Ε.
Έπεφτε η νύχτα, πουλί σφαγμένο, έβαφε την ακρογιαλια στη δύση
πώς έψαλλε τυφλός ο ραψωδός «…ἐκ μέλαν αἷμα ρύη…»
κι είχαν τα ρόδα τού φωτός στο χρώμα της συγχώρεσης γυρίσει.
Μοσχοβολούσε επιστροφή κι είχε η ορφάνια αναβρύσει.
Άναψαν λάμπες και δαδια κι ήρθε η ωραία Πολυκάστη
με πέρασε στων ξένων το ιερό λουτρό κι απ’ το παράθυρο
δέονταν οι σεμνές ελιές σ’ έναν ρυθμό αρχέγονο δυνάστη
προσπίπτουσες στ’ αρώματα, χαρισμένο των ματιών λάφυρο.
Φύλλα της καρυδιάς. Βασιλικός, ροδόνερο, ο κύαθος με το λάδι.
Άλειψε ο παρθενόφυτος βλαστός κι έχρισε το κορμί μου.
Η κόρη η σταφυλίζουσα μ’ έβαλε στο νερό κι η ορμή μου
έφυγε με τη στάχτη από το δέρμα σ’ ένα χάδι.