O πόθος είναι διακαής. Είναι η απόδραση σ’ ένα δωμάτιο πραγματικό ή νοητικό ή φανταστικό μακριά από κάθε θόρυβο, φλυαρία και ανία. Η αναζήτηση, το ψυχρό πάθος της διερεύνησής του: Αυτού του σπάνιου κι ανεξήγητου όσο και μυστηριώδους φαινομένου της ευτυχίας. Μια συνεχής, αγωνιώδης αναζήτηση του ποιητή να ξεφύγει από τον τροχό της επανάληψης μιας πραγματικότητας που τον περιβάλλει και τον σφίγγει ασφυκτικά. Μέσω της ποίησής του αισθάνεται επιτέλους ελεύθερος να επιλύσει το αίνιγμα της ζωής με την καταβύθιση στο μυστήριο, να συναντήσει την ευτυχία στο αδύνατο, γιατί η αναζήτηση του ανέφικτου είναι η πραγματική ελευθερία, το δικαίωμα έκφρασης του ανθρώπου που ζει σε έναν κόσμο χωρίς ουσιαστικό νόημα, αλλά κυρίως χωρίς αθωότητα.
Για τον ποιητή φως και σκιά, λογική και παράλογο, μια σχέση ορίων στο έλεος των θορύβων, ξιφουλκούν για ένα ταξίδι στο ξέφωτο, για το «Αιώνιο Παρόν» της αιώνιας ζωής, για τη φρεναπάτη του ανθρώπινου έρωτα, για την αλληγορία ποίησης και σιωπής, για τα ιδανικό αύριο που δεν έρχεται, για το αρχαίο μυστικό που κρύβεται στις πληγές της μνήμης.
Η απεραντοσύνη του κενού ξεδιπλώνεται εκεί που όλα σιωπούν, εκεί που όλα λείπουν. Το κάδρο κρέμεται αδειανό χωρίς πορτρέτο εντός του. Το κάτοπτρο κοίλο και παραμορφωτικό «διαθέσιμο» πάντα για χιλιάδες διαφορετικούς αντικατοπτρισμούς κι επεξηγήσεις. «Ανοικτό» σε αναρίθμητες ερμηνείες όσες και οι αντανακλάσεις του.
[…] Εντάξει. Αυτό το νέο πρόβλημα τότε είναι το ίδιο, και αυτό είναι το πρόβλημα: το ότι η απάθειά μας μπορεί πάντα ν’ ανανεώνεται, αντλώντας ενέργεια από τις περιστάσεις που γεμίζουν τη ζωή μας, αλλά η συναισθηματική ευτυχία ανθίζει μόνο μια φορά, σαν μονοετές φυτό, που δεν αφήνει ούτε ρίζες ούτε φύλλωμα πίσω όταν το άνθος του μαραίνεται και πεθαίνει. […][1]
Η περιπλάνηση συντελείται στους δύσβατους δρόμους της ψυχής και του νου σ’ ένα φάσμα ανεξήγητο, μυστηριώδες, αναφομοίωτο, μεγαλύτερο από εμάς, μεγαλύτερο από τον εαυτό μας. Με τη δύναμη των λέξεων και του αναλυτικού νου όμως ο ποιητής δραπετεύει οδηγώντας μας στο δικό του οικοδόμημα-καταφύγιο εκεί που τα μυστήρια εναλλάσσονται, εκεί όπου μια μετατόπιση συμβαίνει: H σωτήρια μετατόπιση των πραγμάτων. Γιατί μια εξήγηση είναι κι αυτή στις χιλιάδες, ότι μια σωτήρια μετατόπιση των πραγμάτων είναι η Ποίηση, όταν ο ποιητής μετατοπίζεται στον τόπο της αυταπάτης, των ευσεβών πόθων, μιας άλλης ζωής, μυστικής, αλλού, στο πίσω μέρος του καθρέφτη, εκεί, μέσα στο ευτυχισμένο δωμάτιο.
Στην ποίηση του Άσμπερι δεν ακούγονται ούτε κραυγές, ούτε ουρλιαχτά, ούτε φωνές, δεν χύνονται δάκρυα, ούτε ανεβαίνει πυρετός και υψηλές θερμοκρασίες. Οι στίχοι του δεν έχουν στόμφο, δεν είναι πομπώδεις, δεν ξεκουφαίνουν. Είναι ο χαρακτηριστικός ποιητής της χαμηλής φωνής που φρόντισε να καταφύγει σώος κι αβλαβής στα λαγούμια του νου για ν’ αποφύγει δυσάρεστες συνευρέσεις με λογής συναισθηματικές εντάσεις και εκρήξεις. Έτσι έμαθε καλά να συγκρατεί το συναίσθημα, να το ανατέμνει προσεκτικά και να το σερβίρει σε ψιλές φέτες στον αναγνώστη. Αναχαιτίζοντας κάθε τάση προς τη φλυαρία, φροντίζοντας για την οικονομία του στίχου ο Άσμπερι προίκισε την παγκόσμια ποίηση με ποιήματα γεμάτα σκέψεις και ιδέες, κοινωνικής, καλλιτεχνικής και πολιτικής αξίας, προϊόντα μιας ήρεμης δύναμης από έναν ανήσυχο, παλλόμενο νου, προικισμένο μ’ ένα υπόκωφο σαρκαστικό χιούμορ, αλλά κι ένα αενάως περιστρεφόμενο μάτι που παρατηρεί και κρίνει, περνώντας την πραγματικότητα που τον περιέβαλε από ένα πανίσχυρο φίλτρο, έτσι όπως διύλιζε νοητικά τα πάντα προκειμένου πρώτα να τα κατανοήσει ψύχραιμα από απόσταση κι έπειτα να επικεντρωθεί στο νόημα που κατοικεί στο μεγάλο κάδρο της Ζωής που κορνιζώνει το Αθέατο.
[…] Είσαι ο ήρεμος κόσμος μου. Αυτή είναι η ευτυχία μου. Να στέκομαι, να προχωρώ μέσα του. Το κόστος είναι τεράστιο. Υπερβολικό για μια ζωή. […][2]
Η παράξενη εσωστρέφεια του Άσμπερι, εκπροσώπου της άτυπης σχολής της Νέας Υόρκης, ασκεί μια μοναδική γοητεία, διότι ο Αμερικανός ποιητής της λοξής ματιάς δημιούργησε μια ποίηση με αναγνωρίσιμη φωνή που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ψυχρά εγκεφαλική, και που όμως δεν είναι,- αντίθετα αποπνέει τη ζέση μιας υπαρξιακής μελαγχολίας που διατρέχει ίσως τα περισσότερα ποιήματά του, με τη διάθεση της διερεύνησης πάντα της υπαρξιακής ανίας, του χρόνου και της αχρονικότητας, έχοντας επίκεντρο την εσωτερική τυραννία από την επανάληψη, τη μονοτονία, και τη συσσώρευση πανομοιότυπων ημερών που σαν τραπουλόχαρτα στοιβάζονται σε χάρτινους πύργους με την ίδια φιγούρα, το ίδιο χρώμα και τον ίδιο αριθμό κάθε φορά, αλλά και με την επιμονή του ποιητή –όσο κι αν αυτή φέρει μιαν επίγνωση ματαιότητας– για τη φιλοσοφική αναζήτηση του νοήματος της ζωής και της ευτυχίας ή του νοήματος της ευτυχίας, μιας ευτυχίας που διαρκώς αυτοαναβάλλεται ή αρνείται να βγει έξω, γιατί παραμένει πεισματικά κλειδωμένη στο δωμάτιό της.
[…] έτσι η ευτυχία αυτοαναβάλλεται, ίσως κι επ’ αόριστον∙ συνειδητοποιεί ότι το δοχείο δεν έχει ακόμη ετοιμαστεί πλήρως για να τη δεχτεί∙ φοβάται ότι θα καταστρέψει την τάξη των πραγμάτων με το να αυτοεπισπεύδεται πολύ πρόωρα […][3]