Γιατί διαβάζει ο Χάρολντ Μπλουμ

Ο Χάρολντ Μπλουμ
Ο Χάρολντ Μπλουμ

Όπως κάθε τέχνη, έτσι και η ανάγνωση έχει τις μεθόδους και τους περιορισμούς της, τους κανόνες και τους δασκάλους της, τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους, ώστε συχνά ο απλός αναγνώστης απορεί πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν απόψεις σε τέτοιο βαθμό αντιτιθέμενες για μια τόσο φυσική λειτουργία, όπως είναι το διάβασμα ενός βιβλίου. Κι όμως ο αναγεννησιακός αναγνώστης που περιγράφει ο Μακιαβέλι απέχει από την κοινή αναγνώστρια της Βιρτζίνια Γουλφ, όσο και ο ηδονικός αναγνώστης του Μπόρχες από τον απαιτητικό του Τζορτζ Στάινερ και αυτός από τον μοναχικό αναγνώστη του Χάρολντ Μπλουμ. Ο τελευταίος, για παράδειγμα, επιμένει πάντα στη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του αναγνώστη και του συγγραφέα, ενώ ο Στάινερ προτάσσει τη σχέση του αναγνώστη με το βιβλίο.
Και ο ίδιος εξάλλου ο Χάρολντ Μπλουμ λειτουργούσε, κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του κυρίως, ως δάσκαλος της ανάγνωσης περισσότερο, ίσως, με την προσωπικότητα και το προσωπικό του παράδειγμα παρά με το έργο του. Αυτό που, για δεκαετίες, επιχειρούσε να μεταδώσει ήταν μάλλον η αγάπη του για ορισμένους δημιουργούς και το πάθος του για την ανάγνωση ορισμένων βιβλίων, παρά κάποια μέθοδο για το ξεκλείδωμα και την κατανόηση των κειμένων. Το πληθωρικό του ύφος, η τερατώδης μνήμη του, η αναγνωστική του ταχύτητα και η παροιμιώδης αϋπνία του, η βαθιά ευρυμάθειά του και η πεποίθησή του ότι η λογοτεχνία ανοίγει τον άνθρωπο στον κόσμο και τον προετοιμάζει για τις αλλαγές που θα δοκιμάσει στη ζωή του είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. «Είμαι ίσως το μεγαλύτερο τέρας ανάγνωσης που έχω γνωρίσει. Μπορώ να διαβάσω απίστευτα γρήγορα και θυμάμαι τα πάντα», έλεγε ο ίδιος.

Γεννημένος το 1930 στη Νέα Υόρκη, ξεκίνησε τη διαδρομή του ως κριτικός λογοτεχνίας με ένα αναλυτικό έργο αφιερωμένο στα ποιήματα του Σέλεϊ και συνέχισε με μελέτες που αφορούσαν, κυρίως, την ποίηση και το κίνημα του Ρομαντισμού. Το 1973 έγραψε και δημοσίευσε το πιο γνωστό του βιβλίο, την Αγωνία της επίδρασης, όπου εξετάζει την ανταγωνιστική (γόνιμη στην καλύτερη περίπτωση) σχέση μεταξύ νεότερων και παλαιότερων δημιουργών. Στη συνέχεια, ωστόσο, θα απομακρυνθεί από τη θεωρητική κριτική και, στο εξής, θα αντιταχθεί σε ό,τι απομακρύνει την κριτική από την εμπειρική και πρακτική της διάσταση.

«Έχω εναντιωθεί» θα πει ο ίδιος, «κατά σειρά, στη νεοχριστιανική Νέα Κριτική του Τ. Σ. Έλιοτ και των ακαδημαϊκών υποστηρικτών του· στην Αποδόμηση του Πολ Ντε Μαν και των κλώνων αυτού· στις σημερινές επιθέσεις της Νέας Αριστεράς και της Παλιάς Δεξιάς για τις υποτιθέμενες ανισότητες ή την υποτιθέμενη ηθική του λογοτεχνικού Κανόνα». Σε κάθε είδους, με άλλα λόγια, φεμινιστικές, μαρξιστικές, νεοϊστορικιστικές, μετα-αποικιακές, μειονοτικές, σημειολογικές, λακανικές και άλλες σύγχρονες θεωρίες, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι, σύμφωνα με τον Μπλουμ, ότι αντιμετωπίζουν το έργο τέχνης όχι ως τέτοιο που είναι αλλά ως απλό τεκμήριο για τις μελέτες τους, ισοδύναμο, επομένως, με οποιοδήποτε άλλο πολιτισμικό προϊόν.
Γι’ αυτές ακριβώς τις απόψεις του δέχτηκε, εννοείται, έντονη κριτική και χαρακτηρίστηκε ένας ηθικολόγος που υπερασπίζεται αποκλειστικά τον δυτικό ιμπεριαλισμό, τον εβραϊσμό των προγόνων του και τις αξίες των λευκών ανδρών. Πέραν βέβαια του γεγονότος ότι ο ίδιος έχει γράψει με απροκάλυπτο θαυμασμό για συγγραφείς, μεταξύ άλλων, όπως ο Ντέρεκ Ουόλκοτ και η Τόνι Μόρισον, η αλήθεια είναι ότι ο Μπλουμ υπερασπίζεται κυρίως τη μεγάλη λογοτεχνία χωρίς ιδεολογικούς προσδιορισμούς.
Στον Δυτικό κανόνα, το μεγάλο εκλαϊκευτικό του έργο που κυκλοφόρησε το 1994, επιλέγει είκοσι έξι συγγραφείς που αποτελούν το προσωπικό πάνθεον του: ο Σαίξπηρ, ο Δάντης και ο Θερβάντες, ο Μονταίνι, ο Γκαίτε και ο Ουόλτ Ουίτμαν, η Έμιλι Ντίκινσον, ο Φρόιντ και ο Προυστ, ο Τζέιμς Τζόις, η Βιρτζίνια Γουλφ και ο Κάφκα, ο Μπόρχες, ο Πεσόα και ο Μπέκετ, είναι ορισμένοι από αυτούς. Κύριο κριτήριο υπεροχής τους είναι η ισχυρή λογοτεχνική πρωτοτυπία τους, η ιδιοτυπία και η αντίθεσή τους στις παγιωμένες παραδόσεις, καθώς και ένα ισχυρό ύφος γραφής. Είναι οι συγγραφείς που, εδώ και αιώνες, αποδεικνύουν, σε κάθε νέα ανάγνωση, την εγκυρότητα των αντιλήψεων του παθιασμένου αυτού αναγνώστη: «Αν εξαιρέσουμε την αγάπη που γεννιέται ανάμεσα σε δύο ανθρώπινα πλάσματα, η λογοτεχνία προσφέρει την υψηλότερη χαρά της πιο βαθιάς απόλαυσης, µας οδηγεί στην πιο βαθιά επίγνωση της ύπαρξής µας και µας προσφέρει βαθύτατη αίσθηση των ανθρώπινων επιτευγμάτων και του τι δύναται ακόμη να επιτύχει ο άνθρωπος».

Η ανάγνωση, για τον Μπλουμ, είναι μια μοναχική δραστηριότητα, μια εγωιστική, σε μεγάλο βαθμό, δραστηριότητα, με την έννοια ότι δεν διαβάζουμε για να κάνουμε καλύτερο τον κόσμο, δεν διαβάζουμε για να προσφέρουμε στους άλλους, δεν διαβάζουμε για χάρη κάποιας ορθοπολιτικής συλλογικότητας ή για την εξάλειψη της εκμετάλλευσης και των ανισοτήτων. Διαβάζουμε για εμάς, για να διερευνήσουμε, να γνωρίσουμε και να συγκροτήσουμε τον εαυτό μας. Με την ανάγνωση επέρχεται η βαθιά γνώση και η ενδυνάμωση του εαυτού: «Υπάρχουν πτυχές του εαυτού σας που δεν θα τις γνωρίσετε εντελώς μέχρι να γνωρίσετε, όσο καλύτερα μπορείτε, τον Δον Κιχότη και τον Σάντσο Πάντσα».
Αυτή ακριβώς είναι και η πρωταρχική ανταμοιβή της ανάγνωσης. Όχι η μόνη, ωστόσο. Γιατί, ταυτόχρονα με την εμβάθυνση στην εσωτερικότητά μας, μέσω των βιβλίων γνωρίζουμε τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω μας. «Δίχως τη βοήθεια του Σαίξπηρ και του Τσέχοφ, ίσως ποτέ να μην μπορούσαμε να δούμε αυτό που πραγματικά υπάρχει». Αφού είναι δεδομένο πως στη ζωή μας δεν θα μπορέσουμε να συναντήσουμε όσους ανθρώπους θα θέλαμε και να βιώσουμε όσες καταστάσεις ονειρευόμαστε, το βιβλίο γίνεται η βασιλική εναλλακτική οδός προς αυτή την εμπειρία κι η ανάγνωση ένα παράθυρο προς τον κόσμο και μια πράξη επικοινωνίας με τον άλλο, με τον συγγραφέα πρωτίστως και μέσω αυτού με κάθε άλλον άνθρωπο.

Να πώς συνοψίζει την αναγκαιότητα και την ωφέλεια της ανάγνωσης ο ίδιος ο Μπλουμ, προσθέτοντας ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο: «Διαβάζουμε βαθιά για διάφορους λόγους, οι περισσότεροι γνωστοί: γιατί δεν μπορούμε να γνωρίσουμε βαθιά όσους ανθρώπους θα θέλαμε να γνωρίσουμε· γιατί θέλουμε να γνωρίσουμε καλύτερα τους εαυτούς μας· γιατί ζητάμε τη γνώση, όχι μόνο του εαυτού μας και των άλλων, αλλά του κόσμου γενικότερα. Ωστόσο, το πιο ισχυρό, το πιο αυθεντικό κίνητρο μιας βαθιάς ανάγνωσης των έργων του πολύπαθου πλέον κανόνα είναι η αναζήτηση μιας δύσκολης απόλαυσης». Αυτή η απαιτητική τέρψη έρχεται σε κάθε περίπτωση πρώτη, τόσο για τον Χάρολντ Μπλουμ όσο και για κάθε πραγματικό αναγνώστη, όταν πιάνει στα χέρια του ένα βιβλίο. Και μόνο όταν υπάρχει αυτή, μπορεί να έρθουν και όλα τα άλλα.

ΠΗΓΕΣ
Harold Bloom, Πώς και γιατί διαβάζουμε, μτφ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εκδ. Τυπωθήτω
Χάρολντ Μπλουμ, Ο Δυτικός Κανόνας, μτφ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εκδ. Gutenberg
Δημήτρης Δουλγερίδης, Δεύτερη ανάγνωση, εκδ. Πόλις

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: