Δηλαδή (μτφρ. στα ελληνικά από τη μτφρ. στα γερμανικά):
[…] για την πολυαγαπημένη μου [γιαγιά...]. Αν κανείς θα τολμούσε να ανοίξει την σαρκοφάγο ή να μετακινήσει τη γιαγιά σε άλλο κρεβάτι, να πληρώσει 2.500 δηνάρια πρόστιμο στο ιερότατον Ταμείον (θησαυροφυλάκιο).
Το μνημείο ήταν γνωστό στη βιβλιογραφία ήδη από το 1876. Πριν από τριανταριά χρόνια μεταφέρθηκε στην άκρη για να διαπλατυνθεί η Ολυμπιάδος. Οι σαρκοφάγοι ανήκουν στα σημαντικότερα είδη μνημείων της ρωμαϊκής εποχής, βρίσκονται σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη της αυτοκρατορίας και η μελέτη τους παρέχει σημαντικότατες πληροφορίες για την ιστορία της τέχνης, την κοινωνία, την οικονομία, την ποίηση, το λεξιλόγιο, τα λατομεία και την τεχνολογία τους, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Τις παράγγελναν βέβαια πλούσιοι της εποχής εκείνης. Τα περισσότερα κέντρα του ρωμαϊκού κόσμου διαθέτουν corpus σαρκοφάγων. Στη Θεσσαλονίκη σώθηκαν πολλές δεκάδες που φυλάσσονται στις αυλές του Aρχαιολογικού μουσείου στο Γενί Τζαμί, του νέου αρχαιολογικού μουσείου, στην αυλή της Ροτόντας, μία στο νεκροταφείο των Προτεσταντών, ανεβαίνοντας για το νοσοκομείο Άγ. Δημήτριος αριστερά και βέβαια πολλές, σε δεύτερη χρήση, ως λεκάνες περικαλλών βρυσών που έγιναν για να καλύψουν κοινωφελείς ανάγκες κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου. Ειδικά συνθετικά κείμενα των Στεφανίδου-Τιβερίου και Νίγδελη για τις σαρκοφάγους της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο, μπορεί κανείς να διαβάσει στον οδηγό της μόνιμης υπαίθριας έκθεσης στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης (Π. Αδάμ-Βελένη, Δ. Τερζοπούλου (επιμ.), Αγρός, οικία, κήπος, τόπος, τάφος, ΥΠΠΟΤ-ΑΜΘ, εκδ. Ζήτη, Θεσσαλονίκη 1912, 123 κ.εξ. και 139 κ.εξ.).
Ήταν θαμμένη, μεταξύ του 150 και 250 μ.Χ., μία γιαγιά… Πηγαίνοντας ή γυρίζοντας πολλές φορές έχω καθίσει στη μια της γωνία να πάρω μία ανάσα από τον πόνο στη μέση και αμέσως μεταβάλλεται σε χοάνη εισόδου στον Άδη. Πρώτα έρχεται η μαμά μου εξακολουθώντας να μου λέει «πού ήρθες να μείνεις εδώ βρε παιδάκι μου, εδώ μόνο μεθυσμένοι κατεβαίνουν από τα κάστρα ψηλά, τους έβλεπα και έτρεμα τότε», ύστερα έρχονται δεκάδες νεκροί που προσπαθούν να μου μιλήσουν και εγώ σηκώνομαι να σταματήσω τα αυτοκίνητα μήπως και πατήσουν κανένα, ύστερα θυμάμαι ότι είναι αέρας και ξανακάθομαι. Πολλές φορές λέω σε μερικούς όσα δεν πρόλαβα να τους πω. Απάντηση δεν παίρνω. Έρχεται και η γιαγιά, από τότε που έμαθα τι λέει η επιγραφή, μ’ ένα φανταχτερό φουλάρι και με χρυσή περίτεχνη καρφίτσα. Ύστερα, όλοι μαζί, όπως ένα μεγάλο κοπάδι από μαύρα πουλιά, γίνονται σίγμα τελικό που ανεβοκατεβαίνει με ταχύτητα αστραπής ως που χάνεται στον ουρανό.
(Νοέμ./Δεκ. 2021)
[ Ευχαριστώ την ομότ. καθηγήτρια αρχαιολογίας στο ΑΠΘ Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου για την ουσιαστική της βοήθεια ]