Το χρονολόγιο μιας σχέσης

Γράμμα της Μ.Κ. από το Παρίσι (1971). Αρχείο «Χάρτη»
Γράμμα της Μ.Κ. από το Παρίσι (1971). Αρχείο «Χάρτη»

Στην ευ­γε­νι­κή και ευ­φά­ντα­στη πα­ρά­κλη­ση του φί­λου Γιώρ­γου Μο­νεμ­βα­σί­τη, να γρά­ψω κά­τι για την αγα­πη­μέ­νη Μα­ρια­νί­να που λί­γες μέ­ρες πριν, μας άφη­σε ... για τα κα­λά, δε θα μπο­ρού­σα να μην αντα­πο­κρι­θώ. Και η από­κρι­ση αυ­τή, δεν οφεί­λε­ται απλώς σε λό­γους ευ­γέ­νειας, σε μια χά­ρη που κά­νεις σε έναν φί­λο που κά­τι σου ζη­τά, αλ­λά σε μια υπο­χρέ­ω­ση που αι­σθά­νο­μαι, απέ­να­ντι σε μια φί­λη (πά­νω απ’ όλα) για ένα μνη­μό­συ­νο – ημε­ρο­λό­γιο που πά­ντα θα με συ­ντρο­φεύ­ει.
Αφή­νω σε άλ­λους να μι­λή­σουν για τις στι­χουρ­γι­κές και ποι­η­τι­κές της δε­ξιό­τη­τες. Θα το κά­νουν κα­λύ­τε­ρα από εμέ­να. Εί­μαι σί­γου­ρος.

Χει­μώ­νας του 1994. Η Λυ­δία Κο­νιόρ­δου, ετοι­μά­ζει μια απρό­βλε­πτη θε­α­τρι­κή πα­ρά­στα­ση- επι­θε­ώ­ρη­ση για το Δη­μο­τι­κό Θέ­α­τρο του Βό­λου και με φω­νά­ζει να της γρά­ψω τη μου­σι­κή. Στί­χους θα έγρα­φε η στι­χουρ­γός τής «Λι­λι­πού­πο­λης» η γνω­στή και αγα­πη­τή σε όλους Μα­ρια­νί­να Κριε­ζή.
Της τη­λε­φώ­νη­σα. Το πε­ρί­με­νε άλ­λω­στε. Κρα­τού­σα την κι­θά­ρα μου, στη­ρί­ζο­ντας το ακου­στι­κό στον ώμο και το αφτί μου. Μου διά­βα­σε τους στί­χους του τρα­γου­διού που θα έκλει­νε —αν θυ­μά­μαι κα­λά το πρώ­το μέ­ρος— και δεν ήταν άλ­λο από το «Φτιά­ξε καρ­διά μου το δι­κό σου πα­ρα­μύ­θι». Όσο μου διά­βα­ζε, εγώ ακο­λου­θού­σα παί­ζο­ντας.
Στη δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση —στο ίδιο τη­λε­φώ­νη­μα— το τρα­γου­δού­σα­με μα­ζί. Ού­τε εκεί­νη, ού­τε κι εγώ κα­τα­λά­βα­με από την αρ­χή πό­σο εύ­κο­λα εί­χα­με δέ­σει.
Δυο χρό­νια με­τά και ενώ ετοι­μά­ζω τον ομό­τι­τλο πλέ­ον δί­σκο μου γρά­φει, ή κα­λύ­τε­ρα, απο­μνη­μο­νεύ­ει (αυ­τός ήταν ο αγα­πη­μέ­νος της τρό­πος) άλ­λο ένα τρα­γού­δι τους «Φα­ρο­φύ­λα­κες». Ό,τι και να μου έδι­νε ήταν κα­λο­δε­χού­με­νο. Οι στί­χοι της με οδη­γού­σαν εύ­κο­λα και γρή­γο­ρα στη με­λο­ποί­η­ση.

Το ’98, ετοι­μά­ζει με την αχώ­ρι­στη φί­λη της, Άν­να Πα­να­γιω­το­πού­λου, μια θε­α­τρι­κή εκ­δο­χή της «μα­ντάμ Σου­σούς». Κά­ποια προ­βλή­μα­τα με τους συ­ντε­λε­στές, ανά­γκα­σαν τη Μα­ρια­νί­να να με προ­τεί­νει να γρά­ψω τη μου­σι­κή. «Μην τον βλέ­πεις σα ρο­κά, Άν­να μου, εί­ναι με­λω­διά­κιας ο Τσα­κνής». Μου το εξο­μο­λο­γή­θη­κε πο­λύ αρ­γό­τε­ρα η Άν­να που εί­χε τις επι­φυ­λά­ξεις της τό­τε. Η πρε­μιέ­ρα θα ήταν σε 12 μέ­ρες. Ζή­τη­σα μια εβδο­μά­δα ακό­μα. Δε μου δό­θη­κε. Το γε­γο­νός ότι αντα­πο­κρί­θη­κα, οφεί­λε­ται μό­νο στη γλυ­κιά μου Μα­ρια­νί­να, που με βομ­βάρ­δι­ζε κα­θη­με­ρι­νά με ένα-δύο τρα­γού­δια. Ήταν τό­σο προ­κλη­τι­κά για μέ­να, που με ανά­γκα­ζαν να αντα­πο­κρι­θώ. Σα να έπαι­ζα μα­ζί της ένα στοί­χη­μα με γρί­φους. Κι αυ­τό το «τέ­λειο σύ­ντρο­φε» που άκου­γα αφού της τρα­γου­δού­σα —τη­λε­φω­νι­κώς πά­ντα— τους στί­χους της προη­γού­με­νης μέ­ρας, μου δη­μιουρ­γού­σε μια απί­στευ­τη αί­σθη­ση ευ­φο­ρί­ας.
Μια βδο­μά­δα πριν την πρε­μιέ­ρα όλος ο θί­α­σος στο σπί­τι μου. Άν­να και Μα­ρια­νί­να προ­τί­μη­σαν να κα­θί­σουν στο πά­τω­μα. Η ακρό­α­ση ολο­κλη­ρώ­θη­κε και την επο­μέ­νη μπή­κα­με στο στού­ντιο.

                         Όταν ρεμ­βά­ζω, αλέ για­τί εκνευ­ριά­ζω
                         Όταν ρεμ­βά­ζω, πε­ρι­κα­λώ σι­λάνς και σους.
                         Όταν ρεμ­βά­ζω, αυ­τόν τον κό­σμο τον αλ­λά­ζω,
                          τον προ­βι­βά­ζω, σε κό­σμο της μα­ντάμ Σου­σούς.

Ένας μέ­τριος συν­θέ­της να εί­σαι, δε μπο­ρεί πα­ρά να αντα­πο­κρι­θείς σε τέ­τοιες στι­χουρ­γι­κές προ­κλή­σεις.

Δέ­σα­με με τη Μα­ρια­νί­να. Κα­νέ­νας στι­χουρ­γός πρώ­της γραμ­μής Ελευ­θε­ρί­ου, Τρι­πο­λί­της, Νι­κο­λα­κο­πού­λου, Ιω­άν­νου, Δη­μο­πού­λου, (με τους οποί­ους έχω συ­νερ­γα­στεί άψο­γα και τους οποί­ους σέ­βο­μαι απε­ριό­ρι­στα) δε με «ξε­κλεί­δω­νε» τό­σο εύ­κο­λα όσο η «συ­ντρό­φισ­σα».
Ίσως για­τί μα­ζί της έπαι­ζα, όπως φα­ντά­ζο­μαι έπαι­ζε κι εκεί­νη.
Στα χρό­νια της οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης, γύ­ρω στο 2012 αν θυ­μά­μαι κα­λά, στα με­γά­λης διάρ­κειας τη­λε­φω­νή­μα­τά μας, μου εί­πε με­τα­ξύ άλ­λων, πως σχε­δί­α­ζε ένα οι­κο­λο­γι­κό πα­ρα­μύ­θι, Μου απήγ­γει­λε ένα-δυο στί­χους. Με τσί­τω­σε. Της τα ζή­τη­σα όλα. Κα­τά το συ­νή­θειο της χτυ­πού­σε κα­τά κύ­μα­τα. Εί­χε ήδη με­τα­κο­μί­σει στην Ερέ­τρια. Έφτα­σαν στα χέ­ρια μου, πά­νω από 20 ολο­κλη­ρω­μέ­νοι στί­χοι. Ολο­κλη­ρω­μέ­νοι κα­τά τη γνώ­μη μου, για­τί οι διορ­θώ­σεις της και οι δια­φο­ρε­τι­κές εκ­δο­χές της εκ των υστέ­ρων, ήταν με­γα­λύ­τε­ρες σε όγκο από τα αρ­χι­κά σχέ­δια – όπως τα απο­κα­λού­σε.
Τα με­λο­ποί­η­σα όλα με μια συμ­φω­νι­κή (όσον αφο­ρά στην ενορ­χή­στρω­ση) εκ­δο­χή, με την ελ­πί­δα να παι­χτούν και να πα­ρου­σια­στούν με κά­ποια από τις ορ­χή­στρες της ΕΡΤ.
Στο στού­ντιό μου ξα­νά, έδει­χνε εν­θου­σια­σμέ­νη. «Βά­λε πά­λι εκεί­νο, βά­λε μου πά­λι το άλ­λο».
Χαι­ρό­ταν η γυ­ναί­κα που εί­χα απέ­να­ντί μου, με την ανυ­πό­κρι­τη χα­ρά ενός μι­κρού παι­διού.
Εί­χε τις επι­φυ­λά­ξεις της για τη με­γά­λη ορ­χή­στρα. Μας πρό­λα­βε και το μαύ­ρο στην ΕΡΤ, οπό­τε τα σχέ­δια έδει­χνε να ναυα­γούν.
Εκεί, επε­νέ­βη πά­λι η Άν­να, χω­ρίς να έχει ακού­σει τί­πο­τα μέ­χρι στιγ­μής, λέ­γο­ντας πως τα τρα­γού­δια πρέ­πει να γί­νουν θε­α­τρι­κό έρ­γο. Πα­γκό­σμια πρω­το­τυ­πία; Από το κεί­με­νο, κα­τά τα ειω­θό­τα, προ­κύ­πτουν τα τρα­γού­δια. Όχι: «Τα τρα­γού­δια θα γεν­νή­σουν το κεί­με­νο.»
Έγι­νε μια συ­ζή­τη­ση με τον επί­σης πρό­ω­ρα φευ­γά­το Μι­χά­λη Αδάμ του «Badminton», που έδει­ξε με­γά­λο εν­θου­σια­σμό με την ιδέα της τρι­πλέ­τας μας. Ήθε­λε, και με το δί­κιο του ο άν­θρω­πος, πέ­ρα από τα τρα­γού­δια που άκου­σε σε ένα πρό­χει­ρο demo, να δια­βά­σει και το κεί­με­νο. Το άκου­σε στις γε­νι­κές δο­κι­μές...
Τώ­ρα έπρε­πε να «στρώ­σω» τις ατί­θα­σες... Πή­γα­με στην Ερέ­τρια με την Άν­να (κα­λο­καί­ρι του ’13). Μό­νο για τη δου­λειά δε μι­λή­σα­με. Τι οι γά­τες, τι τα αδέ­σπο­τα, τι το ... θυ­μά­σαι τό­τε που.., τι η πο­λι­τι­κή κα­τά­στα­ση. Κρύ­ος ιδρώ­τας!
Κα­τα­λή­ξα­με στο ότι «φεύ­γω δε σας αντέ­χω» και πως, σε δέ­κα μέ­ρες, έπρε­πε να έχου­με έρ­γο. Δη­λα­δή κεί­με­νο.
Κι εγώ, μα­ζί με τον Μι­χά­λη, στις πρό­βες το άκου­σα. Δεν ήταν να τις αφή­νεις μό­νες τους αυ­τές τις γυ­ναί­κες. Κα­τα­στρο­φή.
Κι όμως μέ­σα από αστεία, ανα­μνή­σεις και συ­ζη­τή­σεις για τα αδέ­σπο­τα όλου του κό­σμου, γεν­νή­θη­κε η «Ζέ­βρα πι­τζά­μα», η τε­λευ­ταία δι­σκο­γρα­φι­κή δου­λειά της Μα­ρια­νί­νας μας και εί­χα την τι­μή να εί­ναι πά­λι σε δι­κή μου μου­σι­κή. Η έκ­δο­ση οφεί­λε­ται στον Μι­χά­λη Αδάμ που πί­στε­ψε από την αρ­χή στη όλο εγ­χεί­ρη­μα. Ο θί­α­σος εκ­πλη­κτι­κός. Η τε­ρά­στια επι­τυ­χία άλ­λω­στε, για δύο συ­νε­χό­με­να χρό­νια θα έπει­θε ακό­μα και τον πιο δύ­σπι­στο. Και συ­γκα­τα­λέ­γο­μαι ανά­με­σα σ’ αυ­τούς.
Λί­γες μέ­ρες πριν το φευ­γιό της, ο πα­ρα­γω­γός Νί­κος Μα­κρά­κης, εί­χε την ιδέα να μι­λή­σει μα­ζί της για μια επα­νέκ­δο­ση του cd με γνω­στούς τρα­γου­δι­στές και ηθο­ποιούς. Εί­χε τις κλει­στές τον τε­λευ­ταίο και­ρό. «Άσε θα της τη­λε­φω­νή­σω εγώ, της συ­ντρό­φισ­σας.»

Και δεν πρό­λα­βα. Δε σε πρό­λα­βα, κα­λή μου!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: