Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας

Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας

Θα μπορούσες να το περιγράψεις ως την κορυφαία ταινία που δεν γύρισε ποτέ ο Μπονιουέλ αλλά — όση τιμή κι αν περιποιεί από μόνη της αυτή η φράση— και πάλι δεν θα είχες αποδώσει δικαιοσύνη στο αριστούργημα του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Θα μπορούσες να πεις ότι εδώ βρίσκεται το πρώτο —και καλύτερο— δείγμα του Greek Weird Cinema, περίπου τριάντα χρόνια πριν ανακαλυφθεί ο όρος, το trend και η συνακόλουθη πόζα αλλά αυτό θα υποτιμούσε την αξία μιας ταινίας που υπερβαίνει πανταχόθεν τόσο το σημειολογικό / φιλοσοφικό εύρος του εν λόγω κινηματογραφικού κινήματος όσο και το αισθητικό του αποτύπωμα. Θα μπορούσες να σχολιάσεις την αποστομωτικά όμορφη όψη του (δίδυμα εικαστικά θαύματα η φωτογραφία κι η καλλιτεχνική διεύθυνση) που σου προκαλεί αγιάτρευτη μελαγχολία για το γεγονός ότι οι σημερινοί σκηνοθέτες έχουν μάλλον ξεχάσει ότι υπηρετούν μια τέχνη της Εικόνας, κυρίως, με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Θα μπορούσες να μιλήσεις για τη σπουδαία εκείνη στιγμή που σηματοδοτεί, μια στιγμή κατά την οποία το ελληνικό σινεμά έμοιαζε ικανό να αναμετρηθεί στα ίσα με τις μεγάλες κινηματογραφίες της Δύσης και ειδικά με αυτό το έργο (το τόσο μοντέρνο και παράλληλα κλασικό σε ένα πολύ βαθύ επίπεδο, σχεδόν αρχαϊκό θα έλεγες), να σταθεί επάξια δίπλα στα πιο αστραφτερά τους προϊόντα. Θα μπορούσες πολλά να πεις, γενικά, για ένα φιλμ σαν τους θρυλικούς "Τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας" αλλά γιατί να κάθεσαι να ασχολείσαι με πράγματα τόσο ασήμαντα όσο οι λέξεις και να μην πας να ρίξεις έναν γλυκό υπνάκο καλύτερα;

Ένας πατέρας παίρνει τους τρεις γιους του και πάνε να ζήσουν όλοι μαζί στο πατρικό του στην εξοχή, μετά τον θάνατο του αδερφού του που τους αφήνει κληρονομιά τη μεγάλη περιουσία του. Μαζί τους στην έπαυλη, παίρνουν και την υπηρέτρια του συχωρεμένου για να τους φροντίζει, αφού οι ίδιοι είναι αποφασισμένοι να μην κάνουν τίποτα. Θα περνάνε τις μέρες τους μέσα στην απόλυτη απραξία. Μόνο μικροί περίπατοι γύρω από το σπίτι, αρχικά, φαγητό και ύπνος. Έπειτα μόνο φαγητό και ύπνος. Έπειτα ύπνος. Σκέτο. Μόνο ύπνος. Τι πιο ωραίο από τον ύπνο; Τι πιο ξεκούραστο, προφανές και απλό; Σύντομα το να τρέφονται θα αρχίσει να τους φαίνεται ως μια ακόμα δυσάρεστη αγγαρεία. Το να μιλούν μεταξύ τους, κανονική τρέλα. Όσο για το να συναντούν κόσμο, ε αυτό πια θα άγγιζε τα όρια του σκανδάλου. Ο ένας απ' τους γιους διατηρεί στα κρυφά μια ερωτική σχέση με μια κοπέλα που μπάζει στο σπίτι στα κρυφά. Γρήγορα θα την εγκαταλείψει. Θα του ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο αν ο έρωτας, με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει αργά ή γρήγορα, κατέληγε να του στερήσει τον ύπνο του (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Ο πατέρας, δίνει το καλό παράδειγμα όταν αποφασίζει να μην κατεβαίνει καν στην τραπεζαρία για φαγητό, απαιτώντας απ' την υπηρέτρια να τον ταΐζει στο κρεβάτι. Από τον έναν ύπνο στον άλλο, η πραγματική ζωή, η ζωή της εγρήγορσης, συμπτύσσεται σε σημείο πλήρους εξαφάνισης. Ούτε η λίμπιντο δεν μπορεί να ξυπνήσει αυτούς τους ορκισμένους οπαδούς της λήθης: πού και πού δίνουν μερικά λεφτά στην υπηρέτρια για να την πηδήξουν στα γρήγορα, λίγο πριν βυθιστούν ξανά στον ύπνο. Έπειτα μόνο για να κάνουν μπανιστήρι το γυμνό στήθος της, αφού δεν έχουν κουράγιο πια να γαμήσουν. Θέλουν μόνο να κοιμούνται. Αυτό είναι όλο.

Αν οι “Τεμπέληδες...” ήταν απλώς άλλη μια κοινωνικοπολιτική αλληγορία (για τον ηθελημένο λήθαργο στον οποίο έπεσε η Ελλάδα της χούντας —αφού κυκλοφορεί η φήμη ότι ο αδερφός που υποδύεται εκπληκτικά ο Νικήτας Τσακίρογλου, κοιμάται επί επτά χρόνια συνεχόμενα—, για τη βλάσφημη οκνηρία της αστικής τάξης, για τον πλούτο ως το πιο αποτελεσματικό υπνωτικό), τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά, λιγότερο επικίνδυνα (γιατί η μεγάλη τέχνη είναι πάντα επικίνδυνη υπόθεση)και λιγότερο συναρπαστικά. Με όσους τρόπους κι αν σε προκαλεί να την αποκωδικοποιήσεις η ταινία του Παναγιωτόπουλου, όμως, ποτέ δεν υιοθετεί ένα συγκεκριμένο “μήνυμα”, ποτέ δεν γίνεται έργο στρατευμένης “κριτικής”. Οι χαρακτήρες αυτοί που δεν κάνουν τίποτα, που απλώς κοιμούνται, αποκτούν έτσι τη δύναμη να δυναμιτίσουν το σύμπαν, να τινάξουν στον αέρα την παγκόσμια λογική, να εξαρθρώσουν τον χρόνο και να βραχυκυκλώσουν τον μηχανισμό του. Δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, ούτε στον δημιουργό τους ούτε στον θεατή, κι επίσης (μείζον αυτό) δεν έχουν τίποτα να προτείνουν. Καμιά ιδεολογία, κανένα άρθρο πίστης, οσοδήποτε ακραίο ή μηδενιστικό, κανέναν νέο τρόπο θέασης των πραγμάτων. Η τεμπελιά τους είναι απόλυτη, ωκεάνια, μη αναγώγιμη: και γι' αυτό ανίκητη, σαν θανατηφόρο ψυχικό δηλητήριο. Βάζοντάς τους μέσα σ' αυτό το σπίτι ο Παναγιωτόπουλος, αποφασίζοντας απλώς να τους παρατηρεί καθώς ανατρέπουν την τάξη του κόσμου απλώς και μόνο με το να κοιμούνται, έχει αποφασίσει τι θα είναι η ταινία του: ένα ιερόσυλο μεταφυσικό αστείο που σημαίνει τα πάντα και τίποτα.

Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας

Απ΄ την ώρα που εισέρχονται στην έπαυλη οι τέσσερις, όταν ο πατέρας (ένας καταπληκτικός, ως συνήθως, Βασίλης Διαμαντόπουλος) ισιώνει ένα στραβό κάδρο στον τοίχο, λέγοντας “δεν μου αρέσει να βλέπω στραβά κάδρα”, ο σκηνοθέτης σε προειδοποιεί έμμεσα γι' αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσεις. Η ιστορία αυτή είναι σαν ένα τέτοιο κάδρο: παρουσιάζει ένα κομμάτι πραγματικότητας που έχει στραβώσει. “Η γλυκιά θαλπωρή του πατρικού σπιτιού”, αναφωνεί ευτυχισμένος ο Διαμαντόπουλος καθώς συνεχίζουν την περιήγησή τους στην έπαυλη. Σ' αυτό το σημείο οι ψυχαναλυτές πρέπει να τρίβουν ευτυχισμένοι τα χέρια τους, θεωρώντας ότι βρήκαν την εξήγηση: οι “Τεμπέληδες...” είναι μια ταινία για την “πατρική μεταφορά”, το “Όνομα του Πατέρα” κτλ. Μόνο που, ακριβώς επειδή ο πατέρας είναι πια απών, νεκρός (ο πατέρας του πατέρα δηλαδή), η αρχή της πραγματικότητας υποχωρεί στην άβυσσο μαζί του. Η αρχή της ευχαρίστησης επιβάλλεται κατά κράτος: μείωση της έντασης, της δυσαρέσκειας που προκαλούν τα εξωτερικά ερεθίσματα στο ψυχικό όργανο. Σε τέτοιο βαθμό που η ζωή της εγρήγορσης (η ύπαρξή δηλαδή) να μοιάζει ενοχλητική, και αντ' αυτής να προτιμάται ο μακάριος και συνεχόμενος ύπνος: τουτέστιν το κενό. Αυτοί οι τύποι επιστρέφουν στο πατρικό τους για να διανύσουν ανάποδα τη διαδρομή προς την ανυπαρξία. Αντί να πάνε απ' τη μήτρα προς τον θάνατο, σταματάνε μεσοστρατίς με σκοπό να επιστρέψουν στη μήτρα, σε μια προγεννητική κατάσταση, πριν τη ζωή, τη δράση, τις ενέργειες, τους σκοπούς, τις πίκρες, τις απογοητεύσεις, την αγωνία. Η έπαυλη αυτή είναι μια πελώρια τσιμεντένια μήτρα που περιμένει να τους καταπιεί για να τους λυτρώσει απ' την ταλαιπωρία να υπάρχουν.

“Ας κοιμηθώ κι ας μην ποτέ ξυπνήσω/ μες στη θερμή κι ολόγλυκια αγκαλιά” τραγουδούν όλοι μαζί κάποια στιγμή, φανερά ευτυχισμένοι. Ο Παναγιωτόπουλος -σ' αυτή την υπέροχη σκηνή ειρωνικής προοικονομίας- μας ξανακλείνει το μάτι, προ(σ)καλώντας μας να σκεφτούμε αλλιώς: τελικά οι “Τεμπέληδες” δεν είναι το, λακανικής έμπνευσης, ψυχαναλυτικό σχόλιο που νομίζαμε, ούτε η μαρξιστική στηλίτευση στις χυδαιότητες της αστικής τάξης που ίσως να είχαμε ελπίσει κάποια στιγμή (οπωσδήποτε η σεξουαλική εκμετάλλευση της πανέμορφης προλετάριας, όπως και η εν γένει κακοποιητική συμπεριφορά που επιδεικνύουν όλα σχεδόν τα μέλη της οικογένειας απέναντί της, είναι ένα στοιχείο ταξικής κριτικής που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί), είναι μια ταινία για τον θάνατο (“ό,τι είναι ο ύπνος για το άτομο, είναι ο θάνατος για το είδος” έγραφε ανησυχαστικά ο Σοπενάουερ). Όχι μια οποιαδήποτε ταινία για τον θάνατο, όμως: μια κωμωδία για τον θάνατο ως μόνιμο πειρασμό της ζωής. Ή, ακριβέστερα, μια -βάναυση, κακόβουλη- κωμωδία για τον ανομολόγητο έρωτα του ανθρώπου με τον θάνατο, τον οποίο μονίμως παρεξηγεί ως φόβο. Αφού η ζωή είναι γεμάτη από τόσους αγχωτικούς παράγοντες, από κούραση, απογοητεύσεις και πόνο, τι πιο λογικό απ' το να απολαμβάνει ο άνθρωπος με τέτοια αγαλλίαση τον ύπνο; Τι είναι αυτό που απολαμβάνει, όμως, κάποιος που κοιμάται; Την παύση της ζωής, την αναστολή της. Και τι είναι αυτή η παύση της ζωής αν όχι ένα προοίμιο του θανάτου; Οι “Τεμπέληδες...” απλώς φτάνουν στα άκρα -με θεσπέσια σουρεαλιστική υπερβολή- μια κοινή κατάσταση, για να τη μετατρέψουν σε σαρκαστική ιλαροτραγωδία, πολιτική σάτιρα ή υπαρξιακή ταινία τρόμου (όταν η κάμερα του Παναγιωτόπουλου -με μουσική υπόκρουση μια συγκλονιστική μελωδία του Μάλερ- περνάει από δωμάτιο σε δωμάτιο δείχνοντας τους ήρωες να κοιμούνται, κάτι το ανείπωτο και απροσδιόριστα δυσοίωνο νιώθεις να γλιστράει κάτω απ' το δέρμα σου σαν φίδι) αλλά, στο βάθος, το τόσο οικείο που ενέχει αυτή η κατάσταση είναι που επιτρέπει στην ταινία να λειτουργεί σχεδόν σαν σκοτεινός χρησμός.

Περισσότερο ακόμα κι απ' τον θρυλικό ήρωα του Μέλβιλ, οι υπναλέοι ήρωες του Παναγιωτόπουλου εκσφενδονίζουν ένα άρρητο, μηδενιστικό “θα προτιμούσα όχι” σε οποιαδήποτε πρόκληση της ζωής να υπάρξουν. Ακόμα κι η σφριγηλή ζωντάνια του γυναικείου κορμιού (η πιο άμεση και ηδονική έκφραση της ζωής), τους αφήνει αδιάφορους. Οι γελοίες, μισοανάπηρες, επαφές τους μαζί του (ξεφτίδια ενορμήσεων που ψυχορραγούν), επιβεβαιώνουν αντί να θέτουν υπό αμφισβήτηση το οριστικό φευγιό τους απ' τον κόσμο. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να μιλήσει κανείς για “εκμετάλλευση” και “εξουσία” εδώ. Αυτές οι έννοιες ανήκουν ακόμα στον κόσμο της δράσης, της ζωής, της εγρήγορσης, της -με μια πλατιά έννοια- εργασίας. Όλα αυτά, όμως, δεν έχουν καμιά απολύτως αξία για κάποιον που κοιμάται. Μόνο ο μικρότερος γιος, δείχνει να μην αντέχει άλλο τον ύπνο και κάποια στιγμή αποφασίζει να φύγει. Αλλά οι παρακλήσεις του συντετριμμένου απ' αυτή την ανακοίνωση πατέρα και των αδερφών του, θα τον κάνουν προσωρινά να το ξανασκεφτεί. Γράφτηκε ότι ο μόνος θετικός ήρωας στο έργο είναι η υπηρέτρια. Είναι αλήθεια ότι εκείνη δεν κοιμάται, εργάζεται, είναι λοιπόν αγκιστρωμένη στη ζωή. Αν εκείνη είναι ο θετικός ήρωας, τότε ο μικρός γιος είναι ο τραγικός ήρωας. Ανάμεσα σε δύο κόσμους (του ύπνου και του ξύπνιου, της αδράνειας και της πράξης, του θανάτου και της ζωής), μένει ακόμα να διαλέξει “με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει”. Δεν είναι σίγουρος για τίποτα, οι αμφιβολίες δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί ήσυχος. Τελικά επισκευάζει ένα χαλασμένο ξυπνητήρι. Αυτό, από μόνο του, είναι μια πράξη αντίστασης. Το τι θα κάνει τελικά, δεν θα το μάθουμε ποτέ (και πόσο μεγαλειώδες, μέσα στην αμφισημία του, είναι αυτό το τελευταίο πλάνο, αυτός ο εικαστικός θησαυρός, όπου κάθεται στο δέντρο να ξαποστάσει). Αν ερμηνεύαμε το φιλμ του Παναγιωτόπουλου αποκλειστικά μέσω του μαρξιστικού πρίσματος, θα βλέπαμε τον χαρακτήρα του Γιώργου Διαλεγμένου να διχάζεται ανάμεσα σε δύο τάξεις, όπως τόσοι και τόσοι επαναστατημένοι αστοί πριν από αυτόν. Αλλά οι “Τεμπέληδες...” δεν εξαντλούνται σε μια τέτοια ερμηνεία. Δεν έχουν απάντηση στο ερώτημα για το ποια επανάσταση είναι αυτή που μπορεί να συνταράξει τον κόσμο. Να πράττεις ή να μην κάνεις τίποτα απολύτως; Να αγρυπνάς, έτοιμος να δράσεις, έτοιμος να αδράξεις τις πιθανότητες και να δημιουργήσεις το μέλλον ή να κοιμάσαι, αφήνοντάς τα όλα να κατρακυλούν γαλήνια στο κενό;

“Επανάσταση τώρα πια σημαίνει να απουσιάζουμε από όλα” λέει ο Νίκος Καρούζος στο ποίημά του “Κοκκινόχωμα”. Και στο ποίημα “Παυσίπονον”: “στον ύπνο πετυχαίνουμε το σοσιαλισμό μας”. Μήπως, τελικά, αυτοί οι εκφυλισμένοι αστοί, αυτά τα κοιμισμένα νεκροζώντανα ρετάλια που ξερίζωσαν τη ζωή από μέσα τους (δηλαδή κάθε επιθυμία για δράση, κάθε αφορμή για να παραμείνουν ξύπνιοι), είναι οι πραγματικοί μεταφυσικοί επαναστάτες; Μήπως βρήκαν, χωρίς τυμπανοκρουσίες και επικούς παιάνες, τη μόνη δυνατή δικαιοσύνη; Μήπως αυτοί δείχνουν τον δρόμο; Μήπως όλοι εμείς οι υπόλοιποι είμαστε οι αληθινοί τρελοί που άλλο δεν κάνουμε απ' το να βρίσκουμε ηλίθιους λόγους να χαλάμε τον ύπνο μας; Σ' αυτό το άπειρα μικρό κι άπειρα μεγάλο μεσοδιάστημα απ' τον έναν ύπνο (πριν τη γέννηση) στον άλλο (μετά τον θάνατο), που ονομάζουμε ζωή, μήπως είμαστε εντελώς παράλογοι που δεν κοιμόμαστε λίγο παραπάνω και λίγο καλύτερα; Όταν, κάποιες σπάνιες στιγμές βαθύτερων ενοράσεων, συνειδητοποιούμε τη ματαιότητα των κοσμικών σχεδίων μας, το τραγελαφικό των άγρυπνων προσπαθειών μας, την ασύγγνωστη επιπολαιότητα της συνήθειας να κρατάμε διαρκώς τα βλέφαρα ανοιχτά, τότε είμαστε λίγο πιο κοντά στην πένθιμη σοφία των “Τεμπέληδων...”. Που δεν ξέρουμε ποτέ τι ονειρεύονται (όλη κι όλη μια σκηνή ονείρου περιέχει η ταινία: λίγο πριν το τέλος, τα γιγάντια γρανάζια ενός ρολογιού που -επιτέλους; - δουλεύει). Ίσως το τίποτα, το απόλυτο κενό, αφού τα όνειρα είναι επίσης πειρασμοί της ζωής, της δράσης, της επιθυμίας.

Πολλές λέξεις μαζεύτηκαν πάλι όμως. Ασυλλόγιστα και χωρίς σκοπό. Ας ρίξουμε, καλύτερα, έναν ύπνο.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: