Τα βιώματα των ερειπίων

Τα βιώματα των ερειπίων

Xανς Φάλαντα, «Ο εφιάλτης», μτφρ. Μ. και Ά. Αγγελίδη, Gutenberg 2021



Ο Χανς Φάλαντα θα γράψει τον Εφιάλτη το καλοκαίρι του 1946, έξη μήνες πριν πεθάνει, στα 53 του χρόνια, από καρδιακό επεισόδιο, εξαιτίας του μακροχρόνιου εθισμού του στην μορφίνη, στο αλκοόλ και σε άλλα ναρκωτικά. Την ίδια περίπου εποχή γράφει και το πιο γνωστό του μυθιστόρημα Μόνος στο Βερολίνο [«Ένας μόνος άνθρωπος πεθαίνει», ο σωστός τίτλος στο γερμανικό πρωτότυπο] που μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο. Όπως σχεδόν σε όλα τα μυθιστορήματα του ο Φάλαντα έτσι και στον Εφιάλτη θα βασιστεί στα βιώματά του, τα οποία τον τροφοδοτούν με πλούσιο μυθιστορηματικό υλικό. Πραγματικά τόσο η ζωή του με τις πολλαπλές ανατροπές, εκκινώντας από την σχεδόν βίαιη αποσύνδεση του από την αυστηρότατη πρωσική του οικογένεια και την αποπομπή του από το εξίσου συντηρητικών προτεσταντικών αρχών σχολείο του, στην εφηβεία του, έως τις δύσκολες, συχνά σε συνθήκες ένδειας, καταστάσεις που βίωσε κυρίως στο Βερολίνο, κατά τα ασταθή και ανασφαλή χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, με αποκορύφωμα τα σκοτεινά και απάνθρωπα του ναζισμού και του πολέμου, τα οποία τραυμάτισαν βαθιά την ευαισθησία και την συνείδηση του Γερμανού συγγραφέα και δοκίμασαν στο έπακρο την γερμανική του ταυτότητα και την σχέση του με την πατρίδα του και τον γερμανικό λαό. Σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα του, έμμεσα ή άμεσα, ο εφιάλτης του ναζισμού έρχεται και επανέρχεται. Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα ο «Εφιάλτης» εμφανίζεται ακόμη πιο ύπουλος, αφού έχει διαβρώσει μέχρι το μεδούλι τις συνειδήσεις των συμπατριωτών του Φάλαντα, του γερμανικού λαού, εν γένει. Και αυτό φαίνεται μόλις καταρρέει το ναζιστικό καθεστώς και η Γερμανία, από την περίοδο της άκρατης αλαζονείας και έπαρσης εισέρχεται στην πλήρη καταστροφή και ταπείνωση. To μυθιστόρημα εκτυλίσσεται ανάμεσα στον Απρίλιο του 1945 έως το καλοκαίρι του ίδιου έτους, όταν η ειρήνη πλέον έχει επιτευχθεί, ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος έχει τελειώσει στην Ευρώπη, με την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο και την υπογραφή παράδοσης της Γερμανίας του Τρίτου Ράιχ στις συμμαχικές δυνάμεις, στις 9 Μαϊου 1945.
Μυθιστορηματικός χώρος, μια ιστορική πόλη, στην πάλαι ποτέ Πρωσία, το Πρέντσλάου, η οποία, στις 26 Απριλίου 1945 από τη μια παραδίδεται στον Κόκκινο Στρατό και από την άλλη φεύγουν άρον άρον τα SS, και η Λαϊκή Πολιτοφυλακή. Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος Ντολ, συγγραφέας όπως μαθαίνουμε αργότερα, μυθιστορηματικό προσωπείο του Φάλαντα και η νεαρή γυναίκα του είναι καταχαρούμενοι. Ο άνδρας βγαίνει στην απριλιάτικη λιακάδα, έπειτα από εκούσιο εγκλεισμό τριών εβδομάδων στο σπίτι του για να αποφύγει την Λαϊκή Πολιτοφυλακή, και αποφασίζει να επιδοθεί σε μια σειρά πρακτικές εργασίες στον κήπο του με σκοπό να διευκολύνει τους Ρώσους, τους οποίους περιμένει εδώ και καιρό. Γύρω τους όμως επικρατεί μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Αντίθετα με αυτόν και την γυναίκα του οι υπόλοιποι κάτοικοι της πόλης κάθε άλλο παρά δείχνουν χαρούμενοι. Οι περισσότεροι μάλιστα μαζεύουν τα πράγματα τους και με όποιο μέσον βρίσκουν πρόσφορο ετοιμάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους αφού θεωρούν τους Ρώσους, εχθρούς. Σε παρατήρηση μάλιστα δύο γειτόνων τους, η νεαρή γυναίκα του Ντολ απαντάει απερίφραστα: « Εμείς δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα τέτοιο. Δεν θα κάνουμε βήμα, δεν θα φύγουμε, δεν θα κρυφτούμε. Ο άντρας μου και εγώ θα περιμένουμε στο κατώφλι του σπιτιού μας να καλωσορίσουμε αυτούς που τόσο καιρό περιμέναμε, τους ελευθερωτές μας». Και όταν οι ελευθερωτές έρχονται ο Ντολ βγάζει έναν λόγο γεμάτο ενθουσιασμό για τους Ρώσους στρατιώτες και αυτοί για να τον ανταμείψουν του προτείνουν να αναλάβει την δημαρχία της πόλης. Στο ολιγόμηνο διάστημα που ο Ντολ, χωρίς κατά βάθος να το θέλει, αδυνατώντας όμως και να το αρνηθεί, ασκεί τα καθήκοντα του ως Δήμαρχος, έχει τις ευκαιρίες να αντιμετωπίσει εκ του σύνεγγυς τις συμπεριφορές και τις αντιδράσεις των κατοίκων της μικρής πόλης και να διαπιστώσει πόσο έχουν διαβρωθεί από τον ναζισμό. Στις σελίδες αυτές που έχουν ως σκηνικό την πόλη του Πρένσλάου, ο Φάλαντα, καθώς αναπαρασταίνει πολλά μικρά επεισόδια και στιγμιότυπα από την καθημερινότητα των κατοίκων, όπως διαμορφώνεται χωρίς πλέον την εξουσία των Ναζί, γίνεται διά στόματος του μυθιστορηματικού του ήρωα κατεδαφιστικά επικριτικός απέναντι στους Γερμανούς και τον γερμανικό λαό. Περιγράφει μαυραγορίτες, κλέφτες, απατεώνες, επιχειρηματίες που πλούτισαν επειδή ήταν μέλη του Εθνικοσιαλιστικού Κόμματος, κομπογιανίτες μέθυσους γιατρούς, ανθρώπους που κατήγγειλαν δι’ ίδιον όφελος συμπολίτες τους, και γενικότερα σε ένα κόσμο που είχε χάσει τις ανθρώπινες αξίες του και συνέχιζε να φέρεται με τον ίδιο τρόπο παρά την κατάρρευση του ναζισμού και την επικείμενη ειρήνη την οποία επαγγελλόταν η παρουσία του Κόκκινου Στρατού στην πόλη τους. Μια διάχυτη ντροπή κατακλύζει τον Ντολ για τους συμπατριώτες του, τους οποίους κατηγορεί ότι δεν έχουν συνειδητοποιήσει τι κακό έχουν κάνει στον κόσμο, και πως μόνον το άκουσμα «Γερμανός» προκαλεί απέχθεια και τρόμο. «Δεν θα μας τα συγχωρέσουν ποτέ αυτά τα πράγματα!» σκέφτεται ο Ντολ ή «Μια μέρα θα τα πληρώσουμε ακριβά όλα αυτά!» ή «Πάει τέλειωσε, αυτός ο λαός χάθηκε». Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η κατάρρευση των ναζί είναι γεγονός ο Ντολ τυραννιέται από έναν τρομερό εφιάλτη. Ριγμένος ανάσκελα σε έναν κρατήρα που προκάλεσε μια βόμβα, βυθίζεται ολοένα βαθύτερα σε μια κίτρινη, πηχτή λάσπη από την οποία αδυνατεί να ξεφύγει. Και εκεί στις άκρες του κρατήρα εμφανίζονται οι Τρεις Μεγάλοι —Τσόρτσιλ, Στάλιν, Ρούζβελτ— οι οποίοι αντί να τον σώσουν, κάθονται λυπημένοι και παρακολουθούν την Πτώση του. Δηλαδή, κατά τον Φάλαντα, την Πτώση ολόκληρου του γερμανικού λαού.

Το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος διαδραματίζεται στο Βερολίνο όπου το ζεύγος επιστρέφει μετά την ολιγόχρονη και καθόλου εύκολη παραμονή του στο Πρέντσλάου και την παραίτηση του Ντολ από τον δημαρχιακό θώκο. Σε ποιο Βερολίνο όμως επιστρέφουν; Τι σχέση έχει με το Βερολίνο που είχαν αφήσει; Σε ποια κατάσταση είναι και οι ίδιοι, οι Ντολ; Εδώ ο Φάλαντα ανοίγει το πιο ζοφερό κεφάλαιο του μυθιστορήματος. Το Βερολίνο έχει μετατραπεί σε μια πόλη ερειπίων, οι άνθρωποι σέρνονται στους δρόμους, ή στέκονται στις ουρές για να προμηθευθούν τα λιγοστά τους τρόφιμα με δελτίο. Οι Ντολ καταπονημένοι και άρρωστοι φτάνουν στο Βερολίνο μετά από ένα δυσβάστακτο ταξίδι με τρένο, και μέσα στο κρύο και στο χάος που επικρατεί ψάχνουν για το σπίτι τους. Όταν όμως το βρίσκουν —οι βόμβες το έχουν λυπηθεί— τους περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Το σπίτι τους το έχουν καταπατήσει άλλοι. Πού θα μείνουν; Εδώ αρχίζει ένας κυκεώνας περιπετειών στις οποίες εμπλέκεται η καθημερινότητα των Ντολ ώσπου καταφεύγουν εκείνος στο σανατόριο και εκείνη στο νοσοκομείο. Ο εφιάλτης κάνει και πάλι την εμφάνιση του στον ύπνο του Ντολ έως ότου κάποιος αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ταλαιπωρημένου άνδρα, τον προπολεμικό γνωστό συγγραφέα και τον οδηγεί στα γραφεία του εκδοτικού οίκου με τον οποίο εκείνος συνεργαζόταν, πριν τον πόλεμο. Είναι η πρώτη φορά που ο Φάλαντα αποκαλύπτει το μυθιστορηματικό του προσωπείο χάρη στο οποίο το μυθιστόρημα αλλάζει σταδιακά τόνο και χρωματισμό. «Ξάφνου» διαβάζουμε «είχε την αίσθηση ότι από την Κατάρρευση και μετά αυτή τη στιγμή ανυπομονούσε , αυτή την συνάντηση περίμενε-ελπίζοντας ότι θάταν η γέφυρα ανάμεσα στο γκρεμισμένο του παρελθόν κι ένα νέο, ευτυχισμένο μέλλον». Πραγματικά, η απάθεια που είχε κατακλύσει τον μυθιστορηματικό ήρωα μετά από το φοβερό του μίσος για τους Ναζί, τον εγκαταλείπει, όπως και ο εφιάλτης που κατά καιρούς βλέπει. Κατακτώντας την πραγματική του υπόσταση, αυτήν της δημιουργίας, στηριζόμενος στις δικές του δυνάμεις αισθάνεται ότι μπορεί να ξανακτίσει την ζωή του, να επανασχεδιάσει το μέλλον του. «Η ζωή» πιστεύει «πάντα συνεχίζεται, ακόμα και μέσα στα ερείπια. Δεν έχουν σημασία τα ερείπια, σημασία έχει η ζωή». Στις τελευταίες σελίδες το μυθιστόρημα, με έναν επιδέξιο αφηγηματικό κυματισμό, αφήνει πίσω του τον ζόφο και ανοίγεται στην ελπίδα και στην αισιοδοξία που γεννά επιτέλους η ειρήνη για τον ήρωα, για την Γερμανία, τον γερμανικό λαό, για όλους τους ανθρώπους. «Βάλ΄ το στο μυαλό σου καλά, άνθρωπε, δεν είσαι πια αναγκασμένος να δολοφονείς και να σκοτώνεις. Τα όπλα δεν χρειάζονται, έγινε στ’ αλήθεια ειρήνη!».

Σε αντίθεση με τα συνήθως πολυσέλιδα μυθιστορήματα του Φάλαντα, «Ο εφιάλτης» είναι πολύ πιο σφιχτοδεμένο, εξοικονομημένο, λιγότερο αναλυτικό, και πιο γρήγορο. Ο ήρωας του Φάλαντα περιφέρεται στους μυθιστορηματικούς χώρους [Πρεντσλάου, Βερολίνο] σαν ξένος. Η συμμετοχή του στα γεγονότα είναι εξωτερική, η ματιά του κριτική και επικριτική. Έτσι μπορεί να σχεδιάζει εξαιρετικά επιδέξια την ψυχογραφία του γερμανικού λαού αμέσως μετά την Κατάρρευση του ναζισμού, την ψυχογραφία της Γερμανίας. Κατά κάποιο τρόπο νιώθει λύκος ανάμεσα στους λύκους. Ο μόνος άνθρωπος που δεν τον φοβίζει, δεν τον απωθεί είναι η γυναίκα του. Τα αποξενωτικά συναισθήματα, εχθρικά προς το περιβάλλον και τους ανθρώπους γύρω του, τους «απεχθείς» Γερμανούς, με την στάμπα του ναζισμού, αρχίζουν να υποχωρούν μόλις ο ήρωας επανασυνδέεται με την ταυτότητα του, δηλαδή εκείνη του συγγραφέα, την οποία είχε χάσει κατά την διάρκεια του πολέμου και του ναζισμού, καθώς και τα σημεία αναφοράς ως προς αυτήν. Από μία, ας την χαρακτηρίσουμε, «προσφυγική» κατάσταση που του επέβαλλε ο ναζισμός, επανέρχεται στην προπολεμική του «πατρίδα», που δεν είναι άλλη από την ελευθερία του καλλιτέχνη, του συγγραφέα στην προκειμένη περίπτωση να δημιουργεί το έργο του.

Επαρκέστατη η μετάφραση της Μαρίας και του Άγγελου Αγγελίδη, μας δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε ένα πολύ σημαντικό μυθιστόρημα.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: