Ψήγματα (και στίγματα) θεωρίας
———— ≈ ————
2. Γραμματική της ποίησης και ποίηση της γραμματικής
Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Γλωσσολογία και λογοτεχνία (από την τεχνική στην Τέχνη του λόγου). Β’ έκδοση, Αθήνα 1991
Ψήγματα (και στίγματα) θεωρίας
———— ≈ ————
2. Γραμματική της ποίησης και ποίηση της γραμματικής
Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Γλωσσολογία και λογοτεχνία (από την τεχνική στην Τέχνη του λόγου). Β’ έκδοση, Αθήνα 1991
Υπό το παραπάνω λήμμα – το οποίο παραφράζει και παραλλάσσει τον τίτλο «κλασικής» πραγματείας του Roman Jakobson (1980) – προτίθεμαι να σχολιάσω ένα θεωρητικό πόνημα, αρκετά σπάνιο στο είδος του εν Ελλάδι, που προσεγγίζει την Λογοτεχνία σε συνάρτηση προς την δομή και τις λειτουργίες της Γλώσσας.
Προτού προχωρήσω στην κριτική ανασκόπηση του βιβλίου θα ήθελα να καταθέσω εδώ μια γενικότερη, αν και σύντομη, εποπτεία του μεγάλου αυτού επιστημονικού πεδίου.
Στην εποχή μας, όπου, αφ’ ενός, η νεότερη θεωρία της γλώσσας και οι εφαρμογές της έχουν σημειώσει θεαματικές προόδους και, αφ’ ετέρου, ο νεοτερικός ποιητικός λόγος εξελίχθηκε σε κατευθύνσεις όλο και πιο «φορμαλιστικές», δεν νομίζω να υπάρχουν πολλοί που να αμφιβάλλουν ακόμη για το ότι η ποιητική
(ή αλλιώς ‘αισθητική’, ‘εκφραστική’ κ.ο.κ.) είναι μία από τις σπουδαιότερες γλωσσικές λειτουργίες. Αλλά και αντιστρόφως: οι πάντες γνωρίζουμε -και το επιβεβαιώνουν διακεκριμένοι επιστήμονες του κλάδου (π.χ. ο Ρουμανο-ουρουγουανός Eugenio Coseriu)- ότι η Γλώσσα βρίσκει στην Ποίηση το ιδανικό πεδίο πραγμάτωσης των λειτουργιών της, συμπεριλαμβανομένης και της ποιητικής. Ως εκ τούτου, είναι αδιανόητο πια σήμερα (το τονίζει με όλη την δέουσα έμφαση ο ίδιος ο Jakobson) ένας γλωσσολόγος να αδιαφορεί για την λογοτεχνική χρήση της γλώσσας· άλλο τόσο δεν νοείται όμως ένας σημερινός μελετητής της λογοτεχνίας να αγνοεί τα μεγάλα επιστημολογικά επιτεύγματα της σύγχρονης γλωσσολογίας.
Ο συγγραφέας του Γλωσσολογία και Λογοτεχνία, καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης, του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι εξ επαγγέλματος γλωσσολόγος και, αποδεδειγμένα, διόλου άμοιρος ποιητικής ευαισθησίας· συνεπώς είναι και κατ’ εξοχήν ενδεδειγμένος να καταπιαστεί με τα εν λόγω θέματα και τις αμοιβαίες σχέσεις τους.
Πιο συγκεκριμένα, η θεωρητική σφαίρα που εξερευνάται εδώ περιλαμβάνει προβλήματα ύφους και υφολογίας. Ο συγγραφέας τα εξετάζει στα πλαίσια της λεγόμενης «μετα-φρασικής» (transphrastic) ή «κειμενο-γλωσσολογίας» (text linguistics). Αντικείμενο αυτής αποτελεί επομένως το κείμενο: μακροδομή της Γλώσσας, η οποία υπερβαίνει τα όρια της φράσεως και θέτει ενώπιον του ερευνητή ζητήματα όπως η «συνοχή» (cohesion) της μορφής και η «συνεκτικότητα» (coherence) του περιεχομένου, αλλά και οι στρατηγικές σύνθεσης του κειμένου και oι σχέσεις του μέ τό ενδο- και το εξω-γλωσσικό περιβάλλον που ενδέχεται να το επηρεάσουν (πρβ. σσ. 27-28).
Με την σειρά του το ύφος, προσδιορίζεται βάσει της διάκρισης από τον Saussure, των δύο υποστάσεων της Γλώσσας (Langage), που είναι ο Λόγος (Langue) και η Ομιλία (Parole):
ΓΛΩΣΣΑ → Λόγος
→ Ομιλία
→ ατομικό ύφος (κατεξοχήν ομιλία)
→λογοτεχνικό ύφος (κατεξοχήν ύφος)
(σελ. 104)
Όπως μπορούμε να αντιληφθούμε, ο όρος ‘ύφος’ αναφέρεται σε (τουλάχιστον) δύο αντικείμενα διαφορετικά, τα οποία δεν ενδιαφέρουν στον ίδιο βαθμό την μελέτη της λογοτεχνίας. Ουσιαστικά, η υφολογική έρευνα έχει κυρίως να κάνει μέ τό «κατεξοχήν», δηλαδή το «λογοτεχνικό» ύφος. Πιο συγκεκριμένα, με την «ιδιόλεκτο του λογοτέχνη», ή οποία συνίσταται στην «χρήση της γλώσσας έτσι που να προσελκύει την προσοχή και να δίνει την αίσθηση του ασυνήθιστου» (σ. 105). Το θεωρητικό υπόβαθρο της όλης αυτής αντίληψης περί ύφους είναι ο λεγόμενος «απο-αυτοματισμός» (aktualisace) για τον οποίο μίλησε η Σχολή της Πράγας (Havránek, Mukařovski): ιδιότητα της λογοτεχνικής γλώσσας που την διαφοροποιεί έναντι της «αυτόματης», καθαρά επικοινωνιακής χρήσης της από το «ατομικό ύφος».
Πέραν αυτού, το «κατεξοχήν ύφος» αποτελεί ένα είδος «ποιητικής γραμματικής», με βασικούς «κανόνες» την επιλογή (συνειδητή, κατά κανόνα, ορισμένων επαναλαμβανομένων δομικών σχημάτων) και τις αποκλίσεις (από την στατιστική συνισταμένη της αγοραίας χρήσεως). Επιπλέον, δίδει έμφαση στην μορφή έναντι του περιεχομένου καί στήν βιωματική / συνκινησιακή λειτουργία έναντι της επικοινωνιακής. Τέλος, όλα αυτά έχουν έναν προθετικό (intentional) χαρακτήρα.
Η, ορθή άλλωστε, έμφαση που δίδει ο καθ. Μπαμπινιώτης στις διαφορές ανάμεσα στην κοινή και στην λογοτεχνική γλώσσα δεν πρέπει να μας οδηγήσει στην (εσφαλμένη) εντύπωση ότι, ενδεχομένως, η τελευταία απολύει ή αποβάλλει την επικοινωνιακή της λειτουργία.
Κάθε άλλο: ή χρήση της γλώσσας για καλλιτεχνικούς σκοπούς, το ύφος, αναδομεί το επικοινωνιακό σύστημα που είναι το γλωσσικό μήνυμα, χωρίς όμως να το καταργήσει. Αναδόμηση η οποία σημαίνει συγχρόνως καί αναβάθμιση, διότι επιτελείται και πάλι με επίκεντρο το κείμενο. Στην περιγραφή και την κατάρτηση ενός θεωρητικού μοντέλου που δίδει λοναρισσμό για την κειμενική επικοινωνία εντοπίζω την σπουδαιότερη συμβολή του συγγραφέως στον τομέα της υφογλωσσολονίας (stylolinguistics) (πρβ. κεφ. 6: «Καθολικές δομές της λογοτεχνικής σημειολογίας. Κείμενο και κειμενικές λειτουργίες», σσ. 185-203).
Ο συγγραφέας εκκινεί από γνωστό μοντέλο του Jakobson (1960), με τους έξι παράγοντες και τις αντίστοιχες έξι λειτουργίες της γλωσσικής επικοινωνίας: 1ον, πομπός (adresser) / βιωματική (emotive)· 2ον, δέκτης (adressee) / προθετική (conative)· 3ον, αναφορά (context) / αναφορική (referential)· 4ον, μήνυμα (message) / ποιητική (poetic)· 5ον, επαφή (contact) / επαφική (phatic)· και 6ον, κώδικας (code) / μεταγλωσσική (metalingual). Διαπιστώνει εντούτοις την παρουσία σειράς από ατέλειες και ασάφειες (πρβ. σσ. 188-189): κυρίως ότι ο Ρώσος θεωρητικός δεν λαμβάνει επαρκώς ή διόλου υπ’ όψιν το γεγονός ότι «[τ]ο μήνυμα (...) έχει αναγκαστικά την μορφή –και την δομή– κειμένου» (σ. 189).
Έτσι λοιπόν, ο ‘Ελλην γλωσσολόγος προχωρεί στην βελτίωση του σχετικού μοντέλου. Υπενθυμίζει κατ’ αρχήν πως «Το κείμενο είναι προϊόν συζεύξεως συγκεκριμένου θέματος
και ρήματος, που επιβάλλεται (...) να διαχωρίζονται στην ανάλυση / ερμηνεία» (αυτόθι). Το μεν θέμα εντάσσεται στην σφαίρα της αναφοράς, με παράγωγο το «ανα-κείμενο» (reference text ή re-text), το δε ρήμα καλύπτει τον χώρο του μηνύματος, ως «δια-κειμένου» (per-text), δηλαδή κειμένου «διά του οποίου πραγματώνεται (με βάση τον κώδικα) το μήνυμα» (σ. 190). Συνεπής προς την ορολογία του, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η έννοια του κειμένου, ο συγγραφέας προσδιορίζει ώς «υπο-κείμενο» (sub-text) την θέση του πομπού (δηλαδή του δημιουργού) και ως «αντι-κείμενο» (ob-text) εκείνη του δέκτη ή παραλήπτη του μηνύματος. Τέλος, προσθέτει άλλες δύο παραμέτρους: «το υλικό που προ-απαιτείται για να δομηθεί (...) ένα οποιοδήποτε κείμενο» (κώδικας) καί τους "περιβαλλοντολογικ[ούς] όρ[ους] δημιουργίας και κατανοήσεως του» (σσ. 190-191), οι οποίοι ονομάζονται «προ-κείμενο» (pro-text) και «περι-κείμενο» (circum-text), αντιστοίχως. Αντικαθιστώντας τους παράγοντες της κειμενικής επικοινωνίας με τις λειτουργίες αυτής, το ολοκληρωμένο «μοντέλο Μπαμπινιώτη» εμφανίζεται ως εξής:
περι-κειμενική
ανα-κειμενική
υπο-κειμενική κειμενική αντι-κειμενική
δια-κειμενική
προ-κειμενική
(σ. 191)
Οι ανωτέρω παράμετροι και λειτουργίες, ναι μεν «[α]ποτελούν γενικές κατηγορίες της επικοινωνίας» και «εμφανίζονται από κοινού σε κάθε μορφή επικοινωνίας μέσω κειμένου», εντούτοις δεν αποκλείουν την διαφοροποίηση των λογοτεχνικών και μη κειμένων, σε συνάρτηση προς ποικίλες συνθήκες, συντελεστές καί κριτήρια (πρβ. σχετικώς: σ. 192). Εκείνο πού ενδιαφέρει ιδιαίτερα εδώ είναι ότι το στοιχείο της καθολικότητάς τους ισχύει όχι μόνον ολικώς άλλα και μερικώς, δηλαδή στο επίπεδο των επί μέρους λειτουργιών. Κυρίως δε ισχύει για την κατ’ εξοχήν λογοτεχνική λειτουργία, την «δια-κειμενική» ή ποιητική.
Ήρθε νομίζω ή ώρα να εξετάσουμε εδώ και το εάν, πώς και κατά πόσον το παραπάνω θεωρητικό μοντέλο φέρνει κάποια «πρακτικά» αποτελέσματα, δηλαδή είναι ικανό να μας βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της πολυσύνθετης δομής και του νοήματος του ποιητικού κειμένου.
Θα αναφερθώ, συγκεκριμένα, στο σημείο εκείνο (σ. 196-199) όπου ο συγγραφέας επιδίδεται στην ενδελεχή ανάλυση δύο στίχων του Ελύτη:
Ο ήλιος ο ηλιάτορας / ο πετροπαιγνιδιάτορας
από την άκρη των ακρώ / κατηφοράει στο Ταίναρο.
