Από τα «Ποιήματα του καιρού»

{6 λεπτά}
Από τα «Ποιήματα του καιρού»


Αστι­κός μύ­θος

Μέ­χρι τέ­λους ασε­βής ο ει­κο­σά­χρο­νος ιπ­πό­της François-Jean de la Barre, αμέ­σως με­τά τον βα­σα­νι­σμό του και λί­γο πριν τον απο­κε­φα­λι­σμό του, την 1η Ιου­λί­ου του 1766, αρ­νή­θη­κε μια έσχα­τη ευ­και­ρία να με­τα­νο­ή­σει και να κοι­νω­νή­σει. Κυ­κλο­φό­ρη­σε τό­τε ότι:

Ο εφη­μέ­ριος του εί­πε:
— Δεν πι­στεύ­ε­τε λοι­πόν στον Κύ­ριο;
— Δεν γνω­ρί­ζω ακό­μη αν εί­ναι αξιό­πι­στος.
— Πώς γί­νε­ται αυ­τό;
— Δεν τον γνω­ρί­ζω κα­λά.
— Ποιος ο λό­γος;
— Δεν φρό­ντι­σε να μου δώ­σει χρό­νο αρ­κε­τό.



Τα δύο φύλ­λα

(14/2/2022: Συ­νο­μι­λία με­τα­ξύ «ανορ­θό­γρα­φου» και πο­λύ­ξε­ρης)

Τό­σα και τό­σα ακού­γο­νται εσχά­τως.
Τον Άρ­μπεν της, ανή­συ­χη, ρω­τά η Βε­α­τρί­κη:
—Θα μου πεις πώς έγι­νε και έσπα­σε
το πό­δι της η φί­λη σου η Νί­κη;
—Μην το ψά­χνεις, φθι­νό­πω­ρο ήταν,
πέ­φτουν τα φί­λα, δεν το ξέ­ρεις;
γκρε­μο­τσα­κί­στη­κε κι αυ­τή.
Ναι, η Βε­α­τρί­κη ξέ­ρει:
ξέ­ρει πολ­λά — νο­μί­ζει—
ξέ­ρει τον Άρ­μπεν πια,
ξέ­ρει πως εί­ναι ανορ­θό­γρα­φος,
όχι ως ξέ­νος, προς Θε­ού,
— πα­λαί­μα­χη ξέ­νη εί­ναι κι αυ­τή—
αλ­λά ως δυ­σλε­ξι­κός.
Ξέ­ρει και πως ο Άρ­μπεν της
μι­λά γι’ αυ­τήν σε τρί­τους
απο­κα­λώ­ντας την γκό­με­να,
κι όχι φύλ­λη —  ο γάι­δα­ρος!
Πράγ­μα που την ενο­χλεί·
όμως ετού­τη τη στιγ­μή
την κά­νει να νιώ­θει ασφα­λή.
Ησυ­χά­ζει·
εί­ναι πιο ψη­λή,
σκύ­βει από­το­μα
για να του δώ­σει
ένα φυλ­λί.





Πο­νη­ρό σα­τό­ρι

(από­πει­ρα με σι­νι­κή, 4)


(Μα ναι, οι ση­μα­ντι­κές λέ­ξεις έρ­χο­νται απρό­σκλη­τες,
μα­ζί με τις γά­τες)· το ποί­η­μα αυ­τό πο­λύ τον τα­λαι­πω­ρεί,
το πα­ρα­τά αμέ­σως και ρί­χνει κά­τω ένα κομ­μά­τι τυ­ρί.


Κάι­ρο 3

(ερω­τή­σεις και δι­λήμ­μα­τα)

Mε­γά­λο πράγ­μα η με­γά­λη βρο­χή
στο Κάι­ρο, στη μέ­ση της ερή­μου.
Φέρ­νει ανα­στά­τω­ση, ευ­τυ­χία, σο­φία.
Πρό­περ­σι
Τρεις μέ­ρες έβρε­χε
κλει­στά σχο­λεία, κομ­μέ­νο φως,
κό­πη­κε η συ­γκοι­νω­νία,
πλημ­μύ­ρι­σαν δρό­μοι,
μα­γα­ζιά και κα­φε­νεία.
Όταν κό­πα­σε για λί­γο,
βγή­κα για λί­γα ψώ­νια
βού­τη­ξα μέ­χρι το γό­να­το
σε τα­ξι­διά­ρι­κα σκου­πί­δια
(έπλυ­να με­τά τα πό­δια με χλω­ρί­νη),
στά­θη­κα μπρος σ’ ένα κα­φε­νείο,
ένας κύ­ριος με κά­λε­σε για σκά­κι.

— Μα πώς; Τα πό­δια μου εί­ναι μού­σκε­μα…
—Οι Ευ­ρω­παί­οι δεν παί­ζουν σκά­κι
με τα πό­δια βρεγ­μέ­να;

Μπή­κα, έπαι­ξα, έχα­σα.

Πέρ­σι
Στο ίδιο κα­φε­νείο, με­τά τη βρο­χή,
συ­ζη­τού­σα με δυο νε­α­ρούς,
για τη βρο­χή της ερή­μου
(όπως όλοι εκεί στο κα­φε­νείο).

— Έχεις κά­πως εγκλι­μα­τι­στεί…
Αλή­θεια, τι oμά­δα εί­σαι;
Δεν έχω ακό­μη ομά­δα εδώ.
Ο άντρας έχει πά­ντα την ομά­δα του,
έστω κι αν ζει στα ξέ­να.
Μι­κρός εί­χα δια­λέ­ξει ομά­δα αυ­θόρ­μη­τα
πέρ­σι μπή­κα στο δί­λημ­μα:
Αλ-Άχλυ ή Zα­μά­λεκ;

Φέ­τος
Πε­ρι­μέ­νω πά­λι τη με­γά­λη βρο­χή
στη μέ­ση της ερή­μου.
Το δί­λημ­μα κα­λά κρα­τεί.

Από τα Ποιήματα του καιρού

20220123 151242
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: