ο βασίλης παπαγεωργίου μού ζήτησε ένα σχόλιο για τον άσμπερι με αντάλλαγμα την εξασφάλιση
της αφορμής ώστε να το γράψω· και θα το έγραφα όπως λέμε: το όνομά σας ε δ ώ.
αλλιώς τι νόημα θα ’χε το να ενοχλούμε τους νεκρούς τη στιγμή που οι νεκροί είμαστε εμείς;
το απόγευμα κλείνονται οι συμφωνίες.
το βράδυ πρέπει να τηρηθούν.
το πρωί αθετούνται ―·
είμαστε, άλλωστε, όλοι αρχάριοι και πολλοί από μας άκουσαν τις δηλώσεις όταν κι ο ίδιος ο άσμπερι αθέτησε, με κάποια μεγαλοπρέπεια, την κλασική ακαδημαϊκή υποχρέωση να παρουσιάσει ένα ευπρόσδεκτο έλλειμμα πρωτοτυπίας.
αυτό βεβαίως έμελλε να ’χει σοβαρές επιπτώσεις τουλάχιστον για τους όχι ιδιαίτερα
ευνοημένους· τα πουλιά εξακολουθούσαν να ερωτοτροπούν με τις δυσκολίες της αναγεννησιακής μουσικής.
μετά το όργιο του πρώτου ημίσεως του περασμένου αιώνα, το να μην είσαι πρωτότυπος ήταν πλέον το Α και το Ω: οι πάντες γνώριζαν πως τους είχε επιτραπεί να ισχυριστούν, δίχως κανείς να τους αντικρούσει, ότι η τέχνη
η τέχνη δεν θα μακροημέρευε μέχρι το τέλος της εποχής του Υδροχόου ―.
και τι θα σήμαινε πρωτοτυπία σ’ ένα σύμπαν όπου οι λύσεις ήταν απείρως περισσότερες απ’ τους γρίφους; θεωρείστε αυτήν του τζον σαν μια αναπάντεχη λοξοδρόμηση πέρα από κάθε ρητορική διαπραγμάτευση των θριάμβων της αρχαιότητας.
συνειρμοί
που ελίσσονταν σπειροειδώς
στο περιθώριο των δισταγμών είχαν την τάση να επιστρέφουν υποδαυλίζοντας τις εξάψεις που ίσαμε τότε κρατούσε περιορισμένες η επανάληψη.
για να το πούμε με τ’ όνομά του, ήταν το θρόισμα ενός είδους υπόρρητης λυρικής εποπτείας των γεγονότων, ψιθυριστής και διφορούμενης, πάντα αβέβαιης, πάντα κλειστής
απέναντι
σ’ ό,τι προέκυπτε από τη διάκριση μεταξύ σημαντικού και ασήμαντου ή απ’ το δέλεαρ της ωφέλειας· η λανθάνουσα βία της λέξης ήταν περιττή και για τα θύματα και για τους θύτες.
αυτό το δώρο της απόκοσμης πραότητας εν τω μέσω μιας εποχής ασυνάρτητων παραμορφώσεων του θεσμού της λογοτεχνίας δεν υπήρξε προϊόν επινόησης ή τεχνικής: του χαρίστηκε μ’ ένα φύσημα, σαν να ’χε μάθει να ζωγραφίζει, από παιδί, ηχοχρώματα στον αέρα με τόσο λείες,
αμυδρές μονοκοντυλιές,
σχεδόν στα όρια μιας ανυπόκριτης αδιαφορίας για οτιδήποτε λογοδοτούσε στον μυθικό Κανόνα του παρελθόντος.
ήταν ο πρώτος που υποπτεύθηκε πως για να δεις
τη σκηνή από τη σκοπιά μιας αλήθειας στην οποία να κατοχυρώνεται η ιδιότητα του ποιητή έπρεπε να ’χεις
όχι μόνον
κάτι
περισσότερο από δύο μάτια αλλά, συνάμα, κάτι λιγότερο· ο στίβενς το μισοήξερε και ο έλιοτ θα αποκτούσε μιαν ιδέα στο παρά 5’ ― τον εμπόδιζε ωστόσο η αντίληψη ότι τα νεύρα ζουν σ’ ένα σώμα που υποφέρει και, επομένως, του αρέσει να τραγουδά.
σα να λέμε ότι ουδέποτε,
προηγουμένως, η αγγλική
γλώσσα ―ή και η γλώσσα εν γένει―
δεν είχε ενστερνιστεί με ανάλογη αβρότητα τις κρυφές αμφιβολίες για το εάν
για το εάν το τοπίο των εννοιών αντιστοιχούσε απλώς σ’ έναν χάρτη της κατανόησης ή μήπως ήταν μια προσποίηση οικειότητας με τον θάνατο, αυτό το τρέμισμα της ανταύγειας του πνεύματος όταν του πεις ότι, λυπάμαι αλλά τετέλεσται.
όλες εκείνες οι αντιδράσεις με τη βοήθεια φωτοευαίσθητων χρωστικών ουσιών αποκρυσταλλώνονταν σ’ ένα διάφανο ύφος
χαραγμένο πάνω σε φύλλα τσαγιού· ήταν βελούδινο στην αφή και, ταυτοχρόνως, με μία δόση επηρμένης κομψότητας, σαν να μας έλεγε πως την αλήθεια την προσφέρουν όσοι δεν τη χρειάζονται.
και ασφαλώς η υπεροψία
παύει να είναι υπεροψία εάν κριθεί αιτιολογημένη· η σεμνότητα απεναντίας δικαιολογείται όταν είναι αδικαιολόγητη.
ναι ή όχι ;
ούτε το ένα ούτε το άλλο δεν ευδοκίμησαν, μόνο η προτίμηση για ανεπιτήδευτες διατυπώσεις από εκείνες που ακούς γύρω σου διαρκώς και των οποίων η αναπόφευκτη
κοινοτοπία όχι μόνον δεν είναι, αυτή η ίδια, κοινότοπη αλλά διεγείρει, περιέργως, την πηγαία επικαιρότητα του παρόντος, μια σημασία που αναρριπίζεται ξανά και ξανά
περιστρέφοντας τον τροχό ενός χάμστερ.
έκτοτε βλέπουμε συνδυασμούς που δεν τους είχαμε ξαναδεί, η ανία των στερεοτύπων της φυσικής καθημερινής μεσοαστικής ομιλίας αναλαμβάνει συνήγορος της πεποίθησης ότι οι κάθε λογής εμβληματικές παρακαταθήκες δεν ήταν παρά ένας ακατανόητος διάκοσμος.
μη φοβάσαι, αυτή η γλώσσα δεν θα προδώσει κάποιο σπουδαίο ιδανικό αφού δεν έχει κανένα ―· εγγράφει εντούτοις στο εσωτερικό της μαρτυρίες για τον χαρακτήρα μιας περιπέτειας όπου η μνήμη συναρμολογείται
σαν μια ανάγλυφη διάσταση του ενεστώτα όπως αυτός εμφανίζεται για να ποντάρει στα παιγνίδια του living room ή του σαλονιού.
― να ρωτήσουμε εάν άξιζε τον κόπο;
ούτως ή άλλως
ούτως ή άλλως καμία κίνηση αυτής της ήρεμης αναπνοής της σκέψης δεν θα ήταν περισσότερο λαμπερή παρά αμερόληπτη, πιο φιλάρεσκη απ’ ό,τι οξυδερκής.
τέτοια κείμενα, πράγματι, ξετυλίγονται λες και το θέμα δεν ήταν πλέον τα άλατα των δακρύων και, ναι, άξιζε τον κόπο· το ποντάρισμα είχε ανέβη ενώ οι τόνοι
έπεφταν αναλόγως ― χάρη σ’ αυτόν τον καλλιτέχνη βρεθήκαμε σ’ έναν χώρο μυστηριωδών αντηχήσεων όπου ντρεπόσουν να δηλώσεις την αγάπη σου για τις φανφάρες, ο πελάτης είχε πάντοτε άδικο.
έτσι ξεκίνησε η ποίηση του άσμπερι, απ’ το σημείο όπου θα έπρεπε να τελειώνει.
δεν υπήρξε
ποιητής που να διαισθάνθηκε βαθύτερα απ’ αυτόν ότι η γλώσσα του λυρισμού δεν αφορούσε το εκτόπισμα της φωνής αλλά συνέπιπτε, αν μη τι άλλο, με μια ευκαιρία να αντιληφθείς ότι η έλλειψη βαρύτητας επιβραδύνει τη γήρανση.
dolce far niente, η γλώσσα ήταν μια ελάχιστη ζωτική αναθέρμανση των εντάσεων ολότελα ανεπηρέαστη απ’ τα πειράματα
της γοητείας και τις καλά υπολογισμένες αναβολές που υπόσχονταν κορυφώσεις και έπαθλα σε τιμές που εκπλήσσουν.
η γοητεία δεν συνεισέφερε στην πειθώ το παραμικρό, απλώς συνόδευε, σαν ένα άρωμα, το τρικύμισμα των ωρών,
αφήνοντας
ανεκμετάλλευτα περιθώρια για ελιγμούς και υπεκφυγές, σκηνοθεσίες που κατέληγαν σχεδόν άυλες, ανεπαίσθητα κωμικές στην ελαφρότητα με την οποία αθωωνόταν η πονηριά τους και, οπωσδήποτε, κατάλληλες να σου δείξουν, μέσω αχνών κατοπτρισμών και διαθλάσεων, το επίκεντρο του ηθικού μαρασμού της ψυχής.
τόσο ήταν
απαλή η τροχιά του πινέλου
στο ρυζόχαρτο ώστε φώτιζε λοξά τις επαναλήψεις δίχως κανείς να της το ζητήσει, η ευφορία της ανάγνωσης ενισχυόταν από την άηχη λιτάνευση των εικόνων που εξανεμίζονται σε slow motion όταν το μάτι διδάσκεται να μαντεύει.
η προσοχή σου δεν είχε κάτι να αποδείξει αλλά, συγχρόνως, δεν ήταν εύκολο να παραβλέψεις το αποτύπωμα της δαντέλας καθώς το μάτι του φθινοπώρου έδυε πάνω από την πάχνη.
με συγχωρείτε αλλά ο στόχος δεν ήταν το Υψηλόν, όπως νόμιζε ο χάρολντ μπλουμ: όχι, το ρίσκο ήταν η κάθοδος στο απολύτως ενδόμυχο ή, ας πούμε, μέχρι τον άδη, που αποτελούσε, για τους υπόλοιπους εμάς, την πιο ενδιαφέρουσα αλληγορία του ασυνειδήτου.
άλλο τώρα αν το βάθος κρυβόταν στην επιφάνεια, όπου μας βόλευε να το συγκρίνουμε με το τραύμα της αθεράπευτης δυσπιστίας προς τις λέξεις, κάνοντας ένα ακόμη λάθος, εννοείται.
εντάξει, αλλά κάποιος θα έλεγε πως η δυσπιστία οφειλόταν στο ότι είμαστε απρόθυμοι να ονειρευτούμε, ήταν ο τρόμος της λεπτομέρειας, προστασία από εκείνη την περιέργεια για τα κοράλλια του βυθού που σε κρατούσε
ξυπνό, ή αλλιώς
οι πηγές από τις οποίες ανάβλυζε η άνωση ― μια μορφή της ανωνυμίας.
τι πιο επώδυνο;
εδώ η διάχυση του φωτός είχε σχεδιαστεί σαν τα κυλιόμενα κλιμακοστάσια του έσερ και η καλύτερη απόφαση ήταν μάλλον το να μην πάρεις καμίαν απόφαση, όπως συνέβη στο selfportrait
in a convex
mirror αφού σε ώρες κοινής ησυχίας τίποτα δεν ήταν απίθανο.
μεταξύ μας, ο χειρισμός των σημασιών ευλογήθηκε με μια τόσο εκλεπτυσμένη επιδεξιότητα ώστε οι συνέπειες της περιβόητης αμφισημίας των γεγονότων να επισπεύδονται ενώ ταυτόχρονα αργοπορούσαν ―, ειρωνεία και επιβράδυνση συνέκλιναν σε αλλεπάλληλες διακριτικές αναθεωρήσεις του ορισμού της πραγματικότητας.
έτσι ο βυθός αναδυόταν σαν ένα πέπλο αδιαφάνειας που περιέβαλλε τα γλωσσικά αντικείμενα όπως το θάμπωμα της ηλικίας περιβάλλει τη στιλπνότητα των επίπλων που φτιάχτηκαν από ρίζα τριανταφυλλιάς.
σε ποιήματα σαν αυτά δεν θα έβρισκες την εμβάθυνση στο αίνιγμα του σημαίνοντος, μόνον την αίσθηση ότι το βάθος
διαπερνούσε το κυμάτισμα της φράσης εν είδει μαρμαρυγής.
όσο κι αν είχαμε εξοικειωθεί με το φως των απογευμάτων του οκτωβρίου, εκείνο επέστρεφε σαν ένα ανεντόπιστο σύνορο ανάμεσα στην εικόνα και το μήνυμα με το οποίο αυτή αλληλογραφούσε· η βαθύτητα ήταν απλώς ένα κακό προαίσθημα.
όχι σπάνια, άλλωστε, το ποίημα γίνεται ό,τι πιο φιλικό για τα ζευγάρια που επιβιώνουν παρά την έλλειψη δημοσιότητας: φωτοσκιάσεις που φυλλορροούσαν και ηλιοτρόπια σε κατ’ οίκον περιορισμό.
πες το τύχη πες το ατυχία, το επίτευγμα δεν διέφερε από ένα τέτοιο εκπληκτικό χαμήλωμα των τόνων ώστε όσοι δεν είχαν μάθει να προσπαθούν να διαβάσουν διάβαζαν όλα όσα δεν είχαν προσπαθήσει να μάθουν.
αλήθεια ψέματα κανείς δεν ξέρει, πάντως οι τόνοι χαμήλωναν ίσαμε κει όπου η πεζότητα υπέκυπτε στη ρουτίνα των κύκλων της, υπνωτισμένη κι ανυπεράσπιστη, χωρίς παράλληλα
να χάσει ούτε
στο ελάχιστο τη ριψοκίνδυνη επαφή με τις ευτυχίες και τους πυρετούς του νοήματος.
που θα πει πως η διαφεύγουσα σημασία ήταν παντού και πουθενά, όπως επίσης και οι ριπές των μουρμουρητών, οι αδιόρατες απειλές που συγκρατούσαν τον αναγνώστη αιχμάλωτο κάτω απ’ το φρύδι της γης.
αυτό έδινε στη σημασία το προνόμιο να υπογράφει τις μετρήσεις του βάθους με το περίσσευμα μιας μπούκλας που έμοιαζε
έμοιαζε παιδική, διότι τα παιδιά,
έστω κι αν δεν το γνωρίζουν, ξέρουν τα πάντα για την άνωση και για τα πάντα εν γένει.
ξέρουν τα πάντα ώστε να αναρωτηθούμε, σαν τον τζιάνι
ροντάρι, μήπως η έμπνευση, σ’ ένα παιδάκι, μπορεί να έρθει κι από τη μύτη, πράγμα που ώς τότε δεν θα το έλεγες ούτε για τον δαλάι λάμα.
πιο σωστό θα ’ταν να διαβάζεις το girls on the run με την υποψία ότι το άγχος δεν είναι πια αυτό που ήταν: παραβιάζοντας σήμερα τις απαγορεύσεις θα είχες αύριο πληροφορηθεί πάρα πολλά για τον υδράργυρο και για τα άνθη της χαρμαλίνης.
τι να τα κάνει ωστόσο η παρέα των κοριτσιών όλ’ αυτά, τις ανατροπές, τα ελαττώματα του σεναρίου, τα thanks for nothing; και με ποιον τρόπο να τα θέσει υπό αμφισβήτηση δίχως το κόστος συγκρούσεων και τριβών που θα εμπόδιζαν την ηχώ του προαστίου να φτάσει στο επίπεδο μιας ιδεώδους μεταφοράς;
οι vivians, τα κορίτσια του ντάργκερ, δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει μεταφορά, ίσως ένεκα της απειρίας των ενηλίκων· τουναντίον, μεταφέρονταν εδώ κι εκεί ακολουθώντας την αδιάκοπη διολίσθηση της μετωνυμίας, που ξεκινάει
απ’ το φουρφούρισμα των φιόγκων και του σατέν, παραισθήσεις χάρη στις οποίες οι μαμάδες, γύρω στο έτος 1935, απολάμβαναν την άνεση να μπερδεύουν τις κορούλες τους με ορτανσίες και, μάλιστα, παρουσία τυραννικών εφημέριων και δασκάλων.
ναι ή όχι ;
εξάλλου
μια τέτοια αφήγηση με θέμα ανυπεράσπιστα πλάσματα που καταδιώκονται χωρίς κανείς να μας εξηγήσει τον λόγο βοηθά στην καταπολέμηση της επιθετικότητας των ενηλίκων, πιθανώς και της ημικρανίας, και ο καθένας θα είχε δίκιο ν’ αναφωνήσει: δεσποινίδες μου,
ξαναγράφουμε τους κανόνες απ’ το μηδέν.
είναι αλήθεια πως οι ενοχές τροφοδοτούνται από τον θάνατο του σώματος της μητέρας· πρώτα κηδεύουν τον μαστό και, κατόπιν, τα πνεύματα του παιδικού δωματίου, διότι το νήπιο πήγαινε στο σχολείο με το κλαδί
του ματιού μαδημένο.
η γλυκύτητα των ήχων απ’ τη μεγάλη βελανιδιά καθ’ οδόν προς τον αχυρώνα μεταμόρφωνε την Φύση σε μιαν αίθουσα συναυλιών για βαρήκοους και οι κυρίες δεν θήλαζαν τα μωρά τους· πλέον το γάλα σε σκόνη αντιπροσώπευε τον βαθμό μηδέν της ανταλλαγής και τα κορίτσια μεγάλωναν δίχως ποτέ να πάψουν να ’ναι μικρά.
κορίτσια προορισμένα να εξερευνούν το ναυάγιο της φαντασίας σε προαύλια οικοτροφείων όπου οι συνήθειες κι οι αντιδράσεις εξαρτόνταν απ’ την εκκρεμότητα μιας μονίμως αναβαλλόμενης αποσαφήνισης.
τα πρωινά,
οι σκέψεις τους ευνοούσαν κάτι γλυκό, θηλυκό και, σχεδόν, ιερόσυλο ― η Γελαστή είχε γι’ αυτό την τιμητική της, το ίδιο κι η Λιχουδιά.
αλλά το βράδυ
αλλά το βράδυ οι κοπέλες καταδίωκαν, αυτές οι ίδιες, τον εαυτό τους μέσα σε μια καταιγίδα συνεννοήσεων, και η νύχτα είχε αφήσει τη φλόγα να τρεμοσβήνει σαν απ’ τον ζέφυρο κάποιου απείρως μακρινού αστεριού.
έτσι περίπου επαληθεύεται και η μοίρα των οριακών φαινομένων που εισχωρούν στον ιστό της πραγματικότητας των απλών καθημερινών συναινέσεων: η ανάκληση της άδειας παραμονής.
αυτό δεν είχε προηγούμενο στα χρονικά, ήσουν τώρα αναγκασμένος να δραπετεύεις αιωνίως αν και βρισκόσουν, αιωνίως και πάλι, στην ίδια θέση.
η μόδα που ήθελε τις γυναίκες να κοιτάνε πάνω απ’ τον ώμο τους και που εγκαινιάστηκε ―ή όχι;― με τα πορτρέτα του ζανμπατίστ γκραιζ,
είχε γίνει ο κανόνας που διέπει τις εξαιρέσεις· έκτοτε όλες οι κοπέλες κοιτάζουν πίσω,
πάνω απ’ τον ώμο τους,
over their shoulder,
ανησυχώντας για τους κακούς που τις κυνηγούν εξαπολύοντας φυσικές καταστροφές: μαθαίνουν έπειτα
ότι ― τι ;
ότι άπαξ και
σβήσουν τα φώτα, η περιπέτεια παίζεται αυτεπίστροφα, σαν πασιέντσα.
σίγουρα
οι κακοί θα τους άρπαζαν ό,τι περίσσευε απ’ τα λάφυρα: εξαιτίας της αϋπνίας όλα πετούσαν και ο ήλιος
ο ήλιος αίφνης εμφανιζόταν με την υπέρλαμπρη στολή θυρωρού ξενοδοχείου 5 αστέρων, κάπως εμβρόντητος ωστόσο, επ’ αφορμή μιας συγνώμης που ουδέποτε παραχωρήθηκε.
στην απόδραση, σημειωτέον, τα κορίτσια δεν ήταν ερασιτέχνες, είχαν βαλθεί
να τρέχουν από το 1891, τη χρονιά που ο ουίτκομπ τζάντσον εφηύρε το φερμουάρ.
διαρκούσης της καταδίωξης, είδαν ντουλάπες που στριφογύριζαν και ρούχα που κολυμπούσαν, πέρασαν μέσα από θέατρα χλωροφύλλης και από σπίτια που ανυψώνονταν σαν αερόστατα επάνω απ’ το τολμηρό ντεκολτέ της υπαίθρου.
τα λιβάδια κι οι λιμνοθάλασσες ήταν, νομίζω, το λιγότερο αν δεν θέλουμε να είμαστε κυνικοί.
― να ρωτήσουμε εάν άξιζε τον κόπο;
η καταδίωξη
ξεκίνησε υποτίθεται με το ξάφνιασμα των ίσκιων απ’ τον μακάριο χτύπο των ρολογιών στους τοίχους, βεβαιότητες που εξανεμίζονταν, ενδείξεις ότι η άγνοια ―κάθε άγνοια― ήταν εξ ορισμού άγνοια κινδύνου.
έτσι η φυγή των κοριτσιών έπαιρνε όλα τα χαρακτηριστικά του ονείρου στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, εκεί που η μέρα και η νύχτα επιδιώκουν γάμο συμφέροντος ―
ένα όνειρο μέσα σε όνειρο· και ασφαλώς όταν ονειρεύεσαι ότι ονειρεύεσαι, πλησιάζει η ώρα να ξυπνήσεις.
μ’ άλλα λόγια, η αφύπνιση προεξοφλεί ότι το όνειρο
είναι, ευτυχώς, το ον εκείνο που αγρυπνά ώστε ο ύπνος του παιδιού να ’ναι αρραγής και ετοιμοπόλεμος.
παρομοίως με την απόδραση των κοριτσιών: όταν το ίδιο το ταξίδι αρχίζει να ταξιδεύει στη θέση σου, πα’ να πει ότι έχεις φτάσει.
πόσο βαθειά όμως έφτασαν τα κορίτσια στην ενδοχώρα της σημασίας κανείς δεν ήξερε αφού, το είπαμε, το βάθος ήταν μια εκδοχή της προφάνειας και το Όλον μπορούσε κάλλιστα να ραγίσει με το άκουσμα του σφυρίγματος της τσαγιέρας.
οι σκέψεις τους, στο εξής, θα όφειλαν ν’ αποφεύγουν να κοιμηθούν πλάι σε πηγάδια ή απέναντι από καθρέφτες, ο ύπνος έφερνε τη συμφιλίωση με την ιδέα ότι το μάτι όντως απέχει απ’ το σημαίνον όσο απέχει το σημαίνον απ’ το σημαινόμενο.
για να μην πολυλογούμε, αν το μήλο πέφτει κάτω απ’ τη μηλιά δεν χρειαζόμαστε δικαιοσύνη ούτε ενόρκους.
αναλόγως και το espace poétique, που ήταν ώς τότε μια χρυσοπράσινη ταπισερί με σκηνές κυνηγιού, καθιερώθηκε σιωπηλά σαν μονάδα
μέτρησης της απόστασης που διήνυαν οι κοπέλες για να ξεφύγουν από τους διώκτες τους, οιωνός ενός μέλλοντος που υποσχόταν να διαψευστεί.
όλα και πάλι τα αντικείμενα κατέβαιναν αργά απ’ τον ουρανό, μαζί τους και τα κορίτσια, έχοντας μάλλον πειστεί ότι το σώμα θα έπρεπε να φοριέται σαν αλεξίπτωτο.
για παράδειγμα, οι κοπέλες ακολουθούσαν γύρω γύρω
ακολουθούσαν τους στροβίλους του χρόνου συλλογιζόμενες: «ο κ. άσμπερι και εμείς το πληρώσαμε ακριβά ότι φτάσαμε ώς εδώ...»
ή:
«εφόσον απογειωθήκαμε, δεν είμαστε ό,τι τρώμε, όπως παλιά· είμαστε μόνον ό,τι λέμε...»· αναμφίβολα, με τις vivians, το λεξιλόγιο θα ξαναρχόταν στη μόδα, ενδεχομένως και η γραμματική, αλλά φυσικά οι επιτυχίες τους δεν δεσμεύονταν από κανόνες δικαίου.
αν και ακίνητες λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης, επέστρεφαν στις επάλξεις του δειλινού και ξανάρχιζαν να κινούνται σαν τα πουλιά, με οδηγό τη βιολογική τους πυξίδα.
οι αμφιλεγόμενες δομές παρόμοιων εξιστορήσεων επέτρεπαν στα κορίτσια να ανεβαίνουν προς τα σύννεφα, η ελαφρότητα τα ξεμυάλιζε· και το αντίστροφο: μόλις οι τόνοι υψώνονταν τα κορίτσια θα προσποιούνταν ότι
έπεφταν
έπεφταν
στη χλόη σαν ξερά φύλλα που χορεύουν στις πνοές του απριλίου ― αξιοθαύμαστο diminuendo !
―να ρωτήσουμε αν άξιζε τον κόπο ;
μέχρι να έχουμε μιαν απάντηση μπορούμε απλώς να εικάζουμε.
ναι ή όχι ;
τα κορίτσια παρατήρησαν τότε πως το φεγγάρι ήταν αθόρυβο στην πλεύση του και, ναι, άξιζε τον κόπο· η δροσιά δεν κρατούσε κακία σε κανέναν, τη φώναζες και ερχόταν.
πραγματικά, η φήμη των κοριτσιών θα ’πρεπε να ’ναι ελαφριά όσο κι ένας αναστεναγμός, αυτό επέβαλλαν οι περιστάσεις κι όλοι μετρούσαν τα δευτερόλεπτα ανάμεσα στη βροντή και την αστραπή.
ένας άρρωστος κόσμος που δεν γερνάει ποτέ ― πώς αλλιώς να το πεις ;
καθώς έκλεινε το βιβλίο καταλαβαίναμε όλοι πως η ζωή είναι μια εξέλιξη της τελευταίας στιγμής και ο βασίλης παπαγεωργίου μού ζήτησε ένα σχόλιο για τον άσμπερι, με τι αντάλλαγμα δεν θυμάμαι.
το απόγευμα κλείνονται οι συμφωνίες.
το βράδυ πρέπει να τηρηθούν.