[ Διεθνές Βραβείο Ποίησης Juan Rejano-Puente Genil, 2019 ]
[ 3 ]
Ο ΜΑΡΤΙΝ ΣΤΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Δεν έχω ούτε μία φωτογραφία από τα ουρλιαχτά σου,
από τους λυγμούς σου, από τις νύχτες που περνάς ξάγρυπνος
όταν τα πάντα είναι πιο σκοτεινά. Κι εκείνη η φορά που χάθηκες
και διέσχισα ουρλιάζοντας την πόλη από τους Κήπους δε λα Πόλβορα
μέχρι τη Λεωφόρο Ελευθερίας. Τι απομένει από εκείνες τις μέρες του ′10 και του ′11
που δεν είχα καν τη δύναμη να σε βγάζω βόλτα έξω
κι εσύ δεν άντεχες την κλεισούρα και άδειαζα
ενάμισι μπουκάλι ουίσκι. Κανείς δεν κάνει like σ’ αυτές τις φωτογραφίες
στο διαδίκτυο. Κανείς δεν σχολιάζει αυτές τις αναμνήσεις.
Αλλά έχουν βάρος
και εξακολουθούν παρούσες.
Η ζωή μου με τον Μαρτίν, ένα μέλλον με περιπάτους
και σποραδικές κρίσεις πανικού. Να αναζητώ
ένα σκοπό σε αυτή καθώς περιστρέφεται
γύρω από το τυχαίο
και το ερμητικό. Σ’ εκείνες τις μακρές
περιφερειακές πεζοπορίες να κοιτάζω
αναζητώντας ένα κρύσταλλο
λίγη επιπλέουσα ποίηση
φευγαλέα σαν ολόγραμμα:
αν της κάνεις ερωτήσεις
εξαφανίζεται.
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ
Κοιτάζοντας ένα αρχείο λευκό ακόμη
ο γιος μου κι εγώ περιμένουμε το πρώτο φως της μέρας
κάνοντας όση περισσότερη ησυχία μπορούμε.
Δεν μαθαίνουμε τίποτα
δεν παράγουμε τίποτα
δεν τακτοποιούμε και δεν καθαρίζουμε καν το σπίτι
και ο αέρας που αναπνέουμε
είναι πολύ βρόμικος. Ζούμε
το ανάλαφρο ξημέρωμα της επαρχίας,
τη Σιβηρία των γειτονιών-υπνωτήριο
η τηλεόραση παίζει χωρίς φωνή
τι θα μπορούσε άραγε να μας ξεχωρίσει εμάς
απ’ όλο τον λευκό θόρυβο;
Κοιτάζοντας ένα αρχείο κενό ακόμη
τι περίεργη η σκέψη ότι από εκεί
ξεκινάει κάποιο μονοπάτι και πως σε αυτό
θα μπορούσα να συναντηθώ ξανά με εσάς
να πατήσω κάποιο χώρο φτιαγμένο από μουσική
να χορέψω ένα οινοποιητικό φόξτροτ να ιδρώσω
και να μην νυστάζω πλέον.
Τέσσερις ώρες ενισχυτικής
διδασκαλίας στο σχολείο κάθε βδομάδα
κοστίζουν 400 ευρώ. Χάρη σ’ αυτά
ο Μαρτίν μπαίνει στην τάξη με τα νευροτυπικά παιδιά
και κάποιος γνωστός τον βοηθάει να λειτουργεί
τουλάχιστον για τέσσερις ώρες. Από τις 25. Έλα,
χρήμα και δώσε θέση στο παιδί μου
ανάμεσα στα άλλα.
Μια γυναίκα φεύγει, κλείνει την πόρτα,
θα μαζέψει τα πράγματά της αργότερα, όταν δεν θα είμαστε εμείς,
για να μην ενοχλήσει για να μην μας κάνει περισσότερο κακό
γιατί αρκετό έχει γίνει ήδη στην προσπάθεια
στο φόβο γι’ αυτό που μόλις συνέβη
και στην αποτυχία. Τότε κάθομαι
στο πάτωμα δίπλα στον Μαρτίν στο δωμάτιό του
τον κοιτάζω κι εκείνος εμένα.
Αυτή η σιωπή δεν είναι καινούργια.
ΑΤΜΟΣ
Σαν ένα παλιοσαράβαλο απαρχαιωμένης τεχνολογίας
επισκευασμένο χίλιες φορές με τρόπο κακό
γεμάτο μπαλώματα από μονωτική ταινία
και πλαστικούς συζευκτήρες διαφόρων χρωμάτων
μια σακαράκα που λειτουργεί από θαύμα
και που προκαλεί μια κάποια θλίψη να τη βλέπεις να κινείται
φροντίζω τον γιο μου καθαρίζω τον κώλο του
του φοράω τα παπούτσια κάθε μέρα
του ετοιμάζω ένα διαφορετικό βραδινό
διατηρώ τα νύχια του στο κατάλληλο μάκρος
σχεδόν πάντα τον βάζω στο μπάνιο
τον πηγαίνω να παίξει τρέχω από τη μια μεριά
στην άλλη για να απομακρύνω από τη ζωή του
την αθλιότητα
η αθλιότητα παρ’ όλα αυτά είναι πλέον εδώ
κολλημένη στους τοίχους
του σπιτιού μας
δεν φεύγει με τίποτα
διώχνει τους πάντες
μυρίζει, κάνει θόρυβο, θριαμβεύει
περιμένει να τα παρατήσω
έχει το θράσος να ψιθυρίζει (παράτα τα, Εσπέχο)
μ’ ένα ξεδοντιάρικο χαμόγελο
μερικά ξημερώματα
αν δει πως έχω προβλήματα
για να πάρω μπροστά πλην όμως
(φαίνεται πως ακόμα
παρ’ όλα αυτά σφίγγω
δυνατά τα δόντια μου και)
βάζω μπροστά.
Έχω ανοιχτό αυτό το αρχείο σ’ ένα λάπτοπ
στο κέντρο του σπιτιού μου επί πολλούς μήνες.
Όταν ουρλιάζω αυτά τα ουρλιαχτά χτυπούν πάνω στην πλαστική
μεμβράνη της οθόνης. Όταν αυτή ξεκουράζεται
αντανακλά τη ζωή μας σαν μαύρος καθρέφτης.
Κάτι τη διαπερνά.
Ορισμένες φορές
κοιτάζομαι εδώ επί ώρες
στα άγρια χαράματα
δίχως να αφαιρέσω ή να προσθέσω ούτε ένα γράμμα
την ώρα που ο γιος μου κλαίει.
Βράζει το νερό κι ύστερα κρυώνει
αλλά πλέον δεν είναι το ίδιο νερό.
Κοιτάζω αυτές τις γραμμές αναζητώντας υπολείμματα.
Σύντομα θα χρειαστεί να τις κλείσω.
ΤΑΝΓΚΟ
Το ξημέρωμα της μέρας
των τεσσαρακοστών πρώτων
γενεθλίων μου ονειρεύτηκα μια οικεία
φωνή που έλεγε οι άνθρωποι
σαν κι εσένα πεθαίνουν μόνοι
και μεθυσμένοι. Στράφηκα να κοιτάξω:
αντίκρισα τον εαυτό μου, πιο γερασμένο
πιο μίζερο πιο βρόμικο
πιο σοφό κι αυτό δεν είναι
ένα ποίημα είναι μάλλον ένας χορός
μεταξύ εκείνου κι εμένα
σφιχταγκαλιασμένων
ένα τάνγκο.
