Περί του Καρπού της Ασθενείας Μου και του σύγχρονου ελληνικού δοκιμίου

Περί του Καρπού της Ασθενείας Μου και του σύγχρονου ελληνικού δοκιμίου


Ο εαυτός υπήρξε ανέκαθεν το πνευματικό κέντρο της δοκιμιογραφίας. Στον πρόλογο των Essais, ο Mισέλ ντε Μονταίν, ιδρυτής της νεωτερικής μορφής του δοκιμίου, διακήρυττε ότι ο εαυτός του είναι ολόκληρη η «ύλη του βιβλίου του», το «μοναδικό θέμα» του: «μελετώ τον εαυτό μου περισσότερο από όποιο άλλο θέμα. Αυτή είναι η μεταφυσική μου, αυτή είναι η φυσική μου» (ΙΙ.13) – και μάλιστα ένας εαυτός αβέβαιος και ρευστός, «υπό διαρκή μαθητεία και δοκιμασία» (ΙΙΙ.2). Εντούτοις, κάθε δοκιμιογράφος τρέφει μια διαφορετική σχέση – θετική ή αρνητική – με το μύχιο εντολέα του. Για να μείνουμε σε ορισμένα γνώριμα νεοελληνικά παραδείγματα, ο αυτοδίδακτος, στοχαστικός εαυτός του Γιώργου Σεφέρη επιχείρησε, μέσω διαδοχικών «δοκιμών», να συγκροτήσει μία σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή ταυτότητα. Αντίθετα, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ακολουθώντας ένα θεολογικής καταγωγής αίτημα που παρέλαβε ταυτοχρόνως από τον Σολωμό (Προλεγόμενα, ΧVIII), τον Τ.Σ. Έλιοτ και τον Ανάντα Κουμαρασουάμι, οραματίστηκε την απόσβεση του εαυτού, την απώλεια της «φυσικής ταυτότητας» χάριν της «μετοχής στο πνεύμα» (Μελέτες Ι, σ. 184) – παρότι τα σημαντικότερα δοκίμιά του καταγράφουν πολύ προσωπικούς πνευματικούς κλονισμούς. Στους αντίποδες και των δύο, ο Κωστής Παπαγιώργης αφοσιώθηκε στον εαυτό και τα πάθη του (μέθη, ίμερος, ζήλια, βία, πένθος…), περιγράφοντας ένα «διαλυμένο εγώ», «τον άνθρωπο που βρίσκεται σε απόλυτη αδυναμία» (Η ανάποδη των ανθρώπων, σσ. 50-51), και στο τελευταίο βιβλίο του, που εκδόθηκε ημιτελές μετά θάνατον, επέστρεψε στον «Εαυτό» ως φιλοσοφικό και ανθρωπολογικό ερώτημα. Πιο πρόσφατα, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης έθεσε τον εαυτό ενώπιον ριζικών ηθικών διλημμάτων, πρώτα σε κριτικά κείμενα για το δυτικοευρωπαϊκό μυθιστόρημα και αργότερα σε αυτοβιογραφικές εξομολογήσεις υψηλής έντασης.

