Στο «Παράδοξα και οξύμωρα» ο Άσμπερι μιλάει για το ίδιο ποίημα, το λέει στον εαυτό του στη μορφή εσύ, και στο τέλος αναφέρει επίσης το εγώ. Ο διάλογος προκύπτει μεταξύ διαφορετικών προσωπικοτήτων και διαμορφώνεται, σύμφωνα με τον τίτλο, από την αντιπαράθεση και τις αντιφάσεις. Διαφορετικές φωνές φαίνεται να λογομαχούν μεταξύ τους. Όπως δείχνει το παράθεμα που ακολουθεί, το «Παράδοξα και οξύμωρα» μιλά επίσης για τη διαδικασία γραφής, τη διαμόρφωση του ποιήματος. Εδώ ο αφηγητής απευθύνεται στον αναγνώστη ενώ συγχρόνως διαφορετικές προσωπικότητες αναμειγνύονται με διαφορετικούς ήχους, αντηχώντας μέσ’ από διαφορετικά στρώματα:
Το ποίημα αυτό αφορά τη διαδικασία της γραφής και κυρίως εξετάζει τι συμβαίνει όταν γράφουμε. Κάθε ποιητής έχει μια ιδέα στο μυαλό του. Κάποιος θέλει να εκφράσει αυτές τις ιδέες μέσ’ από το ποίημα. Το δύσκολο όμως είναι ότι δεν μπορούν ποτέ να εκφράσουν αυτό που θέλουν να εκφράσουν. Έτσι, λέει ο ποιητής «Το πιάνεις αλλά δεν το πιάνεις». Αισθανόμαστε ότι έχουμε εκφραστεί, αλλά δεν μπορούμε να εκφραστούμε απόλυτα. Οι λέξεις και η γλώσσα είναι ανεπαρκείς για να εκφραστούν οι ιδέες του ποιητή. (https://www.bachelorandmaster.com/britishandamericanpoetry/paradoxes-and-oxymorons-summary-analysis.html#.YRLED_JxdPY)
Ο Άσμπερι γράφει για ένα παιχνίδι που παίζεται ανάμεσα στον αναγνώστη και τον αφηγητή. Το παιχνίδι αυτό αντικατοπτρίζει τον ειρμό της σκέψης του αναγνώστη, ο οποίος ταυτίζεται με τον συγγραφέα του κειμένου. Αφορά επίσης τη δυσκολία της δημιουργίας ενός ποιήματος, το να βρεθεί η σωστή στάση, η έκφραση στο επίπεδο της γλώσσας, παρόλο που ο Άσμπερι αναφέρει ότι ασχολείται με τη γλώσσα «σ’ ένα πολύ απλό επίπεδο».
Εγώ και εσύ
Γράφει ο Ρολάν Μπαρτ:
«Από την άποψη της γλωσσολογίας ο συγγραφέας δεν είναι ποτέ διαφορετικός από αυτόν που γράφει, και το εγώ δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτός που μου λέει: η γλώσσα γνωρίζει το «υποκείμενο», όχι το «πρόσωπο». Αυτό το υποκείμενο, το οποίο είναι κενό έξω από την πράξη έκφρασης που το ορίζει, αρκεί για να διατηρήσει τη γλώσσα ενωμένη, δηλαδή να αφαιρέσει τα πάντα από αυτή. (Tekijän kuolema. , 114Tekstin syntymä. Suom. Lea Rojola ja Pirjo Thorel. Vastapaino 1993.)
Στο πλαίσιο αυτό ο Μπαρτ αναφέρεται στον θάνατο του συγγραφέα και στη γέννηση του αναγνώστη. Γράφει για τη θέση του συγγραφέα σε σχέση με το κείμενό του. Ο συγγραφέας είναι εδώ και τώρα. (σ. 114)
Ο Δανός θεωρητικός της λογοτεχνίας Morten Nøjgaard εξέτασε την προβληματική σχέση μεταξύ του εγώ και του αφηγητή στο βιβλίο του Το λογοτεχνικό έργο. Ο συγγραφέας είναι πεπεισμένος ότι στο κείμενο το εγώ δεν θέλει απαραιτήτως να πει κάτι για τον εαυτό του και ότι ο αφηγητής της μυθιστορίας φαίνεται να υπεισέρχεται στον ρόλο του ως αφηγητής. (Det litteraere vaerk. Tekstanalysens grundbegreber. Universitetsforlag 1993, 112.) Ο Nøjgaard ορίζει το εγώ ως είδος κειμενικής μορφής. Κατά τη γνώμη του θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για την έννοια του φανταστικού συγγραφέα, ο οποίος δεν υπάρχει στον πραγματικό κόσμο. Είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα οιονεί εγώ. Ο Nøjgaard δίνει στον αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο τον όρο «forfatterperson», πρόσωπο που γράφει. Μπορεί έτσι να τοποθετηθεί στην κατηγορία των προσώπων ως στοιχείων του κειμένου. Σε αυτή την περίπτωση η θέση του συγγραφέα-προσώπου ενισχύεται καθώς εκφράζει μια ισχυρότερη θέση σε σχέση με τον πραγματικό συγγραφέα. Ο Nøjgaard επιπλέον υπογραμμίζει τη θέση του συγγραφέα-προσώπου ως το εγώ που βρίσκεται στο κέντρο της παρουσίασης τόσο του εξωτερικού όσο και του εσωτερικού κόσμου, μιλώντας κυρίως στο δικό του όνομα. (σ. 114)
Ο ομιλητής στο ποίημα, φωνές
Ο Τ. Σ. Έλιοτ έχει και αυτός εξετάσει τις διαφορετικές καταστάσεις ομιλίας του ποιήματος στο δοκίμιό του Οι τρεις φωνές της ποίησης. Έχει εκεί αναπτύξει τη θεωρία των τριών φωνών, αν και σήμερα έχει χάσει κάποια από τη σημασία της, καθώς η τρίτη φωνή έχει επικριθεί από αρκετούς θεωρητικούς της λογοτεχνίας. Η θεωρία τού Έλιοτ αξίζει όμως να εξεταστεί σε σχέση με την ποίηση του Άσμπερι.
Ο Έλιοτ κατανέμει τις φωνές που εμφανίζονται σύμφωνα με τις προθέσεις του ποιητή. Στην πρώτη φωνή ο ποιητής μιλά για τον εαυτό του ή απευθύνει τον λόγο του στον εαυτό του. Η φωνή αυτή χαρακτηρίζεται από έναν στοχαστικό τόνο. Ο λόγος θυμίζει μονόλογο. Σε αυτό το είδος ποιήματος ο συγγραφέας φαίνεται να δοκιμάζει τις λέξεις και δεν είναι σίγουρος ακόμη σε ποιον να απευθύνει τον λόγο του. Στο ποίημα «Παράδοξα και οξύμωρα» ο Άσμπερι ασχολείται ακριβώς με αυτόν τον μοναχικό μονόλογο, ο οποίος σταδιακά μεγαλώνει και γίνεται πιο επακριβής. Η δεύτερη φωνή του Έλιοτ είναι αυτή με την οποία ο ποιητής απευθύνει τη γραφή του σ’ ένα συγκεκριμένο κοινό και, κατά την άποψή του, ακούγεται πολύ πιο συχνά. Αναφέρεται επίσης σε μια παρουσίαση που μοιάζει με κήρυγμα. Στο πλαίσιο αυτό ο Έλιοτ τονίζει τη σημασία του συνειδητού κοινωνικού σκοπού. (On Poetry and Poets. Faber and Faber 1957, σσ. 95-96.) Σύμφωνα με τον Έλιοτ, στην τρίτη φωνή ακούμε τον ποιητή να μιλάει μεταμφιεσμένος είτε σε ιστορικό πρόσωπο είτε σ’ ένα εντελώς φανταστικό πρόσωπο. Είναι φυσικό να χρειάζεται να γνωρίζει ο αναγνώστης τι είδους πρόσωπο είναι αυτός ή αυτή κάθε στιγμή. (σ. 95) Στο πλαίσιο αυτό ο Έλιοτ παραπέμπει στον Έζρα Πάουντ, του οποίου τα ποιήματα με χαρακτήρες στην καλύτερη περίπτωση εκπροσωπούν αυτή την τρίτη φωνή. Ο Έλιοτ από την άλλη πλευρά γράφοντας για την τρίτη φωνή τη συνδέει με το ποιητικό δράμα. Ιδιαίτερα από την άποψη της ποίησης αυτό είναι αρκετά προβληματικό και όχι πολύ βιώσιμο. Η διάταξη φαίνεται τεχνητή. Τέτοιες φανταστικές προσωπικότητες ή ιστορικά πρόσωπα είναι σπάνια στην ποίηση του Άσμπερι. Στα ποιήματά του ο αφηγητής προσπαθεί να συγκαλυφτεί, ίσως και να παραπλανήσει σκόπιμα τον αναγνώστη, ο οποίος δεν αντιλαμβάνεται απαραίτητα τον αφηγητή της ιστορίας. Ο Καναδός θεωρητικός της λογοτεχνίας Northrop Frye σημειώνει πώς η γραπτή λογοτεχνία συσκοτίζει και κρύβει τον συγγραφέα και τους χαρακτήρες της.
Η τέταρτη δυνατή ρύθμιση, η απόκρυψη του κοινού του ποιητή από τον ποιητή, παρουσιάζεται στο ποίημα. Δεν υπάρχει, ως συνήθως, καμία λέξη για το κοινό της ποίησης: αυτό που ζητείται είναι κάτι ανάλογο με τον «χορό» που δεν υποδηλώνει ταυτόχρονη παρουσία ή δραματικό πλαίσιο. Ο λυρικός ποιητής κανονικά προσποιείται ότι μιλάει στον εαυτό του ή σε κάποιον άλλο: ένα πνεύμα της φύσης, μια Μούσα (σημειώστε τη διάκριση από το έπος, όπου η Μούσα μιλά μέσω του ποιητή), έναν προσωπικό φίλο, έναν εραστή, έναν θεό, μια προσωποποιημένη αφηρημένη έννοια ή ένα φυσικό αντικείμενο. Το ποίημα είναι, όπως λέει ο Στέφανος Δαίδαλος στο Πορτρέτο του Τζόις, ο ποιητής που παρουσιάζει την εικόνα σε σχέση με τον εαυτό του: είναι προς το έπος, ρητορικά μιλώντας, ό,τι η προσευχή προς το κήρυγμα. (Anatomy of Criticism: Four essays. Princetown University Press 1957, σ. 249.)
Ο Φράι φαίνεται να είναι σε ελαφρώς διαφορετική θέση από τον Έλιοτ. Σύμφωνα με τον Φράι δεν υπάρχει ισοδύναμη λέξη για «ακροατήριο» στην ποίηση όπως στο δράμα, για παράδειγμα. Επιπλέον ο Φράι πιστεύει ότι ο ποιητής συνήθως προσποιείται ότι μιλάει στον εαυτό του ή σε κάποιον άλλο. Αυτή είναι μια αρκετά ενδιαφέρουσα ιδέα που ισχύει και για πολλά από τα ποιήματα του Άσμπερι. Από την άλλη πλευρά, μπορεί κανείς να φανταστεί στους ρόλους των ομιλητών που εμφανίζονται στα ποιήματα του Άσμπερι, παρουσιάσεις προσωπικών φίλων, εραστών, εξατομικευμένες αφηρημένες έννοιες ή τη φύση για την οποία μόλις μας μίλησε ο Φράι.
Στην ποίηση του ο Άσμπερι δημιουργεί έναν ποικιλόμορφο και ενδιαφέρον κόσμο, όπου χρησιμοποιεί διάλογο για να ανασυνθέσει την ποίησή του πάνω σε μια σκηνή, όπου καθημερινές συνήθειες, οικείες θέσεις και καθημερινά γεγονότα ποικίλλουν. Στις αντηχήσεις αρκετών διαφορετικών φωνών και προσώπων ο αναγνώστης βάζει τ’ ακουστικά με άνεση στ’ αυτιά του και αφήνει τους στίχους του Άσμπερι να ηχήσουν, να τον παρασύρουν.