Το πρώτο ταξίδι που θυμάται είναι όταν έφυγαν από το σπίτι της γιαγιάς και πήγαν στο καινούργιο. Το δικό τους. Έτσι το έλεγε η μαμά, «το δικό μας», κι ήταν, έλεγε, μακριά, σε άλλη περιοχή, αλλά θα έρχονταν τα Σαββατοκύριακα να βλέπουν τη γιαγιά και τον παππού.
Κάθε πρωί, οι άλλοι πήγαιναν στη δουλειά κι αυτή έμενε με τη γιαγιά και τον παππού μέχρι το απόγευμα. Έβγαινε στο μικρό μπαλκόνι και κοιτούσε τους ανθρώπους και τις γάτες που περνούσαν σχεδόν δίπλα της. Σε αυτό το μπαλκόνι, δεν είχε χώρο να περπατήσει μπροστά, μόνο στα πλάγια μπορούσε να κάνει μερικά βήματα. Τα κάγκελα έφταναν πιο ψηλά από το κεφάλι της και είχαν κλίση προς τα έξω, και της άρεσε, όταν δεν την έβλεπε η γιαγιά, να γέρνει το σώμα της πάνω τους και να φαντάζεται πως επιπλέει.
Τρέχει το αυτοκίνητο στον δρόμο και ο ήλιος μπαίνει λοξά από το παράθυρο και τη στραβώνει. Νυστάζει, αλλά προσπαθεί να μην κλείσει τα μάτια για να μη χάσει τίποτα. Από το τζάμι βλέπει τα άλλα αυτοκίνητα που τρέχουν μαζί με το δικό τους, τα στρογγυλά φανάρια που αλλάζουν χρώμα και τους λένε τι να κάνουν. Σκέφτεται το σπίτι της γιαγιάς, που τώρα θα έχει μόνο δύο ανθρώπους, σκέφτεται και το καινούργιο, που εκεί θα έχει δικό της δωμάτιο. Τα δύο σπίτια τα ενώνει αυτός ο δρόμος που τρέχουν τώρα με το αυτοκίνητο, κι όσο τρέχουν, μακραίνει ο δρόμος και γίνεται μια μακριά λεπτή γραμμή, πορτοκαλί και κόκκινη και πράσινη και μετά πάλι πορτοκαλί, και λεπταίνει κι άλλο κι άλλο, μέχρι που χάνεται τελείως.
Ξύπνα, φτάσαμε, λέει η μαμά. Το πρώτο που τη νοιάζει να δει είναι το μπαλκόνι – και τι μπαλκόνι είναι αυτό! Μπροστά μπορεί να κάνει τέσσερα βήματα και στα πλάγια μπορεί ακόμα και να τρέξει. Κοιτάει κάτω και στην αρχή φοβάται λίγο να πλησιάσει κολλητά στα κάγκελα. Οι άνθρωποι στον δρόμο φαίνονται πιο μακριά και μπορεί να δει το πάνω μέρος από τα κεφάλια τους. Στο απέναντι μπαλκόνι, μια γάτα περπατάει στην κουπαστή.
Προσπαθεί όλη μέρα να βρει τη μαμά σε ησυχία για να τη ρωτήσει κάτι που θέλει, αλλά εκείνη συνέχεια έχει δουλειά. Αδειάζει κούτες, τακτοποιεί πράγματα στα ντουλάπια, στέκεται και κοιτάζει τους τοίχους με σοβαρό ύφος. Το απόγευμα τη βρίσκει να στριμώχνει τα χρωματιστά μολύβια της μέσα σε μια κασετίνα.
—Μαμά;
—Έλα, τι;
—Θα περάσουμε καλά εδώ;