Η πόλις - πόλις μου
Η πόλις είναι ανάπτυξις
στίλβοντος τενεκέ Μα εντός,
μέσα στο κούφιο γίγνεσθαι,
μαυρογεννάται ποίησις
μέσα της όλοι μεγαλώνουμε
όπου και αν πάει, πάμε,
την πόλι ακολουθούμε
λοιπόν
ΛΟΙΠΟΝ
ΛΟΙΠΟΝ:
εσύ συμπαρασύρεσαι
ο Σολωμός μένει ακίνητος
ο ΚΠΚ διασχίζει
περνά χτυπώντας τα φτερά
το σκοτεινό τρυγόνι
να
ο Σαχτούρης
σύρων
τα πόδια φέρει μπλέγοντας
σε αργυρό ρυτό μικκύλο
τον μέλανα ζωμό του έργου του
ανακατεύει
με
δυο πρόκες και ένα κόκκινο
να
ο Ἐμπειρίκος
σε τυχαίο περίπατο
γελώντας δε,
σαν νηπενθής ή θάνατος,
τον θάνατο
δρόμο θαλασσινό ορίζει
με άσπρες ελαφρόπετρες
και σημαδούρες από γιούσουρι
να
ο ποιητής με το λευκό πουκάμισο
σίγουρος, ναύσχημὈς, κομψός
κρατώντας δύο στρόβια
Monsieur Cannibale
χορεύει και ηλιοτροπεί
καταματίς κοιτά
μόνον τις λέξεις
να
η Αλόη Σ
ακολουθεί
πρώτα ένα κύμα
κατόπιν μία γάτα και αμμουδιά
τέλος μία σκιά του κυανού
χαίρε Σιδέρη Αλόη, χαίρε
να|
ο Αναγνωστάκης
δυό φορές
ψηλός, μάς βάζει τα γυαλιά του,
μόνος
μέσα στην νύχτα προχωράει νέος
τώρα,
Ζωή Καρέλλη,
η νήσος άνθρωπος
σώμα γυνή, σώμα λινή
όχι σελήνη, όχι πλαγκτή
και να
ο Χριστιανόπουλος
άγεται
χάνεται
στις δέκα ακριβώς
πάντοτε επιστρέφει
περνά χτυπώντας τα φτερά
το σκοτεινό τρυγόνι
εδώ, εκεί
και εκεί αλλού
ο ΓΡ
είναι παντού
είναι ο έτοιμος εκ γενετής για άγαλμα
είναι και ο στροβιλιζόμενος
όταν τα γήπεδα αδειάζουν
εκεί η Κ
σε ένα μέσο σταθερής τροχιάς
στίχους χτυπά, πέφτουν και
άχνη φτιάνει, φτιάχνει ποιήματα
στον χρόνο της στήνει & λύνει
πεσταυρόλεξα
με απογευματινά ευφυολογήματα
να η ΚΓ
αυτή φοβόταν πιο πολὺ
μην γίνει, και έγινε, ποιήτρια
— με τα ‘ψητοπωλεία του Μινιόν’;
— αφού ρωτάς: ‘ναι, και με αυτά’
να
η Νανά Ησαΐα που σε όλους είχε πει,
επτά θυμόνταν — τα μετά τον θάνατο,
‘δεν είμαι καν σε μία μαύρη πόλι
φτάνουν πια τα άστρα
περπατώ, μόνον περπατώ’
βάζω ένα άστρο [να εδώ: *] για όσα δεν μας είχε πει
δες τής τους πίνακες άνδεν καταλαβαίνης
να
η Ελένη Βακαλό
μπαίνει στο δάσος
θέλει και αγνοεί
τις πινακίδες-βέλη
για να κερδίσει, πως, όλο το δάσος
θέλει ή/και
να χαθεί
να
τώρα η Λύντια
τρέχει αυτή
τρέχει σαν πείραμα ο καιρός
αντί στεφάνου ένας χορός
και ο Σεφέρης;
πουναπώς βρίσκεται αυτός, ποτέ δεν ξέρεις,
δια παντός
θα ταξιδεύει, λέγεται, αυτός
θα ταξιδεύει, λέγει, ο κόσμος του
ένα σεφέρι
περνά χτυπώντας τα φτερά
το σκοτεινό τρυγόνι
ΥΓ 1. Στην πόλι - πόλι μου
κορυχαρτό παικτοδαλλού,
αλλού για αλλού, Ραλλού Γιαννου –
της τελευταίας λου στιγμής,
νεκυδαλλού
σο πού, αλλού
ραλλού
Τι αποκάλυψι!