Ο Γ. Μπαμπινιώτης προτίθεται νά αποδείξει την καθολικότητα ενός από τα στοιχεία πού συνιστούν την ποιητική («δια-κειμενική») λειτουργία του μηνύματος· ο λόγος για τις διεργασίες επαναλήψεως
(ή παραλληλισμού). Εστιάζοντας στο φωνολογικό επίπεδο, οι συγκεκριμένες διεργασίες παίρνουν πρωτίστως την μορφή κάποιων ηχητικών τεχνασμάτων, γνωστών ως παρηχήσεις και ομοιοκαταληξίες. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η καθολικότητα αυτών είναι συνάρτηση του φωνολογικού συστήματος της κάθε γλώσσας (το οποίον ευνοεί ορισμένους συνδυασμούς και απορρίπτει ή δυσχεραίνει άλλους).
Επιστρέφοντας στο ελυτικό δίστιχο, ο αναλυτής ανακαλύπτει και περιγράφει κατ’ αρχήν την παρουσία πυκνού δικτύου από παρηχήσεις, τόσο φωνητικές (assonnances) όσο και συμφωνικές (allitérations) το οποίο συνιστά τήν ηχητική υφή των στίχων.[1] Εν κατακείδι, λοιπόν, «οι γλωσσικοί φθόγγοι (...) λειτουργούν σαν μουσικοί φθόγγοι τονίζοντας τον χαρακτήρα του τραγουδιού που έχει το ποίημα» (σ. 198).
Πέραν όμως του καθαρά φωνολογικού, η εν λόγω ηχητική υφή επηρεάζει και άλλα επίπεδα της δομής. Aπό σημασιολογικής λ.χ. απόψεως, ορισμένες επαναλήψεις «δηλώνουν μεγέθυνση και επίταση, αυξητική, βιωματική δηλ. παρουσίαση της ουδέτερης περιγραφικής σημασίας» (σ. 198)· ενώ άλλες (για παράδειγμα η επανάληψη του συμφωνικού πλέγματος –κρ–, που στην ελληνική απαντάται συχνά σε λέξεις oι οποίες έχουν κάποια εννοιολογική σχέση με το ‘δέος’), αίρουν τον συμβατικό χαρακτήρα του γλωσσικού συμβόλου και, μέχρι ενός σημείου, «εξεικονίζουν ηχητικά τα σημαινόμενα» (αυτόθι).[2]
Ωστόσο, η αμιγώς γλωσσολογική θεώρηση των υφολογικών φαινομένων έχει τα όριά της, τα οποία δεν καταφέρνει να υπερβεί ούτε καν η πολύ «σφιχτή» και συνεκτική πραγματεία του καθ. Μπαμπινιώτη.
Τα φωνολογικά και άλλα στοιχεία που εξετάζει θα μπορούσαν, φέρ’ ειπείν, να αποτελέσουν βάση και αφετηρία για μίαν υφολογική προσέγγιση στα προβλήματα του στίχου και της μετρικής. Ωστόσο αυτό δεν συμβαίνει: πέραν της ρητής δήλωσης ότι αντικείμενό της ανάλυσης είναι οι δύο «στίχοι» του Ελύτη και πέραν των τεχνικών όρων «ημιστίχιο» και «ομοιοκαταληξία», τίποτα το ιδιαίτερο δεν μας θυμίζει ότι εδώ πρόκειται για ένα ποιητικό και όχι για ένα πεζό κείμενο.
Αυτό προσάπτει στον Γ. Μπαμπινιώτη ο Ιταλός νεοελληνιστής Massimo Peri (1989). Οι
αντιρρήσεις και ενστάσεις του εστιάζουν στο γεγονός ότι ο Έλλην γλωσσολόγος ποσώς δεν λαμβάνει υπ’ όψιν την παράμετρο της μετρικής και της στιχουργικής, η οποία βαραίνει τουλάχιστον τόσο όσο και η φωνολονική στην διαμόρφωση της δεδομένης μορφής ενός στίχου. Εκτός τούτου, η μετρική παράμετρος έχει και ένα ιστορικό υπόβαθρο, το οποίο επίσης επηρεάζει θετικά ή αρνητικά την όποια παρέμβαση στον χώρο. Συγκεκριμένα, οι δύο στίχοι του Ελύτη είναι δύο «μη κανονικοί» δεκαπεντασύλλαβοι ή πολιτικοί στίχοι (ο ένας με προπαροξύτονη και ο δεύτερος με οξύτονη απόληξη)· επιπλέον, τα ημιστίχιά τους αντιμετωπίζονται από τον ποιητή «σαν να ήταν (...) δύο διαφορετικοί στίχοι» (Peri ό.π. παρ. 16), αφού ομοιοκαταληκτούν μεταξύ τους. Η εν λόγω καινοτομία –της οποίας την φωνολογική βάση αναλύει λεπτομερώς ο καθ. Μπαμπινιώτης, αλλά και την υπερτονίζει εν είδει μοναδικού επεξηγηματικού κλειδιού– έχει τις ρίζες της στις προσπάθειες των συμβολιστών και παρνασσικών για «απελευθέρωση» του στίχου και, στην Ελλάδα, στους πειραματισμούς τού Παλαμά στην κατεύθυνση του «απελευθερωμένου δεκαπεντασύλλαβου» (πρβ. αυτόθι: 16-20).
Ένα από τα σταθερά σημεία αναφοράς για τον Έλληνα επιστήμονα αποτελούν οι ιδέες του Roman Jakobson περί γλώσσας και ύφους· είναι λοιπόν απορίας άξιον πώς ο Γ. Μπαμπινιώτης δεν έλαβε υπ’ όψιν την σαφέστατη τοποθέτηση του Ρώσου δασκάλου:
«Δεν πιστεύω πως θα μπορούσαμε ποτέ να αναγάγουμε εξ ολοκλήρου την στιχουργική στο σύστημα μιας δεδομένης γλώσσας. Εάν η στιχουργική είναι το άγνωστον χ και μας δίδονται μόνον τα προσωδιακά στοιχεία της γλώσσας, θα φθάσουμε σε μίαν αόριστη εξίσωση όπου, δηλαδή, το χ ενδέχεται να λάβει διάφορες δυνατές τιμές. Η ιστορική επιλογή της μίας ή της άλλης λύσεως ανάμεσα στην όλη σειρά των λύσεων οι οποίες μπορούν νά νοηθούν εξηγείται σε συνάρτηση προς φαινόμενα που βρίσκονται εκτός των ορίων τοϋ φωνολογικού συστήματος της εν λόγω γλώσσας: η υπαρκτή αισθητική παράδοση, η στάση του τάδε ποιητικού ρεύματος απέναντι στην συγκεκριμένη παράδοση καθώς και οι πολιτισμικές επιδράσεις. Για να αποφύγω κάθε παρεξήγηση, πρέπει να τονίσω ότι θα ήταν προφανώς λάθος να θεωρήσουμε αυθαίρετη την σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στη στιχουργική. Ό αριθμός των δυνατών λύσεων της εξισώσεως είναι βεβαίως πεπερασμένος (η μορφή ασκεί βία επί του υλικού, αλλά υπάρχουν όρια πέραν των οποίων η βία δεν γίνεται ανεκτή). Αφ’ ετέρου όμως, σημαντικό είναι να κατανοήσουμε το γενονός ότι υπάρχουν διάφορες λύσεις, όχι μία και μόνον. Και ανάμεσα στις δυνατές αυτές λύσεις, ορισμένες ασκούν περισσότερη βία επί της γλώσσας, παρά άλλες» (Περί του τσέχικου στίχου εν συγκρίσει με το ρωσικό, 1923).
Προτού ολοκληρώσω την ανά χείρας (όψιμη) υποδοχή του βιβλίου του Γ. Μπαμπινιώτη, και στο ίδιο πνεύμα εποικοδομητικής κριτικής που διέπει τις παρατηρήσεις του Massimo Peri, θα ήθελα να επισημάνω με την σειρά μου ένα ακόμη θέμα, για την αντιμετώπιση του οποίου τα πλαίσια της γλωσσολογίας αποδεικνύονται και πάλι στενά.
Στο δικό του μοντέλο της κειμενικής επικοινωνίας, ο συγγραφέας δίδει ιδιαίτερη έμφαση στον προθετικό (intentional) χαρακτήρα των
συνιστωσών του ύφους (πρβ. κεφ. 3). Μιλά δε για παραμέτρους που ρυθμίζουν την εν λόγω προθετικότητα, «ιδίως στην σχέση περιεχομένου καί μορφής», και στα δύο άκρα της επικοινωνιακής αλυσίδας. Ο λόγος για την περι-κειμενική παράμετρο η όποια δίδει λογαριασμό για τους περιβαλλοντολογικούς όρους «που εκτός από το κείμενο συνδέονται τόσο με τον δημιουργό (υπο-κείμενο) όσο και με τον δέκτη (αντι-κείμενο) και, φυσικά, με τον συγκεκριμένο κώδικα (προ-κείμενο)» (σσ. 190-191).
Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να κατανοήσω επακριβώς και μέχρι τέλους την περίπλοκη (τουλάχιστον αμφίδρομη) αυτή λειτουργία. Κατά την αντίληψή μου, το status
της προθετικότητας διευκρινίζεται πολύ πιο απλά και οικονομικά μέσα από τον «ορίζοντα προσδοκίας» (Erwartungshorizont): την βασική δηλαδή αρχή της λεγόμενης «αισθητικής τής πρόσληψης». Κατά τον Hans-Robert Jauss και την Σχολή της Κωνσταντίας, η ιδέα αυτή αναφέρεται,
1ον: στην προηγούμενη εμπειρία που ο αναγνώστης έχει (ή δεν έχει) σχετικά με το γένος και το είδος όπου κατατάσσεται ένα έργο·
2ον: στήν μορφή και στην θεματολογία των οποίων η γνώση είναι απαραίτητη για την πρόσληψη του έργου· και
3ον: στην υφισταμένη αντίθεση μεταξύ της ποιητικής και της πρακτικής γλώσσας, του φανταστικού κόσμου καί της καθημερινής πραγματικότητας (πρβ. Jauss 1978).
Εάν λοιπόν η «ρύθμιση» της προθετικότητας λαμβάνει χώρα εντός συγκεκριμένου «ορίζοντα προσδοκίας», η εστίαση αυτού στον πόλο του παραλήπτη (και όχι του πομπού) αποσοβεί τον κίνδυνο της «προθεσιακής φενάκης» (intentional fallacy) ο οποίος ελλόχευε, μέχρι ενός σημείου, στο μοντέλο Μπαμπινιώτη. Απεναντίας, θέτει υπ’ όψιν μας φαινόμενα τα οποία αναφύονται ερήμην (ή και εναντίον) των προθέσεων του δημιουργού. Όταν ανάμεσα σε αυτές και στις προσδοκίες του κοινού υπάρχει ρήξη ή σημαντική απόκλιση, τότε η κατανόηση και/ή η απόλαυση του έργου μπορούν να εκλείψουν, αλλά μπορούν επίσης να ανανεωθούν. Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μίαν (ούτως ειπείν) «ακούσια εκφραστικότητα», δηλαδή έξω από τις όποιες δεδηλωμένες ή άδηλες βλέψεις του συγγραφέως. Εξ αυτού εκπορεύεται, για παράδειγμα, η ιδιάζουσα γοητεία που ασκεί το ρετρό (συμπεριλαμβανομένων ακόμη-ακόμη και ορισμένων μορφών του κιτς, μετά παρεύλευσιν ευλόγου χρόνου). Και εξ αυτού επίσης η δυνατότητα για «δημιουργικές» αναγνώσεις οι οποίες να αναζητούν –ή να επινοούν– σε έργα του παρελθόντος στοιχεία ενός πιο επίκαιρου «ορίζοντα προσδοκίας».
Τέτοιες ερμηνείες όμως, προκειμένου να αποφύγουν την υποκειμενική αυθαιρεσία, χρείαν έχουν εργαλείων με δοκιμασμένη και αποδεδειγμένη αντικειμενικότητα.
Η Γλωσσολογία και λογοτεχνία, του Γεωργίου Μπαμπινιώτη, είναι εδώ για να μας τα προσφέρει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Alonso, Dámaso (1950): Poesía española. Ensayo de métodos y límitres estilísticos. Gredos, Μαδρίτη
Jakobson, Roman (1960): «Closing Statement: Linguistics and Poetics», στο Thomas A. Sebeok (επιμ.), Style in Language. MIT Press, Cambridge, Massachusetts (349-377): (1980 [1962, 1968])
Jakobson, Roman: Poetry of Grammar and Grammar of Poetry, στο Selected Writings, τόμ. III. De Guyter Mouton, Χάγη.
Jauss, Hans Robert (1978 [1974]): « L’histoire de la littérature : un défi à la théorie littéraire », στο Pour une esthétique de la réception (γαλλ. μετ.) Gallimard, Παρίσι (23-88).
Peri Massimo (1989): «Εισαγωγή», στο Ευριπίδης Γαραντούδης: Αρχαία και νέα ελληνική μετρική. Ιστορικό διάγραμμα μιας παρεξήγησης. Università di Padova. Studi Bizantini e Neogreci, Quaderni 21 (5-23).