Ο Γιώργος Σεφέρης στην Κύπρο, Οι φωτογραφίες,
Επιμέλεια-Εισαγωγή Χαράλαμπος Μπακιρτζής
Σχόλια φωτογραφιών Ουρανία Περδίκη
Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Λευκωσία 2021
Όταν έφτασε στα χέρια μου το βιβλίο που σχολιάζω εδώ, αναρωτήθηκα τι νόημα έχει μια ακόμη έκδοση για το θέμα Σεφέρης-Κύπρος, και μάλιστα με περιεχόμενο ορισμένες φωτογραφίες που τράβηξε ο ποιητής κατά τις τρεις επισκέψεις του στο νησί. Τι άραγε θα μπορούσε να προσθέσει ένα τέτοιο βιβλίο; Οι τρεις προηγούμενες σχετικές εκδόσεις (Λευκωσία 1990, Αθήνα 2000, Μεξικό 2012) περιείχαν επιλογή φωτογραφιών από το σύνολο των 288 λήψεων στις οποίες ο Σεφέρης έχει αποτυπώσει την κυπριακή εμπειρία του. Τα ικανοποιητικά αυτά δείγματα της όχι και τόσο ερασιτεχνικής ασχολίας του ποιητή με τον φωτογραφικό φακό, έχουν πλαισιωθεί με εκτενή κείμενα διαφόρων που προσεγγίζουν και αναλύουν τις σχέσεις του Σεφέρη με τη φωτογραφία. Το παρόν βιβλίο του Ιδρύματος Λεβέντη στηρίζεται σε διαφορετικό σκεπτικό: συνδέει ευθέως, ταυτίζει, θα έλεγα, τα επιμέρους ημερολογιακά κυπριακά κείμενα του ποιητή με ό,τι απεικονίζεται σε κάθε φωτογραφία. Πρόκειται για συνδυασμένη και απολύτως επιτυχή σύζευξη εικόνας και λόγου.
Στο βιβλίο αναδημοσιεύονται και σχολιάζονται είκοσι από τις κυπριακές φωτογραφίες του Σεφέρη και παρέχονται λεπτομερείς πληροφορίες κάθε είδους για τα εικονιζόμενα μνημεία της Κύπρου, για τα πρόσωπα ή τα τοπία. Το κυρίως κείμενο είναι γραμμένο από τον Χαράλαμπο Μπακιρτζή ο οποίος έχει μελετήσει με προσοχή και γνώση τις σχετικές ημερολογιακές εγγραφές του Σεφέρη και έχει απομονώσει τις κρίσιμες φράσεις και παραγράφους που αναδεικνύουν το θάμπος που αισθάνθηκε ο ποιητής κατά τα ταξίδια του στην Κύπρο. Όπως έχει παρατηρηθεί και παλαιότερα, προϋπήρξε μια ανεπαίσθητη ψυχολογική προετοιμασία του, προκειμένου να αντικρίσει το νησί «όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Οι ομοιότητες που ανακαλύπτει μεταξύ της απλής ζωής στην Κύπρο και εκείνης των παιδικών του χρόνων στα Βουρλά, ο τότε πρόσφατος θάνατος του αδερφού του, και το επίσης πρόσφατο ταξίδι του στην πατρική γη στα παράλια της Μικρασίας αποτελούν σημαντικές εμπειρίες προς την κατεύθυνση της εσωτερικής πορείας του προς τον κόσμο της Κύπρου. Τούτο φαίνεται και από το γεγονός ότι τα ποιήματα «Μνήμη, α΄» και «Μνήμη, β΄» «μολονότι γράφτηκαν πριν από τη γνωριμία με τον κόσμο του νησιού, συνενώθηκαν εντούτοις αρμονικά με τα υπόλοιπα δεκαπέντε της κυπριακής εμπειρίας» (Σάββας Παύλου, Σεφέρης και Κύπρος, σ. 69).
Ο Μπακιρτζής καταθέτει και μιαν άλλη, ενδιαφέρουσα άποψη: Ο ποιητής έχει βιώσει κατά τα αμέσως προηγούμενα χρόνια την εμπειρία της Ανατολής, ζώντας σε πόλεις όπως η Βηρυτός, η Δαμασκός και το Αμμάν. Όταν φτάνει στην Κύπρο, είναι πολύ εύκολο να διαπιστώσει τη διαφορά ατμόσφαιρας. «Βγήκαμε με τον Ευάγγελο Λουίζο στους δρόμους της Λευκωσίας. Είχε πέσει η νύχτα . Γοτθικά χτίρια, τειχιά, η αυλή στο Μεγάλο Χάνι. Καλή αρχιτεκτονική. Στενοί δρόμοι με λιγοστούς διαβάτες. Όχι Ανατολή. Ένα μεσογειακό χρώμα περισσότερο» (Μέρες Στ΄, σ. 99). «Οι κυπριακές φωτογραφίες του Σεφέρη», σημειώνει ο Μπακιρτζής, «έχουν το ξάφνιασμα του Έλληνα διανοούμενου και ποιητή, που είδε την Κύπρο από την Ανατολή και όχι από τη Δύση. Γι’ αυτό, και την βλέπει διαφορετικά· πιο μεγάλη και πιο ελληνική». Και πιο κάτω προχωρά ακόμη περισσότερο την άποψή του: «Η Κύπρος με τη ματιά της Δύσης έγραψε στα ελληνικά τα Poѐmes d’ Amour, με τη ματιά της Ανατολής κάνει τα πράγματα να δείχνουν πόσο ελληνικά είναι […] Είναι διαφορετικό όταν έρχεσαι στην Κύπρο από την Ελλάδα εθισμένος στην επεξεργασία της μορφής. Ανυποψίαστος και αδοκίμαστος ως είσαι στα κυπριακά δρώμενα, όλα φαίνονται σαν επαρχιακά· δες την περίπτωση του Οδυσσέα Ελύτη, δες την περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου».
Ο απολύτως τεκμηριωμένος σχολιασμός των φωτογραφιών οφείλεται στην Ουρανία Περδίκη και διευκολύνει τον σημερινό αναγνώστη να αντιληφθεί γιατί το συγκεκριμένο μοναστήρι ή ο εικονιζόμενος αρχαιολογικός χώρος προκάλεσε το ενδιαφέρον του ποιητή, και ποιο είναι το παρελθόν του. Ο επιμελής αναγνώστης των σεφερικών ημερολογίων έχει πλέον έτοιμα και ακριβή όλα τα σχόλια που του χρειάζονται για να κατανοήσει την ιστορία ή τη σπουδαιότητα των συγκεκριμένων φωτογραφιών. Παράδειγμα, για το κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα στον Πενταδάκτυλο παρέχονται οι ακόλουθες πληροφορίες: «Κτίστηκε από τους Βυζαντινούς (11ος αι.) σε νευραλγική αμυντική θέση. Στη Φραγκοκρατία (1192-1489) ενισχύθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως εξοχική κατοικία των Φράγκων ηγεμόνων του νησιού. Εγκαταλείφθηκε και καταστράφηκε από τους Βενετούς (15ος αι.). Εντός του κάστρου υπάρχει ναός του Αγίου Ιλαρίωνα (12ος αι.), ο οποίος αναστηλώθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων (1935, 1959, 1963). Το 1950-1955 το κάστρο αποτελούσε το δεύτερο σε επισκεψιμότητα μνημείο της Κύπρου». Ανάλογες πληροφορίες παρέχονται και για άλλα μνημεία, όπως π.χ. για τον ναό της Παναγίας της Φορβιώτισσας στην Ασίνου ή για την Εγκλείστρα του Αγίου Νεοφύτου, με επιπλέον αναφορά για την τελευταία σε γεγονότα μεταγενέστερα της επίσκεψης Σεφέρη. Σημειώνεται σχετικώς: «Όταν ο Σεφέρης επισκέφτηκε την Εγκλείστρα, οι τοιχογραφίες δεν είχαν συντηρηθεί. Την συντήρησή τους ανέλαβε το Dumbarton Oaks Institute σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων την άνοιξη 1963».
Τα πραγματολογικά αυτά στοιχεία δεν προέρχονται μόνον από τον σχολιασμό των φωτογραφιών. Ο Μπακιρτζής εμπλουτίζει και το δικό του βασικό κείμενο ή τις σημειώσεις στο κείμενό του με πληθώρα ανάλογων και χρήσιμων πληροφοριών. Ένα καλό παράδειγμα είναι η περίπτωση της ιδιόμορφης προσωπικότητας του Θεόφιλου Μογάπγαπ, του οποίου το σπίτι είχε επισκεφτεί ο Σεφέρης. Ο πάντα προσεκτικός επιμελητής εκδόσεων Παναγιώτης Μέρμηγκας που φρόντισε τις Μέρες Στ΄, παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία του στις σημειώσεις του τόμου, σ. 277. Η εικόνα αυτού του ανθρώπου με το μάλλον ασυνήθιστο για εμάς όνομα συμπληρώνεται από τον Μπακιρτζή, ο οποίος τον χαρακτηρίζει μονήρη λόγιο, τοπογράφο-σχεδιαστή και έφορο Μεσαιωνικών Μνημείων Αμμοχώστου, παρέχοντας τα ακριβή ληξιαρχικά στοιχεία του 1886- 1965, καθώς και πληροφορίες για την τύχη ορισμένων έργων του. Έργα του Μογάπγαπ, «υδατογραφίες της παλαιάς Κύπρου κατείχε η Δημοτική Πινακοθήκη Αμμοχώστου […] οκτώ έργα του περιλαμβάνονται στα έργα τέχνης, τα οποία επέστρεψαν το 2019 οι Τουρκοκύπριοι στους ιδιοκτήτες των και εξετέθησαν το 2020 στην Κρατική Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης στη Λευκωσία».
Το Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης προσφέρει σε μεγεθυντικό φακό όλες τις πληροφορίες που χρειάζεται ο μελετητής του σεφερικού έργου, προκειμένου να συμμεριστεί, να αξιολογήσει και να εισχωρήσει στη ματιά του ποιητή. Από τη δική του πλευρά και με τη δική του ξεχωριστή οπτική του αρχαιολόγου που έλκεται από τα μικρά αντικείμενα και δεν περιφρονεί τις λεπτομέρειες, ο Χαράλαμπος Μπακιρτζής δείχνει για μιαν ακόμη φορά με πόση φρεσκάδα προσεγγίζει ο μη φιλόλογος τα θέματα της φιλολογίας. Και σε τελευταία ανάλυση, τι άλλο είναι η φιλολογία, παρά φίνες λεπτομέρειες.