Τα χρόνια που ήμασταν μαζί στη Λιλιπούπολη γίναμε πολύ φίλοι με τη Μαριανίνα Κριεζή. Ακούγεται ίσως κοινότοπο, αλλά η σιωπηλή, σχεδόν ξαφνική φυγή της μάς αφήνει ένα μοναδικό φως και μαζί ένα ασύγκριτο κενό. Εκείνα τα χρόνια, μαζί με τη δουλειά, κάναμε ακόμη πολλές, μεγάλες συζητήσεις, πολλά βράδια, πάντα στο φιλόξενο σπίτι της. Μέναμε τότε κοντά. Μια φορά, μόνο, μίλησε για την αλληλογραφία της με το Σεφέρη. Είναι πολύ άβολο το αίσθημα να γράφει κανείς τώρα – αλλά ίσως είναι χρήσιμο, γιατί το γεγονός δεν φωτίζει μόνο τη Μαριανίνα Κριεζή, αλλά και τον Σεφέρη. Ένας ισότιμος διάλογος, με μικρές επιστολές, ανάμεσα σε μια πρώιμη, έφηβη ποιήτρια κι έναν «μεγάλο» ποιητή, με το αίσθημα του αληθινού μέτρου και του αμοιβαίου σεβασμού, μια εκατέρωθεν προσέγγιση στην ποίησή τους, καθώς και, από την πλευρά του Σεφέρη, ένας ολότελα ιδιαίτερος στοχασμός για την ποιητική γραφή.
Η Μαριανίνα, με τη παντοτινή της απροθυμία να μιλά για τον εαυτό της, δεν ανέφερε σχεδόν τίποτε για το περιεχόμενο, ούτε για τον αριθμό των γραμμάτων και την έκταση αυτής της αλληλογραφίας, που παρέμεινε άγνωστη – στάθηκε στη σημασία της μόνο. Είπε πως είχε το εφηβικό «θράσος» να στείλει, δεκατετράχρονη, στον Σεφέρη τα πρώτα της ποιήματα, που είχαν εκδοθεί (Σχήματα και ρυθμοί, 1961), κι ένα γράμμα[1]
(20.1.1962). Πρόσθεσε μάλιστα πως αργότερα, πιο μεγάλη, δεν θα τολμούσε να το κάνει. Είναι ένα θαυμάσιο, ασυνήθιστα ώριμο, για μια τόσο πρώιμη ηλικία, γράμμα, όπου γράφει στην αρχή ότι διδάχθηκε την ποίηση από τον Σεφέρη:
Αγαπητέ μου κε Σεφέρη,
Σας στέλνω το πρώτο μου μικρό βιβλίο […], σαν πρόφαση να σας μιλήσω όχι για θαυμασμό, μα για ευγνωμοσύνη. Έμαθα την ποίηση από επιγραμματικές σας ή συνεχόμενες εξωτερικεύσεις, από εξωτερικεύσεις που μου δόθηκαν με τόσην απαλότητα, με τόση εμπιστοσύνη – πήρα για πρώτη μου φορά στα χέρια την ποίηση που καταργεί και την παραμικρότερη τεχνική και γίνεται σφυγμός ψυχής. Και το τέλεια αληθινό δε σηκώνει κριτική, δε σηκώνει κατάφαση, μόνο πολλή αγάπη. Τι παράξενο, να στέκεται ένας άνθρωπος γυμνός πάνω σε μια πέτρα· θα πρέπει ν’ αγαπάτε πολύ τους ανθρώπους, να μη σάς έχουν απογοητεύσει ποτέ. Η αληθινή ομορφιά είναι η απίστευτα κι’ ανεύρετα ειλικρινής προσφορά – και δεν έχω να σας πω παρά ένα το ίδιο ειλικρινές “Ευχαριστώ”. […]
Όμως, είναι κρίμα να μένετε στο Λονδίνο. […] θα σας λείπει τόσο το κλίμα μας, το χρώμα, ο χαρακτήρας, ο ουρανός μας – προπαντός αυτός! Όταν γυρίσετε για λίγες ημέρες, πρέπει να πάτε στην Ύδρα. Θα γεμίσει η ομπρέλα σας Ελλάδα για πολύν καιρό. Είναι πατρίδα μου η Ύδρα. Έχουμε ένα μεγάλο σπίτι εκεί με στέρνα και χελιδονοφωλιές, που βλέπει στη θάλασσα.
Είμαι δεκατεσσάρων χρονών τώρα. Έχω τους γονείς μου, ένα χρυσόψαρο τον Εδουάρδο, ένα ποδήλατο και καλά βιβλία. Το γατάκι μου πέθανε. Σε μερικές μέρες έχω και διαγωνισμούς. […]
Όνειρό μου είναι ν’ αποχτήσω ένα ποίημά σας σε χειρόγραφό σας, να το κρεμάσω απέναντι στο κρεβάτι μου και να το βλέπω κάθε πρωί. Θα ' ναι μια από τις μεγάλες χαρές της ζωής μου.
Με την αγάπη μου
Μαριανίνα
Δεν φανταζόταν ότι ο Σεφέρης θα απαντούσε. Ωστόσο, λίγες μέρες αργότερα (28.1.1962), εκείνος απάντησε, με σοφία και αγάπη, γράφοντάς της, στον πληθυντικό:
Αγαπητή Μαριανίνα,
Ευχαριστώ για το καλό γράμμα σας και τα «Σχήματα». Γνώρισα πολλούς Κριεζήδες· ξέρω τον πατέρα σας; Έλειψα πολύ από την πατρίδα τα τελευταία χρόνια, προσπαθώ να σας τοποθετήσω. Χτες, Σαββατόβραδο, το βιβλίο σας μου κράτησε συντροφιά. Σήμερα το πρωί θυμάμαι «Τ’ αγέρι από την Κίνα», την «Μπαλλάντα» και τον «Βεδουίνο με τις αλαβάστρινες καμήλες». Είδατε ποτέ σας την έρημο; είναι γεμάτη αντικατοπτρισμούς και οράματα. Μ’ αρέσει ο τρόπος που έχετε να βλέπετε τον φυσικό κόσμο· οι άνθρωποι είναι πιο δύσκολοι. Και σκέπτομαι το χρυσόψαρό σας, τον Εδουάρδο· πρέπει να σάς δίνει καλές συμβουλές. Άμα αυτός πάρει τη σύνταξή του και θέλετε ακόμα να γράψετε, θα σας χρειαστεί περισσότερος κόπος. Όμως συλλογίζομαι πως στην ηλικία σας, ασφαλώς δεν ήξερα να γράφω τόσο καλά όπως εσείς· αυτό μου έδωσε χαρά· πρέπει να σημαίνει πως ο τόπος προκόβει. Έχω ταξιδέψει στην Ύδρα· είναι έξοχο νησί· όμως το περασμένο καλοκαίρι φοβήθηκα την πολυκοσμία της· πήγα στην Αμοργό· εκεί δεν έχει πάει ακόμα ο τουρισμός· μόνο μουλαρόδρομοι· τη μούλα μας την έλεγαν Σεβαστή.
Με πολλά χαιρετίσματα,
[Γιώργος] Σεφέρης
Σ’ αυτή την έξοχη απάντηση του Σεφέρη σ’ ένα δεκατετράχρονο κορίτσι βλέπει κανείς πώς τα λόγια του απαντούν, αρμονικά και σφιχτά, σε όλα – για την ποίηση, για την Ελλάδα και την Ύδρα, αλλά και για τα ζώα: στην ονομαστική μνεία του χρυσόψαρου Εδουάρδου αντιστοιχεί η αναφορά στη μούλα Σεβαστή. Η Μαριανίνα πάντα αγαπούσε βαθιά τα ζώα· και ο Εδουάρδος έμελλε όντως να παίξει ρόλο – καθώς λέει κι ο Σεφέρης με χιούμορ, μιλώντας για τις συμβουλές του. Η Μαριανίνα απευθύνεται στο Σεφέρη όχι μόνο με θαυμασμό, αλλά και με μια, χωρίς καθόλου οίηση, νεανική φιλία, χωρίς δέος, καθώς ακόμη τον προτρέπει να αφήσει το βροχερό Λονδίνο (όπου ήταν Πρέσβης) και να γυρίσει στην Ελλάδα.
Όπως ήταν φυσικό, σύντομα ανταπάντησε (10.2.1962) στο γράμμα του Σεφέρη· τού γράφει για την ποίησή του και αγαπημένα της ποιήματα, για την επιστροφή στην Ελλάδα, αναφέρει και πάλι τον Εδουάρδο:
Αγαπητέ μου κε Σεφέρη,
Χρωστώ στο γράμμα σας τη μεγαλύτερη συγκίνηση της ζωής μου. Δε μπόρεσα να το δείξω σε κανένα, μόνο το κοίταζα και το καταλάβαινα. Ως τώρα, ποιητής σήμαινε για μένα ωραίος νεκρός, κύκλος που προσφέρει απρόσωπα ένα ευλογημένο χέρι μακρινό κάτω από χείλια κλειστά στην καθαρή συνομιλία με το δεχόμενο. […] Αυτόματα, καθάρισε μπροστά μου το βιβλίο μου. Κανένας ως τώρα δε μού είχε μιλήσει τόσο άμεσα, σοβαρά και λεπτά. […] Δεν είσαστε ο στίχος που διδάσκει, που τέρπει, που συντροφεύει, μα γυμνός ο κόσμος μου… πώς αλλιώς να το πώ; […] Σκέφτηκα πως μελοποιημένα τα ποιήματά σας, ιδίως η «Άρνηση» […] χάνουν το πνεύμα της σιωπής τους, τη χροιά τους. Όπου και να πάτε η Ελλάδα σάς πληγώνει… γιατί λοιπόν να προσφέρεσθε από τόσο μακριά; Γιατί να βρέχει εκεί που είσαστε, μακριά από τα κοχύλια και τις αραποσυκιές σας; […] Όμως πάντα έχω την ανάγκη να γράφω… δεν ξέρω τι θα κανα χωρίς αυτό. Ο Εδουάρδος έμαθε γραφομηχανή κι έχει την αναίδεια να σας στέλνει δυο δείγματα…
Πάνω στο γράμμα αυτό σημειώνει πρόχειρα ο Σεφέρης: « Έστειλα Nonsense E. Lear – 10.4.62». Φαίνεται ο Εδουάρδος της Μαριανίνας να συνδέεται –σαν πνευματώδης, αλλά εμπνευσμένη αφορμή– με την ιδέα του Σεφέρη να της στείλει το βιβλίο A Book of Nonsense («Το βιβλίο των ανοησιών») με τα ποιήματα ενός άλλου Εδουάρδου, του Edward Lear. Ο Σεφέρης τον αποκαλούσε, λογοπαικτικά, «Εδουάρδος ο Λήρος», ενώ επίσης μετάφραζε τα limericks του Lear ως «ληρολογήματα» (από το αρχαίο λῆρος: ανοησία, απ’ όπου και το παραλήρημα· ο Σεφέρης χρησιμοποίησε ο ίδιος τη φόρμα του limerick σε παιδικά και σε χιουμοριστικά του ποιήματα). Λίγες μέρες αργότερα, καθώς πλησίαζε το Πάσχα, η Μαριανίνα απαντά στο δώρο με μια ολιγόλογη κάρτα:
Χαρούμενη Ανάσταση! Φεύγω αύριο για την Ύδρα με το βιβλίο μου αγκαλιά και σας αγαπώ ως τον ουρανό.
Από το επόμενο γράμμα της Μαριανίνας φαίνεται ότι στο μεταξύ ο Σεφέρης, μετά την κάρτα της, έστειλε κάποιο άγνωστο, μικρό ποίημα για το χρυσόψαρο – αν και αυτό το ποίημα δεν υπάρχει στο Αρχείο του.[2]
Και η Μαριανίνα, στην πιο μεγάλη, δισέλιδη επιστολή της (16.6.62):
Αγαπητέ μου κ. Σεφέρη,
Ήμουν σίγουρη πως κάποτε θα ’χα ένα στίχο απ’ το χέρι σας γιατί το ’θελα πάρα πολύ, μα κάτι εντελώς πρωτότυπο και μάλιστα γραμμένο ειδικά για τον Εδουάρδο… ήταν θαυμάσιο! Άργησα να το καταλάβω, μα τώρα είναι πια ολότελα δικό μου […] βρήκα πως σας χρωστώ τρομερά πολλά, περισσότερα απ’ ότι στ’ όνειρό μου. […]
Γι’ αγάπη ήταν ο Edward Lear μου! Παράξενος άνθρωπος – ίσως απλώς Εγγλέζος ώς το κόκαλο, ίσως κάτι βαθύτερο. Ήτανε ξαφνική συγκίνηση τούτο το βιβλίο κι έχει πια γίνει κειμήλιο μαζί με το γράμμα σας σ’ ένα δικό του συρτάρι.
Τού γράφει για την επιστροφή στην Ελλάδα, για την Ύδρα – με ψαράδες και τον πατέρα της να τραγουδούν την «Άρνηση» – συνεχίζοντας: «Θε[έ] μου, να το πάρουμε το Νόμπελ! […] Εγώ σας νιώθω σίγουρο σαν ένα μεγάλο δέντρο που τα κλαδιά του φτάνουν στον ουρανό»· μια παράγραφος για το Νόμπελ, όπου οι προτάσεις φτιάχνονται πάνω σε μια φράση από το ποίημα «Σημειώσεις για μια "Εβδομάδα"» του Σεφέρη. Κλείνοντας: «βλέπω πως έχω αλλάξει. […] κάποτε μου είχατε πει πως οι άνθρωποι είναι πιο δύσκολοι από το φυσικό κόσμο. […] απ’ τον Εδουάρδο κι από μένα ευχές για ένα ζεστό καλοκαίρι». Και μετά το γράμμα προσθέτει (σαν «με τον τρόπο του Γ. Σ.») ένα δικό της χαϊκού:
ΒΡΟΧΗ
Βροχή
Σε άσπρα δάκρυα
Τα μάτια σου
Άμεσα ο Σεφέρης απαντά, προεκτείνοντας και την ιδέα του Lear, με το ακόλουθο καταπληκτικό, καίριο γράμμα (30.6.1962) – γράφοντας πια στον ενικό:
Αγαπημένη μου Μαριανίνα,
Ευχαριστώ για το γράμμα σου. Αυτές τις μέρες βρίσκομαι σε φούριες· έτσι δε μπορώ να γράψω με άνεση. Ετοιμάζομαι να εγκαταλείψω το Λονδίνο τον Αύγουστο και είναι άπειρα πράγματα που πρέπει να γίνουν ως τότε.
Ωστόσο, πρέπει να σου πω ένα όνειρο που είδα χθες. Ήταν στο σχολείο σου· βοή μαθητριών, δάσκαλος που χτυπούσε τον χάρακα, ξαφνικά σιωπή. Και ο δάσκαλος είπε: η καλύτερη μαθήτρια στην έκθεση που σας έδωσα την περασμένη εβδομάδα είναι η Δις Μαριανίνα. Θα σας τη διαβάσει η ίδια από την έδρα μου. Τότε βγαίνεις εσύ, μ’ αρκετό τρακ, και διάβασες· δε μπορώ να τα θυμηθώ όλα, αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι έκαμες την παραβολή ανάμεσα στους στίχους του Σολωμού:
κι αφού πανί, μαντίλι
εχάθη στο νερό
εδάκρυσαν οι φίλοι
εδάκρυσα κι εγώ
με τους στίχους [:]
And still you might hear, till they rode out of hearing,
The Sugar-tongs snap, and the Crackers say 'crack!'
Till far in the distance their forms disappearing,
They faded away. – And they never came back!
Χάλασε ο κόσμος στην τάξη, αφού τελείωσες όλοι χειροκροτούσαν, κι αφού ησύχασαν, σ’ άκουσα να λες: «Κύριε καθηγητά, γιατί δεν μπορώ να είμαι τελευταία στην έκθεση; » Ο καθηγητής ξαφνιάστηκε: «Μα γιατί παιδί μου;» είπε. «Γιατί …», είπες εσύ δειλά, «όταν είμαι πρώτη μου φαίνεται πως μοιάζω μ’ ένα πουλαράκι που του έχουν βάλει μια βασκαντήρα[3] στο κόκαλο» – βλέπω συχνά αστεία όνειρα. Όμως είχες δίκιο. Ας αφήσουμε λοιπόν τα βραβεία, ας κάνουμε παστρικά την δουλειά μας κι ας είμαστε ελεύθεροι.
Με πολλή αγάπη
Σεφέρης
Τα δυο τετράστιχα στο γράμμα είναι η έκτη στροφή από το «Η Ξανθούλα» του Σολωμού και οι τελευταίοι στίχοι από το “The Nutcrackers and the Sugar-Tongs” στο Βιβλίο των ανοησιών του Lear. Ίσως αυτό το όνειρο είχε και για τον ίδιο τον Σεφέρη μια ιδιαίτερη σημασία, αφού έξι χρόνια αργότερα, το 1968, μετέφρασε, έμμετρα, όλο το ποίημα του Lear, με τίτλο «Ο Καρυδοσπάστης και η Ζαχαροπιάστρα», και αφιέρωσε τη μετάφραση στη Δάφνη, εγγονή της γυναίκας του Μαρώς (κόρη της κόρης της, από πρώτο γάμο, Άννας Λόντου). Το τετράστιχο από το ποίημα του Lear στη μετάφραση του Σεφέρη:
Κι άκουες ολοένα πιο θολά, όσο έπαιρνε τ’ αυτί σου,
της πιάστρας το κροτάλισμα και του σπάστη το «κρακ»,
ώσπού οι γραμμές τους άρχισαν σιγά-σιγά να σβήνουν
και χώνεψαν στο σούρουπο – Και δε γυρίσαν πια!
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν, σε κάποιο βαθμό ίσως, το όνειρο στο γράμμα είναι κάπως σκηνοθετημένο, όμως η δημιουργική εμπειρία που το προκαλεί, καθώς και η πρόθεση του Σεφέρη είναι φανερή. Στο τόσο «φιλοσοφικό», απροσδόκητο, αινιγματικό –παρά το μάλλον καθαρό νόημα της τελευταίας φράσης– γράμμα του Σεφέρη η Μαριανίνα απαντά με ένα πολύ σύντομο, απλό γράμμα, με αγάπη και με τον προηγούμενο τόνο της, με τον αδιόρατο ποιητικό ρυθμό του καλοδουλεμένου λόγου της· π.χ. η πρώτη πρόταση («Χάρηκα … γράμμα σας) σε λανθάνοντα δακτυλικό ρυθμό, η δεύτερη («Η Ελλάδα καλοσύνεψε τούτο το καλοκαίρι») σε δεκαπεντασύλλαβο, η τρίτη με δακτυλική απήχηση, η τέταρτη αναπαιστική – ή όπως παρακάτω, σαν σε αναφορικό στο Σεφέρη δεκαπεντασύλλαβο, «το περιγιάλι το κρυφό / αχνίζει απ’ τον ήλιο». Μόνο που τώρα, σε αντίθεση με τα προηγούμενα γράμματά της, δεν απαντά καθόλου στο κεντρικό περιεχόμενο του γράμματος του Σεφέρη, το όνειρο, ούτε το σχολιάζει – μολονότι τα όνειρα ζητούν εξήγηση. Γράφει, από την Ύδρα (27.7.1962):
Αγαπημένε μου κ. Σεφέρη,
Χάρηκα πάρα-πάρα πολύ με το γράμμα σας. Η Ελλάδα καλοσύνεψε τούτο το καλοκαίρι. Πέρασα δεκαπέντε ονειρεμένες μέρες στην Ύδρα μου. Όμως σήμερα φεύγω. […] Ο τουρισμός άρχισε ν’ αραιώνει και το περιγιάλι το κρυφό αχνίζει απ’ τον ήλιο. Καμιά φορά το να ’σαι χαρούμενος κι ήρεμος είναι μια πράξη φυσική.
Σας φιλώ πολύ
Μαριανίνα
Το σύντομο γράμμα συνοδεύει μια φωτογραφία-κάρτα, «Παραλία στην Ύδρα». Κι εδώ σταματά οριστικά η αλληλογραφία. Το γιατί η Μαριανίνα απέφυγε να απαντήσει στο όνειρο μπορεί να οφείλεται είτε στο ότι το «νόημα» του ονείρου την υπερβαίνει τότε – αν και ο Σεφέρης είναι απόλυτα σίγουρος για το πρόσωπο και γιατί απευθύνεται –, είτε επειδή θέλει να το προσπεράσει. Αλλά η «απάντησή» της εκδηλώνεται αργότερα, ύστερα από δεκάξι-δεκαεφτά χρόνια. Τότε, με συγκίνηση, η Μαριανίνα είπε πως έφερε στο νου της πάλι την αλληλογραφία εκείνη και, γράφοντας για τη Λιλιπούπολη, συνειδητοποίησε τα λόγια του Σεφέρη και το δώρο του, τα ποιήματα του Lear· ένιωθε ότι ο Σεφέρης «πρόβλεψε» ότι μπορεί να μην συνέχιζε στην κατεύθυνση των νεανικών της ποιημάτων, αλλά σε μια ανάλογη με τον Lear: τον κόσμο της Λιλιπούπολης. Ήταν, είπε, σαν να ήξερε ο Σεφέρης, ή σαν να τη συμβούλευε, ότι επρόκειτο να γράψει για παιδιά. Ανέφερε μόνον την καλοσύνη του Σεφέρη και την ευγνωμοσύνη της, το δώρο του Lear και τη σοφία της διαίσθησής του, καμιά λεπτομέρεια για τα γράμματά τους· ήταν ολιγόλογη και συγκινημένη.
Ο τρόπος του Σεφέρη είναι πραγματικά έξοχος, ασυνήθιστα εμπνευσμένος. Δυο βασικά ερωτήματα υπάρχουν στην αλληγορία του ονείρου: το πρώτο, ο παράδοξος συσχετισμός των δύο τόσο ξένων ποιημάτων· το δεύτερο, η τελική απορία της Μαριανίνας. Τα «πρόσωπα» στο όνειρο είναι τέσσερα: η Δις Μαριανίνα – ο καλλιτέχνης, ο δάσκαλος (δεν ταυτίζεται με τον Σεφέρη), οι μαθήτριες στην τάξη – δηλαδή η κοινωνία, το κοινό – και ο αφηγητής – ο Σεφέρης. Τα δυο ποιήματα φαίνονται εντελώς άσχετα, αλλά έχουν δυο κοινά στοιχεία. Το πρώτο είναι ότι αναφέρονται σε μια σκηνή, όπου κάποιο, ή κάποια όντα και αντικείμενα φεύγουν μακριά, ενώ, καθώς απομακρύνονται, τα περιγράμματά τους εξαφανίζονται:
«[Και το χαιρετισμό της / εστάθηκα να ιδώ, / ώς που η πολλή μακρότης / μου το ’κρυψε και αυτό. // [..] δεν ήξερα να πω / αν έβλεπα πανάκι / ή του πελάγου αφρό· // ] κι αφού πανί, μαντίλι εχάθη στο νερό»· “Till far in the distance their forms disappearing / They faded away.” (μάλιστα η επόμενη, καταληκτική φράση “– And they never came back!” θα μπορούσε να αφορά ως νόημα και τα δυο ποιήματα).
Το δεύτερο όμοιο χαρακτηριστικό τους είναι ένα είδος, ας πούμε, «λαϊκότητας», στο καθένα διαφορετικής: αν και καθένα έχει την ιδιομορφία και τον τόνο του – του Σολωμού νατουραλιστικό και μελαγχολικό, του Lear φαντασιακό και χιουμοριστικό –, ωστόσο και τα δυο είναι φτιαγμένα για να απευθύνονται σ’ ένα διευρυμένο κοινό, πολύ ευρύτερο απ’ ότι το κοινό για μια θεωρούμενη «υψηλή», ή και κάποτε δυσπρόσιτη, ποίηση, όπως π.χ. «Ο Κρητικός». Η «Ξανθούλα» ήταν ευρύτατα δημοφιλής, πραγματικά «λαϊκή» ποίηση, γι' αυτό κιόλας είχε πολλαπλά μελοποιηθεί από τους σημαντικούς επτανήσιους συνθέτες σε πολύ αγαπητά τραγούδια: από τον Μάντζαρο (δυο διαφορετικές μελοποιήσεις), τον Ξύνδα, τον Καρρέρ (τραγούδι δημοφιλές ώς σήμερα) – συνθέτες που ωστόσο δεν μελοποίησαν άλλα, πιο περίπλοκα ποιήματα του Σολωμού.
