Εγκώμιο Αταξίας

Εγκώμιο Αταξίας


Η τρέ­χου­σα «από­δο­ση» ενός αρ­χι­τε­κτο­νι­κού έρ­γου, σε στα­τι­κή ή κι­νού­με­νη ει­κό­να, που ανα­τί­θε­ται σε φω­το­γρά­φους, γρα­φί­στες, και απει­κο­νι­στές, πα­ρά­γε­ται με δη­λω­μέ­νο στό­χο τη δη­μο­σιο­ποί­η­ση του έρ­γου αλ­λά κα­τά βά­θος, φρο­ντί­ζει κυ­ρί­ως για τη διά­χυ­ση της επί­ση­μης, συμ­βα­τι­κά «ορ­θής» πλη­ρο­φό­ρη­σης. Με­τα­φέ­ρει έτσι αυ­τού­σιο το ύφος της από­λυ­της και ελεγ­χό­με­νης τά­ξης. Της ανέγ­γι­χτης συ­σκευα­σί­ας, συ­νειρ­μι­κά τυ­λιγ­μέ­νης σε δια­φα­νές φιλμ, άυ­λης και μοι­ραία, ανέγ­γι­χτης. Οι δια­θλά­σεις, αντα­να­κλά­σεις, πα­ρα­μορ­φώ­σεις του βά­θους, και ιλιγ­γιώ­δεις αιω­ρή­σεις οδη­γούν σε υπέ­ρο­χα ονει­ρι­κά το­πία αλ­λά όχι ανα­γκα­στι­κά σε τό­πους ικα­νούς να υπο­δε­χτούν τη ζωή. Αυ­τό­μα­τα έχει έτσι επι­βλη­θεί η τά­ξη του κε­νού, η ψευ­δαί­σθη­ση του μη-χρη­σι­μο­ποιού­με­νου. Κά­τι που διεισ­δύ­ει ύπου­λα στις ρί­ζες του κα­θαυ­τό σχε­δια­σμού, επη­ρε­ά­ζο­ντας, μέ­σω από­λυ­της αφαί­ρε­σης, το πώς δη­λώ­νο­νται οι χω­ρι­κές σχέ­σεις και πώς προ­βλέ­πε­ται η λει­τουρ­γι­κή τους ιε­ράρ­χη­ση. Κά­τι πο­λύ σπου­δαίο εί­χε έτσι χα­θεί μέ­σα από τη χα­ρα­μά­δα.

Εγκώμιο Αταξίας


Πώς κα­νείς ξε­φεύ­γει από μια τέ­τοια νο­μο­τέ­λεια; Πο­λύ απλό: φτά­νει να κοι­τά­ξει με ει­λι­κρί­νεια γύ­ρω του. Εκεί­νο που λεί­πει βρι­σκό­ταν πά­ντα μπρο­στά του, απα­ξιω­μέ­νο επει­δή ανή­κε στην αντι-ηρω­ι­κή κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα και επει­δή απου­σί­α­ζε η υπο­χρέ­ω­ση της σχη­μα­το­ποί­η­σης. Ήταν η ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας και ευ­λο­γη­μέ­νη ακα­τα­στα­σία.

Ένας χώ­ρος σε ατα­ξία, σε πλή­ρη και ανέ­με­λη ακα­τα­στα­σία, εί­ναι ένα πε­ρι­βάλ­λον ζω­ής από­λυ­τα προ­σαρ­μο­σμέ­νο και ται­ρια­στό στον χρή­στη του. Ο κι­νη­τός εξο­πλι­σμός και τα προ­σω­πι­κά αντι­κεί­με­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, σε φαι­νο­με­νι­κά τυ­χαί­ες συ­νευ­ρέ­σεις, δη­λώ­νουν την ευ­ερ­γε­τι­κή πα­ρου­σία της προ­διά­θε­σης του χρή­στη να δη­μιουρ­γή­σει ένα φι­λι­κό σε αυ­τόν πε­ρι­βάλ­λον, που προσ­δί­νει νό­η­μα στα άψυ­χα συ­νο­δευ­τι­κά της δια­μο­νής του. Επει­δή τα προ­σλαμ­βά­νει ως επε­κτά­σεις του εαυ­τού του. Αυ­τός εί­ναι που δια­χει­ρί­ζε­ται κυ­ριαρ­χι­κά ένα τέ­τοιο προ­σφι­λές «χά­ος», κα­θώς το γνω­ρί­ζει μέ­σα-έξω, το κα­τα­νο­εί και το ερ­μη­νεύ­ει. Του εί­ναι με άλ­λα λό­για, από­λυ­τα οι­κείο. Το λέ­ει άλ­λω­στε και η λέ­ξη.

Εγκώμιο Αταξίας


Μια τέ­τοια κα­τά­στα­ση δεν έχει βέ­βαια προ­κύ­ψει μέ­σα από ηθε­λη­μέ­νες κι­νή­σεις ακα­τα­στα­σί­ας και ατη­με­λη­σί­ας, κά­ποιου εί­δους σκη­νο­θε­σί­ας, που θα ήταν εξί­σου κί­βδη­λη με την πα­γε­ρά νε­κρή τά­ξη. Ού­τε μαρ­τυ­ρά τη δή­θεν απορ­ρό­φη­ση του χρή­στη στον εσω­τε­ρι­κό του κό­σμο, μαρ­τυ­ρώ­ντας την από­στα­σή του από τα εγκό­σμια. Αντί­θε­τα, η ατα­ξία αυ­τή εί­ναι το πρα­κτι­κό απο­τέ­λε­σμα μιας αδιά­λει­πτης, εντα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας δια­βί­ω­σης, όπου δια­πλέ­κο­νται αντι­κεί­με­να με δρά­ση κα­θι­στώ­ντας τα εύ­χρη­στα, δη­λα­δή βο­λι­κά.

Άρα ορι­σμός της ατα­ξί­ας εί­ναι η υπεύ­θυ­νη αντί­λη­ψη εκεί­νου που απο­λαμ­βά­νει τον ρό­λο του χρή­στη ενός χώ­ρου. Στο μά­τι του, η ατα­ξία με­τα­μορ­φώ­νε­ται σε μια δι­κής του επι­νό­η­σης τά­ξη, δη­λα­δή σε έλ­λο­γο, προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νο σύ­στη­μα ανα­φο­ράς. Αυ­τή η πα­ρα­τή­ρη­ση έχει με­γά­λη ση­μα­σία για­τί μας θυ­μί­ζει το δια­φο­ρε­τι­κό νό­η­μα της μα­τιάς, ανά­λο­γα με το ποιος εί­σαι, πού στέ­κεις και προς τα πού κοι­τάς.


Εγκώμιο Αταξίας


Ας μην απορ­ρί­ψου­με όσες προ­σπά­θειες έγι­ναν ως τώ­ρα για τη γε­ω­με­τρι­κή έκ­φρα­ση της τά­ξης, τα συ­στή­μα­τα χα­ρά­ξε­ων, ανα­λο­γιών, τις υπέ­ρο­χες με­λέ­τες προ­ο­πτι­κής της Ανα­γέν­νη­σης. Χρή­σι­μες εί­ναι και δι­δα­κτι­κές. Όμως απο­σιω­πούν το προ­φα­νές: ότι η τά­ξη δεν εί­ναι κά­ποιου εί­δους ηθι­κή ή αι­σθη­τι­κή αξία, αλ­λά στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα χα­μη­λού βαθ­μού, και εξαι­ρε­τι­κά φτω­χή σε νό­η­μα, ατα­ξία.