Γνώρισα την Μαριανίνα όταν εκείνη ήταν 16 χρονών κι εγώ ένα χρόνο μεγαλύτερος.
Γίναμε στενοί φίλοι –και οικογενειακά– και βλεπόμασταν σχεδόν μέρα παρά μέρα, για ενάμιση περίπου χρόνο. Μετά, οι δρόμοι μας χώρισαν και δεν την ξαναείδα ποτέ.
Είχαμε μόνο κάποιες τηλεφωνικές επαφές τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Εντούτοις, όταν πληροφορήθηκα το θάνατό της, ένιωσα σαν να την είχα δει λίγες μέρες πριν, και αισθάνθηκα μιαν απέραντη λύπη που δεν θα μπορούσα να την ξαναδώ!
Μπορώ μόνο να τη θυμάμαι ως ένα πλάσμα ευφυές, τρυφερό, χαριτωμένο, ετοιμόλογο, μ’ ένα ιδιότυπο χιούμορ που δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω, που είχε την πιο έξυπνη απάντηση στην πιο ηλίθια ερώτηση – κοντολογίς, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που συναντά κανείς και στη στιχουργική της (κυρίως στη Λιλιπούπολη), με τις φοβερές ατάκες, τις τρισχαριτωμένες ρίμες και την πανέξυπνη θεματολογία.
Παράλληλα, το ξέρουμε όλοι, έγραψε τραγούδια που έγιναν μεγάλες επιτυχίες, και οδήγησε με τους στοχαστικούς στίχους της έναν συνθέτη χαριτωμένων μελωδιών να γράψει ένα από τα ωραιότερα τραγούδια στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού.
Μιλώ, βεβαίως, για τα «Ήσυχα βράδια».
Παρ’ όλα αυτά, η απορία μου ήταν διαχρονική και παραμένει: Γιατί η Μαριανίνα εγκατέλειψε τόσο νωρίς την ποίηση;
Ας διευκρινίσω τι εννοώ με το «νωρίς».
Το 1961 και το 1963 είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσες (ειδικά η δεύτερη). Τίτλοι, αντίστοιχα: Σχήματα και ρυθμοί, Τα παλιά ονόματα, τα παλιά δέντρα.
Η ποίησή της στο πρώτο, πληθωρική και πυκνή, κάτι που δεν περιμένεις από ένα παιδί 12 ή 13 ετών – τόσο θα ήταν, αφού στα 14 το εξέδωσε.
Το δεύτερο βιβλίο της, όμως, επίσης νεανικό, αφού εκδόθηκε στα 16 της, εκπλήσσει με τη λακωνικότητα της μικρής φόρμας και τη λιτή αμεσότητα, τις στοχαστικές ανατροπές και τη συναισθηματική και λεκτική ωριμότητά του.
Έχω από τότε και τα δύο αυτά βιβλία τα οποία σήμερα είναι ελάχιστα γνωστά και δυσεύρετα και θέλω να μοιραστώ ποιήματά της με όλους τους τακτικούς φίλους του «Χάρτη».
Θυμίζω πρώτα τα δύο εξώφυλλα.
Και τώρα κάποια απ’ τα ποιήματά της.