η φω­νή απέ­να­ντί του στο τρα­πέ­ζι βου­λιά­ζει στον χρό­νο που με­τρά­ει το ρο­λόι, πνί­γε­ται, και όσο με­γα­λώ­νει το ρο­λόι, τό­σο η φω­νή χά­νε­ται, σαν να επι­στρέ­φει στο στό­μα του πα­τέ­ρα του, που τώ­ρα φαί­νε­ται να έχει πα­ρα­μορ­φω­θεί από την ίδια τη φω­νή του. το ρο­λόι εί­ναι εκεί και με­γα­λώ­νει, ακού­ει έναν έναν τους ήχους του. ήχοι ογκώ­δεις, βί­αιοι, τον δια­περ­νούν. ή μή­πως προ­έρ­χο­νται από τον ίδιο; του φαί­νε­ται, πως ακό­μα και η σκέ­ψη του, κά­θε σκέ­ψη του κά­νει θό­ρυ­βο, και αυ­τό τον τρο­μά­ζει. κοι­τά­ει τους μαύ­ρους δεί­κτες που τώ­ρα μα­κραί­νουν, και όσο μα­κραί­νουν, τό­σο φαί­νο­νται ακί­νη­τοι, και το λε­πτό δεν εί­ναι λε­πτό, κα­νείς πια δεν ξέ­ρει τι εί­ναι, όσοι κοί­τα­ξαν το ρο­λόι τους δεν ξέ­ρουν τι να πουν, το κοι­τούν ακό­μα, το λε­πτό δεν εί­ναι πια λε­πτό, γι’ αυ­τό, ού­τε και ο ίδιος ξέ­ρει να πει από πό­τε το δά­πε­δο πε­ρι­στρέ­φε­ται, τα μι­κρά άσπρα και μαύ­ρα τε­τρά­γω­να χά­νουν το σχή­μα τους, οι γραμ­μές τους υπο­χω­ρούν, το ένα ει­σχω­ρεί μέ­σα στο άλ­λο, εξα­φα­νί­ζο­νται, χά­νο­νται, δά­πε­δο δεν υπάρ­χει, ό,τι στη­ρι­ζό­ταν πά­νω του εξα­κο­λου­θεί να υπάρ­χει εκεί απλώς για­τί υπήρ­χε και πριν. όσοι μπαί­νουν μέ­σα δεν φαί­νε­ται να νοιά­ζο­νται γι’ αυ­τό που υπήρ­χε πριν. μπαί­νουν ο ένας με­τά τον άλ­λον, περ­νούν από μπρο­στά του, τους φω­νά­ζει να προ­σέ­ξουν, αλ­λά η φω­νή του δεν ακού­γε­ται. με­τά τους χά­νει σε μια πόρ­τα που δεν έχει πό­μο­λο, απλώ­νει το χέ­ρι του να στα­μα­τή­σει έναν, να ρω­τή­σει, το χέ­ρι του χά­νε­ται, κι αυ­τό δεν εί­ναι τρα­γι­κό, αφού του χέ­ρι του, αυ­τό που εί­χε ξε­χά­σει, τε­λι­κά βρί­σκε­ται μάλ­λον εκεί που πρέ­πει, ακέ­ραιο, δεν το έχει απλώ­σει ακό­μα να στα­μα­τή­σει κα­νέ­ναν, φο­βά­ται να το απλώ­σει το χέ­ρι του, για­τί άλ­λω­στε να το κά­νει, δεν υπάρ­χει κα­νέ­νας εδώ σκέ­φτε­ται. κά­ποιος του λέ­ει, πως κά­νει λά­θος, εί­ναι όλοι εδώ, ενώ η στά­χτη από το τσι­γά­ρο, από το ξε­χα­σμέ­νο τσι­γά­ρο στα δά­χτυ­λά του, η μι­κρή μά­ζα από κα­μέ­νο χαρ­τί και κα­πνό δεν αντέ­χει πλέ­ον το βά­ρος της, απο­χω­ρί­στη­κε και απο­μα­κρύ­νε­ται σε μια από­στα­ση που συ­νέ­χεια με­γα­λώ­νει

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: