Στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί θα ασχοληθώ με το φαινόμενο του franchise στο θέατρο, τη δυναμική του, τη γοητεία που ασκεί αλλά και τους πιθανούς κινδύνους που εγκυμονεί.
Τι σημαίνει καταρχάς η γαλλικής προέλευσης λέξη franchise (franchir: απελευθερώνω); Για περισσότερες πληροφορίες συμβουλεύομαι το διαδίκτυο που λέει, μεταξύ άλλων, ότι είναι η δικαιόχρηση, δηλαδή η τεχνική της υιοθέτησης και χρήσης ενός επιτυχημένου επιχειρηματικού μοντέλου και η επονομασία κάποιου άλλου έναντι ενός αντιτίμου. Δεν είναι όρος πρόσφατος. Έχει μια ιστορία τουλάχιστο 150 ετών (ξεκίνησε στη Γαλλία από τον χώρο της ζυθοποιίας), όμως γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, με αφετηρία την Αμερική των 50s και την καθιέρωση της μόδας του γρήγορου φαγητού (fast food). Μιλάμε για μια δεκαετία εντυπωσιακής οικονομικής άνθησης, με κυρίαρχο το γνωστό απόφθεγμα: «Δεν σπαταλάμε χρόνο γύρω από το τραπέζι τρώγοντας (αυτό το αφήνουμε στους Γάλλους). Παίρνουμε κάτι στα γρήγορα (drive in/drive-out) και πάμε για δουλειά». Ο πραγματισμός σε πλήρη εφαρμογή. Money talks.
Με το νέο εργασιακό ήθος που θα κομίσει η νέα τεχνολογία τη δεκαετία του 1960, το αναπτυξιακό momentum των 50s θα συνεχιστεί και θα επιταχυνθεί, και μαζί με αυτό η ανάγκη για συνεχείς και πιεστικότερες αλλαγές στον τρόπο προβολής και διάθεσης των προϊόντων. Και έτσι θα φτάσουμε στην εξάπλωση της λογικής του franchise, σύμφωνα με την οποία ο υποψήφιος δικαιοδόχος δεν έχει (συνήθως) τη δυνατότητα να διαπραγματευτεί τους θεμελιώδεις όρους της σύμβασης, διότι το βασικό χαρακτηριστικό μιας επιχείρησης franchise είναι η καθολική (ή σχεδόν) ομοιομορφία στη μεταχείριση των δικαιοδόχων και όχι η παραχώρηση ιδιαίτερων διαπραγματευτικών προνομίων και ευνοϊκών συμφωνιών σε κάποιους από αυτούς. Οι συμβάσεις δικαιόχρησης (franchise contract) πρέπει να αξιολογούνται βάση του περιεχομένου τους και των ενδεχόμενων παραλείψεων τους.
Αυτά περίπου σε ό,τι αφορά τη διαδικτυακή μου ενημέρωση.
Θέατρο franchise
Και έρχομαι στο θέατρο. Δεν μιλάμε προφανώς για κάτι εντελώς καινούργιο. Θυμίζω εν τάχει τις προτάσεις της ομάδας Forced Entertainment, των Rimini Protokoll, των Yan Duyvendak και Roger Bernat, του Dries Verhoeven, του Matthias Lilienthal, της Lοla Arias, της Katie Mitchell, του Milo Rau, όλοι και όλες με έντονη παρουσία στον διεθνή χώρο και στην χώρα μας ειδικότερα, με πιο πρόσφατη την περιπατητική δράση (περφόρμανς) των Rimini Protokoll, Remote Thessaloniki, που υλοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο 2021 (στο πλαίσιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Δάσους).
Γι’ αυτή τη δράση (στην επιλογή της οποίας, πρέπει να δηλώσω εξαρχής, εμπλέκομαι και προσωπικά) είχα πει ότι ήταν μια πολύ συγκινητική και γοητευτική αστική, διαδραστική εμπειρία, δομημένη γύρω από θέματα και ερωτήματα όπως: πώς βλέπει ο κάθε ένας από μας την πόλη του, πώς αντιλαμβάνεται την ιστορία της, πώς η τεχνητή νοημοσύνη ελέγχει τις ανθρώπινες αντιδράσεις, ποιον ακολουθούμε όταν μας καθοδηγεί ένας αλγόριθμος κ.λπ; Ήταν ένα θέατρο χωρίς το θέατρο. Θέατρο χωρίς μίμηση, χωρίς ηθοποιούς, χωρίς σκηνή, χωρίς οργανωμένη πλατεία, χωρίς επαγγελματίες και χωρίς εκ των προτέρων δεδομένο γεωγραφικό στίγμα.
Εξ ου και ο αρχικός τίτλος της σύλληψης (του Stefan Kaegi): Remote Χ, με το γράμμα «Χ» να παραπέμπει αφενός στο στυλ σκηνοθεσίας (εξ αποστάσεως/remote) και αφετέρου στη χωρική διαθεσιμότητα: remote /πού; Aυτή λοιπόν την ιδέα οι Rimini την πούλησαν (και εξακολουθούν να την πουλάνε) σε διάφορα φεστιβάλ και ενδιαφερόμενους, εξ ου και οι ενδεικτικοί τίτλοι που απαντούν στο αρχικό «Χ» του τίτλου: Remote Milan, Remote Istanbul, Remote Mitte, Remote Berlin, Remote Thessaloniki.
Κάτι ανάλογο βλέπουμε να επιχειρούν και στο πιο πρόσφατο Conference of the Absent, δράση οργανωμένη γύρω από την ιδέα ενός συνεδρίου όπου δεν εμφανίζονται οι ομιλητές, ορισμένοι λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών ελέω πανδημίας και κάποιοι άλλοι λόγω της άρνησής τους να ταξιδέψουν με αεροπλάνο. Οπότε σε κάθε νέα πόλη όπου δίνεται η παράσταση όλοι οι απόντες αντικαθίστανται από ντόπιους, που σημαίνει ότι οι σκέψεις και η βιογραφία τους περνούν στη διαχείριση τυχαίων θεατών-εθελοντών, οι οποίοι εκ των πραγμάτων προσδίδουν μια κάπως αλλιώτικη δυναμική και οπτική στην αρχική σύλληψη.
Όπως στο Remote X, έτσι και εδώ οι Rimini Protokoll διατηρούν τον ρόλο του απόντος συγγραφέα-εμπνευστή και (remote) σκηνοθέτη-φάντασμα, γεγονός που μετατρέπει το όλο εγχείρημα σε μια παραγωγή δυνάμει επιτελέσιμη οπουδήποτε, ανεξάρτητα από ταξιδιωτικούς ή άλλους περιορισμούς. Κάτι άλλωστε που φαίνεται και στη μέχρι τώρα πορεία της (σε Λουξεμβούργο, Λισαβόνα, Βριξέλες, Μαδρίτη, Παρίσι, Ρώμη, Βελιγράδι, Βενετία). Και έπεται συνέχεια, με βάση τη λογική της ανακύκλωσης, δηλαδή της διαδικασίας με την οποία επαναχρησιμοποιούνται διάφορα πρωτογενή υλικά με στόχο την εκ νέου ενεργοποίησή τους.
Σε αυτές τις ανακυκλούμενες και περιφερόμενες προτάσεις, όπως και σε πολλές άλλες παρόμοιας αντίληψης και εκτέλεσης, εκείνο που τελικά φαίνεται να θέλγει, ειδικά τους οικοδεσπότες/αγοραστές, είναι το γεγονός ότι τους προτείνεται μια ιδέα ήδη έτοιμη η οποία, πέρα από το όποιο ενδιαφέρον μπορεί να παρουσιάζει, περιορίζει κατά πολύ τα έξοδα παραγωγής/φιλοξενίας, διευκολύνει σε θέματα οργάνωσης και ταυτόχρονα δίνει τη δυνατότητα συμμετοχής σε ντόπιους καλλιτέχνες ή απλώς σε ενδιαφερόμενους-θεατές.
Χωρίς να αγνοώ ή να υποβιβάζω τα πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα αυτού του τρόπου σύλληψης και διακίνησης του θεάτρου, θα ήθελα στις σελίδες που ακολουθούν να εστιάσω πιο πολύ στους κινδύνους που διαβλέπω να εγκυμονεί το όλο σκεπτικό, και οι οποίοι εκτιμώ ότι θα φανούν πιο καθαρά καθώς θα διογκώνεται η δημοτικότητά του, κυρίως μέσα στο φεστιβαλικό κύκλωμα, που είναι άλλωστε και η μεγάλη βιτρίνα προβολής, προώθησης και ανακύκλωσης τάσεων και προτύπων. Ένα κύκλωμα με πολλά και πιεστικά (πανδημικά και όχι μόνο) οικονομικά προβλήματα, άρα εδώ και καιρό έτοιμο να στηρίξει τέτοιες δελεαστικές, «ταξιδιάρικες», ευπροσάρμοστες, και λιγότερο δαπανηρές προτάσεις, όπως είναι οι προτάσεις franchise, οι οποίες, αν το καλοσκεφτεί κανείς με νηφαλιότητα και από μια απόσταση, δεν διαφέρουν και πολύ, τουλάχιστο ως φιλοσοφία και στρατηγική, από τη λογική των ανά τον κόσμο McDonald, cafe Starbucks, Pizza Hut και όλων των παρόμοιων αλυσίδων, καθεμιά από τις οποίες «κόβεται και ράβεται» στο μέτρο των κατά τόπους καταναλωτών, δίκην φασόν (façon).
Εταιρείες franchise
Τι κάνουν αυτές οι «περιπλανώμενες», επιχειρήσεις; Πουλάνε στον ενδιαφερόμενο εισαγωγέα την ιδέα και τα συνοδευτικά υλικά της και αυτός τα εμπλουτίζει με εγχώρια συμπληρώματα, προκειμένου να τα φέρει πιο κοντά στις γαστρονομικές/αγοραστικές/ψυχαγωγικές και λοιπές συνήθειες του ντόπιου πελάτη, δηλαδή να τα εντάξει πιο ομαλά στο φυσικό περιβάλλον του χρήστη, χωρίς, εννοείται, αυτή η παρέμβαση να αλλάζει τη βασική φυσιογνωμία και τις στοχεύσεις του αρχικού concept που είναι: άμεση εξυπηρέτηση, χωρίς πολλές χρονοβόρες διαδικασίες και δυσβάσταχτα έξοδα, ευέλικτη, απλή ώστε να μπορεί κάποιος να την υλοποιήσει χωρίς κατ’ ανάγκη να διαθέτει επαγγελματικές δεξιότητες (do-it-yourself), ομοιόμορφη ως προς τη σύσταση και φιλική ως προς τη χρήση (user-friendly).
Γνωστό σε όλους, άλλωστε: οι εμπορικές αλυσίδες, οποιασδήποτε εκδοχής, δεν κρύβουν εκπλήξεις, δεν ταράζουν τον πελάτη με ανατροπές. Γι’ αυτό και τις επιλέγει. Μέσα από την ανακύκλωση των υλικών της σύνθεσής τους, οι χώροι αυτοί κάνουν τον πελάτη να αισθάνεται ότι βρίσκεται στο σαλόνι ή στην κουζίνα του σπιτιού του, ότι «ανήκει», ότι, κατά κάποιον τρόπο, συμμετέχει σε μια πολλαπλώς δοκιμασμένη τελετουργία αγοράς-κατανάλωσης του οικείου. Για παράδειγμα, μπαίνοντας σε ένα γνώριμο σούπερμαρκετ κάποιας αλυσίδας ο πελάτης ξέρει ακριβώς τη θέση των προϊόντων, δεν κοιτά σαστισμένος δεξιά και αριστερά, δεν απορεί, δεν χασομερά, κάνει τα «σουπερμαρκετίσια» ψώνια του στο άψε-σβήσε και δρόμο. Ο χρόνος έχει σημασία. Τεράστια.
Χρόνος=Τώρα
Σήμερα όλοι λειτουργούμε με το χρονόμετρο στο χέρι. Η υψηλή τεχνολογία και τα διάφορα γκάτζετ της απομακρύνουν ολοένα και περισσότερο τον κόσμο από την πραγματική αίσθηση του χρόνου (από το παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον). Ζούμε πιο πολύ στους ρυθμούς ενός επιβεβλημένου, πιεστικού χρόνου «εδώ και τώρα». Πριν το καταλάβουμε έχουμε γεράσει. Το ίδιο και οι παραστάσεις. Γερνάνε πριν ακόμη κάνουν πρεμιέρα. Ούτε παρελθόν ούτε μέλλον. Μόνο «τώρα».
Η αγορά θέλει συνεχώς νέα προϊόντα, νέο κρέας, νέα reality shows, νέα πρότυπα και νέους survivors μικρής διάρκειας, μικρής εμβέλειας, μικρών πράξεων και μικρών ιδεών, και με τους όρους που θέτει η ίδια, φυσικά. Και σε αυτό είναι αμείλικτη. Δεν περιμένει ούτε διαπραγματεύεται με κανένα. Θέλει να πουλά το «νέο», αληθινό ή πλασματικό, αυθεντικό ή kitsch, πρωτότυπο ή φασόν, δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία.
Τέχνη ενός μόνιμου παρόντος, που ούτε θυμάται ούτε τη θυμούνται. Τέχνη αναλώσιμη, στιγμιαίας απόλαυσης. Όπως ο στιγμιαίος καφές. Αυτό θέλει, αυτό προβάλλει. Εξ ου και η εξαφάνιση της παλιάς «συνταγής» θεατρικού πειραματισμού σε υπόγεια, σε γκαράζ, σε βουνά και σε λαγκάδια, για μήνες, για χρόνια. Πάει αυτό το χρονοβόρο μοντέλο. Τελείωσε.
Ταχύτητα=επιβίωση
Οι νέοι, οι πάλαι ποτέ θιασώτες και φανατικοί της απομόνωσης, του διαλογισμού, του στοχασμού, της βαθιάς αμφισβήτησης, των υπογείων, βιάζονται πιο πολύ από όλους να ανέβουν στα ισόγεια και τα ανώγεια. Είναι λογικό. Δεν τους κατακρίνω. Τους καταλαβαίνω. Νιώθουν όλη την πίεση του περίγυρου και του χρόνου. Τρέχουν να προλάβουν τα νέα πρότυπα, τα remixes, τα remakes, τις «πακεταρισμένες εμπειρίες» που ανακυκλώνονται βασανιστικά από Δευτέρα σε Δευτέρα. Nonstop. Fast food. Πρόσω ολοταχώς. Πού να βρεθεί χρόνος για στοχασμό, για ουσιαστική δοκιμή και δοκιμασία, για ρίσκο, για επικίνδυνες σκέψεις και ατελείωτες πρόβες; Τώρα είναι η εποχή της αναπαραγωγής, της αναδημιουργίας, της ανακύκλωσης, και του απενοχοποιημένου kitsch. Και υπ’ αυτή την έννοια, μια λύση ενός θεατρικού πακέτου franchise δεν φαντάζει διόλου άσχημη. Το αντίθετο. Δείχνει απόλυτα συμβατή με το γενικότερο lifestyle. Ούτε ιδιαίτερο ψάξιμο, ούτε κοπιαστικό και χρονοβόρο τρέξιμο ούτε βασανιστικές σκέψεις ούτε ενοχές ούτε απολογίες. Όλα ετοιμοπαράδοτα. Κάτι σαν delivery door to door.
«Ζήσε την εμπειρία»=Lifestyle
Προς επίρρωση των παραπάνω, φανταστείτε μια ιδέα που ξεκινά από κάποιον σκηνοθέτη ή θιασάρχη ή παραγωγό στην Αθήνα, λ.χ., να πωλείται και να γίνεται δρώμενο ταυτόχρονα, ή σε διαφορετικούς χρόνους, σε δέκα ή είκοσι πόλεις της χώρας. Θα μου πείτε και τι έγινε; Είναι κακό αυτό; Η απάντηση είναι πολύ σχετική. Μπορεί ναι, μπορεί όχι. Εξαρτάται από το περιεχόμενο της ιδέας, τον βασικό σκελετό της, ποιος προτείνει την ιδέα και ποιος αναλαμβάνει τη διαχείριση/υλοποίησή της, γιατί είναι πολύ εύκολο η οποιαδήποτε ετοιμοπαράδοτη ιδέα σε αδέξια χέρια να οδηγήσει σε ένα πολύ κακόγουστο και αδιάφορο αποτέλεσμα Όλα έχουν να κάνουν με το πλαίσιο που κατασκευάζει και συγκρατεί τα υλικά της εμπειρίας-πακέτο.
Όπως τα γραφεία τουρισμού πουλάνε ποικίλα εκδρομικά πακέτα με δέλεαρ την επιθυμία του πελάτη να ζήσει την εμπειρία κάποιου εξωτικού προορισμού, έτσι και οι παραγωγοί, θιασάρχες κ.λπ. έχουν την ευκαιρία να αγοράζουν από κάπου έτοιμες και συμφέρουσες «περιπλανώμενες» ιδέες, να τις πακετάρουν με τρόπο δελεαστικό και ευπώλητο ώστε να δημιουργούν στον δυνάμει αγοραστή-πελάτη την επιθυμία να ζήσει τη γοητεία της «κατασκευασμένης» εμπειρίας ως αυθεντικής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε το βασικό αξίωμα των σύγχρονων μεταμοντέρνων μάνατζερ του θεάτρου: το παν είναι να μάθεις τον πελάτη-θεατή να αγοράζει το θέαμα (είτε πακέτο είτε α λα καρτ) και όχι να το παρακολουθεί. Δεν είναι δύσκολο.
Η απομόνωση, που έχουν επιβάλει οι νέες συνθήκες ζωής, έχει δημιουργήσει μεταξύ άλλων άτομα ιδιαίτερα ευάλωτα. Και συμμετοχικές δράσεις όπως π.χ. μια περιπατητική επίσκεψη στα ιστορικά μνημεία της πόλης, στα μουσεία της, στα κοιμητήριά της, στις φαβέλες της κ.ο.κ., όπως και άλλες παρόμοιου επικοινωνιακού μοντέλου, θέλγουν γιατί είναι δομημένες με τέτοιο τρόπο ώστε το άτομο να αισθάνεται κοντά στο προϊόν, να αισθάνεται ότι συμμετέχει στην κατασκευή του, ότι δεν είναι μόνος ή ξένος. Είναι μια μορφή εμπειρίας η οποία, αν και πλασματική, δεν παύει να είναι και γοητευτική συνάμα. Άλλωστε, ο κόσμος έχει πια συμβιβαστεί με την ιδέα των ομοιωμάτων, οπότε δεν φαίνεται να τον ενοχλεί μια εμπειρία που προβάλλεται ως φυσική και αδιαμεσολάβητη ενώ είναι απόλυτα ελεγχόμενη και διόλου φυσική.
Όλα είναι πιθανά
Πολλοί είναι της άποψης ότι το ζωντανό θέατρο προσφέρει μια εμπειρία αναντικατάστατη. Και όντως, η ιστορία αυτό έχει δείξει. Όμως η ιστορία έχει δείξει και κάτι άλλο: «Ποτέ μην λες ποτέ». Ουδέν μονιμότερο της αλλαγής, και μάλιστα σε ένα κόσμο, όπως αυτός που τώρα διαμορφώνεται μέσα από τις σαρωτικές διεργασίες της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης. Όλα φαντάζουν πλέον πιθανά και δυνατά. Τίποτα δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Ούτε φύλα ούτε ταυτότητες ούτε έθνη ούτε συνήθειες και φυσικά ούτε θέατρα.
Για παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα γνωρίζαμε ότι δεν ταξιδεύουν με αεροπλάνο άτομα που κουβαλούν μέσα τους διάφορες φοβίες. Τώρα έχει προστεθεί και μια άλλη κατηγορία. Είναι εκείνοι που, όπως σημειώνω εν τάχει στην αρχή, για λόγους περιβαλλοντικούς αρνούνται τη λύση του αεροπλάνου, γιατί το θεωρούν ως το πιο επιβαρυντικό μέσο μεταφοράς για το περιβάλλον. Αντίδραση που άρχισε κάπως διστακτικά στη Σουηδία πριν από περίπου δέκα χρόνια και σιγά-σιγά απέκτησε πολλούς φίλους, ανάμεσά τους και επώνυμους σκηνοθέτες, οι οποίοι επιλέγουν να ταξιδεύουν με το τρένο ή να σκηνοθετούν διαδικτυακά εφόσον αυτό χρειαστεί. Γιατί το επισημαίνω αυτό ως σημαντικό; Γιατί ακριβώς δένει και με μια άλλη υπό διαμόρφωση πραγματικότητα, διόλου άσχετη με το θέμα μας.
Digital natives Vs Digital immigrants
Αυτή τη στιγμή έχουν βγει στη θεατρική αγορά εργασίας χιλιάδες νέοι ηθοποιοί (και άλλες ειδικότητες), οι οποίοι έζησαν το μέχρι πρόσφατα απίστευτο: έμαθαν την τέχνη του θεάτρου μέσω διαδικτύου. Δηλαδή, έμαθαν να διαχειρίζονται τα υλικά του χωρίς το απόλυτο δεδομένο του είδους: τη ζωντανή παρουσία. Και συνεχίζουν να βγαίνουν στην αγορά μαζικά. Αρκεί μια ματιά στον αριθμό των πρακτικών θεατρικών εργαστηρίων που προσφέρονται αυτή τη στιγμή διαδικτυακά. Είναι κάτι περισσότερο από εντυπωσιακός. Είναι λογικό λοιπόν όλους αυτούς τους φυσικούς χρήστες του διαδικτύου (digital
natives) που μεγάλωσαν μαζί με την τεχνολογία--σε αντίθεση με τους «μετανάστες του διαδικτύου» (digital
immigrants—περίπου οι 40+) που κάποια στιγμή γνώρισαν «κουτσά-στραβά» την τεχνολογία--, να μην τους ξενίζει η ιδέα να σκηνοθετήσουν οι ίδιοι ή να σκηνοθετηθούν εκ του μακρόθεν. Στο μυαλό τους τα οντολογικά δεδομένα του χώρου έχουν αποκτήσει μια σχετικότητα που λίγα χρόνια πριν δεν θα ήταν θέμα οποιασδήποτε συζήτησης.
Είναι προφανές πως το χάσμα ανάμεσα στις γενιές μεγαλώνει. Η τυποποίηση που επιβάλλεται μέσω τεχνολογίας, και ειδικότερα στο γενικό πακέτο «εκπαίδευση» όλων των βαθμίδων και τύπων, έχει δημιουργήσει νέες μορφές επικοινωνίας και μια νέα άποψη περί γνώσης, ειδικότητας, χρησιμότητας, πρωτοτυπίας, ανακύκλωσης, kitsch, φασόν, συμμετοχής, συλλογικότητας, που μοιραία οδηγεί γοργά και σε ένα άλλο θέατρο, σημαντικό μέρος του οποίου όσο θα περνά ο καιρός θα υποτάσσεται όλο και περισσότερο σε οικονομικά συμφέρουσες τακτικές διακίνησης και εξυπηρέτησης, όπως συμβαίνει στα «ταχυφαγεία», στις πολυεθνικές, στις franchise εταιρείες κ.λπ.
Θέλω να πω ότι αργά ή γρήγορα έννοιες που σήμερα απασχολούν και πονοκεφαλιάζουν τους ειδικούς του θεάτρου --όπως παρουσία, απουσία, λάιβ, αναπαράσταση, μίμηση, παράσταση, επιτελεστικότητα, θεατής, επαγγελματίας, ερασιτέχνης, σκηνοθέτης, σκηνή, πλατεία, μύθος, χαρακτήρας, πλοκή--, εκ των πραγμάτων θα επαναπροσδιοριστούν προκειμένου να συμπλέουν με τις εξελίξεις. Ήδη ο Αριστοτέλης με την Ποιητική
του (μέχρι πολύ πρόσφατα η αμετακίνητη «Βίβλος» του θεάτρου), έχει γίνει ο σάκος του μποξ σε πολλά τμήματα θεάτρου δυτικών πανεπιστημίων. Και δεν είναι η μοναδική περίπτωση. Δεν έχει απομείνει πυλώνας του δυτικού πολιτισμού και των θεατρικών του επιτευγμάτων που να μην αμφισβητείται. Η ταχύτητα με την οποία προκαλούνται αυτές οι εξελίξεις, ταράζει τις βεβαιότητες των πιο παλιών από τη μια, και από την άλλη κρατά τη νέα γενιά σε μια μόνιμη κατάσταση (ανα)προσαρμογής του γούστου της, των πολιτικών και αισθητικών της πεποιθήσεων, των αξιών της κ.ο.κ.
Μένουμε στο σπίτι: η νέα οικονομία και ιδεολογία
Μέσα σε αυτό το πλέγμα των νέων σχέσεων που διαμορφώνονται ανάμεσα στον παραγωγό του προϊόντος (της ιδέας) και τον καταναλωτή/υποδοχέα, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ακραίου ανταγωνισμού, καταναλωτισμού, μοναχικότητας, ταχύτητας, ευμεταβλητότητας και εμπορευματοποίησης, που προμηνύεται να γίνει ακόμη πιο έντονη, γεννώντας στην πορεία την ανάγκη για συνεχείς αλλαγές στον τρόπο προβολής και διάθεσης των θεατρικών προϊόντων, η έννοια του «ετοιμοπαράδοτου» θεατρικού προϊόντος, ενδέχεται να αποδειχτεί για τους νεότερους ένα επιχειρηματικό μοντέλο που πολλοί θα υιοθετήσουν.
Είναι, όπως είπαμε, γρήγορο, σχετικά φτηνό, αυτοματοποιημένο/τυποποιημένο, με τις κεραίες στραμμένες στις τάσεις της νέας homebound economy, της οικονομίας που είναι κομμένη και ραμμένη στο μέτρο και τις επιθυμίες των νέων καταναλωτών, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο μένουν στο σπίτι, οπότε για να βγουν απαιτείται ένα πολύ ισχυρό πλέον ερέθισμα. Εντελώς ενδεικτικά αρκεί να αναφέρω εδώ τη διόλου τυχαία αλλαγή του τίτλου του γνωστού περιοδικού Time
Out
σε Time
In. Οπότε το ερώτημα από δω και πέρα για τους καλλιτέχνες του θεάτρου θα γίνεται όλο και πιο πιεστικό: πώς βγάζουν τον κόσμο ξανά στον δρόμο και από κει πίσω στο θέατρο;
Εάν κάποτε ο Max Weber χρησιμοποίησε το μοντέλο της γραφειοκρατίας για να εξηγήσει τη δομή (και την αποξένωση) των μοντέρνων κοινωνιών και των τεχνών τους, τώρα είναι η εποχή του μοντέλου fast food (και κατ’ επέκταση fast forward). Όλα ρυθμισμένα πλέον με τέτοιο τρόπο ώστε να απαιτούν τον ελάχιστο δυνατό χρόνο μετάβασης από την έκφραση της επιθυμίας στην ικανοποίηση της επιθυμίας. Π.χ. λέω, «πεινάω και θέλω να φάω» και η λύση είναι άμεση: fast food. Ή λέω, «θέλω να δω κάποιο θέαμα ή να συμμετάσχω σε αυτό» και επίσης η λύση πρέπει να είναι άμεση, τόσο με τους όρους της ανακύκλωσης, του φασόν και του franchise όσο και πέρα από αυτούς. Η Αθήνα άλλωστε έχει να λέει με τις 1500 παραστάσεις (προ πανδημίας). Το μεγαλύτερο θεατρικό «ταχυφαγείο» της Ευρώπης.
Αυτή τη στιγμή όλα οδηγούν σε μια ελαχιστοποίηση του χρόνου ενασχόλησης με κάτι, είτε αυτό έχει να κάνει με την προετοιμασία ή την κριτική μιας παράστασης, είτε την έρευνα, είτε τη μετάβαση στη δουλειά, στο σχολείο, παντού. Η τεχνολογία με τον τρόπο της «απαγορεύει» στο άτομο να συντηρεί επί μακρόν απορίες, επιθυμίες και ερωτήσεις. Γι’ αυτό του προσφέρει άμεση ικανοποίηση. Αυτό άλλωστε δεν πουλάνε, ως αβαντάζ, όλα τα νέα μοντέλα που βγαίνουν στην αγορά; Ταχύτητα, συγχρονικότητα και περιεκτικότητα. Σε ένα τόσο δα i-phone ο πελάτης κουβαλά τον κόσμο όλο. Πέντε αστεράκια στην αξιολόγηση μιας παράστασης εκπαραθυρώνουν 1000 λέξεις κριτικής. Η υπομονή ανήκει σε άλλες εποχές και άλλα lifestyles, ανήκει στους μετανάστες του διαδικτύου. Οι φυσικοί χρήστες είναι αλλού, το οποίο «αλλού» δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι είναι εξ ορισμού και ένας «καλός τόπος». Άλλωστε, η ευτοπία από τη δυστοπία, όπως και η κωμωδία από την τραγωδία απέχουν ελάχιστα.
Και το kitsch πάντα παρόν
Να προσθέσω σε σχέση με τα παραπάνω ότι όσο θα αναπτύσσεται η αναπαραγωγική δυναμική της τεχνολογίας άλλο τόσο θα αναπτύσσεται και το kitsch, το οποίο, όπως ξέρουμε, ακολουθεί κατά πόδας τη μόδα, εμφανίζεται ξαφνικά, για να εξαφανιστεί εξίσου γοργά και να αντικατασταθεί από κάτι άλλο και ούτω καθεξής.
Το kitsch είναι η απόλυτη άσκηση στην προσομοίωση, η κυριαρχία της απομίμησης, η εύκολη (εξ)αγορά της (αυθεντικής) εμπειρίας. Όλοι φαίνεται να είναι στο παιχνίδι της αγοραπωλησίας κι ας μην το ομολογούν. Το kitsch, μολονότι ψεύτικο (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό), ενώνει τους ανθρώπους. Όπως λέει και ο Kούντερα: «Η αδερφοσύνη όλων των ανθρώπων μόνο στο kitsch μπορεί να θεμελιωθεί». Δείτε τα πλαστικοποιημένα σχεδόν και πανομοιότυπα πρόσωπα (μάλλον προσωπεία) τηλεπαρουσιαστριών και τηλεπαρουσιαστών, τα κατασκευασμένα σώματα λογής-λογής θλιβερών influencers. Όλα μια ευπώλητη παράσταση του πλέον κακόγουστου kitsch, που όμως εμφανίζει εντυπωσιακότατα νούμερα αποδοχής. Το ίδιο και οι kitsch συμπεριφορές, τα kitsch αισθήματα και τηλεοπτικά δάκρυα. Και για να πάω το σκεπτικό λίγο παραπέρα, εάν τα έργα τέχνης αξιολογούνταν με όρους καθαρά δημοκρατικούς, το kitsch θα κυριαρχούσε και με τεράστια διαφορά. Χωρίς ίχνος υπερβολής, το kitsch είναι το all time classic. Απλώς ο όγκος και η ταχύτητα διακίνησής του διαφέρουν από εποχή σε εποχή.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι μεν πιο παλιοί τα πυροβολούν όλα αυτά (τα «κιτσάτα»), τα κατακρίνουν, τα αναθεματίζουν, περισσότερο για να κρύψουν, βιαστικά, το γεγονός ότι τους αφορούν, οι δε νεότεροι, οι μεταμοντέρνοι, ζουν μαζί τους εντελώς απενοχοποιημένα, χωρίς να νοιάζονται ιδιαίτερα για διακρίσεις ανάμεσα στην υψηλή και τη λαϊκή κουλτούρα, που είναι άλλωστε και ο ρυθμιστικός παράγοντας του ορισμού του kitsch, αλλά και του ορισμού πολλών άλλων θεμάτων που έχουν να κάνουν με την έννοια της δημιουργίας, της έμπνευσης, της γραφής και της αντιγραφής, της πρωτοτυπίας (εξ ου και η ευκολότερη αποδοχή εκ μέρους τους του μοντέλου που συζητούμε εδώ).
Περί «πραγματικού» και συμμετοχής
Με όλες αυτές τις σκόρπιες σκέψεις να με προβληματίζουν, διερωτώμαι κατά πόσο το πραγματικό ζητούμενο σε τέτοιες εμπειρίες επαφής με την πραγματικότητα είναι να περάσει καλά ο κόσμος, να διασκεδάσει ή το ζητούμενο είναι το υπόστρωμα των μηχανισμών που οδηγούν στην απόλαυση της «πακεταρισμένης», franchise ή όχι, εμπειρίας; Και μιας και αφορμή για όλα αυτά ήταν η περιπατητική περφόρμανς Remote Thessaloniki η οποία, το ξαναλέω για να αποφευχθούν οι παρερμηνείες, μου άρεσε, είχε ποιότητα και με «ταξίδεψε», θα ήθελα πριν κλείσω να σταθώ σε αυτό που με προβλημάτισε πιο πολύ, και εννοώ την «ασώματη» φωνή (GPS navigator) που μου υποδείκνυε σε όλη τη διαδρομή ακριβώς τι να κάνω, πού να πάω, πού να στρίψω, και ενίοτε πώς να σκεφτώ αντικρίζοντας τα ερείπια, την πόλη, τους ανθρώπους της, τους νεκρούς της. Με προβλημάτισε γιατί αισθάνθηκα ότι «απειλούσε» σε ένα βαθμό την προσωπική ματιά, την ίδια στιγμή που επιδίωκε μέσα από τη διεμβόλιση του αστικού τοπίου να προχωρήσω, ως συμμετέχων σε μια συλλογικότητα, στην απομυθοποίησή του. Παρ’ όλη την προσπάθεια που κατέβαλα, δεν κατάφερα ωστόσο να απαλλαγώ από το αίσθημα της ψευδαίσθησης της απελευθέρωσης και της συλλογικότητας. Μπορεί να συγκινήθηκα, όμως δεν αισθάνθηκα η απομάκρυνση από τη αυθεντία του ειδικού επαγγελματία (συγγραφέα και ηθοποιού) να με κάνει πιο ελεύθερο ή συνδημιουργικό. Αντί άλλου σχολίου, επαναφέρω τα αυθόρμητα σχόλια που είχα αναρτήσει στο facebook τον Σεπτέμβριο, αμέσως μετά τη συμμετοχή μου στη δράση αυτή:
«Γενικά δεν είμαι φίλος του συμμετοχικού θεάτρου. Και ο λόγος απλός. Δεν έχει να κάνει με την ποιότητα αλλά με τις σχέσεις που δημιουργεί. Αγαπώ τον ρόλο του θεατή και όχι του συντελεστή. Νιώθω πιο ασφαλής. Θέλω χώρο να σκεφτώ, να αποστασιοποιηθώ, να κρίνω. Δεν θέλω την έντονη συναισθηματική εμπλοκή. Μου μπερδεύει τη σκέψη. Μου κλέβει τον λόγο. Κι αυτό μόνο η απόσταση μου το διασφαλίζει».
Και σκέφτομαι: μήπως τελικά το πρόβλημα είμαι εγώ; Δηλαδή, όλα αυτά που γράφω εδώ δεν αφορούν κανέναν άλλο παρά μόνο τις δικές μου εμμονές; Ίσως. Από την άλλη πάλι σκέφτομαι, δανειζόμενος αυτή τη φορά τη σκέψη του Adorno: μήπως τελικά οι άνθρωποι, «ανομολόγητα υποπτεύονται ότι η ζωή τους θα τους γίνει πια εντελώς αφόρητη, αν πάψουν να είναι προσκολλημένοι σε ικανοποιήσεις, οι οποίες είναι ανύπαρκτες», οπότε, παραστάσεις ή συλλογικές δράσεις σαν κι αυτές είναι ευεργετικές γιατί λειτουργούν πιο πολύ καταπραϋντικά: μας γνωρίζουν μεν τα «σκατά» στα οποία κατέληξε «η θεϊκή δημιουργία», κατά Mίλαν Κούντερα, ταυτόχρονα όμως μας απενοχοποιούν κι έτσι πάμε για ύπνο χωρίς ενοχές και τύψεις;
«Απέναντι» στο Σύστημα ή μαζί;
Δεν έχω, επαναλαμβάνω, κάποια ξεκάθαρη απάντηση. Αν είχα δεν θα έγραφα αυτό το κείμενο. Το μόνο που μπορώ να πω, ακολουθώντας τον Adorno, είναι ότι ο άνθρωπος αγαπά πιο πολύ τα ομοιώματα του πραγματικού, γιατί δεν μπορεί να ζήσει με το πραγματικό. Δεν ξέρει καν πού βρίσκεται, κι ας φωνάζει ότι ξέρει. Και ένα θεατρικό μοντέλο τύπου franchise, μπορεί να δείχνει ότι αντιμάχεται το Σύστημα (και διόλου δεν αμφισβητώ τις ειλικρινείς του προθέσεις για μια βαθύτερη ενασχόληση με κοινωνικά, πολιτικά και οικολογικο-πολιτιστικά θέματα, για μια γέφυρα κοινοτικής δραστηριοποίησης), ωστόσο δείχνει ανήμπορο (ίσως και να μην θέλει) να απαλλαγεί από τη λογική της παγκοσμιοποίησης, της κουλτούρας της τυποποίησης, του ενίοτε ακραίου συναισθηματισμού, της ομοιομορφίας και ομογενοποίησης, θέτοντας έτσι εν αμφιβόλω τις όποιες αντι-συστημικές βλέψεις του. Κι αν αυτό προβληματίζει με ικανές και πολύ ψαγμένες ποιοτικές ομάδες όπως οι Rimini Protokoll, Forced Entertainment κ.λπ. φανταστείτε τι μπορεί να γίνει εάν όλοι αρχίσουν να καταφεύγουν σε αυτό το μοντέλο, ενδιαφέρον στις προθέσεις αλλά ευάλωτο στις κακοποιήσεις.
Κατακλείδα
Όπως συμβαίνει πάντα έτσι και εδώ ο χρόνος θα δείξει κατά πόσο η επιδιωκόμενη και πολλαπλώς ποθούμενη σύνδεση του θεατρικού, του πολιτικού και του προσωπικού θα μπορέσει να βάλει στο κάδρο και να δικαιώσει τη σύνδεση με τη μείζονα πολιτική, τη μείζονα θεατρικότητα, κατά πόσο με τις χωρικές και άλλες παρεμβάσεις των καλλιτεχνών που επιζητούν να εντάξουν τον θεατή στο δρώμενο (και το οικοσύστημα), δημιουργώντας, έστω και προσωρινά, την αίσθηση της κοινότητας μέσα από την κατάργηση των σχέσεων σκηνής/πλατείας, θα είναι μια ουσιαστική επιλογή που όντως θα αποδομεί τα πράγματα ή απλώς θα λειτουργεί σαν ένα άλλοθι μεταμοντερνικότητας, δηλαδή θα δημιουργεί μια «κιτσάτη» υπεραξία, αποτέλεσμα της ρομαντικοποίησης της ίδιας της ιδέας της δράσης, η οποία, ενδεδυμένη τα ιμάτια μιας «ριζοσπαστικής δράσης», θα απορροφάται από αυτόν που την υλοποιεί και μοιραία θα χάνει μέρος της πολιτικής της δυναμικής, με τον περιπατητή-συμμετέχοντα σε ρόλο flaneur, ενός μποέμ και συνάμα ενός ερασιτέχνη συμπαραγωγού σε μια περφόρμανς.
Ελπίζω να διαψευστούν οι επιφυλάξεις που καταθέτω σε αυτή τη σύντομη υπόθεση εργασίας, και το θέατρο να συνεχίσει να ονειρεύεται και να κάνει πράξη το επικίνδυνο, το ουσιαστικό, το ανεξάρτητο και απρόβλεπτο. Οψόμεθα.
[ Αφορμή για τη συγγραφή του κειμένου αυτού ήταν το συνέδριο που διοργάνωσε στη Μπρατισλάβα η Ένωση Θεατρικών Κριτικών της Σλοβακίας στις 20 Νοεμβρίου 2021, με θέμα Recycling in the Performing Arts: from Creativity to Commerce και πιο συγκεκριμένα μια από τις ομιλίες, του Ivan Medenica, με θέμα τις ευεργετικές προεκτάσεις του φαινόμενου. ]