Τρία ποιήματα

Μετάφραση: Αρεταίος Μπεζάνης
Τρία ποιήματα

Ο Ισμαήλ Κανταρέ θεωρείται ο κορυφαίος συγγραφέας της Αλβανίας, από την οποία εξορίστηκε το 1990 και μετακόμισε στο Παρίσι, όπου ζει μέχρι σήμερα. Γεννήθηκε στο Αργυρόκαστρο το 1936. Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου των Τιράνων και στο Ινστιτούτο Λογοτεχνίας “Γκόρκι” στη Μόσχα. Έχει γράψει ποιήματα, δοκίμια και μυθιστορήματα. Το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο Man Booker International για το σύνολο του έργου του, και το 2009 to βραβείο Principe de Asturias de las Letras, ενώ την ίδια χρονιά έλαβε και το βραβείο Balkanika για το μυθιστόρημά του “L’ Entravée: requiem pour Linda B.” (“Η αποκλεισμένη: ρέκβιεμ για τη Λίντα Μπ.”) κ.ά. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε τουλάχιστον 40 γλώσσες. Ανάμεσα στα πιο γνωστά είναι: Το χρονικό της πέτρινης πόλης (1971), Ρημαγμένος Απρίλης (1978), Το κονσέρτο (1988), Το παλάτι των ονείρων (1988). 

(Μου) λείπεις

Λίγες σταγόνες βροχής στο τζάμι.
Ξαφνικά μου λείπεις.
Ζούμε στην ίδια πόλη,
μα βλεπόμαστε σπάνια, τόσο σπάνια.

Μου φαίνεται δυσβάσταχτο
Ήρθε κι αυτό το φθινόπωρο
Ήρθε κι αυτή η μέρα.
Ο απογευματινός ουρανός
άδειος
από πελαργούς
Βροχή δίχως ουράνιο τόξο.

Και το παλιό ρητό του Ηρακλείτου
διάολε που το θυμήθηκα:
"Οι έξυπνοι άνθρωποι στον κόσμο ζουν μαζί,
Οι ηλίθιοι ο καθένας στον κόσμο του" .

Σε όνειρο παγιδευμένοι,
Μπορούμε άραγε να ξεφύγουμε;
Λίγες σταγόνες βροχής στο τζάμι
Μου λείπεις
Πόσο μου λείπεις.

1976



Στην Απολλωνία

Εδώ θα κοιμηθούμε απόψε
Η πρόσοψη του εφήμερου μουσείου έχει γεμίσει
με ακρωτηριασμένα αγάλματα θεών, που βρήκαν αρχαιολόγοι.
Σακατεμένοι θεοί. Ο ένας με σπασμένο χέρι
ο άλλος χωρίς γόνατα.
Σχηματίζουν ουρές
Περιμένουν σε μια εκκωφαντική λευκή σιωπή


Έξω χιονίζει.
Η πρόσοψη μοιάζει με διάδρομο
ψυχρό
νοσοκομείου.


Εδώ θα κοιμηθούμε απόψε, στο ξενοδοχείο των θεών.



Δάκρυσες

Δάκρυσες και μου ‘πες χαμηλόφωνα 
ότι σου φέρθηκα σαν πόρνη.
Τότε δεν άκουγα τα δάκρυά σου
Σ’ αγαπούσα, χωρίς να ξέρω πως σ’ αγαπώ.

Ένα αναπάντεχο πρωί ξύπνησα
χωρίς εσένα και ο κόσμος μου φάνηκε άδειος, τόσο άδειος
Τότε κατάλαβα τι είχα χάσει
Ακόμα τι είχα κερδίσει κατάλαβα τότε.

Η θλίψη έλαμπε πάνω μου σαν σμαράγδι
Κι ευτυχία σκοτείνιαζε σαν ηλιοβασίλεμα συννεφιασμένο.
Δεν ήξερα τι από τα δύο να διαλέξω
Και τα δυο είχαν μια ξεχωριστή ομορφιά.

Τα κοσμήματα αυτά λάμπουν το ίδιο
Φως και σκοτάδι εκπέμπονται ταυτόχρονα

Εκατό φορές αυξάνουν τη διψά για ζωή
Μα και στον θάνατο εκατό φορές σε οδηγούνε.

1970

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: