Η καταστροφή των παλαιών θερινών ανακτόρων από Άγγλους και Γάλλους, που καταδίκασε ο Βίκτωρ Ουγκώ – τα «Ελγίνεια» του Πεκίνου, που απασχόλησαν τη Νένη Πανουργιά στο Αφιέρωμα: Ένας Χάρτης της Κίνας - Χάρτης (hartismag.gr) – είχε παλαιότερα απασχολήσει και τον Σωτήρη Χαλικιά, σχετικό κείμενο του οποίου ακολουθεί.
Υπάρχουν κάποια μνημεία που ως ερείπια πια απέκτησαν μια ιστορική σημασία που δεν είναι διόλου εκείνη που είχαν όσο το μεγαλείο τους αψηφούσε την πρόκληση του χρόνου. Τα σκόρπια συντρίμια τους σήμερα, δίπλα στα ταπεινά χορτάρια που φυτρώνουν ανάμεσά τους, δεν διατρανώνουν πλέον την φιλοδοξία αυτών που τα φαντάστηκαν και τα έχτισαν. Η αρχοντιά του υλικού τους τά κάνει μόνο να λάμπουν για λίγο, όταν πέφτει επάνω τους ο ήλιος. Ωστόσο σωριασμένα πάνω σ' αυτόν που ήταν κάποτε ο τόπος του θριάμβου τους, μοιάζουν σήμερα ευανάγωστη μαρτυρία αυτής της άλλης σημασίας που τους επέτρεψε η Ιστορία. Αν μάλιστα η πένα ενός μεγάλου ποιητή, των χρόνων της καταστροφής τους, ξεδιπλώσει στα μάτια των συγχρόνων, αλλά και στις κατοπινές γενιές, το κυνικό διακύβευμα της αποτρόπαιας πράξης που τα έρριξε στο χώμα, αυτή η άλλη σημασία μένει για πάντα εκείνη που συνοδεύει το όνομά τους.
Στην βορειοδυτική άκρη του Πεκίνου, τα Παλαιά Θερινά Ανάκτορα ( κατά λεξη Κήπος της Πλήρους Φωτίσεως, 圆明园) δεν αποτέλεσαν μόνο τον κολοφώνα της πανάρχαιας κινεζικής κηποτεχνικής. Πάνω απ όλα ήταν μία ειδική στιγμή, στο ιστορικό της ταραγμένης, τελικώς, συνάντηση της Κίνας με την Δύση: Μία από τις τρείς ενότητες που συγκροτούσαν τα Παλαιά Θερινά Ανάκτορα ήταν ο Κήπος της Απέραντης Ανοίξεως (长春园), ένα συγκρότημα μαρμάρινων κτιρίων με μορφολογία ευρωπαϊκού μπαρόκ, περιστοιχισμένων από κρήνες, συντριβάνια και λαβύρινθους, με τα ίδια υλικά και στο ίδιο ύφος. Υπό την επίβλεψη των Ιησουιτών ιεραποστόλων, Giuseppe Castiglione και P. Michel Benoist, αξιωματούχων στην Αυλή του Αυτοκράτορα Τσιεν Λογκ, επιχειρήθηκε μέσω αυτών μία ιδιότυπη σύνθεση των αρχών του κινεζικού φεγκσούι με τις ορθολογικές προσεγγίσεις της δυτικής αρχιτεκτονικής. Η όπως την χαρακτήρισε ο Ουγκώ στο σχετικό κείμενό του: «...Τέχνη με δύο αρχές, την Ιδέα, τον καρπό της ευρωπαϊκής τέχνης και την Χίμαιρα, τον καρπό της ανατολικής τέχνης».[1]
Σύνθεση ετούτη που εκτός των άλλων ήταν και απεικόνιση της προσωπικής διαδρομής των ιδιότυπων αυτών ιεραποστόλων που θέλοντας να καταστήσουν, με το χριστιανικό τους μήνυμα, Δυτικούς τους Κινέζους έγιναν στην πραγματικότητα οι ίδιοι κήρυκες του κινεζικού πνεύματος στην Ευρώπη. Αρχιτεκτονικό έργο, τέλος που εξυμνήθηκε σε Ανατολή κι Δύση, όπως τόσο ωραία συνοψίζει ο Ουγκό: «... Οι καλλιτέχνες, οι ποιητές τά γνώριζαν τα Παλαιά Ανάκτορα· ο Βολταίρος μίλησε γι' αυτά. Έλεγαν : ο Παρθενώνας στην Ελλάδα, οι Πυραμίδες στην Αίγυπτο, το Κολοσσαίο στη Ρώμη, η Παναγία των Παρισίων στη Γαλλία, τα Θερινά Ανάκτορα στην Ανατολή. Όποιος δεν τα έβλεπε, τα ονειρεύονταν. Ήταν σαν ανησυχητικό αριστούργημα που μόλις και μπορείς να το διακρίνεις σε κάποιο ανείπωτο δειλινό, η σιλουέτα του πολιτισμού της Ασίας στον ορίζοντα του πολιτισμού της Ευρώπης...».[2]
Μισό αιώνα αργότερα, στα χώματα της Κϊνας η Δύση έφτασε με τ άλλα πρόσωπά της. Αυτό του πολεμιστή κι αυτό του εμπόρου, μα πάνω απ όλα όμως με την οίηση ενός πολιτισμού που θεωρεί τον εαυτό του το έσχατο της Ιστορίας. Ο, τι αλλιώτικο βρέθηκε, έτσι, μπροστά τους ισοπεδώθηκε για να στηθούν, στα ερείπιά του, τα περήφανα φλάμπουρα των δυτικών χωρών. Σημάδι πεντακάθαρο ότι είχε ανοίξει οριστικά ο δρόμος για τα εμπορεύματά τους, την μόνη αληθινή αξία της κοινωνίας που είχε στηθεί στα μέρη τους: Το 1860 τα ενωμένα αγγλογαλλικά στρατεύματα, εισήλθαν για πρώτη φορά στο Πεκίνο και για παραδειγματισμό έκαψαν και λεηλάτησαν τα Θερινά Ανάκτορα.
Καταδικάζοντας την αποτρόπαια πράξη στην επιστολή του προ τον Λοχαγό Butler, ο Βίκτωρ Ουγκό δεν διστάζει να πει: «...Μια μέρα δύο ληστές μπήκαν στα Θερινά Ανάκτορα. Ο ένας τα κατάκλεψε, ο άλλος τα πυρπόλησε. Μπροστά στην Ιστορία ο ένας λέγεται Γαλλία, ο άλλος λέγεται Αγγλία...Για σάς, εμείς οι Ευρωπαίοι είμαστε οι πολιτισμένοι και οι Κινέζοι είναι οι βάρβαροι. Να, τι κατόρθωσε, λοιπόν, ο πολιτισμός πάνω στη βαραβαρότητα!»[3]
Αρχηγός των αγγλογαλλικών στρατευμάτων που εισήλθαν στο Πεκίνο και έβαλαν φωτιά στα Θερινά Ανάκτορα ήταν ο γιός του γνωστού μας Λόρδου Ελγίνου, κάτι που δεν το άφησε ασχολίαστο ο Ουγκό: « Σε όλα αυτά βλέπουμε να εμπλέκεται το όνομα του Ελγίνου, με την μοιραία ιδιότητά του να μας θυμιζει τι συνέβη και στον Παρθενώνα. Ό,τι έπραξαν στον Παρθενώνα, το έπραξαν και στα Θερινά Ανάκτορα, όμως εδώ τελειωτικά, ώστε δεν έμεινε τίποτα...»[4]
Έμειναν, όμως, ετούτες εδώ οι πέτρες, λέω μέσα μου, καθώς περπατάω ανάμεσα στις κομμένες αψίδες, τα σπασμένα κιονόκρανα, τις τεμαχισμένες ζωικές μορφές που απέμειναν από τα κτήρια που έστησαν οι Ιησουίτες. Από την μαρμάρινη, δηλαδή, σύνθεση της δικής τους πνευματικότητας μ αυτήν που βρήκαν στα χώματα που έφτασαν και θέλησαν να την αλλάξουν με όλο τον κυνισμό του Τάγματός τους.
Κυνισμό που άλλο τόσο μοιάζει να δείχνουν σήμερα οι Κινέζοι ηγέτες – αν σκεφτεί κανείς με τι μανία και τι νεοπλουτίστικη ασχήμια αναπαλαιώνεται και το πιο ταπεινό μνημείο στην σημερινή Κίνα: Αφήνοντάς τες έτσι σωριασμένες, μοιάζει να νουθετούν συνεχώς τους πολίτες για το πού οδηγεί την πατρίδα τους η πολιτική και στρατιωτική της αδυναμία.
Σωριασμένα, με άλλα λόγια, πάνω στο χώμα ετούτα τα ‘Ελγίνια’ του Πεκίνου, υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τις σημερινές προσδοκίες της Κίνας.