Με κάθε ειλικρίνεια, δηλώνω εξαρχής ότι ο Τζον Άσμπερι δεν περιλαμβάνεται στους αγαπημένους μου Αμερικανούς ποιητές. Ίσως επειδή όταν πρωτοήρθα σε επαφή με το έργο του ήμουν πολύ μικρή για να το προσεγγίσω ερμηνευτικά – και οι πρώτες εντυπώσεις δύσκολα αλλάζουν. Ίσως επειδή ο καθηγητής που μας δίδαξε (αποσπασματικά) την Αυτοπροσωπογραφία σε κυρτό κάτοπτρο δεν είχε τον ενθουσιασμό που επεδείκνυε για άλλους ποιητές – και ο ενθουσιασμός στη διδακτική πράξη είναι μεταδοτικός… Ίσως επειδή δεν έτυχε να συναντήσω τον Άσμπερι σε κανένα από τα μαθήματα Αμερικανικής Λογοτεχνίας που επέλεξα αργότερα σε μεταπτυχιακό επίπεδο: στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της νέας χιλιετίας, το πρόγραμμα σπουδών στην αμερικανική ποίηση (τουλάχιστον στα βρετανικά Πανεπιστήμια που φοίτησα εγώ) επικεντρωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στον «καθαρόαιμο» Μοντερνισμό.
Κι έτσι, οι όποιες μεταγενέστερες αναθεωρήσεις μου για το έργο του Άσμπερι είναι καθαρά προσωπικές, υποκειμενικές, και προϊόν ατομικής προσπάθειας κατανόησης – όπως συνηθίζω όταν συναντώ κάτι καθιερωμένο, διακεκριμένο ή και κλασικό στο είδος του που εμένα, ωστόσο, δεν με ελκύει. Για την ταινία Καζαμπλάνκα, επί παραδείγματι, δεν κατάφερα ποτέ να αλλάξω γνώμη: όσες φορές κι αν τη δω, πάντα θα απολαμβάνω μόνο τη μουσική, την ατμόσφαιρα, και τις ερμηνείες. Το σενάριο εξακολουθεί να μου φαίνεται απλοϊκό. Για τον Άσμπερι, ωστόσο, έχω αναθεωρήσει σε μεγάλο βαθμό: ναι μεν προτιμώ ακόμη τον Φρανκ Ο’Χάρα από την αποκαλούμενη «Σχολής της Νέας Υόρκης», αλλά έχω φτάσει πλέον σε σημείο να μπορώ να απολαύσω ποιήματα του Άσμπερι ακόμα κι αν, ενίοτε, μου φαίνονται κάπως υπερβολικά φλύαρα, αφηρημένα, ή «δήθεν». Έχω καταλήξει ότι ένα από τα πράγματα που κατόρθωσε να επιτύχει ο Άσμπερι ως ποιητής είναι να εστιάσει ακριβώς σε αυτές τις στιγμές που, στην προσπάθειά μας να ορίσουμε τον κόσμο και την ίδια μας την ύπαρξη, μπορεί να φανούμε, όλοι μας, υπερβολικά φλύαροι, αφηρημένοι, ή «δήθεν». Ο Άσμπερι αποενοχοποιεί αυτές τις στιγμές, και δημιουργεί ένα αισθητικό επίτευγμα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας, το οποίο μας προσφέρει με χαρακτηριστική άνεση και γενναιοδωρία, χωρίς να κυριαρχείται από το άγχος της αυστηρά φιλολογικής προσέγγισης του έργου του. Στο ποίημα «Ode to Bill» («Ωδή στον Μπιλ») στη συλλογή Self-portrait in a convex mirror (1975), η ποιητική φωνή μάς λέει το εξής: «Someday I’ll explain / Not today though», «Κάποια μέρα θα δώσω εξηγήσεις / Όχι σήμερα όμως». Νομίζω ότι είναι αυτή ακριβώς η παιχνιδιάρικη μετάθεση της εξήγησης σε ένα μη προσδιορισμένο μέλλον που μου επιτρέπει να απολαμβάνω τα ποιήματα του Άσμπερι, ελπίζοντας ότι, όταν έρθει το «someday», η εξήγηση του δημιουργού ίσως να μην απέχει και πολύ από την δική μου – αλλά κι αν ακόμα απέχει, θα μπορέσουμε να μοιραστούμε την εμπειρία της ερμηνείας. Όπως ορθά σημειώνει άλλωστε ο Richard Gray, παραθέτοντας συνεντεύξεις του ποιητή, τα περισσότερα ποιήματα του Άσμπερι περιστρέφονται γύρω από την εμπειρία της εμπειρίας, και η εκάστοτε συγκεκριμένη εμπειρία έχει πολύ μικρότερη σημασία απ’ όσο ο τρόπος με τον οποίο φιλτράρεται και φτάνει στον αναγνώστη.
Αναζητώντας λοιπόν το κατάλληλο ποίημα για αυτό το αφιέρωμα, προσπάθησα να εστιάσω κι εγώ στο φιλτράρισμα της εμπειρίας μου, και δη της αναγνωστικής. Για να το θέσω αλλιώς, προσπάθησα να επιλέξω ένα ποίημα το οποίο με κέρδισε εξαρχής διαβάζοντάς το, με έκανε να επιστρέψω στη σελίδα που το συνάντησα, και να ψάχνω ακόμα με ενδιαφέρον το ερμηνευτικό του κλειδί. Η αρχική μου πρόθεση ήταν να εστιάσω σε κάποιο από τα κατεξοχήν έργα περί ποιητικής τέχνης, όπως ο «Ζωγράφος» (Some Trees, 1956), αλλά στη συνέχεια θεώρησα ότι θα είναι προφανής, όσο και αγαπημένη επιλογή για τους λάτρεις του Άσμπερι, και νομίζω ότι είναι πιο δίκαιο να τους το αφήσω. Επέλεξα λοιπόν να μεταφράσω ένα ποίημα από την ίδια συλλογή με τον «Ζωγράφο», το οποίο κινείται μεν στις παρυφές της καλλιτεχνικής αυτοαναφορικότητας αλλά, κατά έναν άκρως ενδιαφέροντα τρόπο, σε ορισμένα σημεία την υπερβαίνει:
Εικονογράφηση (Illustration)
(Ι)
Μια δόκιμη καλόγρια καθόταν σ’ ένα γείσο
ψηλά πάνω απ’ την πόλη. Άγγελοι
ένωσαν τις προσευχές τους μ’ εκείνες
της αστυνομίας, ικετεύοντάς την να κατεβεί.
Μία κυρία υποσχέθηκε να γίνει φίλη της.
«Δεν θέλω φίλη», είπε.
Μια μητέρα της πρόσφερε καλσόν
βγαλμένα απ’ τα ίδια της τα πόδια. Άλλοι έφεραν
μικρές προσφορές φρούτων και γλυκού,
ο τυφλός άνδρας όλα του τα λουλούδια. Αν μπορούσαμε
να πούμε ότι κάποιοι τα κατάφεραν, ήταν αυτοί,
γιατί η τελετουργία
το ήθελε αυτό το σκηνικό. «Θέλω
Μνημεία», είπε. «Θέλω να κινούμαι
μεταφορικά, όπως τα κύματα χαϊδεύουν
την απερίσκεπτη ακτή. Εσείς όλοι ξέρω
πως θα μου προσφέρετε όλα τα καλά πράγματα
που δεν θέλω. Αλλά παρακαλώ θυμηθείτε
ότι πέθανα καθώς τα δεχόμουν». Μ’ αυτό, ο άνεμος
ξεκάρφωσε τα βαριά της ράσα, και γυμνή
σαν το αυγό του γύπα, γλίστρησε ελαφρά προς τα κάτω
πέρα από την τρυφερότητα των αγγέλων και τις σκέψεις των ανθρώπων.
(ΙΙ)
Πολύ απ’ αυτό που είναι όμορφο πρέπει να πεταχτεί
για να μπορέσουμε να μοιάσουμε με μια ψηλότερη
αποτύπωση του εαυτού μας. Οι νυχτοπεταλούδες ανεβαίνουν στη φλόγα,
θέλοντας μόνο, αλίμονο, να γίνουνε η φλόγα:
Δεν μειώνουν το ανάστημά μας.
Τρεμοσβήνουμε κάτω απ’ το βάρος
της αδιακρισίας. Μα πώς θα μπορούσαμε να πούμε
ότι από την αλήθεια που γνωρίζουμε, εκείνη ήταν
το ζοφερό της άμφιο; Για εκείνο το βράδυ, πύραυλοι αναστέναζαν
κομψά πάνω απ’ την πόλη, και γινόταν γλέντι:
Υπάρχουν τόσα πολλά σ’ αυτή τη στιγμή!
Τόσες πολλές στάσεις απέναντι σ’ αυτή τη φλόγα,
που θα μπορούσαμε να υψωθούμε από τη γη, και να τη δούμε να γλιστρά
ψηλά, στο πέπλο της με τα ζωηρά φύλλα.
Αλλά εκείνη, βέβαια, ήταν μόνο ένα ομοίωμα
αδιαφορίας, ένα θαύμα,
που δεν προοριζότανε για μας, όπως τα φύλλα δεν ανήκουν
στον Χειμώνα γιατί είναι το τέλος .
Έχω διαβάσει την «Εικονογράφηση» αρκετές φορές, και έχω δει, κατά καιρούς, αναλύσεις που προσεγγίζουν το ποίημα είτε ως μεταμοντέρνα αποδόμηση της παραδοσιακής ελεγείας, είτε ως ένα είδος μανιφέστου για την επιτελεστική δύναμη της γλώσσας και, κατ’ επέκταση, της ποίησης. Ομοίως, η καλόγρια θεωρείται σύμβολο της σεξουαλικότητας του ποιητή, ή της καλλιτεχνικής έμπνευσης, της εύθραυστης ισορροπίας ανάμεσα στη λογική και την τρέλα, της συγγραφικής έπαρσης και των κινδύνων της, κ.α. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις έχουν κάτι να προσφέρουν στον αναγνώστη, και σίγουρα υπάρχουν και πολλές άλλες που αγνοώ. Νομίζω όμως ότι, προσωπικά, στο συγκεκριμένο ποίημα πάντα θα θεωρώ την ερμηνεία δευτερεύουσα, γιατί πάντα θα στέκομαι πρωτίστως στην καθηλωτική εικόνα της καλόγριας. Συμβατικά ποιητική και ανατρεπτικά αντιποιητική, η φιγούρα της στην κορυφή του ουρανοξύστη συνεχίζει να με συναρπάζει όπως και όταν την πρωτοσυνάντησα. Η σιγουριά της, καθώς απορρίπτει μία προς μία τις προσφορές του κόσμου που την παρακολουθεί, με τρομάζει και με σαγηνεύει ταυτόχρονα. Πώς φτάνεις, άραγε, σε τέτοιο επίπεδο αυτογνωσίας; Πρέπει το τίμημα να είναι πάντα τόσο υψηλό; Μήπως η αληθινή γνώση έρχεται πάντα λίγο πριν το τέλος; Μήπως η μοναχικότητα και η αυτοθυσία αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις της – ειδικά για όσους έχουν καλλιτεχνικές φιλοδοξίες; Αν ήμουν εγώ μέσα στο ποίημα, ποιο ρόλο θα είχα, και γιατί;
Δεν έχω (ακόμη) κάποια απάντηση και, όσο μεγαλώνω, σκέφτομαι ότι ίσως αυτός να ήταν και ο στόχος του Άσμπερι όταν έγραφε το ποίημα: η αέναη αναζήτηση της προσωπικής μας αλήθειας, η διαρκής μαθητεία σ’ ένα θαύμα που μπορεί να μην μας ανήκει ή να μην προορίζεται για εμάς, η προσπάθεια ορισμού της «υψηλότερης» εκδοχής του εαυτού μας. Κι όπως η καλόγρια αιωρείται στον αέρα, πάντα θ’ αναρωτιέμαι αν, σαν άλλη Μαίρη Πόπινς, θα προσγειωθεί μέσα σε πολύχρωμους, ανεξερεύνητους πίνακες που ζωντανεύουν – κι αν θα υπάρχει χώρος και για τους αναγνώστες που ταξίδεψαν μαζί της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Gray, Richard, A History of American Literature. Oξφόρδη: Blackwell 2004.
Imbriglio, Catherine, «’Our Days Put on Such Reticence’: The Rhetoric of the Closet in John Ashbery’s Some Trees». Contemporary Literature, τόμ. 36, τχ. 2 (1995), σσ. 249-288.
Monacell, Peter, «John Ashbery and Hyperpastoral Suburbia». Contemporary Literature, τόμ. 56, τχ. 1 (2015), σσ. 81-113.
Wasley, Aidan, «The ‘Gay Apprentice’: Ashbery, Auden, and a Portrait of the Artist as a Young Critic». Contemporary Literature, τόμ. 43, τχ. 4 (2002), σς. 667-708.