Πιστότερος από όλους τους προκατόχους του στο μονταινικό πρότυπο, ο Νικήτας Σινιόσογλου, στον Καρπό της Ασθενείας μου με τον επίσης μονταινικό υπότιτλο Δοκίμιο με σάρκα και οστά (σελ. 49) που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2021 – ένα ακόμα δείγμα της εκδοτικής ευαισθησίας της «Κίχλης» που αντιμετωπίζει κάθε νέο τίτλο της ως μοναδικό – εξερευνά με αποκαθηλωτική τόλμη έναν εαυτό που πάσχει, που ασθενεί, που περιπλανιέται ανέστιος και εξόριστος σ’ έναν κόσμο που «απαιτεί» την «απαντοχή» αλλά συγχρόνως «στραγγίζει κάθε καρτερία» (σελ.12). Για τον Σινιόσογλου, η ίδια η δοκιμιογραφία είναι μια περιπλάνηση στις πιο αφιλόξενες εσχατιές του εαυτού: «η δοκιμή είναι οδοιπλανία, κι ο δοκιμιογράφος ένας οδοιπόρος που αμφιρρέπει καθώς τρέμει μέσα του από το κρύο» (σελ.58). Μια «οδοιπλανία» επώδυνη, που δεν αναζητά καταφύγιο σε κάποια ιδεατή νεοελληνική ταυτότητα ούτε, ακόμα λιγότερο, σ’ έναν ανύπαρκτο θείο συνομιλητή. Η «λύση» στην οποία είχε προσφύγει ένας άλλος μακρινός πρόδρομος του δοκιμίου, ο Αυγουστίνος, όταν έγινε ο ίδιος «πρόβλημα για τον εαυτό του» (Εξομολογήσεις, Χ.33) και αποφάσισε να απευθυνθεί στον Θεό, ήταν «πολύ φτηνή», γράφει ο Σινιόσογλου, που απεχθάνεται τους «από μηχανής» θεούς ή ανθρώπους: «δύσκολο να εξομολογείσαι δίχως κανένα ‘Εσύ’ να φανερώνεται στ’ αλήθεια μες στις λέξεις» (σ. 114). Ούτε όμως η εξουθένωση του εαυτού στον Καρπό συνδέεται, όπως συμβαίνει στον Παπαγιώργη, με τα τραύματα και τις διαψεύσεις που προξενούν η παρουσία ή η απουσία των άλλων. «Απ' ό,τι γράφω απουσιάζουν οι άλλοι άνθρωποι, κι όταν θέλω να γράψω γι’ αυτούς δυσκολεύομαι να τους βρω» (σ. 202). Ο αφηγητής του Καρπού δεν έχει κέντρο ούτε υπαρξιακά ερείσματα· έχει έρθει σε οδυνηρή ρήξη με τον κόσμο⸱ είναι «αβάσταχτος», δεν αντέχει ούτε τη μοναξιά του ούτε τη συντροφιά των άλλων, αφού τίποτα από τα δύο δεν το αισθάνεται πραγματικό. Όπως και ο πλατωνικός εαυτός, εκείνος του Καρπού είναι μοιρασμένος στα δύο: στον «καθημερινό» εαυτό, «τον πιο σωματικό», και στον «ψυχαίο», με τη διαφορά ότι για τον Σινιόσογλου δεν είναι ο ένας θνητός και ο άλλος αθάνατος, αλλά συναντιούνται στην κοινή τους αδυναμία: «ο σωματικός κι ο ένδον εαυτός, ο πάνδημος κι ο μέσα σμίγουν αδελφωμένοι». «Τόπος τους η ανημπόρια· εκεί που κι οι δυο βγαίνουν εκτός μάχης και αδυνατούν να συνεχίσουν. Στέκουν από κοινού μπρος σε κάτι ξένο που έχουν χάσει» (σ. 62).

H αμφισβήτηση της ενότητας του εαυτού – η πεποίθηση ότι ο εαυτός δεν έχει κέντρο αλλά είναι εξασθενημένος, διχασμένος ή πολλαπλός – δεν είναι άγνωστη στη μεταμοντέρνα σκέψη, τουλάχιστον για τους αναγνώστες του Λακάν, του Μπαρτ και του Φουκώ. Ευτυχώς, ο Σινιόσογλου δεν αναφέρει στο βιβλίο του κανένα από τα σεβάσμια αυτά τοτέμ της θεωρίας. Η δική του «ασθένωση» έρχεται από αλλού – τρέφεται από ένα ρεύμα σκέψης που αυλακώνει την ύστερη αρχαιότητα, μετοικίζει στη Δύση στις απαρχές των Νέων Χρόνων και εκβάλλει στο σήμερα μέσα από μια αλυσίδα μελαγχολικών στοχαστών: Ρούφος ο Εφέσιος, Μάρκος Αυρήλιος, Μονταίν, Μπέρτον, Νίτσε, Σιοράν. Εξ ου και οικειοποιείται με αναπάντεχη φυσικότητα και το είδος της λεπταίσθητης διατριβής του Πλούταρχου και του Σενέκα. Οι τριακόσιες πενήντα σελίδες του Καρπού χωρίζονται σε δεκάδες κεφάλαια-διατριβές (το καθένα από μόνο του ένα ξεχωριστό δοκίμιο) που κοσμούνται με εισαγωγικές προμετωπίδες όπως: «Για τη χρησιμότητα των κατσαρίδων»· «Περί σαρκοπενίας»· «Για την έλξη του θανάτου που αναπάντεχα έλκει τη ζωή»· «Για την επιθυμία να κοιτάξεις αυτό που δεν πρέπει»· «Για το πουλόβερ του θερινού σινεμά»· «Για το παράδοξο να πέφτεις ενώ βαδίζεις»· «Περί της μπίρας σε μικρό ποτήρι»· «Για τις αναμνήσεις από δεύτερο χέρι»…

Με ένα ύφος ευρύχωρο, διαυγές, αλλά και οξύ, ενίοτε εριστικό, που αντλεί λέξεις αθησαύριστες από την αρχαία φιλοσοφική γραμματεία και αποπειράται ριψοκίνδυνους νεολογισμούς – ύφος αυτοπαθές, που βιώνει τα πράγματα από μια ευεργετική μόνωση, ιδιοσυγκρασιακό και παράδοξα λυρικό, που απεχθάνεται την κοινότοπη φράση και συχνά αγγίζει την καθαρή λογοτεχνία, ιδίως στις περιγραφές και τις μεταφορές του («τέτοιες στιγμές η Ζ. περνά μέσα μου σαν θρόισμα»: σ. 87⸱ «Απόψε το φεγγάρι έδυσε σαν πτερύγιο καρχαρία»: σ. 104⸱ «είμαι ένα ον επιρρεπές στη διαγραφή σαν επίρρημα»: σ. 65) – ο αφηγητής του Καρπού καταγράφει τα «κινήματα της ψυχής» του με έναν άφοβο, σχεδόν αμείλικτο τρόπο. Από διατριβή σε διατριβή, περιπλανιέται μέσα στο νου του, αυτοπαρατηρείται, θησαυρίζει ασήμαντα καθημερινά συμβάντα για να τα διασώσει από τη λήθη, ανακαλεί αβέβαιες μνήμες ή φιλοτεχνεί το γενεαλογικό δέντρο της δοκιμιογραφίας και επιστρέφει σε αναγνώσεις και συγγραφείς που αισθάνεται οικείους, συνοδοιπόρους στην «οδοιπλανία» του. Σε όλα αυτά τα τυχαία γεγονότα, τα μνημονικά ταξίδια ή τα εκλεκτικά διαβάσματα μοιάζουν να έχουν παρεπιδημήσει πλευρές του εαυτού απόβλητες ή λησμονημένες, που τού επιστρέφονται σαν ηχώ. Το ηθικό δίδαγμα, ωστόσο, των δοκιμιακών εγγραφών του είναι η απίσχναση της ταυτότητας και της μνήμης, η παροδικότητα όλων των πραγμάτων, η πνευματική εντροπία. Τα πάντα, ακόμα και η αγάπη, χάνονται μες στον κόσμο «από κοινού με κάθε ύλη» (σελ. 15). Και αν κάποτε ο αφηγητής καταφάσκει τον κόσμο, καταφάσκει αυτό που ήδη στο προοίμιο του βιβλίου (σ. 11) ονομάζει «γελοιότητα» του εαυτού και του κόσμου. Γελοίος ίσως είναι εκείνος που συνεχίζει να ελπίζει ενώ τα πάντα είναι ανέλπιδα· που προσποιείται ότι τα πράγματα θα διαρκέσουν ή θα αληθεύσουν, ενώ είναι θνητά. Ή επίσης εκείνος που πιστεύει ακόμα στα είδωλα που είχαν κατασκευάσει οι θρησκείες και η φιλοσοφία, όλοι εκείνοι οι «σοφοί» που μας έχουν εγκαταλείψει «με τη χάρη των μουσικών που μαζεύουν τα όργανά τους σε φθαρμένες θήκες κι αποχωρούν στο τεχνητό ημίφως. Τούς χειροκροτάμε ακόμα» (σελ. 11).

Στον Αλλόκοτο Ελληνισμό. Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών (2016), ο Σινιόσογλου είχε εργαστεί με επτά έκκεντρες, μεταβατικές μορφές (μεταξύ άλλων τον Κυριακό Αγκωνίτη, τον Πλήθωνα Γεμιστό, τον Μάρουλλο Ταρχανιώτη, τον Θεόφιλο Καϊρη). Ο Καρπός προσθέτει στην προσωπική μυθολογία του δύο ακόμα καταλύτες της δοκιμιακής γραφής με τους οποίους είχε μυστηριωδώς διασταυρωθεί στην οικογενειακή και προσωπική του ιστορία: τον Κλέωνα Παράσχο και τον Αλμπέρ Καρακό. Ο Καρακό υπήρξε ένας αυτόχειρας κοσμοπολίτης δοκιμιογράφος, γνωστός μόνο σε ένα στενό κύκλο μυημένων «στη λατρεία του μηδενός» (σελ. 159) και αμετάφραστος σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες, που για άγνωστο λόγο είχε προσφέρει αντίτυπα των βιβλίων του με ιδιόχειρες αφιερώσεις στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ – ίσως για να φυτεύσει στην ασάλευτη, αιωνόβια τάξη της το ακοίμητο σκουλήκι του θανάτου. Ανακαλύπτοντας τυχαία τις γριφώδεις εκείνες αφιερώσεις τα χρόνια των διδακτορικών του σπουδών, ο αφηγητής είχε αισθανθεί να τόν κοιτάζει μέσα από το σκοτάδι η ίδια η άβυσσος. Από την άλλη, ο Παράσχος, ποιητής και κριτικός (και έγκυρος μεταφραστής του Μπωντλαίρ), είχε συναναστραφεί στη δεκαετία του πενήντα την οικογένεια του συγγραφέα ο οποίος τον ανακάλυψε αργότερα, μέσα από εξαντλημένα, πλέον, βιβλία του, ως «εισηγητή του δοκιμίου στην Ελλάδα» (σ. 137) – έναν πρωτοπόρο της εσωτερικής αυτοβιογραφίας και ύπαρξη «αιματηρά δοκιμασμένη» (σσ. 144, 147), άρα και ικανή να γράψει «δοκίμια με σάρκα και οστά». Σε μία από τις πιο συγκινητικές εγγραφές του Καρπού, ο αφηγητής κρατά στα χέρια του ένα άκοπο βιβλίο του Παράσχου αφιερωμένο στον τότε έφηβο πατέρα του, από τον οποίο συλλέγει στο τηλέφωνο πληροφορίες για τον ξεχασμένο εστέτ καλλιτέχνη. «Όταν κλείσαμε το τηλέφωνο, έκοψα τις υπόλοιπες σελίδες του βιβλίου πολύ προσεκτικά, Είμαι εγώ που κόβω το βιβλίο ή ο πατέρας μου; Ο λεπτός θόρυβος του χαρτοκόπτη κι οι σελίδες που ανοίγονταν με μετατόπισαν τόσο κοντά στον πατέρα μου, που ένιωσα για μια στιγμή πως είμαι εκείνος» (σελ. 158). Στη μεταγραφή της φευγαλέας αυτής εμπειρίας, η κίνηση της φθοράς αντιστρέφεται, ο χρόνος ξαναγεννιέται, ο έφηβος πατέρας ζωντανεύει στην ψυχή του γιού και ο δοκιμιακός εαυτός υποδέχεται έναν άλλο εαυτό, από τον οποίο δεν μπορεί προς στιγμήν να ξεχωρίσει.

Ο πιο αποκαλυπτικός, ωστόσο, καταλύτης του εγχειρήματος του Σινιόσογλου είναι μία ανώνυμη γυναικεία μορφή, η ηθοποιός Ζ., που διασχίζει την αφήγηση καθώς ο συγγραφέας ανακαλεί τη σχέση τους από το ξεκίνημά της σε ένα υπόγειο θέατρο – μια «φωλιά» γεμάτη «μέρμηγκες-ηθοποιούς» (σσ. 15-21) όπου εκείνη υποδύεται το ρόλο μιας «Σκαθαρίνας», ίσως σε κάποια ελεύθερη διασκευή του Κάφκα – μέχρι τον τελικό μαρασμό της. Η ελλειπτική αφήγηση της ερωτικής ιστορίας πλαισιώνει τη δοκιμιακή γραφή, παρουσιάζει την Ζ. σαν το αντίθετο του αφηγητή – μια ύπαρξη υγιή, γεμάτη πρωτοβουλίες και ενέργεια, τολμηρή και θεατρική, με εκείνον να την παρακολουθεί από το περιθώριο, σαν να της έχει εκχωρήσει τη ζωτικότητα, την ικμάδα του. Σε ένα κομβικό επεισόδιο, περιθάλπουν μαζί έναν νεογέννητο κι όμως ετοιμοθάνατο σπουργίτη που βαφτίζουν «Ροβινσώνα» – έναν νεοσσό καταδικασμένο στο θάνατο, σύμβολο ίσως της ανθρώπινης ψυχής, της «animula», που τόσο πάρωρα «φεύγει για άλλους τόπους»» στους τελευταίους στίχους του Αδριανού, αλλά και του εύθραυστου δοκιμιακού εαυτού που έχει ανάγκη από φροντίδα και περίθαλψη, όπως επίσης και της θνησιγενούς σχέσης τους. «Η Ζ. να τον φροντίζει, είναι η πιο κρυστάλλινη μνήμη που έχω από κείνην» (σ. 101). Αλλά η μνήμη και αυτού του επεισοδίου σταδιακά αποβάλλεται: «αραιώνει η αναμνημόνευση μες στον χρόνο και μαζί η έντασή της» (σ. 106).

Εν τέλει, ο συγγραφέας επιστρέφει – μετά τον έρωτα και μετά τη γραφή – στο «μικρό του δώμα» (σ. 331), με τη δυσοίωνη επίγνωση ότι ο «κόσμος και τα λόγια» είναι μια «έρημη φωλιά». «Τότε γιατί ακόμη σκάβουμε βαθιά, και βαθύτερα ακόμη; Γιατί φωλιά σου πια δεν είναι ο κόσμος, φωλιά σου γίνεται το σπουργίτι που πέφτει και πεθαίνει» (σ. 327). Η μόνη «φωλιά» – εστία ή πατρίδα – είναι η πτώση του ανυπεράσπιστου Ροβινσώνα στο θάνατο. Στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που διαρκεί η άνοδος με τον ανελκυστήρα στο σπίτι, προλαβαίνει να διαβάσει μια αυτοκόλλητη βεβαίωση ότι η πολυκατοικία έχει απολυμανθεί από όλα τα ρυπαρά έντομα και τρωκτικά – η φωτογραφία του «Πιστοποιητικού Απεντόμωσης» αναπαράγεται στο βιβλίο με μία Ζεμπαλντιανή τεχνική (σελ.331). Η απεντόμωση έχει εκκαθαρίσει, έχει διαγράψει από τη μνήμη μυρμήγκια και σκαθαρίνες, είναι σαν να μην έχουν υπάρξει ποτέ, ο αφηγητής τά έχει ήδη ξεχάσει. «Ἐγγὺς», λοιπόν, «ἡ σὴ περὶ πάντων λήθη» (Τὰ εἰς ἑαυτὸν, 7.21). «Κι αλήθεια, πόσες ώρες λείπω, πόσον καιρό; Ακόμη κι όταν έφτασα, η μυστήρια αναστάτωση πως όφειλα να είχα θυμηθεί κάποιον, ή κάτι, με συνόδευσε για λίγη ώρα» (σελ. 331).

Η ριζοσπαστική στροφή στον εαυτό που επιχειρεί ο Σινιόσογλου στον Καρπό της Ασθενείας μου μοιραία ανακαλεί την δραματική αντίφαση του Παύλου: «Η γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Πρός Κορινθίους Β’, 12.9). Ολόκληρο το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως το ανάπτυγμα αυτής της φράσης: ο πάσχων εαυτός αντλεί τη δύναμή του από την «ασθένειά του», εφόσον η νόσος όχι μόνον τροφοδοτεί αλλά και δημιουργεί το δοκιμιακό βλέμμα, το δοκίμιο ως είδος, τη δοκιμιακή γραφή. Ο «καρπός» της ασθενείας του είναι το ίδιο το βιβλίο – «ο γραπτός εαυτός είναι η πιο ανθεκτική εκδοχή μου» (σ. 45). Ορισμένες στιγμές, η γραφή γίνεται ακόμα και μια μορφή ίασης: «Να γράφω για σένα είναι ένας τρόπος να είμαι μαζί σου. Ακόμη. Βυθίζομαι σε κάτι μέσα μου που μοιάζει με την αναμνημόνευσή σου και με ενώνει με τον κόσμο» (σ. 60). Όπως ιαματικό είναι να δώσεις φωνή στην ακηδία, την ευθραυστότητα, την αμφιθυμία, την κόπωση, την δειλία, τη μισανθρωπία, πάθη που δεν γίνονται ανεκτά από τη θρησκεία, τη φιλοσοφία ή το κράτος που διαπλάθουν με τα ζωτικά τους (όπως λέμε) ψεύδη, κανονιστικές μορφές του εαυτού. Ο Καρπός αποτινάσσει τα κανονιστικά αυτά φορτία, πραγματώνει μία άλλη ελευθερία όπως τό κατορθώνουν μόνον οι αληθινοί δοκιμιογράφοι. Πίστη του είναι η ετεροδοξία – αν και θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς ότι και οι θρησκείες και τα φιλοσοφικά συστήματα επεξεργάζονται αρχικά ένα βίωμα απορίας, απώλειας και ριζικής ανεστιότητας ώσπου να θεσμοποιηθούν και να εξορίσουν και τους δοκιμιογράφους από τις εκκλησίες και τις πολιτείες τους.

Ο κίνδυνος κάθε δοκιμιακής απόπειρας είναι ότι, θέτοντας τον εαυτό ως το μέτρο και το κέντρο των πάντων, κινδυνεύει να εγκαθιδρύσει τη δική της εγωτική μεταφυσική. Εξ ου και, όπως είδαμε, άλλοι Έλληνες δοκιμιογράφοι διάνοιξαν τον εαυτό στην ποίηση, το «χαμένο κέντρο», τα «μυστικά της συμπάθειας» ή τις εντολές της ηθικής. Σποραδικά, σε ορισμένες εγγραφές του Καρπού αισθάνεσαι ότι η αναπόδραστη φθορά των πάντων, το βύθισμά τους στη λήθη, γίνεται μια προειλημμένη θέση – η φράση λ.χ. «αν δεν το γράψω, θα χαθεί κι αυτό καθώς θα φεύγουν όλα» με την οποία κλείνει το πρώτο θραύσμα του κεφαλαίου «Για το déjà vu» (σσ. 69-70) δεν συνηχεί με το κλίμα του φωτεινού παραβατικού επεισοδίου του οποίου αποτελεί κατακλείδα. Ή πάλι, ο αυτοκτονικός μηδενισμός του Αλμπέρ Καρακό λειτουργεί λιγότερο πειστικά ως διάμεσος της εσωτερικής ζωής του αφηγητή απ’ ότι ο μελαγχολικός αισθητισμός του Παράσχου. Επίσης, η απόλυτη αφοσίωση στον εαυτό γεννά άλλου είδους προβλήματα. Για να θυμηθούμε την Λις Ιριγκαρέ (Ηθική της Σεξουαλικής Διαφοράς, σελ. 51-52 στην αγγλική έκδοση), ποιος είναι άραγε το υποκείμενο και ποιος το αντικείμενο όταν ο εαυτός ενδοσκοπεί; Πώς μπορεί, και με ποια μέσα, να συνδεθεί ο εαυτός με τον εαυτό του – πόσα υποκείμενα υπάρχουν μέσα σ’ έναν εαυτό; Για να επιλύσει αυτές τις δομικές αντιφάσεις, ο Σινιόσογλου προχωρά με μεγάλη τόλμη πέρα και απ’ τον Μονταίν, και κατασκευάζει ένα πρώτο πρόσωπο που δεν στοχάζεται ούτε ανακαλεί απλώς ψυχικά γεγονότα, αλλά και αναδημιουργεί τον εαυτό του μέσω μίας «άσκησης», όπως ονομάζεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, «αυτομυθοπλασίας». Στο κενό που δημιουργεί η απώλεια της μνήμης και η αποδρομή όλων των πραγμάτων, αναδύεται ένας καινούργιος εαυτός που υπερβαίνει τον «πραγματικό» και είναι το αληθινό αντικείμενο της γραφής.