SANDBOX
Είναι αποστολή της εξουσίας
να περιορίσει τη σημασία
της λέξης παιχνίδι
να βάλει σ’ ένα κουτί
όλη την άμμο
θα πηδήξεις από εκεί,
μικρέ Μαρτίν,
πώς ξέρεις αν υπάρχει κάτι
να μας περιμένει στο έδαφος
και πότε θα φτάσουμε;
ΕΚΕΧΕΙΡΙΑ
Ένας μεθυσμένος που ανοίγει το ψυγείο
και ξέρει ότι φυλάει σάπια τρόφιμα
και κλείνει το ψυγείο
σαν να υπέγραφε μια ανακωχή με καθετί σάπιο
με καθετί ακάθαρτο
με καθετί που φέρνει
το παρόν.
Ούτε στις διαφημίσεις μπίρας
ούτε στις τηλεοπτικές σειρές έχει εμφανιστεί ποτέ μια παρέα
που μαζεύεται σε κάποιο μπαρ μ’ ένα αυτιστικό παιδί
ανήμπορο να καθίσει ήσυχα ως μέρος της όλης σκηνής
αλλά χάρη σ’ αυτή τη σκηνή έχω εγώ μια δεξιότητα:
να βλέπω την οικογένειά μου απέξω, με τα μάτια
κάποιου από αυτούς τους φίλους
τους οποίους δεν βλέπω πλέον.
Το να περπατάς για να ξεχάσεις κάποιον
μοιάζει να έχει ένα σωρό πλεονεκτήματα: κρατάς
την καρδιά σου σε λειτουργία ασκείς
την περιπατητική των κλασικών αποβάλλεις με τον ιδρώτα
τα χημικά υπολείμματα τα οποία αποκαλούμε επίσης
έρωτα κι είναι ένα ολάκερο ταξίδι
είναι ένα ολάκερο ταξίδι σε τροχιά στα περίχωρα
μιας επαρχιακής πόλης οι ακτίνες Γ
και οι φλεγόμενες βιομηχανικές αποθήκες της που ανήκαν σε κάποιον
ο οποίος προσπαθούσε να εισπράξει τα ασφάλιστρα
πιο πέρα –πολύ πιο
πέρα– από τον Ωρίωνα συνοδευόμενος από ένα παιδί
που αποκαλεί τα χερσοχώραφα με τοπωνύμια
που δεν τους αντιστοιχούν βρισκόμαστε σε τροχιά
γύρω από τι ξεχνάω τη φωνή σου αγαπητοί
επιβάτες εισερχόμαστε στη σιωπή
επιβαίνοντας στην τόσο χαρακτηριστική
ακινησία των δορυφόρων.
Βλέπω σε όνειρο τον Μαρτίν κι εμένα να ανεβαίνουμε σε μια βάρκα
που μετά βίας επιπλέει σε μαύρα νερά.
Η εικόνα συνενώνει τον Χάροντα με όλους όσοι προσπαθούν
να φτάσουν στην Ευρώπη με σχεδίες από πλαστικό
δραπετεύοντας από το θάνατο αλλά δεν υπάρχει θάνατος
στο όνειρο ούτε κουπιά
στα αριστερά –ή μπορεί και στα δεξιά– διακρίνεται ένα νησί
στο οποίο ούτε θα φτάσουμε ποτέ ούτε θα το χάσουμε από τα μάτια μας
κι αυτό είναι όλο. Δεν μπορούμε να βυθιστούμε
ούτε να μείνουμε στεγνοί
ούτε να ξανακοιμηθούμε.
ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ
Ανά μερικούς μήνες επισκεπτόμαστε τα ιατρεία
της παιδικής ψυχιατρικής κλινικής. Η επιχείρηση ονομάζεται
ρύθμιση της φαρμακευτικής αγωγής. Απαντάμε σε ερωτήσεις
του τύπου: αυξήθηκαν ή μειώθηκαν
το άγχος οι κύκλοι ύπνου οι διαταραχές
πόσο ζωντανά είναι τα χρώματα του ουρανού
ποια η αίσθηση ζωής στη μέση ενός εναγκαλισμού
σε μια σκάλα από το ένα ως το δέκα πώς σφίγγει
ο κόμπος στο λαιμό με τις απώλειες
ποιο το επίπεδο χαράς στα μονοπάτια στο βουνό
ή κατά την εκμάθηση δεξιοτήτων πόσες λίμνες
υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική βλέπουμε
το πρόσωπο του θανάτου και της τρέλας όταν ξυπνάμε στα άγρια χαράματα
μέσα στη σιγαλιά των περιχώρων
ή μιλάμε εξ ακοής;
ΣΤΙΓΜΗ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ ΣΤΟ ΓΗΠΕΔΟ ΤΟΥ ΜΠΑΣΚΕΤ
Πεθαίνει το απόγευμα στις παιδικές χαρές
πετάνε τα έντομα πάνω από τα γήπεδα μπάσκετ
επανάλαβε έξι φορές τι θα φας για βραδινό
γραπώσου γερά. στην ταινία
που παίζουν σήμερα το βράδυ ο δικηγόρος βηματίζει
και βγάζει ένα μονόλογο στους ενόρκους
σε μια άδεια αίθουσα. μοιάζει
ότι μπορεί να λειτουργεί όταν κάθεται
και κοιτάζει αδιαλείπτως τα παπούτσια του.
είναι η αλλαγή φρουράς αυτή την ώρα, ξέρεις τώρα,
παίρνουν τη σκυτάλη οι μεγάλοι κυνηγοί.
καταφθάνουν πλέον οι νυχτερινοί, οι άλλοι δεν έχουν φύγει
και ο θόρυβος από βήματα ούτε πλησιάζει ούτε απομακρύνεται
λες και χορεύει κυκλικά γύρω από σένα.
τα παιδιά πεινάνε. εσύ ζητάς σιωπή
το καλό που σου θέλω μην κάνεις λάθος στο δρόμο της επιστροφής
ποιος παίζει τώρα μπάσκετ;
ποιος παίζει τώρα μπάσκετ στο σκοτάδι;
Ζεσταίνεται η μπίρα απογευματιάτικα
και θα ’πρεπε να ήμασταν
σε οποιοδήποτε άλλο μέρος
Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΗΣ ΧΛΩΡΙΝΗΣ
Έχω μάθει στα παιδιά μου ν’ αγαπάνε τη μυρωδιά
της χλωρίνης σαν μια πολυτέλεια
ή τουλάχιστον σαν παράταση τη χρησιμοποιώ χωρίς γάντια
μένει πάνω μου μερικές ώρες γαλήνης
μου καταστρέφει τα χέρια κοιτάξτε τα τώρα
κοιτάξτε τα καλά.
Παίρνω πάντα μαζί μου τον Μαρτίν στα εμπορικά κέντρα,
τον μαγεύουν αλλά τροφοδοτούν το άγχος του. Αυτό τον κάνει
να τρέχει, να κουράζεται, να χορεύει με κάθε είδους μουσική,
να προσπαθεί να το σκάσει. Μπαίνουμε σε όλα τα μαγαζιά,
αγγίζουμε όλα τα αντικείμενα. Δεν φορτωνόμαστε με σακούλες
δεν αγοράζουμε τίποτα ποτέ. Πηδάμε από το τραμ
μπαίνουμε και βγαίνουμε σαν γάτοι φαντάσματα
επισκεπτόμαστε τον κόσμο σας –ω θαυμαστέ καινούργιε κόσμε–
σαν να ήταν ο μοναδικός
σκέφτομαι πάντα ότι οι κάμερες
ασφαλείας δεν μας καταγράφουν
το πολύ πολύ μια σκιά
μια παρατυπία.
ΒΟΧ
Η ιδέα του θανάτου
παραμονεύει το σπίτι μας.
Γι’ αυτό κάνουμε θόρυβο,
πολύ περισσότερο από τους γείτονές μας.