Το μήνυμα αυτό του ονείρου είναι καθορισμένο, αλλά ο Σεφέρης (ή το υποσυνείδητο στο ενύπνιο του) έχει επιλέξει με άφθαστη προσοχή τα παραδείγματα, που παρουσιάζουν όχι μόνον άφθονη εκφραστική και υφολογική ευρύτητα, αλλά, και τα δυο, εξαιρετική ποιητική τέχνη: και στα δυο τετράστιχα κάθε λέξη είναι μοναδικά ζυγισμένη, η εύστοχη λεκτική ακρίβεια και οικονομία, κάποιες λιτές παρηχήσεις, ο ήχος και ο ρυθμός του λόγου, δημιουργούν μια πολύ χαρακτηριστική συγκίνηση. Πόση δύναμη έχει το «εχάθη στο νερό … εδάκρυσα κι εγώ» του Σολωμού, ή το, μακρινά παρηχητικό, “ Till far in the distance their forms disappearing, They faded away” του Lear (με το faded να συμπυκνώνει την παρήχηση)… – άλλωστε ο Σεφέρης στα κείμενά του, ποιητικά, δοκιμιακά, ημερολογιακά, στοχάζεται πάντα για τη φύση του ποιητικού λόγου. Και πόση τέχνη και στοχασμό έχει η διήγηση του Σεφέρη προς τη Δίδα Μαριανίνα για την παραβολή: «δε μπορώ να τα θυμηθώ όλα, αλλά θυμάμαι πολύ καλά ότι έκαμες την παραβολή ανάμεσα στους στίχους του Σολωμού […] με τους στίχους [του Lear]».
Ο δάσκαλος παρουσιάζει τη Δίδα Μαριανίνα ως την «καλύτερη μαθήτρια». Οι άλλες μαθήτριες – το κοινό – την καταχειροκροτούν. Αλλά εκείνη ρωτά τον ξαφνιασμένο καθηγητή αν θα μπορούσε να είναι τελευταία και όχι πρώτη. Είναι σχεδόν απίστευτο, πόσο είχε καταλάβει τη Μαριανίνα ο Σεφέρης: ότι δεν ήθελε – και δεν της ταίριαζε – να είναι δακτυλοδεικτούμενη πρώτη («με μια βασκαντήρα στο κόκαλο»), ούτε μαθήτρια, έστω πρώτη. Έτσι τελειώνει το όνειρο. Μα ο Σεφέρης επιμένει: «Όμως είχες δίκιο», σχολιάζει για τη στάση της· «Ας αφήσουμε λοιπόν τα βραβεία, ας κάνουμε παστρικά την δουλειά μας κι ας είμαστε ελεύθεροι». Πόσο καλά την είχε νιώσει – η αδιαφορία για τη δόξα της δημοσιότητας, η έντιμη, αποτελεσματική δουλειά (η Μαριανίνα, το ήξεραν όλοι οι συνεργάτες της, ήταν απόλυτη επαγγελματίας), η ανεξαρτησία και ελευθερία, ήταν τρίπτυχο της δημιουργίας και της ζωής της.
Και η ποίησή της έμελλε να βρεθεί στην περιοχή που δείχνει η «Ξανθούλα» και ο «Καρυδοσπάστης». Ο Σεφέρης είχε ήδη ξεχωρίσει το ποίημα αυτό του Lear, όταν της έστειλε το βιβλίο, μάλλον σε μήνυμά του που δεν υπάρχει στο Αρχείο, γι' αυτό και δεν αναφέρει το όνομα του ποιητή στο τελευταίο του γράμμα· αυτό φαίνεται καθαρά από τα λόγια της Μαριανίνας στο τρίτο γράμμα της (16.6.1962), όπου, ύστερα από την αναφορά στο συρτάρι με το γράμμα του Σεφέρη και τον Lear, συνεχίζει: «Το “σωστό αισθηματικό ποίημα” [προφανώς λόγια του Σεφέρη] με τους καρυοθραύστες ήταν στ’ αλήθεια έξοχο. Αγάπησα και τη γαλοπούλα που πάντρεψε τη γατούλα και το κουκουβαγάκι, τη βοτανική και την αγενή νέα κυρία με τα μπλε». Σαν να προλέγει, ασυνείδητα τότε, τη Λιλιπούπολη, που θα έλθει πολύ αργότερα – ποίηση φτιαγμένη για τα παιδιά κι επίσης προορισμένη να μελοποιηθεί.
Η όλη στάση του Σεφέρη απέναντι στην άγνωστή του, νεαρή, ομότεχνη Μαριανίνα δείχνει μια αξιοσημείωτη πλευρά του. Είχε πάντοτε, από νωρίς, ιδιαίτερο κύρος στο λογοτεχνικό χώρο και τη φήμη ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολος και απαιτητικός. Τον περιγράφει νέο ωραιότατα ο Ελύτης, όταν τού πήγε, το 1934, τα πρώτα του ποιήματα:
«[…] ακόμη πιο αυστηρός, βέβαια, ήταν ο Σεφέρης. Παρατηρούσα εκείνο το βράδυ πόσο απόφευγε τις εύκολες τοποθετήσεις […] Κάθε κουβέντα του ήταν ζυγισμένη και γεμάτη σωστό νόημα, τόσο που σου ‘δινε να καταλάβεις ότι δεν επιδεχόταν συζήτηση. Το γράψιμο γι’ αυτόν ήταν αλήθεια ένας καημός που έφτανε από πολύ μακριά, ένα μεράκι βουβό που αυλάκωνε την όψη του κι άφηνε κάτι σκοτεινό να κατακαθίσει […] στα μεγάλα ζεστά μελαγχολικά του μάτια. […] Ένα μόνιμο αίσθημα δυσφορίας τον έκανε να φαίνεται δύστροπος, απρόσιτος, γρινιάρης, αλλ’ η όλη του γρίνια ήταν για την ευσυνείδητη δουλειά μέσα σ’ ένα κόσμο προχειρολόγων. Ειδαλλιώς, αγαπούσε, τους νέους, μολονότι νέος κι αυτός, έψαχνε με το κερί να βρει ένα σύντροφο, έναν αληθινό στίχο. Κι ήξερε να ‘ναι επιεικής [..](Οδυσσέας Ελύτης, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος 2009, σ. 360.)
Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα, ο Σεφέρης είναι πάντοτε έτσι· το δείχνει τόσο καθαρά η σχεδόν απροσδόκητη αλληλογραφία του με τη Μαριανίνα, ο διάλογος, ο χρόνος που αφιερώνει, η προσήλωση σ’ αυτή την «ευσυνείδητη δουλειά», η δημιουργία που δίνει στα γράμματά του, η τόσο εμπνευσμένη υποστήριξη.
Τα νεανικά εκείνα ποιήματα της Μαριανίνας, – γραμμένα, αξιοθαύμαστο, όταν ήταν μόλις δεκατριών ως δεκαπέντε χρονών – είναι εντυπωσιακά στο περιεχόμενο και στην τεχνική τους, σε ομοιοκατάληκτο και σε ελεύθερο στίχο. Τρία μικρά παραδείγματα – το πρώτο από τα ποιήματα που είχε ξεχωρίσει ο Σεφέρης (από την πρώτη της συλλογή Σχήματα και ρυθμοί, 1961), τα επόμενα από τα δυο ποιήματα στο δεύτερο γράμμα της (1962), από «τη γραφομηχανή του Εδουάρδου»:
Η φωνή της ήταν σαν όλου του κόσμου – τραγούδαγε κιόλας άμα ήταν ξυπνή,
στο τέλος της άνοιξης, ή στα μισά ενός χινόπωρου.
(«Μπαλάντα»)
Ήρθε η ώρα και πέθαναν οι γέροι ναυτικοί.
Τους κήδεψαν μέσα σε ξύλινα κελύφη
σ’ έναν όρμο άσπρο σα φρέσκο στόμα,
Σ’ έναν όρμο πολύγευστο σαν κόκκινο σήμαντρο.
[…]
μα μεσ’ στον ίσκιο της βαθιάς συνείδησής μας
ήρθε η ώρα, και πέθαναν οι γέροι ναυτικοί.
(«Οι γέροι ναυτικοί»)
Η μοίρα των νωθρών παιδιών που το εσπερνό διδάσκονται
γιαλό των ξένων τόπων πάλι,
στα χαμηλά, θερμά νερά, ψάχνει δυο βότσαλ’ αυγινά,
να ζωγραφίσει στοργικά
για τη γιορτή τής Άνοιξης, το κόκκινο ανθογυάλι.
(«Εξίσωση»)
Η δεύτερη, και τελευταία, νεανική της συλλογή, Τα παλιά ονόματα τα παλιά δέντρα, εκδόθηκε το 1963 – ύστερα από την επικοινωνία της με τον Σεφέρη. Ο στίχος είναι ελεύθερος, συνήθως ολιγοσύλλαβος, ο ρυθμός συχνά γοργός, ο τόνος διαφορετικός, αφοριστικός, κάποτε σκληρός, χωρίς συναισθηματικού τύπου λυρισμό:
Οι γυάλινες γάτες
κατέβαιναν τη σκάλα
στη γραμμή
άξαφνα
το τηλέφωνο χτύπησε
μέσα στον εκκωφαντικό κρότο
οι γυάλινες γάτες
έγιναν θρύψαλα
μετά ήρθε η ώρα
και νύχτωσε […]
(«Οι γυάλινες γάτες»)
Όταν τα μαλλιά σου ευλογημένα απ’ το φεγγάρι
παίρνουν την απεραντοσύνη της σιωπής σου μιλώ.
Κι η αγάπη αρχαία όπως η μουσική των δέντρων
Σταυρώνει την πόρτα μου.
(«Σου μιλώ»)
Ύστερα από τα δεκάξι της χρόνια και τη δεύτερη αυτή συλλογή δεν δημοσίευσε άλλα ποιήματα. Ο συγγραφέας Γιάννης Ευσταθιάδης γνωρίζει κι άλλα ποιήματά της εκείνων των χρόνων, που έμειναν ανέκδοτα. Σ΄αυτά τα ποιήματα είναι φανερή η αναζήτηση. Το ότι η Μαριανίνα αποφάσισε να μην συνεχίσει στην κατεύθυνση των πρώτων ποιημάτων της είναι χαρακτηριστικό της ασυμβίβαστης δημιουργικής της προσωπικότητας.
Πέρασαν χρόνια και πρόβαλε ένας καινούργιος δρόμος: ποίηση στην ιδέα εκείνου του ονείρου, για παιδιά και για να τραγουδηθεί, και η Λιλιπούπολη, με το ιδιαίτερο κλίμα της συγκίνησης, της μεταφοράς, του αδιάκοπου χιούμορ. Και οι «χρυσαφένιες ομελέτες» στη μελαγχολική «Μπαλλάντα» πέρασαν αυτούσιες στο – τόσο διαφορετικό και παιδικό – «Η μαγιονέζα (το κίτρινο χρώμα)»:
τυρί κασέρι φέτες-φέτες
και χρυσαφένιες ομελέτες […]
Κι η μαγιονέζα ξεχειλίζει
κι όλο τον κόσμο πλημμυρίζει:
Βάφονται κίτρινα τα σπίτια
κι ουρανός με τα σπουργίτια […]
Χτύπα τα πόδια σου Κινέζα
για να μην κόψει η μαγιονέζα.
Αντίθετα με τον Σεφέρη, που συνέθεσε παιδικά limericks, η Μαριανίνα δεν ακολούθησε την ποιητική φόρμα του Lear (από τα ποιήματα της Λιλιπούπολης limerick είναι μόνον η «Όφη Σόφη»). Σαν μια απλώς ενδεικτική αναφορά, είναι χαρακτηριστικοί κάποιοι καλοδουλεμένοι «παρατονισμοί» στην ομοιοκαταληξία, όπου ομοιοκαταληκτεί οξύτονη με προπαροξύτονη λέξη – πολυσήμαντοι, ως προς το ρυθμό, την έκφραση από τη συγκίνηση ώς το χιούμορ, το συνδυασμό του ήχου και του νοήματος, π.χ.: Γύρισα, ταξίδεψα πολύ / κι όλος ο κόσμος είναι για μένα / μια Λιλιπούπολη· Πες μου, πού να βρω / το Γλυκόσαυρο· Η κυρία Φωτεινή / κάνει σούπα κόκκινη. Καθώς τα ποιήματα της Λιλιπούπολης γράφτηκαν για να μελοποιηθούν, όχι μόνο το «νόημα», αλλά η ίδια η τεχνική του στίχου δημιουργεί μια δυναμική πρόκληση για το συνθέτη της μουσικής, όπως με τη μετρική ασυμμετρία των «παρατονισμών» της ομοιοκαταληξίας.
Η Μαριανίνα δήλωνε στιχουργός τραγουδιών και ότι έγραφε ιδιαίτερα «στιχάκια» για παιδιά. Είναι αληθινή ποιήτρια. Τα ποιήματά της στη Λιλιπούπολη γράφτηκαν σαν τραγούδια για παιδιά, αλλά συγκινούν ανεξάρτητα από την ηλικία. Ο ποιητικός της λόγος είναι γεμάτος αστείρευτη φαντασία, πρωτοτυπία, συγκίνηση, χιούμορ, ρυθμό, θαυμάσια μετρική και ηχητική δομή, ιδιαίτερη λεκτική ακρίβεια. Η Μαριανίνα όμως δεν ήταν μόνον ευαίσθητη, χαρισματική δημιουργός. Είχε ισχυρή ευφυΐα και στρατηγική σκέψη, καθοριστικές για τη διαμόρφωση, τη στόχευση, την ανταπόκριση της Λιλιπούπολης. Είχε επίσης αιχμηρή πολιτική σκέψη, όπως και κοινωνική ευαισθησία – καθώς και μεγάλη στοργή και αγάπη για τα ζώα. Ζούσε πολύ ιδιωτικά αλλά ήταν πάντοτε εξαιρετική και πολύ εύστροφη επαγγελματίας, καθώς και συνάδελφος. Δεν είναι ίσως γνωστή η πρωτοβουλία της σε συλλογικές δράσεις, όπως για τη συστηματική υποστήριξη σε συναδέλφους της στο χώρο του τραγουδιού που, σε μεγάλη ηλικία, έτυχε να έχουν οικονομικά προβλήματα. Σε ό,τι έκανε, ήταν πάντα εμπνευσμένη, σοφή, βαθιά ηθική προσωπικότητα. Και – καθώς κλείνει το γράμμα του Σεφέρη – ελεύθερη.
—————
Ευχαριστώ την Δάφνη Κρίνου για την άδεια δημοσίευσης των επιστολών του Σεφέρη. Ευχαριστώ επίσης την Παρασκευή Στογιάννου, τον Σταύρο Στασινόπουλο, τη Ναταλία Βογκέικωφ, Διευθύντρια Αρχείων στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, την Ελευθερία Δαλέζιου, Reference Archivist/Historian και την Λήδα Κωστάκη, Research Archivist/Archaeologist στην ΑΣΚΣΑ και τη Φώτω Παπαγεωργίου.