Μιχαήλ, έχω ένα παράπονο.
Εκείνη την Παρασκευή του Φλεβάρη που ήρθα στη “Βηθανία” ήσουν’ πολύ σιωπηλός. Αν μάλιστα, κάποιες στιγμές, δεν μου χαμογελούσες, θα έμενα με την εντύπωση πως είχες θυμώσει που ήρθα έτσι - απροειδοποίητα να σε δω.
Κι όσο εσύ επέμενες να μη μιλάς, μιλούσα εγώ και για τους δυο μας κι ίσως σε κούρασα με τη φλυαρία μου. Για το πόσο ‘σου πήγε’ έτσι που σου ξύρισαν τα γένια και, μαζί με τα κιλά που είχες χάσει, ήσουν’ όχι μόνο πιο όμορφος, αλλά έδειχνες και δέκα, για να μην πω δεκαπέντε χρόνια νεότερος.
Κι είχες μια ακίνητη γλύκα και ηρεμία στο πρόσωπο, στην έκφρασή σου, που πότε-πότε θαρρείς με τρόμαζε.
Σου ’λεγα πόσο ιδιαίτερη βρήκα την ονομασία ... αυτό το “Βηθανία” του οίκου περιθάλψεως που σε φιλοξενούσε και σε φρόντιζε.
Σου περιέγραψα την ταραχή μου, καθώς ερχόμουνα στη Νέα Μάκρη, τις εφιαλτικές εικόνες που αντίκρισαν τα μάτια μου, περνώντας μέσα απ ’το καμένο Μάτι.
Σου έφερα τα χαιρετίσματα του Βασιλικού και του Πρατικάκη.
Μετά κατέφυγα στα τετριμμένα, για τον καιρό. Σου θύμισα μέχρι κι εκείνο το παλιό : ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει ...
Εσύ όμως επέμενες ... στην πολυθρόνα αμίλητος και σκεπτικός.
Κάποτε άνοιξες το κουτί που σου έφερα με ’κείνα τα τρουφάκια που σου
αρέσουν. Μου πρόσφερες ευγενικά κι εμένα.
Ύστερα έσκυψες και κοίταζες επίμονα μια ζωγραφιά σου, που μου ’χες χαρίσει πριν χρόνια, και σκέφθηκα να σου φέρω ένα αντίγραφό της. Έσερνες πάνω της αβρά τα δάκτυλα σα να τη χάιδευες.
Ξαφνικά, ήρθαν οι άσπρες μπλούζες να μας θυμίσουν πως θα ’πρεπε να φύγω. Ήταν η ώρα του φαγητού. Τότε, για πρώτη φορά, σηκώθηκες όρθιος και κάπως ταραγμένος. Πήρες τα χέρια μου στα χέρια σου, με κοίταξες βαθειά στα μάτια. Είσαι ο Θέμης ψιθύρισες.
Μόνο αυτό. Δεν πειράζει Μιχαήλ, δεν πειράζει... Όλα τ’ άλλα τα πήρες μαζί σου.
Θέμης
( Αναρτήθηκε στο Facebook, στο χρονολόγιό μου, στις 7/3/2019 )