Γι’ αυτό δεν μας επισκέπτεται κανείς
από το ′11 ή από το ′12,
γι’ αυτό οι πάντες ονειρεύονται
να μετακομίσουν στα προάστια
σε σπίτια σιωπηλά
ευρύχωρα φωτεινά
με θέα σε πάρκα
και χαμογελαστά παιδιά
ντυμένα στα λευκά
όπως στις διαφημίσεις
δημητριακών και γι’ αυτό
εμείς τρώμε
αυτά τα δημητριακά
αυτά τα δημητριακά.
ΑΣΤΕΡΙ
Στις 27 Ιουλίου έχουμε μια έκρηξη θυμού
στα άγρια χαράματα. Οι γείτονες
από απέναντι καλούν την αστυνομία.
Εκείνη καταφθάνει στις 5:30. Ο Μαρτίν πλέον έχει ηρεμήσει.
Χτυπάνε διάφορα κουδούνια. Καταλήγουν στο δικό μου
και να σου εγώ στις έξι το πρωί
μιας εργάσιμης Παρασκευής να κάνω την πιο δύσκολη
συζήτηση της ζωής μου. Δίνω λεπτομέρειες
σχετικά με το τι είναι το ΔΦΑ, τη φροντίδα που χρειάζεται,
πώς ηρεμούν οι αυτιστικοί όταν έχουν κάποια κρίση,
τι τεχνικές, τι στρατηγικές, τι φάρμακα.
Ξέρω ανά πάσα στιγμή ότι αξιολογούμαι
κι ότι η έκθεση που θα συντάξουν μπορεί να οδηγήσει στο άνοιγμα φακέλου
στο όνομά μου και σ’ εκείνο του Μαρτίν στην Προστασία Ανηλίκων,
κι επίσης ότι η όψη μου δεν είναι καλή. Ήπια
χθες βράδυ; Πόσο κοιμήθηκα; Μυρίζει
άσχημα η πιζάμα μου ή μήπως είναι βρόμικη;
Μέχρι ποιου σημείου είμαι ένας σκατοπατέρας;
Είμαι όντως ενήμερος για όλες τις θεραπείες;
Κάνω ότι περνάει από το χέρι μου ώστε να μην κλαίνε τα παιδιά μου
ή μήπως είμαι εγώ εκείνος που κλαίει όλη μέρα; Οι ερωταποκρίσεις
πάνε από το κακό στο χειρότερο. Έχω έναν κόμπο στο λαιμό
που μετά δυσκολίας με αφήνει να μιλήσω. Στο τέλος φεύγουν,
δεν σημειώνουν τίποτα το ιδιαίτερο στην έκθεση συμβάντος,
με κοιτάζουν για τελευταία φορά και η έκφρασή τους είναι η ίδια
με όταν κάποιος με ρωτάει πώς πάνε τα πράγματα με το παιδί,
τι σούπερ πατέρας έχεις γίνει εσύ, σε θαυμάζω,
και ξέρω πως θα ήταν απαράδεκτη άλλη απάντηση
από καλά, τα κουτσοκαταφέρνουμε. Όλα τα μπορείς εσύ, μου λένε.
Αστέρι.
Ηρεμεί για κάποια λεπτά το κινούμενο σπίτι
την ώρα της αλλαγής βάρδιας
των μεγάλων αρπακτικών. Καθυστερώ τη στιγμή
ανάματος του πρώτου φωτός.
Ο Μαρτίν βλέπει γι’ άλλη μια φορά στα αγγλικά
το βίντεο με τις λίμνες της Βόρειας Αμερικής:
Lake Minnewanka, Lake Louise, Maligne Lake,
εγώ αφήνω να παρελάσουν ξανά μπροστά από τα μάτια μου αυτά τα ποιήματα
χωρίς στην πραγματικότητα να τα διαβάζω. Έχει μείνει ελάχιστο φως.
Θα πάω να σηκωθώ και το παιδί μου θ’ αρχίσει να ταράζεται,
θα πεινάει, αλλά αυτό το φως
κι αυτή η εστία θα ανάψουν
σε κάποιο μέρος μακριά πιο μακριά
από τα όρια αυτού του βιβλίου με ποιήματα.