Ο Τζουάν Μαργαρίτ ήταν αρχιτέκτονας και ποιητής. Η σκληρότητα αλλά συγχρόνως και η τρυφερότητα που αποπνέει το εκτενές ποιητικό του έργο τον τοποθετούν ανάμεσα στους σύγχρονους Καταλανούς ποιητές που περισσότερο εξυμνήθηκαν και αγαπήθηκαν τόσο από τους κριτικούς όσο και από το αναγνωστικό κοινό. Αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτομετάφρασης στα Ισπανικά Γράμματα καθώς σχεδόν όλο το ποιητικό του έργο είναι γραμμένο σε δύο γλώσσες: καταλανικά και ισπανικά. Εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60, με δύο συλλογές που εκδόθηκαν στα ισπανικά λόγω της απαγόρευσης της καταλανικής γλώσσας από τη δικτατορία του Φράνκο. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση και στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 άρχισε πια να εκδίδει τα έργα του και στα καταλανικά. Η διαδικασία γραφής που ακολουθούσε πάντα ήταν πρώτα στα καταλανικά, επειδή υποστήριζε ότι κανένας ποιητής στον κόσμο δεν γράφει καλά ποιήματα σε γλώσσα που δεν είναι η μητρική του, και στη συνέχεια μετέφραζε στα ισπανικά επειδή θεωρούσε ότι η ιδιαιτερότητά του αυτή έκανε το έργο του πιο πλούσιο και εναργές. Έχει τιμηθεί με πολλά λογοτεχνικά βραβεία από τα οποία ξεχωρίζουν, το 2008, το Βραβείο Λογοτεχνίας της Καταλωνίας και το Εθνικό Βραβείο Ποίησης. Και το 2019, δύο χρόνια πριν το θάνατό του, τιμήθηκε με το Βραβείο Λατινο-Ιβηρικής Ποίησης «Βασίλισσσα Σοφία» και με το σημαντικό Βραβείο Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας Θερβάντες για τη συνολική του προσφορά στην ισπανική γλώσσα. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, όπως αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ρωσικά, εβραϊκά, κ.λπ.
Η επιλογή των ποιημάτων πραγματοποιήθηκε με βάση τη θεματική καθώς όλα αναφέρονται στην Αρχαία και Σύγχρονη Ελλάδα, και η μετάφρασή τους έγινε από τα καταλανικά.
«Ελληνικά»
Οδυσσέας σε ύδατα Ιθάκης
Φτάνεις στο νησί και τώρα ξέρεις
τι ‘πα να πει ζωή, και τι ‘ναι μοίρα.
Τo τόξο σου θα γίνει σκόνη πάνω στο ράφι,
σκόνη θα γίνει ο αργαλειός και το υφαντό του.
Οι μνηστήρες που αναμένουν στην αυλή,
είναι σκιές απ’ τα όνειρα της Πηνελόπης.
Φτάνεις στο νησί: τους βράχους,
όπως την Οδύσσεια ο χρόνος, χτυπά η θάλασσα.
Κανείς δεν ύφανε ποτέ την απουσία σου.
Ούτε ξεΰφανε απρόθυμα τη λήθη.
Ενίοτε, αν και στερείται λογικής,
η Πηνελόπη είναι σκιά του ονείρου σου.
Φτάνεις στο νησί: οι γλάροι,
που καλύπτουν την ακτή δεν θα μεριάσουν,
όταν την διασχίσεις χωρίς ν’ αφήσεις ούτε χνάρι,
επειδή δεν έχεις υπάρξει: είσαι ο μύθος.
Ίσως να υπήρξε ένας Οδυσσέας που φονεύθηκε στην Τροία,
και ίσως να τον θρήνησε κάποια γυναίκα,
Όμως στο όνειρο ενός τυφλού ποιητή
εξακολουθείς να ζεις. Στο μυαλό του Ομήρου,
αιώνιος και αυστηρός, κάθε χαραυγή,
ένας μοναχικός Οδυσσέας θα πατάει στεριά.
Από τη συλλογή Φως βροχής, 1987.
Ελένη
Το χθες είναι η κόλασή σου. Είναι κάθε στιγμή
που, χωρίς να το ξέρεις, έχεις χαθεί
και μαζί κάθε στιγμή που έχεις σωθεί.
Όταν ο νέος που ‘σουν είναι πια πολύ μακριά,
η αγάπη είναι του παρελθόντος εκδίκηση.
Έρχεται απ’ έναν πόλεμο πού ‘χασες,
με όπλα και στρατόπεδα παρατημένα
στην Τροία που μέσα σου κουβαλάς.
Οι Αχαιοί τη νύχτα θα σε ψάχνουν
και θα σφίγγουν την πολιορκία. Ξανά,
την πόλη, για μια γυναίκα θα χάσεις.
Η Ελένη είναι όλα τα όνειρα που η ζωή
τα πήρε για δικά της. Υπερασπίσου την με θάρρος
μια τελευταία φορά, άοπλος.
Από τη συλλογή Ερυθρός αιώνας, 1987
Η περιφρόνηση της Καλυψώς
Οι παραλίες θα ερημώσουν πάλι
σαν τον δικό μας έρωτα, αφού αμφιβάλλεις
για ό,τι δεν κατανοείς, και ξεπουλιέσαι για αργύρια
πάντα του παρελθόντος ευτελή. Δεν θα έσωζαν
την αγάπη μου λίγα ποταπά κατορθώματα.
Μα τα σκυλιά κατατρώνε τις μέρες σου.
Θα ‘χεις απωλέσει την αξιοπρέπεια αν χάσεις
το φιλόξενο φως του μύθου.
Κι όταν θα 'χει εξαντληθεί πια το κουράγιο σου
και στη θέση του έχει μείνει μόνο η πονηριά,
δεν θα ξανάβρεις πια ποτέ τη νήσο.
Τότε θα την επινοήσεις: πλάι σε μια γυναίκα
κουρασμένη από περιπέτειες, θα μπορέσεις μoνάχα
μέσα σου να ‘βρεις την απόκρημνη ακτή μου.
Από τη συλλογή Ερυθρός αιώνας, 1987.
Αερολιμένας Αθηνών
Η αυγή χαϊδεύει με ρόδινα δάκτυλα
αεροσκάφη που μοιάζουν, στην απογείωση,
μετάλλινα φαντάσματα της Ιλιάδας.
Η φωνή των ερειπίων κάποιας θεότητας,
φωνή ωσάν απομεινάρια τείχους,
διαχέεται στ’ελληνικά απ’ τα μεγάφωνα.
Πλάι στον κάθιδρο γενειοφόρο ιερέα,
με το μαύρο ξεβαμμένο ράσο, σαν εικόνισμα,
άντρες με πονηρό ύφος εμπόρου
μιλούν στο κινητό χειρονομώντας.
Κοπέλες με επίπεδη κοιλιά, βαριεστημένες,
ξεφυλλίζοντας περιοδικά στέκονται στη σειρά
μπρος σε μισοσκουριασμένα μηχανήματα
πώλησης ποτών. Κόκα-κόλα:
τούτο είναι το ελιξίριο που παίρνει η Ελένη,
αναδεικνύοντας τα γυμνά πόδια και τα κόκκινα
νύχια στις πατούσες της, που προκαλούν
όποιον προτίθεται να ενταφιάσει τον μύθο.
Από τη συλλογή Υπολογισμός δομών, 2005
Κρόνος
Μου ξέσκισες της ποίησης τα βιβλία
και τα πέταξες απ’ το παράθυρο στον δρόμο.
Τα φύλλα μοιάζανε σπάνιες πεταλούδες
όπως πετούσαν πάνω απ’ τους περαστικούς.
Δεν ξέρω αν τώρα θα μπορούσε να υπάρξει αλληλοκατανόηση,
δύο γέροι, κουρασμένοι και παραιτημένοι.
Σίγουρα όχι. Ας το αφήσουμε έτσι.
Ήθελες να με καταβροχθίσεις. Κι εγώ, να σε φονεύσω.
Εγώ, ο γιος που απέκτησες εν μέσω πολέμου.
Από τη συλλογή Οίκος ελέου, 2007
Ισχύς της Ελληνικής τραγωδίας
Το αύριο, πριν γενεί, σαν αύριο ποτέ δεν μοιάζει,
μα όταν πια φτάσει πάντα κάποιος θα βρεθεί
να πει: κάτι τρομερό συμβαίνει.
Ίσως σε κάποιο μέρος να ‘χεις πια χαθεί.
Υπάρχουν σκέψεις που σήμερα είναι πλέον εδώ:
σαν τις φωτιές μένει μόνο το μίσος να φουντώσει,
που ανάβουν στα σκοτάδια, θυελλώδεις νύχτες καλοκαιριού,
ενώ εσύ, βαθιά, κοιμάσαι, στην κλίνη σου
με μια, παντοτινά ανόητη, αθωότητα.
Από τη συλλογή Οίκος ελέου, 2007
Θερμοπύλες
Πάνε δυο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια πια. Προασπίζοντας ένα στενό,
πέθαναν για την ελευθερία.
Άλλος κανείς μύθος δεν είναι τόσο συγκινητικός.
Μας παρηγόρησε στα νιάτα μας.
Ψάχνεις ένα μέρος για να γίνεις δυνατός, και ξεχνάς
ότι ο προδότης είσαι συ.
Μα ο θρίαμβος του μύθου είμαστε συ και γω:
ο άντρας και η γυναίκα πέθαναν νέοι
για να απογίνουμε οι δυο γέροι, λεύτεροι.
Από τη συλλογή Ένας συναρπαστικός χειμώνας, 2017.
Ιλιάδα
Ο Αγαμέμνονας με φυλακισμένη τη Χρυσηίδα, την κόρη του γέροντα ιερέα Χρύση, αρνείται να δεχτεί τα λύτρα για την απελευθέρωσή της που, λυπημένος, του φέρνει εκείνος, και τον διώχνει με απειλές.
Είναι από την παρόρμηση, τη βίαιη και διαρκή,
να επιβληθούν οι μεν στους δε. Ήταν η αρχή.
Σήμερα είναι χιλιάδες, πολλές χιλιάδες
αυτοί που πέθαναν για τον ίδιο σκοπό βίαια.
Τίποτα δεν άλλαξε σ’ αυτό που είμαστε:
πάντα είναι σαν να γυρίζουμε στην αρχή της Ιλιάδας.
Ο Χρύσης, ο γέρος πατέρας, αγαπούσε την κόρη του:
όπως εγώ την δικιά μου, και κάνει αυτό που θα ‘κανα κι εγώ.
Ταυτίζομαι μαζί του, μετά από τρεις χιλιάδες χρόνια.
Το μόνο που άλλαξε είναι η επιστήμη:
ούτε ο Αγαμέμνων –ούτε καν ο Πυθαγόρας-
θα μπορούσε να καταλάβει τις εξηγήσεις μας.
Μα δεν αρκεί για να σταματήσουν οι καταστροφές.
Ποιος ξέρει, τελικά ίσως να νοσταλγήσουμε την Ιλιάδα,
τουλάχιστον διαδραματίζεται σε θάλασσα καθάρια,
σ’έναν αέρα τόσο αγνό, που δεν γνωρίσαμε ποτέ.
Κατά τ’ άλλα, μια από τα ίδια: θηριωδίες, πόλεμος.
Όπως, με σαφήνεια κι ακρίβεια, εξηγεί ο Όμηρος.
Από τη συλλογή Ζώο του δάσους, 2021.