Αυτό, πάντως, που μένει ανεξιχνίαστο σε όλο το μάκρος του Καρπού της Ασθενείας μου είναι η αιτία της «ασθένειας», της υπαρξιακής κόπωσης, της ρήξης του εαυτού με τον κόσμο. Αν και αμείλικτος στις υπόλοιπες ερωτηματοθεσίες του, ο αφηγητής δεν αγγίζει αυτό το ερώτημα. Είναι άραγε η ερωτική απώλεια, όπως ορισμένες εγγραφές αφήνουν να εννοηθεί; Είναι κάποια άλλη, άγνωστη, πιο πρωταρχική απώλεια ή καταστροφή; Ή πρόκειται για την κοινή μετοχή μας στην κοσμική φθορά – αλλά τότε το βιβλίο θα εκπροσωπούσε απλώς μια εκλεπτυσμένη και εκσυγχρονισμένη εκδοχή στωικισμού. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ο εαυτός χωρίς να ανακαλύψει τον λόγο του χωρισμού του από τους άλλους και τον κόσμο; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στον επόμενο σταθμό της «οδοιπλανίας» του, καθώς ο κύκλος του Καρπού έχει κλείσει και δεν μπορούμε να ξέρουμε ποιος καινούργιος εαυτός θα γεννηθεί όταν η πόρτα του μικρού «δώματος» ανοίξει ξανά. Στο κεφάλαιο «Περί ασήμαντου καθημερινού εαυτού» (σσ. 181-183), ο δοκιμιογράφος παραθέτει με εξονυχιστική ειλικρίνεια τα απόκρυφα καθημερινά χαρακτηριστικά του: «Αγαπώ τη μπίρα και συλλέγω ποτήρια μπίρας. Τα περισσότερα τα έκλεψα από μπιραρίες και εστιατόρια». «Καταστρέφω ολοκαίνουργια αντικείμενα που αγοράζω μ’ ενθουσιασμό, ιδίως γυαλιά ηλίου, πένες και πουκάμισα». «Με αναπτερώνουν οι κοτσίδες των κοριτσιών που τρέχουν». «Στη ζωή μου επαναλαμβάνω τα ίδια λάθη». «Στα ραντεβού μου πηγαίνω αρκετή ώρα νωρίτερα, κι αυτές αποδεικνύονται κάποτε οι ομορφότερες βόλτες». «Βρίσκω τις μοτοσυκλέτες προπετείς». «Συχνά νιώθω πως μια μεμβράνη μεσολαβεί ανάμεσα στο σώμα μου και τον κόσμο» «Αγαπώ το θρόισμα του αέρα και αποστρέφομαι τους ανθρώπους». Αλλά ανάμεσα στις εξομολογητικές αυτές γραμμές βεβαιώνει με ελπίδα ότι κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει την επόμενη «οδοιπλανία» του που μπορεί και να οδηγήσει στην απάντηση που εκκρεμεί: «το τέλος καμιάς διαδρομής δεν θα έπρεπε να είναι γραμμένο στις απαρχές της».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: