Στην ευγενική και ευφάνταστη παράκληση του φίλου Γιώργου Μονεμβασίτη, να γράψω κάτι για την αγαπημένη Μαριανίνα που λίγες μέρες πριν, μας άφησε ... για τα καλά, δε θα μπορούσα να μην ανταποκριθώ. Και η απόκριση αυτή, δεν οφείλεται απλώς σε λόγους ευγένειας, σε μια χάρη που κάνεις σε έναν φίλο που κάτι σου ζητά, αλλά σε μια υποχρέωση που αισθάνομαι, απέναντι σε μια φίλη (πάνω απ’ όλα) για ένα μνημόσυνο – ημερολόγιο που πάντα θα με συντροφεύει.
Αφήνω σε άλλους να μιλήσουν για τις στιχουργικές και ποιητικές της δεξιότητες. Θα το κάνουν καλύτερα από εμένα. Είμαι σίγουρος.
Χειμώνας του 1994. Η Λυδία Κονιόρδου, ετοιμάζει μια απρόβλεπτη θεατρική παράσταση- επιθεώρηση για το Δημοτικό Θέατρο του Βόλου και με φωνάζει να της γράψω τη μουσική. Στίχους θα έγραφε η στιχουργός τής «Λιλιπούπολης» η γνωστή και αγαπητή σε όλους Μαριανίνα Κριεζή.
Της τηλεφώνησα. Το περίμενε άλλωστε. Κρατούσα την κιθάρα μου, στηρίζοντας το ακουστικό στον ώμο και το αφτί μου. Μου διάβασε τους στίχους του τραγουδιού που θα έκλεινε —αν θυμάμαι καλά το πρώτο μέρος— και δεν ήταν άλλο από το «Φτιάξε καρδιά μου το δικό σου παραμύθι». Όσο μου διάβαζε, εγώ ακολουθούσα παίζοντας.
Στη δεύτερη ανάγνωση —στο ίδιο τηλεφώνημα— το τραγουδούσαμε μαζί. Ούτε εκείνη, ούτε κι εγώ καταλάβαμε από την αρχή πόσο εύκολα είχαμε δέσει.
Δυο χρόνια μετά και ενώ ετοιμάζω τον ομότιτλο πλέον δίσκο μου γράφει, ή καλύτερα, απομνημονεύει (αυτός ήταν ο αγαπημένος της τρόπος) άλλο ένα τραγούδι τους «Φαροφύλακες». Ό,τι και να μου έδινε ήταν καλοδεχούμενο. Οι στίχοι της με οδηγούσαν εύκολα και γρήγορα στη μελοποίηση.
Το ’98, ετοιμάζει με την αχώριστη φίλη της, Άννα Παναγιωτοπούλου, μια θεατρική εκδοχή της «μαντάμ Σουσούς». Κάποια προβλήματα με τους συντελεστές, ανάγκασαν τη Μαριανίνα να με προτείνει να γράψω τη μουσική. «Μην τον βλέπεις σα ροκά, Άννα μου, είναι μελωδιάκιας ο Τσακνής». Μου το εξομολογήθηκε πολύ αργότερα η Άννα που είχε τις επιφυλάξεις της τότε. Η πρεμιέρα θα ήταν σε 12 μέρες. Ζήτησα μια εβδομάδα ακόμα. Δε μου δόθηκε. Το γεγονός ότι ανταποκρίθηκα, οφείλεται μόνο στη γλυκιά μου Μαριανίνα, που με βομβάρδιζε καθημερινά με ένα-δύο τραγούδια. Ήταν τόσο προκλητικά για μένα, που με ανάγκαζαν να ανταποκριθώ. Σα να έπαιζα μαζί της ένα στοίχημα με γρίφους. Κι αυτό το «τέλειο σύντροφε» που άκουγα αφού της τραγουδούσα —τηλεφωνικώς πάντα— τους στίχους της προηγούμενης μέρας, μου δημιουργούσε μια απίστευτη αίσθηση ευφορίας.
Μια βδομάδα πριν την πρεμιέρα όλος ο θίασος στο σπίτι μου. Άννα και Μαριανίνα προτίμησαν να καθίσουν στο πάτωμα. Η ακρόαση ολοκληρώθηκε και την επομένη μπήκαμε στο στούντιο.
Όταν ρεμβάζω, αλέ γιατί εκνευριάζω
Όταν ρεμβάζω, περικαλώ σιλάνς και σους.
Όταν ρεμβάζω, αυτόν τον κόσμο τον αλλάζω,
τον προβιβάζω, σε κόσμο της μαντάμ Σουσούς.
Ένας μέτριος συνθέτης να είσαι, δε μπορεί παρά να ανταποκριθείς σε τέτοιες στιχουργικές προκλήσεις.
Δέσαμε με τη Μαριανίνα. Κανένας στιχουργός πρώτης γραμμής Ελευθερίου, Τριπολίτης, Νικολακοπούλου, Ιωάννου, Δημοπούλου, (με τους οποίους έχω συνεργαστεί άψογα και τους οποίους σέβομαι απεριόριστα) δε με «ξεκλείδωνε» τόσο εύκολα όσο η «συντρόφισσα».
Ίσως γιατί μαζί της έπαιζα, όπως φαντάζομαι έπαιζε κι εκείνη.
Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, γύρω στο 2012 αν θυμάμαι καλά, στα μεγάλης διάρκειας τηλεφωνήματά μας, μου είπε μεταξύ άλλων, πως σχεδίαζε ένα οικολογικό παραμύθι, Μου απήγγειλε ένα-δυο στίχους. Με τσίτωσε. Της τα ζήτησα όλα. Κατά το συνήθειο της χτυπούσε κατά κύματα. Είχε ήδη μετακομίσει στην Ερέτρια. Έφτασαν στα χέρια μου, πάνω από 20 ολοκληρωμένοι στίχοι. Ολοκληρωμένοι κατά τη γνώμη μου, γιατί οι διορθώσεις της και οι διαφορετικές εκδοχές της εκ των υστέρων, ήταν μεγαλύτερες σε όγκο από τα αρχικά σχέδια – όπως τα αποκαλούσε.
Τα μελοποίησα όλα με μια συμφωνική (όσον αφορά στην ενορχήστρωση) εκδοχή, με την ελπίδα να παιχτούν και να παρουσιαστούν με κάποια από τις ορχήστρες της ΕΡΤ.
Στο στούντιό μου ξανά, έδειχνε ενθουσιασμένη. «Βάλε πάλι εκείνο, βάλε μου πάλι το άλλο».
Χαιρόταν η γυναίκα που είχα απέναντί μου, με την ανυπόκριτη χαρά ενός μικρού παιδιού.
Είχε τις επιφυλάξεις της για τη μεγάλη ορχήστρα. Μας πρόλαβε και το μαύρο στην ΕΡΤ, οπότε τα σχέδια έδειχνε να ναυαγούν.
Εκεί, επενέβη πάλι η Άννα, χωρίς να έχει ακούσει τίποτα μέχρι στιγμής, λέγοντας πως τα τραγούδια πρέπει να γίνουν θεατρικό έργο. Παγκόσμια πρωτοτυπία; Από το κείμενο, κατά τα ειωθότα, προκύπτουν τα τραγούδια. Όχι: «Τα τραγούδια θα γεννήσουν το κείμενο.»
Έγινε μια συζήτηση με τον επίσης πρόωρα φευγάτο Μιχάλη Αδάμ του «Badminton», που έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό με την ιδέα της τριπλέτας μας. Ήθελε, και με το δίκιο του ο άνθρωπος, πέρα από τα τραγούδια που άκουσε σε ένα πρόχειρο demo, να διαβάσει και το κείμενο. Το άκουσε στις γενικές δοκιμές...
Τώρα έπρεπε να «στρώσω» τις ατίθασες... Πήγαμε στην Ερέτρια με την Άννα (καλοκαίρι του ’13). Μόνο για τη δουλειά δε μιλήσαμε. Τι οι γάτες, τι τα αδέσποτα, τι το ... θυμάσαι τότε που.., τι η πολιτική κατάσταση. Κρύος ιδρώτας!
Καταλήξαμε στο ότι «φεύγω δε σας αντέχω» και πως, σε δέκα μέρες, έπρεπε να έχουμε έργο. Δηλαδή κείμενο.
Κι εγώ, μαζί με τον Μιχάλη, στις πρόβες το άκουσα. Δεν ήταν να τις αφήνεις μόνες τους αυτές τις γυναίκες. Καταστροφή.
Κι όμως μέσα από αστεία, αναμνήσεις και συζητήσεις για τα αδέσποτα όλου του κόσμου, γεννήθηκε η «Ζέβρα πιτζάμα», η τελευταία δισκογραφική δουλειά της Μαριανίνας μας και είχα την τιμή να είναι πάλι σε δική μου μουσική. Η έκδοση οφείλεται στον Μιχάλη Αδάμ που πίστεψε από την αρχή στη όλο εγχείρημα. Ο θίασος εκπληκτικός. Η τεράστια επιτυχία άλλωστε, για δύο συνεχόμενα χρόνια θα έπειθε ακόμα και τον πιο δύσπιστο. Και συγκαταλέγομαι ανάμεσα σ’ αυτούς.
Λίγες μέρες πριν το φευγιό της, ο παραγωγός Νίκος Μακράκης, είχε την ιδέα να μιλήσει μαζί της για μια επανέκδοση του cd με γνωστούς τραγουδιστές και ηθοποιούς. Είχε τις κλειστές τον τελευταίο καιρό. «Άσε θα της τηλεφωνήσω εγώ, της συντρόφισσας.»
Και δεν πρόλαβα. Δε σε πρόλαβα, καλή μου!