————————————————————
τoυ
ΓΙÁΝΝΗ ΖÉΡΒΑ
————————————————————
Ο Alessandro Baricco είναι ένας από τους πιο γνωστούς σύγχρονους συγγραφείς της Ιταλίας, πολυγραφότατος και με ιδιαίτερη ικανότητα να γράφει πολλά διαφορετικά είδη λόγου (μυθιστορήματα, δοκίμια, σενάρια, θέατρο, άρθρα σε εφημερίδες). Θεωρείται πλέον ένας από τους σημαντικούς διανοούμενους με δημόσιο λόγο στην Ιταλία.
Γεννήθηκε στο Τορίνο το 1958 και σπούδασε φιλοσοφία και πιάνο, πριν ασχοληθεί επαγγελματικά για ένα διάστημα με την μουσικοκριτική στις εφημερίδες La Repubblica και La Stampa. Έγραψε δοκίμια για tην μουσική (Il genio in fuga. Due saggi sul teatro musicale di Rossini, Il Melangolo, 1988)), την σχέση μεταξύ μουσικής και μοντερνισμού (L'anima di Hegel e le mucche del Wisconsin – Η ψυχή του Χέγκελ και οι αγελάδες του Ουισκόνσιν, Garzanti, 1992) αλλά και εξιστορήσεις μουσικών έργων για παιδιά (La storia di Don Giovanni raccontata da Alessandro Baricco (εικονογραφημένο),
Scuola Holden, 2010.
Το πρώτο μυθιστόρημά του Όνειρα από γυαλί (1991), τιμήθηκε με τα βραβεία Selezione Campiello και Prix Medicis, και το δεύτερο, Ωκεανός (1993) έλαβε τα βραβεία Viareggio και Palazzo al Bosco. Το διάσημο Χίλιαεννιακόσια - ένας μονόλογος (1994), έγινε ταινία τo 1998 από τον Giuseppe Tornatore και το ακόμη πιο διάσημο Μετάξι (1996) που έχει μεταφραστεί σε 16 γλώσσες, έγινε ταινία to 2006 από τον Francois Girard. Ο ίδιος ο Μπαρίκο γύρισε ως σκηνοθέτης μία και μόνη ταινία, το «Lezione 21» (2008), εμπνευσμένο από μια διάλεξη για τον «Ύμνο στη Χαρά» του Μπετόβεν.
Το 1994 ο Μπαρίκο ίδρυσε στο Τορίνο την σχολή δημιουργικής γραφής Scuola Holden (το όνομα του διαρκώς έφηβου Holden Caulfield, κεντρικού ήρωα τού μυθιστορήματος του JD Salinger Ο φύλακας στη σίκαλη), μια σχολή όπου διδάσκει ο ίδιος και, όπως λέει, μαθαίνει τους μαθητές του όχι πως να γράφουν μυθιστορήματα ή σενάρια ή άρθρα αλλά πώς να αφηγούνται ιστορίες. Πέρα από τα πολλά μυθιστορήματά του (σχεδόν όλα στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη), έχει γράψει και ένα θεατρικό έργο («Smith and Wesson»).
Έχει κάνει πολλές δημόσιες αναγνώσεις έργων του και έχει κάνει επίσης μια παρουσίαση για κοινό της Ιλιάδας
όπου έχει αφαιρέσει την παρουσία των θεών κρατώντας το υπόλοιπο κείμενο με ελάχιστες παρεμβάσεις έτσι που να ακούγονται οι ανθρώπινες ιστορίες των ηρώων. Στην τελευταία διετία της πανδημίας έχει κάνει επίσης ραδιοφωνικές και δημόσιες αναγνώσεις και μουσικές παρουσιάσεις έτσι ώστε να βοηθήσει στην αναψυχή των έγκλειστων λόγω καραντίνας Ιταλών.
Την τελευταία πενταετία, ο Αλεσάντρο Μπαρίκο μοιάζει να έχει επιστρέψει περισσότερο στις φιλοσοφικές του ρίζες μελετώντας την ιστορία και τη διαδρομή της «μετάλλαξης» του πολιτισμού μας με την ψηφιακή επανάσταση και αναλύοντας το φαινόμενο. Όλη αυτή η εργασία του είναι αποτυπωμένη στο τελευταίο του βιβλίο The Game (2018).
Στην προσωπική του ζωή ο Μπαρίκο ζει με την πιανίστα Gloria Campaner, σε μια βίλα του 18ου αιώνα έξω από το Τορίνο και έχει δύο έφηβους γιους από τον πρώτο του γάμο.
Σιματάι (Πεκίνο). Σας το είχα πει πως στο τέλος θα έγραφα κάτι για το Σινικό Τείχος. Μοιάζει με ελαττωματική ιεροτελεστία, ίσως και να είναι, αλλά στ’ αλήθεια δε θα μπορούσα να εξηγήσω αυτό που έχω πραγματικά στο μυαλό μου, χωρίς να αφηγηθώ κάποια πράγματα γι’ αυτό το τεράστιο ερπετό, φτιαγμένο από πέτρες και παραφροσύνη. Είναι σαν μια εικόνα που με καθοδηγεί. Σκέφτηκα λοιπόν: πως είναι να φαντάζεσαι μια εικόνα ενώ περπατάς επάνω της; Κάτι δηλαδή σαν τα ταξίδια του Γκιούλιβερ: να κάνεις trekking μέσα στις σκέψεις σου;
Μπορούσα να αντισταθώ;
Μοιάζει με μεθυσμένο φίδι, αλλά στην πραγματικότητα ακολουθεί μια λογική, που η βάση της μοιάζει να είναι η ακόλουθη: κατασκευάζεις έναν πύργο στην κορυφή ενός λόφου, στη συνέχεια κοιτάς δυτικά και ψάχνεις το πιο ψηλό σημείο μέσα στην ακτίνα καμιάς εβδομηνταριάς μέτρων, την απόσταση δηλαδή όπου τα φανάρια τη νύχτα είναι ορατά. Σε εκείνο το σημείο κατασκευάζεις έναν δεύτερο πύργο. Τέλος, συνδέεις τους δύο πύργους με ένα μονοπάτι μερικά μέτρα ψηλό, με προστατευτικό τοιχίο στην άκρη. Αν στην πορεία, πρέπει να κατέβεις τη μια κορφή και μετά να ανέβεις την άλλη, κατεβαίνεις χωρίς διαμαρτυρίες και με ήρεμη υπομονή. Αν πρέπει να περάσεις έναν πολύ απότομο γκρεμό, τον περνάς χωρίς βλαστήμιες και με σταθερή αποφασιστικότητα. Επαναλαμβάνεις για δύο αιώνες, κι έφτιαξες μόλις το Σινικό Τοίχος.
Στην πορεία είναι σημαντικό να μην αλλάζεις ποτέ τρόπο σκέψης.
Γνωρίζω ανθρώπους που ζουν έτσι.
Ας συμπληρώσω, ότι το να περπατάς για 7 ώρες πάνω στο Σινικό Τείχος, σημαίνει να περπατάς επί 7 ώρες και να παραμένεις κυριολεκτικά στο ίδιο σημείο. Σχεδόν σταματά το γίγνεσθαι, καθώς σε συνοδεύει η ενιαία και αμετάβλητη, για χιλιόμετρα, αρχιτεκτονική δομή, που προσφέρει στο μάτι πέτρες ολόιδια κομμένες, το ίδιο χρώμα τοιχία, την ίδια αίσθηση ύψους απ’ το έδαφος, για χιλιόμετρα. Κάθε πύργος που συναντάς, μοιάζει να είναι ο ίδιος πύργος, μόνο η εναλλασσόμενη προοπτική από ανηφόρες και κατηφόρες μαρτυρά, ότι αντίθετα απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχει κίνηση. Ολόιδιο και το τοπίο τριγύρω. Όταν έχεις προχωρήσει αρκετά, ώστε να μη συναντάς πια ούτε ψυχή, ξαφνικά νιώθεις την υπνωτική εξουσία αυτής της σουρεαλιστικής μετάβασης, και τα βήματά σου αρχίζουν πράγματι να φαίνονται σα μια κάθοδος στα βάθη της ψυχής σου, εκεί όπου οι αχτίδες της οριζόντιας κίνησης, που ακόμα αντιλαμβάνεσαι, τείνουν να χαθούν στην ακόμα φωτεινότερη αίσθηση μιας κάθετης κίνησης, όμοιας με μια αργή και ρυθμική πτώση προς ένα τυφλό σημείο κάτω απ’ τα πόδια σου. Έτσι, ενώ συγχέεις την κούραση με κάποιου είδους διαλογιστική άσκηση, ο κόσμος πραγματικά σβήνει στη μορφή του Τείχους, και το Τείχος σβήνει στα βήματά σου, και τα βήματά σου σβήνουν στις κινήσεις του νου σου, και τελικά παραμένει μια και μόνο σκέψη, σα σκληρό καρύδι, σε αυτή την ερημική περιοχή του νου, που κατέληξες ύστερα από χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτημα. Σκέφτομαι τον μεσιέ Μπερτέν.[1] Η παλιά καλή τεχνική του μεσιέ Μπερτέν. Υπομονή, κάματος, σιωπή, χρόνος και βάθος. Ποιο είναι το έπαθλο; Ο στοχασμός και η εγγύτητα στο νόημα των πραγμάτων.
Ξαφνικά στέκομαι, και για μια στιγμή έχω την απόλυτη και εσφαλμένη βεβαιότητα, ότι το μοντέλο του μεσιέ Μπερτέν υπερέχει αδιαμφισβήτητα. Είναι ο μόνος δυνατός τρόπος σκέψης, σκέφτομαι. Το μοντέλο των βαρβάρων[2] δεν έχει καμία ελπίδα.
Γνωρίζω φυσικά, ότι κάτι τέτοιο δεν αληθεύει, όμως εδώ, πάνω στο τείχος, δεν υπάρχει κανείς να με ελέγξει, κι αν κάνω κάποια ζαβολιά για μια στιγμή, δε θα πάρει μυρωδιά κανείς.
Έτσι, τελικά, με σαφήνεια και με τρόπο αξιολύπητα παλιακό, τριγυρίζει μπρος στα μάτια μου, ό,τι έμαθα και κατανόησα από τούτο το βιβλίο.
Γενικά, πιστεύεται ότι το Σινικό Τείχος είναι πανάρχαιο, ένα είδος ακραίου μνημείου που οι ρίζες του βυθίζονται βαθιά στα σκοτάδια των αιώνων. Στην πραγματικότητα, έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα, με τα φιδίσια τείχη που περικυκλώνουν τ’ ακροπύργια το ένα μετά το άλλο κι ακολουθούν υπομονετικά τις γραμμές του τοπίου, το Σινικό Τείχος είναι μια σχετικά πρόσφατη κατασκευή: ένας-δυο αιώνες δουλειάς, γύρω στα 1400-1500. Ήταν επίτευγμα μιας και μόνης δυναστείας, αυτής των Μινγκ: αποτελούσε την εντυπωσιακή τους μονομανία. Θεωρητικά, η ιδέα ήταν να προστατευτεί η αυτοκρατορία από τις ορδές νομάδων του βορρά, χαράσσοντας ένα τείχος, που θα εκτεινόταν από τη θάλασσα μέχρι τις περιοχές της βαθιάς Δύσης. Στην πραγματικότητα βέβαια, τα πράγματα ήταν κάπως πιο πολύπλοκα: εκεί που τείνουμε να βλέπουμε απλώς έναν στρατιωτικό μηχανισμό, κρύβεται αντιθέτως ένας ολόκληρος τρόπος σκέψης.
Στο βορρά, στη στέπα, υπήρχαν οι βάρβαροι. Ήταν φυλές νομάδων που δεν καλλιεργούσαν τη γη, συντηρούνταν από τις λεηλασίες και τον πόλεμο, και απείχαν έτη φωτός από τη φινέτσα του κινεζικού πολιτισμού. Όταν η ανάγκη τους πίεζε, κατέφταναν μέχρι τα σύνορα τις αυτοκρατορίας και πρότειναν εμπορικές συναλλαγές. Αν αυτές απορρίπτονταν, τότε έκαναν επίθεση. Στη συνέχεια, και αφού είχαν πρώτα λεηλατήσει το πεδίο, εξαφανίζονταν από εκεί που ήρθαν. Δεν έλειψαν μάλιστα και κάποιοι από αυτούς που βάλθηκαν να κατακτήσουν ολόκληρη την αυτοκρατορία: ο Κουμπλάι Χαν για παράδειγμα, ήταν Μογγόλος. Επίσης, ο τελευταίος Κινέζος αυτοκράτορας που εκθρονίστηκε το 1912 ήταν από τη Μαντζουρία: δηλαδή, βάρβαροι και οι δύο που ανέβηκαν στο θρόνο. Ήταν το αδιανόητο, που όμως έγινε πραγματικότητα.
Για αιώνες ολόκληρους βασανίζονταν οι διάφορες δυναστείες που εναλλάσσονταν στην εξουσία από το πρόβλημα, πως να αντιμετωπίσουν αυτή την ανισόρροπη πρόκληση που τάραζε την ηρεμία της αυτοκρατορίας. Τα τείχη ήταν μια εναλλακτική, αλλά σίγουρα όχι η μοναδική. Υπήρχαν τουλάχιστον δύο ακόμα πιθανές λύσεις. Η πρώτη ήταν να εισβάλλουν και να καθυποτάξουν τους βαρβάρους: αρκετά λογικό, για τα δεδομένα μιας αυτοκρατορίας, ωστόσο δύσκολο στην υλοποίηση. Οι νομάδες ήταν εξαιρετικοί πολεμιστές, και για να τους νικήσεις, θα έπρεπε εν μέρει να υιοθετήσεις τη δική τους μέθοδο μάχης και να την αντιγράψεις. Επιπλέον, ακόμα και αν κατάφερνες να τους νικήσεις, θα έπρεπε να δεις τι θα κάνεις με όλες αυτές τις αφιλόξενες στέπες και πως να διατηρήσεις την κυριαρχία επάνω τους. Η δεύτερη εναλλακτική ήταν να υποκύψεις και να διαπραγματεύεσαι μαζί τους. Λέω να υποκύψεις, γιατί η ιδέα της ανταλλαγής εμπορευμάτων με τους βαρβάρους θεωρούνταν αδυναμία στα όρια του ασύλληπτου. Φαντάζεστε τον Ουράνιο Αυτοκράτορα να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με έναν βάρβαρο και να υποκύπτει στον εκβιασμό του, προσφέροντας πολύτιμο σιτάρι ως αντάλλαγμα για μερικά αχρείαστα άλογα; Ο Θεός δε διαπραγματεύεται με τους άγριους. Δε δέχεται δώρα τους, δεν υποδέχεται τους πρεσβευτές τους και ούτε κατά διάνοια να διαβάσει τα μηνύματά τους. Είναι, γι’ αυτόν, ανύπαρκτοι.
Στην πραγματικότητα όμως, υπήρχαν και παραϋπήρχαν. Γι’ αυτό επί αιώνες, η Κινέζοι στρατιωτικοί ηγέτες και οι διανοούμενοι δοκιμάζονταν απ’ το δίλημμα των τριών δυνατοτήτων: επίθεση, εμπορική διαπραγμάτευση ή ανύψωση τείχους; Ενώ φαινόταν σαν ένα πρόβλημα στρατιωτικής τακτικής, αυτοί το ανήγαγαν σε ζήτημα σχεδόν φιλοσοφικό, αφού αισθάνονταν, ότι το να πάρεις μια απόφαση, ισοδυναμούσε με το επιλέξεις μια κάποια ιδέα για εσένα τον ίδιο, ισοδυναμούσε με τον προσδιορισμό, του τι είναι η αυτοκρατορία και τι είναι η Κίνα. Γνώριζαν, ότι το να επιτεθούν ή να διαπραγματευτούν, ήταν δύο επιλογές που κατά κάποιο τρόπο εξανάγκαζαν την αυτοκρατορία να βγει από το καβούκι της και υποχρέωναν την κινεζική φυσιογνωμία να αναμετρηθεί με την ύπαρξη διαφορετικών λαών. Το τείχος απ’ την άλλη, έμοιαζε να αποτελεί διακήρυξη της φτασμένης τελειότητας της αυτοκρατορίας και επικύρωση της φυσικής της ύπαρξης μέσα σε ολόκληρο τον κόσμο. Έτσι, παρίσταναν ότι συμβουλεύονται τους στρατηγούς, αλλά στην ουσία, από τους φιλοσόφους προσδοκούσαν την απάντηση. Έτσι μας δίδαξαν, μια και καλή, ότι στην εκάστοτε σχέση του με τους βαρβάρους, κάθε πολιτισμός φέρει εγγεγραμμένη την ιδέα που έχει ο ίδιος για τον εαυτό του. Γιατί ο εφιάλτης του πολιτισμού δεν είναι να κατακτηθεί από τους βαρβάρους, αλλά να μολυνθεί από αυτούς: ο πολιτισμός δε διανοείται ότι μπορεί να ηττηθεί από αυτούς τους κουρελιάρηδες, αλλά τρέμει, ότι πολεμώντας τους, μπορεί να βγει αλλοτριωμένος, διαβρωμένος. Φοβάται να τους αγγίξει. Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα το σκεφτεί : άλλη λύση δεν υπάρχει, παρά να υψώσουμε ένα ωραίο τείχος ανάμεσα σε εμάς και εκείνους. Οι Κινέζοι είχαν αυτή τη σκέψη κάμποσες φορές στο πέρασμα των αιώνων. Ήταν το μόνο διαθέσιμο σύστημα για να πολεμήσουν τους βαρβάρους, χωρίς να λερώσουν τα χέρια και να ρισκάρουν τη μόλυνση. Ήταν το μόνο διαθέσιμο σύστημα για να εκμηδενίσουν αυτούς που θεωρούσαν ανύπαρκτους. Και, από φιλοσοφικής άποψης, ήταν μια μεγαλοφυής σκέψη.
Από στρατιωτικής άποψης βέβαια, πρέπει να πούμε ότι δε λειτούργησε ποτέ. Κανένα τείχος, ούτε αυτό που βλέπουμε σήμερα, ούτε τα προϋπάρχοντα, που ήταν ταπεινότερα, χρησίμευσαν ποτέ σε κάτι. Οι βάρβαροι κατέφταναν ως εκεί, βλαστημούσαν για λίγο, και μετά στρέφοντας το άλογό τους (τα δεκάδες χιλιάδες άλογά τους), κάλπαζαν κατά μήκος του τείχους. Στο σημείο που αυτό τελείωνε, απλώς έστριβαν και εισέβαλαν στην Κίνα. Συνέβη αρκετές φορές. Ήταν νομάδες, γεννημένοι επάνω στα άλογα: δεν ήταν τίποτα γι’ αυτούς να μετακινηθούν καμιά χιλιάδα χιλιόμετρα παραπάνω. Πιο σπάνια, όταν ίσως τους έπιανε μια εντελώς ανθρώπινη ανυπομονησία, ορμούσαν σε ένα σημείο του τείχους, το διαπερνούσαν και ξεχύνονταν αντίπερα. Δεν υπάρχει επομένως αμφιβολία: το χτίσιμο, η συντήρηση και η διατήρηση αυτού του τείχους είχαν κόστη παντελώς δυσανάλογα με τη στρατιωτική του χρησιμότητα. Μόνο ένας ανόητος στρατηγός θα μπορούσε να συλλάβει ένα τέτοιο σχέδιο. Ή, όπως αρχίζετε να υποψιάζεστε, ένας μεγαλοφυής φιλόσοφος.
Και να λοιπόν, που πλέον έχουμε τις βάσεις, για να αναστοχαστούμε την κατασκευή του Σινικού Τείχους: για αρχή, ήταν λιγότερο μια στρατιωτική κίνηση και περισσότερο μια νοητική. Μοιάζει να χρησιμεύει στην ενίσχυση ενός συνόρου, αλλά στην πραγματικότητα είναι η επινόηση ενός συνόρου. Είναι μια εννοιολογική αφαίρεση, τόσο ευσταθής και τελεσίδικη που μετουσιώνεται σε φυσικό και τερατώδες μνημείο.
Είναι μια ιδέα πλασμένη από πέτρα.
Η ιδέα είναι, ότι η αυτοκρατορία είναι ο πολιτισμός, ενώ όλα τα υπόλοιπα η βαρβαρότητα και επομένως η μη-ύπαρξη. Η ιδέα είναι, ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι -γενικά-, αλλά Κινέζοι από τη μια μεριά και βάρβαροι από την άλλη. Η ιδέα είναι, ότι κάπου εκεί στη μέση υπάρχει ένα σύνορο: και αν ο νομάδας βάρβαρος, δεν το βλέπει, τώρα θα το δει με βεβαιότητα: και αν ο φοβισμένος Κινέζος το ξεχνάει, τώρα σίγουρα θα το θυμάται. Το Σινικό Τείχος δεν προφύλασσε από τους βαρβάρους: τους δημιουργούσε. Δεν υπερασπιζόταν τον πολιτισμό: τον όριζε. Γι’ αυτό το λόγο, εμείς σήμερα το φανταζόμαστε να στέκεται εκεί, από πάντα: γιατί πανάρχαια είναι και η -κινεζική- ιδέα, ότι εμείς είμαστε ο πολιτισμός και ο κόσμος όλος. Ακόμα και τότε που το τείχος ήταν ίσαμε μια σειρά από σκόρπια αναχώματα εδώ κι εκεί, για εμάς ήδη ονομαζόταν το Σινικό Τείχος,[3] γιατί ήταν πέτρινο και μνημειώδες, σαν την ιδέα ότι: εδώ υπάρχει αυτό το σύνορο. Για αιώνες μάλιστα, ήταν και κάτι περισσότερο από μια νοητική ιδέα: πραγματικότατο αλλά και αόρατο στη φυσική του μορφή. Όταν λοιπόν έφτασε ο Μάρκο Πόλο εκεί πέρα και αφηγήθηκε όλα όσα είδε, δεν είπε λέξη για το Τείχος. Είναι δυνατόν; Όχι απλώς είναι δυνατόν, αλλά είναι και λογικό: ο Κουμπλάι Χαν ήταν ένας Μογγόλος, η αυτοκρατορία που είδε ο Μάρκο Πόλο ήταν αυτή των νικητών βαρβάρων που κατέβηκαν απ’ το βορρά και κατέκτησαν την Κίνα. Υπήρχε μέσα στο νου τους αυτή η ιδέα του συνόρου; Όχι. Και αφού είχε εξαφανιστεί από το νου τους, το Σινικό Τείχος ήταν απλώς κάτι περισσότερο από κάποια μεμονωμένη οχύρωση χαμένη στο βορρά: για οποιονδήποτε Μάρκο Πόλο, θα παρέμενε αόρατη.
Έτσι εμείς σήμερα, μπορούμε να αναγνώσουμε στο Σινικό Τείχος την πιο όμορφη και μνημειώδη διατύπωση μιας αξίωσης: τη διαίρεση του κόσμου σε πολιτισμό και βαρβαρότητα. Κάπως έτσι, έφτασα κι εγώ ως εδώ επάνω. Ήθελα να περπατήσω επάνω στην ιδέα, στην οποία αφιέρωσα ένα βιβλίο. Και από εδώ επάνω, να κατανοήσω τα πράγματα που διδάχτηκα.
Θα το πω με πιο απλά λόγια. Κάθε φορά που νιώθουμε στο πετσί μας τα αγκάθια μιας λεηλασίας, η αντίδρασή που επιλέγουμε είναι το Σινικό Τείχος. Φαινομενικά το χτίζουμε για να αμυνθούμε. Ακόμα και αυτή τη στιγμή, πείθουμε τον εαυτό μας, ότι το χτίζουμε για την άμυνα. Και εκθειάζουμε τον ηρωισμό του καναπέ, όσων το υπερασπίζονται κάθε μέρα και όσων το χτίζουν, πεισματικά, για χιλιάδες χιλιόμετρα. Δεν αλλάζουμε ιδέα ακόμα και όταν εύκολα παραδεχόμαστε, ότι οι επιδρομές δεν μειώθηκαν ούτε στο ελάχιστο. Χάνουμε συνεχώς έδαφος, κι όμως το αλλόκοτο θέαμα των κομψευόμενων μηχανικών, που καταναλώνονται στο χτίσιμο του τείχους, εξακολουθεί να μας φαίνεται αξιέπαινο. Αλλά η αλήθεια είναι η εξής: δεν υπερασπιζόμαστε ένα σύνορο, αλλά το κατασκευάζουμε. Το τείχος το χρειαζόμαστε, όχι για να κρατήσουμε μακριά αυτό που μας φοβίζει, αλλά για να του δώσουμε ένα όνομα. Όπου υπάρχει αυτό το τείχος, υπάρχει και μια γεωγραφία που μας είναι οικεία: από εδώ εμείς, από εκεί οι βάρβαροι. Τη γνωρίζουμε αυτή την κατάσταση. Είναι μια μάχη που ξέρουμε να τη δώσουμε. Στη χειρότερη θα χάσουμε, αλλά θα ξέρουμε ότι πολεμήσαμε απ’ τη σωστή μεριά. Στη χειρότερη, μπορεί να χάσουμε, αλλά όχι να χαθούμε. Εμπρός λοιπόν, υψώστε το Σινικό Τείχος.
Κι όμως, βρισκόμαστε μπροστά σε μια μετάλλαξη. Μπροστά σε κάτι που μας αγγίζει όλους, μηδενός εξαιρουμένου. Ως και οι μηχανικοί, εκεί στα ακροπύργια του τείχους, έχουν πάρει ήδη τα σωματικά χαρακτηριστικά των βαρβάρων που θεωρητικά αντιπαλεύουν: και έχουν βαρβαρικά χρήματα στην τσέπη και σκόνη από τη στέπα πάνω στους καλοσιδερωμένους γιακάδες. Είναι μια μετάλλαξη. Δεν είναι μια μικρή αλλαγή, ούτε ένας ανεξήγητος εκφυλισμός, ούτε μια μυστηριώδης αρρώστια: είναι μια μετάλλαξη με σκοπό την επιβίωση. Είναι η συλλογική επιλογή ενός αλλιώτικου και λυτρωτικού νοητικού habitat. Άραγε υποψιαζόμαστε τι μπορεί να την προκάλεσε; Μου έρχονται στο μυαλό σίγουρα κάποιες καθοριστικές τεχνολογικές καινοτομίες: αυτές που συμπυκνώνουν το χώρο και το χρόνο, ξεζουμίζοντας τον κόσμο. Αλλά πιθανόν από μόνες τους να μην αρκούσαν, αν δεν συνέπιπταν με ένα γεγονός που επέκτεινε κατά πολύ το κοινωνικό γίγνεσθαι: την πτώση των φραγμών, που μέχρι τώρα κρατούσαν σε απόσταση ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων από την πράξη της εκπλήρωσης της επιθυμίας και της κατανάλωσης. Σε αυτούς τους homines novi,[4] που εισήλθαν για πρώτη φορά στο βασίλειο των προνομίων, οφείλουμε την αναγκαία κινητική ενέργεια, ώστε να πραγματοποιηθεί μια μετάλλαξη: δεν αναφέρομαι τόσο στο περιεχόμενο αυτής της μετάλλαξης, που μοιάζει ακόμα να είναι προϊόν από κάποιες συνειδητοποιημένες ελίτ, αλλά στην απαραίτητη κινητήρια δύναμη για να ενεργοποιηθεί. Και επίσης, ο παράγοντας της αναγκαιότητας: αυτό είναι σημαντικό: η αναγκαιότητα. Ίσως από αυτούς τους νέους ανθρώπους, να προκύπτει η πεποίθηση, ότι χωρίς μετάλλαξη ξοφλήσαμε. Σα δεινόσαυροι υπό εξαφάνιση.
Ας δούμε τι είναι ακριβώς αυτή η μετάλλαξη. Θα έλεγα, ότι μοιάζει να στηρίζεται σε δύο θεμελιώδεις πυλώνες: ο ένας είναι η διαφοροποιημένη αντίληψη για το τί είναι βίωμα, και ο δεύτερος η διαφορετική τοποθέτηση του νοήματος επάνω στον ιστό της ύπαρξης. Εκεί βρίσκεται ο πυρήνας της όλης υπόθεσης. Τα υπόλοιπα είναι απλώς ένα σύνολο από συνέπειες: η επιφάνεια αντί του βάθους, η ταχύτητα αντί του στοχασμού, η επίπτωση αντί της ανάλυσης, το σερφάρισμα[5] αντί της εμβάθυνσης, η επικοινωνία αντί της έκφρασης, το multitasking αντί της εξειδίκευσης, η απόλαυση αντί του μόχθου. Μια συστηματική κατεδάφιση όλων των νοητικών εφοδίων, που μας κληροδότησε ο ρομαντικός και αστικός πολιτισμός του 19ου αιώνα. Και μάλιστα, μέχρι το πιο σκανδαλώδες σημείο: τη βίαιη εξαπλούστευση κάθε χειρονομίας, τη μετωπική επίθεση στην ιερότητα της ψυχής -ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο όρος.
Αυτά συμβαίνουν γύρω μας. Υπάρχει μια απλή ονομασία που μπορούμε να δώσουμε σε όλο αυτό: η επέλαση των βαρβάρων. Και κάθε φορά, που κάποιος επείγεται να καταγγείλει τη μικρότητα της καθεμιάς μεταμόρφωσης, μη αναγνωρίζοντας το καθήκον του να την κατανοήσει, τότε το τείχος υψώνεται και η τυφλότητά μας διογκώνεται στην ειδωλολατρία ενός συνόρου που, ενώ δεν υφίσταται, καυχιόμαστε ότι υπερασπίζουμε. Δεν υπάρχουν όρια, πιστέψτε με, δεν υπάρχει πολιτισμός από τη μια πλευρά και βάρβαροι από την άλλη: υπάρχει μόνο το κύμα της μετάλλαξης που προελαύνει και μας διαπερνά. Είμαστε όλοι μεταλλαγμένοι: κάποιοι εξελίσσονται περισσότερο, κάποιοι λιγότερο, κάποιοι αργοπορούν, κάποιοι δεν έχουν καταλάβει τίποτα, κάποιοι δρουν με το ένστικτο, κάποιοι άλλοι συνειδητά, κάποιοι παριστάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν και κάποιοι δε θα καταλάβουν ποτέ, κάποιοι κολλάνε πάνω στη γη και κάποιοι τρέχουν τρελαμένοι προς τα εμπρός. Και να που όλοι μαζί πάμε να περάσουμε το ποτάμι. Για μια περίοδο πίστευα, ότι η κατάσταση ήταν συνδεδεμένη με ανθρώπους μιας συγκεκριμένης γενιάς, μεταξύ των 30 και 50: τους έβλεπα να διασχίζουν τα νερά, με το μυαλό στραμμένο προς τα εδώ και την καρδιά να κοιτάει απέναντι, μισοί θηλαστικά και μισοί ψάρια, διαιρεμένοι στα δύο από μια μετάλλαξη που έφτασε πάρα πολύ αργά ή πάρα πολύ νωρίς: μικροί, αξιοθρήνητοι μεσιέ Μπερτέν πάνω στο σερφ. Αλλά γράφοντας αυτό το βιβλίο, είδα με καθαρότητα, πως αυτή η κατάσταση μας αφορά όλους, είδα πως το αβέβαιο πεπρωμένο και η μη αναστρέψιμη σχιζοφρένεια των πρώτων μεταλλαγμένων, είναι η ιλαρή επιταγή που μας δόθηκε. «Παρατηρώντας τις μουσούδες των αλόγων και τα πρόσωπα των ανθρώπων, όλο αυτό το ζωντανό ποτάμι δίχως όχθες, που φουσκωμένο από τη θέλησή μου ρέει προς τον γκρεμό, προς το τίποτα της πορφυρής από τη δύση στέπας, συχνά αναρωτιέμαι: που βρίσκομαι Εγώ σε αυτό το ποτάμι;» (Τζένγκις Χαν). Αν υπάρχει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα (ο Τζένγκις Χαν δεν το έθεσε ποτέ, αλλά το απέδωσε σε αυτόν ο Βίκτωρ Πέλεβιν,[6] στο Το μικρό δαχτυλάκι του Βούδα), αν υπάρχει μια απάντηση σε αυτό το ερώτημα, που ο καθένας από εμάς θα μπορούσε να είχε θέσει, τότε εγώ δεν φαντάζομαι κάποια άλλη από την εξής: καθένας από εμάς βρίσκεται εκεί που βρισκόμαστε όλοι μαζί, στο ένα και μοναδικό μέρος που υπάρχει, μέσα στο ποτάμι της μετάλλαξης, εκεί όπου ό,τι γνωρίζουμε το λέμε πολιτισμό, και ό,τι ακόμα δεν έχει όνομα, το λέμε βαρβαρότητα. Σε αντίθεση με πολλούς, εγώ το βρίσκω ένα καταπληκτικό μέρος.
Η μικρή πανσιόν στα πόδια του τείχους έχει κόκκινα φανάρια και κουφώματα από ανωδιωμένο αλουμίνιο.[7] Δε διαθέτει ζεστό νερό, αλλά έχει μια τηλεόραση που δείχνει έναν τύπο να παίζει φλάουτο με τη μύτη. Μετά έχει μια ταινία με ένα παιδί που ξερνάει μακαρόνια. Όλα είναι τέλεια. Αυτό το βράδυ, κάτω απ’ το φως της λάμπας, ας γράψω και κάτι τελευταίο.
Δεν υπάρχει μετάλλαξη που να μην είναι διαχειρίσιμη. Το να αφήνεις πίσω το ιδεολόγημα της σύγκρουσης των πολιτισμών και να αποδέχεσαι την έννοια μιας εξελισσόμενης μετάλλαξης, δε σημαίνει ότι πρέπει να αποδέχεσαι αναντίρρητα όσα συμβαίνουν, χωρίς να βάζεις κι εσύ το λιθαράκι σου σε αυτά. Αυτό που γινόμαστε, εξακολουθεί να είναι τέκνο αυτού που επιθυμούμε να γίνουμε. Γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπάρχει καθημερινή φροντίδα, προσοχή, επιφυλακή. Πόσο άχρηστο και γελοίο μοιάζει, να στέκεσαι καμαρωτός μπροστά σε τείχη, που διαγράφουν ένα ανύπαρκτο σύνορο; Πόσο πιο χρήσιμη θα ήταν μια ναυτική σοφία, μια έξυπνη ρότα μέσα στο ποτάμι; Δεν πρέπει να πιάσουμε πάτο, σα σακιά με πατάτες. Καθήκον μας είναι η πλοήγηση. Ας το πούμε στοιχειωδώς: μιλάμε για την ικανότητα να αποφασίσουμε, τι θέλουμε να κρατήσουμε από τον παλιό κόσμο και να το φέρουμε στον νέο κόσμο. Τι θέλουμε να διατηρηθεί ανέγγιχτο παρά την αβεβαιότητα ενός σκοτεινού ταξιδιού. Να βρούμε τους δεσμούς που δε θέλουμε να κόψουμε, τις ρίζες που δε θέλουμε να χάσουμε, τις λέξεις που θέλουμε ακόμα —και για πάντα— να προφέρουμε, τις ιδέες που δε θέλουμε να πάψουμε να έχουμε. Είναι μια λεπτοδουλειά. Μια φροντίδα. Να περισώζεις ό,τι αγαπάς, την ώρα του μεγάλου κύματος. Είναι μια δύσκολη πράξη, γιατί δε σημαίνει σε καμία περίπτωση, ότι πρέπει να το προφυλάξεις από την μετάλλαξη, αλλά να το προστατεύεις κατά την εξέλιξη της μετάλλαξης. Δε θα μας σώσουν τα πράγματα που έχουμε απομονώσει από την πραγματικότητα, αλλά τα πράγματα που αφήσαμε να μεταλλαχτούν και να γίνουν αυτό που είναι, σε μια νέα πραγματικότητα.
Σε αυτό το σημείο κολλάει ωραία και μια παράγραφος που να περιγράφει, τι θα χρειαζόταν κατά τη γνώμη μου να περισώσουμε, όταν συμβαίνει η μετάλλαξη. Στ’ αλήθεια όμως, δεν έχω μια ξεκάθαρη γνώμη γι’ αυτό. Γνωρίζω με βεβαιότητα ότι κάτι υπάρχει, που όμως είναι δύσκολο να ειπωθεί αυτή τη στιγμή με ακρίβεια. Δύσκολο. Το μόνο που μου έρχεται στο μυαλό είναι, για άλλη μια φορά, μια σελίδα του Cormac McCarthy, που βρίσκεται στο τέλος εκείνου του βιβλίου που σας ανέφερα ήδη στην αρχή, το θυμάστε; Η ιστορία του σερίφη με το δολοφόνο. «Τι λες σε κάποιον, ο οποίος καθ’ ομολογία, δεν έχει ψυχή;» Το θυμάστε; Καλώς. Αυτό είναι ένα βιβλίο πραγματικά απέλπιδο, που μοιάζει με άνευ όρων παράδοση σε μια ολέθρια μετάλλαξη, χωρίς ελπίδα, χωρίς διέξοδο. Όμως σε κάποιο σημείο, ο σερίφης περνά δίπλα από κάτι περίεργο, κάτι σα γούρνα σμιλεμένη με καλέμι σε σκληρή πέτρα. Βρισκόμαστε ακριβώς στην τελευταία σελίδα. Ο σερίφης βλέπει τη γούρνα και σταματάει. Και την κοιτάει. Ένα αντικείμενο περίπου δυο μέτρα μακρύ, μισό μέτρο πλατύ και άλλο τόσο σε βάθος. Στην πέτρα είναι ακόμα εμφανή τα σημάδια από το καλέμι. Θα βρίσκεται εκεί ήδη καμιά εκατοσταριά-διακόσια χρόνια, σκέφτηκε ο σερίφης. Έτσι, σκέφτηκε, μου ήρθε στον νου ο άνθρωπος που το είχε κατασκευάσει. Αυτός ο άνθρωπος βάλθηκε με σφυρί και καλέμι να σκάψει μια γούρνα που θα μπορούσε να αντέξει δέκα χιλιάδες χρόνια. Για ποιο λόγο; Τι πίστευε αυτός ο τύπος; Πρέπει να φανταστείτε, ότι σε αυτό το σημείο ο σερίφης είναι εξαντλημένος, δεν πιστεύει σε τίποτα και ετοιμάζεται να κλειδώσει το αστέρι του για πάντα σε ένα ντουλάπι. Πρέπει να τον φανταστείτε σε αυτήν την κατάσταση, ενώ αναρωτιέται, γιατί στο καλό κάποιος μπαίνει στη διαδικασία να σκάψει μια πέτρινη γούρνα με τη σκέψη ότι θα αντέξει δέκα χιλιάδες χρόνια. Σε τι πιστεύει κάποιος, που το μυαλό του κατεβάζει τέτοιες ιδέες;
Σε τι πιστεύουμε εμείς που έχουμε ακόμα το τυφλό ένστικτο, να διαφυλάσσουμε κάτι;
Ο McCarthy έγραψε αυτό: «Φαντάζομαι αυτόν τον καθισμένο τύπο με το σφυρί και το καλέμι, ίσως κανα δίωρο μετά το βραδινό του, ποιος ξέρει. Και πρέπει να πω ότι το μοναδικό πράγμα που μου περνάει απ’ το μυαλό είναι ότι αυτός είχε κάτι σα μια υπόσχεση στην καρδιά του. Εγώ σίγουρα δεν έχω την πρόθεση να αρχίσω να σκάβω μια ποτίστρα από πέτρα. Θα ήθελα όμως να μπορώ να κάνω αυτό το είδος της υπόσχεσης. Θα το ήθελα όσο τίποτε άλλο».
Στην τηλεόραση χειροκροτούν πολύ, γιατί ο τύπος που έπαιζε φλάουτο με τη μύτη, τώρα έχει και μια εντυπωσιακή ποσότητα από πιάτα και ποτήρια στο κεφάλι, έτοιμα να καταρρεύσουν. Σε ένα άλλο κανάλι παίζει η Μίλαν. Άσκοπη κατοχή μπάλας. Έξω, στο σκοτάδι, το Σινικό Τείχος, καμωμένο από το άχρονο μαύρο μιας κινέζικης νύχτας.
[1] Louis-François Bertin (1766-1841): Γάλλος δημοσιογράφος και «μιντιάρχης» της εποχής, ιδιοκτήτης του διάσημου Journal des débats, γνωστός και από το ομώνυμο πορτραίτο που φιλοτέχνησε ο Jean-Auguste-Dominique Ingres. Ο Μπαρίκκο αναφέρεται σε αυτόν σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου, θεωρώντας ότι στο πρόσωπό του συμπυκνώνεται η ρομαντική, αστική νοοτροπία του 19ου
αιώνα, με εξέχον χαρακτηριστικό την κοπιαστική αναζήτηση, σε βάθος, ενός υψηλού νοήματος των πραγμάτων. (ΣτΜ)
[2] Αναφορά πάλι σε προηγούμενα κεφάλαια του βιβλίου. (ΣτΜ)
[3] Στα ιταλικά: la Grande Muraglia. Κυριολεκτικά σημαίνει το Μεγάλο Τείχος. (ΣτΜ)
[4] Νέοι άνθρωποι. (ΣτΜ)
[5] Σε προηγούμενα κεφάλαια αναφέρεται το σερφάρισμα ως στάση ζωής, που αντιδρά στον αστικό ρομαντισμό του 19ου αιώνα και τη λατρεία του βάθους, αναζητώντας το νόημα, όπως αυτό εκδηλώνεται στην επιφάνεια των πραγμάτων – της ζωής. (ΣτΜ)
[6] Pelevin, Viktor: Είναι ένας από τους πιο διάσημους Ρώσους συγγραφείς της εποχής μετά την περεστρόικα. Ιδιαίτερα δημοφιλής στους νέους της χώρας του, πρόσφατα μάλιστα μεταφράστηκε σε διάφορες γλώσσες, δεν αγαπά να βρίσκεται στο επίκεντρο της δημοσιότητας. Είναι γνωστό ότι, για να σνομπάρει τον κόσμο, καταφεύγει που και που σε κάποιο μοναστήρι και αποφεύγει επιδέξια να μετατραπεί σε πολιτικό ή ιδεολογικό φερέφωνο της γενιάς του.
[7] Υλικό που χρησιμοποιείται στην κατασκευή αγωγών με εξωτερική μόνωση. Ιδανικό για κουφώματα, σκεύη μαγειρέματος, φρυγανιέρες, ποδήλατα.
Τ
ο λογοτεχνικό έργο του Αλεσάντρο Μπαρίκο είναι πια πολύ γνωστό στη χώρα μας, μέσα από τις εξαιρετικές μεταφράσεις της Άννας Παπασταύρου και άλλων, και εύκολα θα τον κατέτασσε κανείς στους αγαπημένους συγγραφείς του Ελληνικού κοινού. Ειδικά το τελευταίο του μυθιστόρημα, La Sposa Giovane (Η νεαρή σύζυγος), που μεταφράζεται τώρα στα Ελληνικά, έχει καταφέρει κάτι σπάνιο σε αφηγηματικό επίπεδο, ένα εντυπωσιακό σταδιακό πέρασμα από την περίτεχνη μυθοπλασία με σύνθετους χαρακτήρες στην σταδιακή παρείσφρυση και ανάδυση στο τέλος του χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα. Από αυτό το βιβλίο μας εμπιστεύθηκαν η Άννα Παπασταύρου και οι εκδόσεις Πατάκη την προδημοσίευση του πρώτου κεφαλαίου.
Σχεδόν άγνωστο στα καθ’ ημάς, ως τώρα, παραμένει το δοκιμιακό έργο αυτού του πολύ ιδιαίτερου αφηγητή. Δεν έχει μεταφραστεί καθόλου στη χώρα μας και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, δύο πολύ ιδιαίτερα βιβλία, το I barbari (2006) και το The Game (2018), που πραγματεύονται ένα μείζονος σημασίας θέμα: την «μετάλλαξη» (όπως την χαρακτηρίζει ο ίδιος) του πολιτισμού μας στο τέλος του 20ού αιώνα, κάτω από την επίδραση της «ψηφιακής επανάστασης» τα χαρακτηριστικά και την ιστορία της οποίας διακρίνει, ανιχνεύει, ταξινομεί, αναλύει και αξιολογεί με μοναδική ευκρίνεια και γλαφυρότητα. Αυτό που παρατηρεί ο Μπαρίκο, με την φιλοσοφική του ματιά —και περιγράφει με την απαράμιλλη συγγραφική του δεινότητα— είναι η αλλαγή του πολιτισμικού προτύπου. Περνάμε από ένα κόσμο που θα μπορούσε να έχει ως σύμβολο τον κατακτητή με το προτεταμένο σπαθί πάνω στο άλογο σε έναν κόσμο με σύμβολο τον άνθρωπο καθισμένο μπροστά σε μια οθόνη με ένα πληκτρολόγιο, κάτι σαν λογότυπα της παλιάς και της νέας εποχής. Την μετάλλαξη από έναν κόσμο απόλυτα υλικό, απτό, πολεμικό, άνισο, τοπικιστικό και καθοδηγούμενο από ελίτ γνώσης και εξουσίας που πιστεύουν στην αξία της σκληρής και εξειδικευμένης εργασίας σε έναν κόσμο άυλο, γρήγορο, ευμετάβλητο, επιφανειακό, παιγνιώδη, που διαχέει την πληροφορία σε όλους μας και ο οποίος καθώς φτιάχνει ένα παράλληλο εικονικό σύμπαν που συνυπάρχει και συνδυάζεται με το πραγματικό. Απογειώνει έτσι τις δημιουργικές δυνατότητες αλλά και δημιουργεί στην πορεία του νέες τεχνολογικές και οικονομικές ελίτ, που ξέρουν να παίξουν καλά το καινούργιο παιχνίδι με τις πολλαπλασιασμένες εκδοχές και τους αυτοματισμούς του, ένα παιχνίδι με άλλες εντελώς αξίες από εκείνες του περασμένου αιώνα. Ένα μόνο παράδειγμα αυτών των δυνατοτήτων είναι το πιο πρόσφατο πρότζεκτ του Μπαρίκο, μια ανάγνωση από τον ίδιο του μονολόγου του 1900 με την μορφή crypto-art, το πρώτο λογοτεχνικό έργο Ιταλού συγγραφέα που γίνεται NFT, και που προσφέρει στο κοινό δωρεάν (opensea.io/nvcnt) μέχρι τον Μάρτιο που θα αρχίσει να πωλείται, και του οποίου την παρουσίαση περιλαμβάνουμε στο παρόν αφιέρωμα.
Παρουσιάζουμε επίσης το τελευταίο κεφάλαιο του I Barbari , με τίτλο «Σινικό Τείχος», που αναλύει ευφυέστατα το μείζον και επίκαιρο ζήτημα του φόβου της διαφορετικότητας και της μεταλλαγής.
Φυσικά το ζήτημα της εκπαίδευσης σε αυτό τον μεταλλαγμένο κόσμο απασχολεί έντονα τον συγγραφέα-διανοητή, καθώς η παιδεία μοιάζει να βραδυπορεί, μένοντας προσκολλημένη σε αναχρονιστικά πρότυπα που δεν προετοιμάζουν για την διαρκώς μεταβαλλόμενη ζωή σε ένα κόσμο που εξελίσσεται και ήδη έχει άλλες αρχές λειτουργίας. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι συχνά τα δοκίμια του Μπαρίκο ξεκινούν ως μια σειρά άρθρων σε κάποια ιταλική εφημερίδα, καθώς η άμεση επικοινωνία με τον κόσμο τον ενδιαφέρει πολύ και στη συνέχεια εκδίδονται ως βιβλίο. Τον Μάρτιο του 2021 δημοσίευσε στην Il Post μια σειρά τεσσάρων δοκιμιακών άρθρων προβληματιζόμενος πάνω στις επίδραση της πανδημίας στη ζωή μας και θέτει ανοιχτά τα ζητήματα της εκπαίδευσης σε αυτές τις νέες συνθήκες.
Ο ιταλομαθής συνάδελφος ψυχίατρος Αλέξανδρος Καλπάκης μετέφρασε για τον Χάρτη την σειρά άρθρων ‘maj piu’ και η πανεπιστημιακή ψυχολόγος και καθηγήτρια συστημικής ψυχοθεραπείας Valeria Pomini, έγραψε ένα επίμετρο σχολιάζοντάς το. O Α. Καλπάκης μετέφρασε επίσης το κεφάλαιο από το I barbari και την παρουσίαση του καινούργιου NFT πρότζεκτ. Εγώ προσπάθησα να παρουσιάσω κάποια βιογραφικά στοιχεία που δείχνουν την πολυπλοκότητα και το βάθος της παιδείας του Μπαρίκο, που ίσως αποκτούν ιδιαίτερη σημασία καθώς περνάει μια μεγάλη περιπέτεια με την υγεία του (αναμένοντας μεταμόσχευση μυελού των οστών για χρόνια μυελογενή λευχαιμία, κάτι που ίδιος ανακοίνωσε στο κοινό μόλις στα μέσα Ιανουαρίου).
Αυτή η κοινή προσπάθεια έγινε γιατί πιστεύουμε πως είναι σημαντικό να παρουσιαστεί ο προβληματισμός του Αλεσάντρο Μπαρίκο στο Ελληνικό κοινό, ελπίζοντας πως αυτό θα δώσει μια ώθηση να μεταφραστούν σύντομα και τα μη μυθοπλαστικά του βιβλία στη γλώσσα μας. Η δική μου γνώμη είναι ότι αποτελούν την πιο οξυδερκή ανάλυση που έχω διαβάσει την τελευταία δεκαετία για την μείζονα και ριζική αυτή μεταβολή στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού που, κοντολογίς, αλλάζει τα πάντα.
Eπεισόδιο πρώτο
(Και γι’ αυτόν τον άλλο θάνατο πότε θα μιλήσουμε, το θάνατο που σέρνεται, που δεν ανιχνεύεται; Δεν υπάρχει πρωθυπουργικό διάταγμα να τον αναγγείλει, δεν υπάρχουν διαγράμματα ημερήσιας πορείας, δεν υφίσταται επισήμως. Όμως, μέρα με τη μέρα, εδώ κι ένα χρόνο τώρα, είναι παρών: είναι όλη η ζωή που δεν ζούμε, για να μη ρισκάρουμε και πεθάνουμε. Πάλι καλά που δεν τον υπολογίζουμε, που δεν τον μετράμε σε αριθμούς: δε θα αντέχαμε να αντικρίσουμε την καταστροφή που οι αριθμοί αυτοί θα εξιστορούσαν, θα ξεθώριαζαν ακόμα και τα τραγικά νούμερα του πραγματικού θανάτου, τα μοναδικά που έχουμε το κουράγιο να κοιτάξουμε κατάματα. Μετράμε τις καρδιές που σταματούν στα νοσοκομεία και δε μετράμε αυτές που φεύγουν, αυτές που απλώς φεύγουν. Και γι’ αυτόν το σιωπηρό, πράο, συλλογικό, γενικό, ιλιγγιώδη, σκανδαλώδη αποχαιρετισμό, πότε θα μιλήσουμε;
Ας μιλήσουμε τώρα.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άνθρωποι ικανοί για ζωή, έχουν πάψει να ζουν. Δεν ταξιδεύουν, μένουν σπίτι, δουλεύουν χωρίς να συναντιούνται, δεν αγγίζονται, δεν ασχολούνται με τα σώματά τους, διατηρούν ελάχιστες φιλίες, το πολύ-πολύ κάποιο φλερτ. Εδώ και καιρό, χειρονομίες όπως μια αγκαλιά, ένα κοίταγμα στο πρόσωπο, το κόψιμο του ψωμιού, το προσφέρουν μόνο στο –κατά τα άλλα τοξικό– οικογενειακό τους περιβάλλον. Τι κι αν υπάρχουν καλλιτέχνες ικανοί να προκαλέσουν συγκίνηση και να φτιάξουν όμορφα πράγματα; Δεν τους παρακολουθεί κανείς πια. Τι κι αν υπάρχουν πανέμορφα έργα τέχνης; Κανείς δεν τα επισκέπτεται. Και την εκλεπτυσμένη, την έντεχνη μουσική; Δεν πάνε να την απολαύσουν. Δεν στέλνουν πια τα παιδιά τους στο σχολείο, ούτε να ασκηθούν, ούτε σε πάρτι, ούτε σε εκδρομές. Δεν βγαίνουν μετά τη δύση του ήλιου και στις γιορτές κλειδώνονται στο σπίτι. Στην έγνοια τους να τα αποφύγουν, ξεχνούν πράγματα που πρότερα θεωρούσαν σπουδαία ή απλώς χαριτωμένα: δηλαδή να χειροκροτούν, να ουρλιάζουν, να ταξιδεύουν, να διδάσκουν περπατώντας πέρα-δώθε ανάμεσα στα θρανία, να φασώνονται για πρώτη φορά, να κάνουν επίσκεψη στον παππού και τη γιαγιά, να παίζουν μουσική σε κάποιον, να συζητούν με ανθρώπους που νιώθουν τη μυρωδιά τους, να χορεύουν, να φτιάχνουν τη βαλίτσα τους, να παντρεύονται και να το γιορτάζουν με όλους όσους αγαπούν, να παίζουν μπόουλινγκ, να προσκυνούν τις εικόνες στην εκκλησία, να παίρνουν τους δρόμους δίχως να νοιάζονται για πού, να ανεβαίνουν στο βουνό, να αναπνέουν στο σκοτάδι ενός σινεμά, να κρατούν το χέρι κάποιου που αργοσβήνει. Συστηματικά και με μεγάλη αποφασιστικότητα κηρύσσουν τη μοναξιά, την επιλέγουν και την επιβάλλουν ως ύψιστη αξία: την επιλέγουν ακόμα και για ανθρώπους που δεν τους ταιριάζει, όπως για τους νέους, τους άρρωστους, τους ευτυχισμένους. Και τούτη η απόσυρση από τη ζωή συμπληρώνεται με μια μαζική και υπνωτιστική χρήση από αντικείμενα, από ψηφιακές συσκευές, που, ενώ είναι μελετημένες για να επεκτείνουν την εμπειρία, χρησιμοποιούνται εδώ για να την εγκλωβίσουν σε ένα αποστειρωμένο και ασφαλές περιβάλλον. Συμπέρασμα; Άνθρωποι που φυτοζωούν.
Επισήμως, πρόκειται για μια λαμπρή απόφαση που πηγάζει ευθέως απ’ τη λογική. Στην αιφνιδιασμένη από την πανδημία λογική, όποιος δε θέλει να πεθάνει, πρέπει να παραιτηθεί από τη ζωή. Βέβαια τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο η φρακαρισμένη λογική μας εξαναγκάζει να συμπεράνουμε. Ας πάρω την ευθύνη να περιγράψω το θέμα κάπως αλλιώς: μια κοντόφθαλμη και μηχανιστική λογική είναι σε τέτοιο βαθμό σκαλωμένη στην προσπάθειά της να επιλύσει ένα πρόβλημα, ώστε να χάνει τη θέαση της συνολικής εικόνας, αυτού δηλαδή που ονομάζουμε το νόημα της ζωής. Συνέβη ήδη επανειλημμένα στους πολέμους του περασμένου αιώνα: η ψυχαναγκαστικά λογική επίλυση ενός προβλήματος (τότε ήταν συχνά πολιτικό/κοινωνικό) κατέληγε σχεδόν νομοτελειακά σε μια κατακρήμνιση της αξίας της ανθρώπινης ζωής και σε μια κολοσσιαία ταπείνωση του δικαιώματος στο βίωμα και την ευτυχία. Είναι ένα αναγνωρίσιμο λάθος που γέννησε η υπερβολική προσκόλληση στο αποσπασματικό, η ανικανότητά μας να αντικρύσουμε τα πράγματα πιο γενικά, πιο ψηλά, πιο από ψηλά. Ένα έλλειμμα της σκέψης. Οι πραγματικές καταστροφές έρχονται όταν κάποιος παύει να ακούει τις δονήσεις του κόσμου, την αληθινή του ανάσα, όταν καταλήγει να εμπιστεύεται μόνο τα άβαταρ που ονομάζουμε αριθμούς. Όταν αυτό συμβαίνει, συνήθως συνοδεύεται από την επίκληση στη μεγάλη αντοχή των ανθρώπων στον πόνο. Στρατηγικά είναι μια σκληρή κίνηση, αλλά ορθή. Υπαγορεύει ένα καθήκον, αναπόφευκτο και δίκαιο.
Έτσι υποφέρουμε από αυτό το ανυπόφορο: πειθήνιοι και απομονωμένοι, καθένας με τον δικό του τρόπο, θολωμένοι κι εξαντλημένοι. Κάπου κάπου βρίσκουμε παρηγοριά στο να στοχαζόμαστε, να συλλογιζόμαστε, βρίσκοντας έτσι ένα απάνεμο λιμάνι, σε αυτό το αλλόκοτο ταξίδι.)
Με αφορμή την πανδημία, ξεχύνονται απ’ τα παλάτια τους οι παλιές ελίτ του εικοστού αιώνα και στήνονται αδιαμφισβήτητες αυθεντίες μπροστά στον πίνακα ελέγχου των δημοσίων υποθέσεων και κατευθύνουν τις στρατηγικές επιχειρήσεις ενάντια στον ιό. Για μια ακόμη φορά, παίζουν το πιο ισχυρό τους χαρτί: there is no alternative, το πασίγνωστο ΤΙΝΑ. Ό,τι αποφασίζεται, πάντα, αποφασίζεται επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική.
Είναι όμως αλήθεια;
Ίσως βρούμε μια απάντηση αν ασχοληθούμε με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Με μία απόφαση, ανάμεσα στις πολλές που πάρθηκαν. Το κλείσιμο των σχολείων. Ενώ γράφω, παραδείγματος χάριν, στο Πιεμόντε που ζω, αποφασίζεται να σταματήσει η εκπαίδευση όλων των βαθμίδων για τις επόμενες τρεις εβδομάδες. Εξήγηση: there is no alternative. Είναι όμως αλήθεια; Πιστεύω λίγο-πολύ ότι η απάντηση είναι η εξής: εάν δομείς την εκπαίδευση με αυτόν τον τρόπο, εάν εμπιστεύεσαι αυτή την επιστημονική κοινότητα, εάν διαχειρίζεσαι την περιφέρεια με αυτόν τον τρόπο, εάν το σύστημα υγείας που διαθέτεις είναι εύθραυστο, εάν η εκπαίδευση σου φαίνεται λιγότερο ουσιώδης από την παραγωγή εισοδήματος, ε τότε είναι αλήθεια: δεν υπάρχει εναλλακτική, πρέπει να κλείσεις.
Και τώρα ας συγκεντρωθούμε σε αυτό το εάν.
Η λογική ακολουθία είναι ξεκάθαρη: αν σφάλω στη διαχείριση μιας σειράς πραγμάτων, θα φτάσει η στιγμή όπου το να κάνω σφάλμα αποτελεί την πιο σωστή διαχείριση. Ας το μεταφράσουμε στο δικό μας πλαίσιο: αυτό, που χάριν συντομίας θα ονομάσουμε νοοτροπία του εικοστού αιώνα καταφεύγει σε καταναγκαστικές λύσεις, επειδή παίζει το δικό της φινάλε μιας παρτίδας. Μιας παρτίδας, που τα πιόνια έχουν λάβει τις θέσεις τους ήδη από τακτικές του προηγούμενου αιώνα, μιας παρτίδας που τα χαμένα πιόνια δε γίνεται να επανακτηθούν και που η νοητική στάση του παίκτη, δεν είναι προσαρμοσμένη να παίξει ενάντια σε έναν αντίπαλο ο οποίος αντιθέτως, κινείται με μια τακτική εντελώς καινούργια.
Αποτέλεσμα: there is no alternative.
Δεδομένου ότι η πορεία των πραγμάτων οδηγεί αναπόφευκτα και αβίαστα σε τεράστια συλλογικά δεινά, είναι ένδειξη μιας απαραίτητης κοινωνικής οργής το να αναρωτιέται κανείς πάνω σε ένα ζήτημα, που απ’ όσο καταλαβαίνω εγώ, αποτελεί ΜΕΙΖΟΝ ζήτημα: άραγε υπάρχει ένας άλλος τρόπος σκέψης και πράξης, καλύτερα προσαρμοσμένος στις προκλήσεις που μας επιφυλάσσονται; Υπάρχει ένα σκεπτικό που να μην είναι του εικοστού αιώνα; Το προετοιμάζουμε κάπου; Σε κάποιο σχολείο, σε κάποια εταιρεία, σε κάποια κοινωνική δομή; Έχουμε δίκιο όταν απαιτούμε να αναδυθεί, να αναλάβει τα ινία της διαχείρισης του κόσμου, και να το απαιτούμε με μια οργή που είναι δυνητικά επικίνδυνη;
Όλα αυτά οδηγούν και σε ακόμα ένα ερώτημα, ενστικτώδες, σχεδόν φυσικό: μήπως η διάνοια που αναζητούμε είναι στην πραγματικότητα κάτω απ’ τη μύτη όλων μας, μας εξουσιάζει όλους ήδη, και δεν είναι άλλη από την ψηφιακή διάνοια; Μήπως πέσαμε ήδη στην παγίδα του διλήμματος ανάμεσα στον Ντράγκι και τον Zuckerberg; Is there any alternative?
Θα προσπαθούσα να γράψω ένα κείμενο γι’ αυτά τα πράγματα.
Σε επεισόδια. Λίγα. Αυτό είναι το πρώτο.
Eπεισόδιο δεύτερο
Λέγαμε για τη νοοτροπία του περασμένου αιώνα και για τις αποφάσεις της, των οποίων οι συνέπειες προδιαγράφουν συλλογικά δεινά που ίσως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε. Άραγε, μήπως θα ήταν προτιμότερο να κατανοήσουμε κάτι περισσότερο, αντί απλώς να εκτοξεύουμε αόριστες κατηγορίες για να ξεθυμάνουμε απ’ το θυμό μας; Ας το προσπαθήσουμε.
Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, είναι τουλάχιστον τέσσερα τα εμπόδια, που καθιστούν τη νοοτροπία του εικοστού αιώνα ανίκανη να διαχειριστεί την πραγματικότητα, ή τουλάχιστον τούτη δω την πραγματικότητα.
Πρώτον. Είναι μια νοοτροπία που λατρεύει τις ακλόνητες λύσεις και αποστρέφεται την ευελιξία. Για να βάλει σε τάξη κομμάτια της πραγματικότητας επιλέγει συστήματα που εξασφαλίζουν μια σχετική μονιμότητα, ενώ αφήνουν στην άκρη την όποια προσαρμοστική δεξιότητα. Προϋποθέτει ότι σε κάθε περίπτωση το πρόβλημα είναι αδιασάλευτο, αμετακίνητο, αδρανές: η λύση είναι να παραμένει εγκλωβισμένο εκεί. Έτσι, η αποτελεσματικότητα μιας λύσης καθορίζεται από την ικανότητά της να εκμηδενίζει την αστάθεια του πραγματικού, ή έστω να τη ρυθμίζει, ή —και γιατί όχι— να την αποκρύπτει. Έχουμε έτσι κι αλλιώς στοιχεία παραμυθιού σ’ αυτή την ιστορία.
Δεύτερον. Είναι μια νοοτροπία που εμπιστεύεται μια συγκεκριμένη μορφή γνώσης: την εξειδικευμένη γνώση. Εδώ διαφαίνεται εύκολα μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση: η πεποίθηση ότι τα προβλήματα που μας φέρνει η πραγματικότητα επιλύονται με μια συγκεκριμένη και περιχαρακωμένη γνώση. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, για παράδειγμα, μια οσφυαλγία θεραπεύεται από έναν γιατρό και κατά προτίμηση από έναν γιατρό εξειδικευμένο στις παθήσεις της μέσης. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να εξασφαλίσει μια θετική έκβαση στο πρόβλημα. Ωστόσο, η ιδέα καθαυτή, δηλαδή ότι υπάρχει κάτι που ονομάζεται μέση και είναι αποκομμένο από το υπόλοιπο σώμα, και επίσης ένας επιστημονικός κλάδος αφιερωμένος αποκλειστικά σε αυτό, αλλά ανίκανος να σχολιάσει για παράδειγμα ένα ποίημα, είναι μια ιδέα τόσο απλουστευτική, που γίνεται σχεδόν προσβλητική.
Τρίτον. Είναι μια νοοτροπία που εκπορεύεται από μονολιθικές αρχές, τις οποίες αντιλαμβάνεται ως αδιάσειστες προσταγές που αδυνατεί να αλλάξει, ή όταν το επιχειρεί, το κάνει με πάρα πολύ αργούς ρυθμούς. Ας εξηγήσω καλύτερα τι εννοώ: δε διαθέτει απλά μιαν αντίληψη πραγματιστική που αναζητά την καλύτερη δυνατή λύση. Αντίθετα, χρησιμοποιεί μια αρχή (ας πούμε, τη δημοκρατία) και στη συνέχεια εύκολα ξετυλίγει λογικά συστήματα (αλληλουχίες λογικών αποφάσεων) που προκύπτουν σχεδόν αναπόφευκτα εκ του ονόματος αυτής της αρχής: για την υπεράσπισή της, τη μεταβίβασή της, τη βελτίωσή της. Αυτό που δεν κάνει, είναι να αλλάξει αυτές τις αρχές: να τις θέσει υπό συζήτηση, να φανταστεί την υπέρβασή τους. Ή το κάνει, επαναλαμβάνω, με πολύ αργούς ρυθμούς. Κι ενώ οι αργοί ρυθμοί δεν αποτελούν πρόβλημα σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται με βραδύτητα, μετατρέπονται σε έκδηλη αναπηρία απ’ τη στιγμή που ο κόσμος τρέχει και δε φτάνει.
Τέταρτον. Είναι μια νοοτροπία που περνιέται για έλλογη και που θεμελιώνει την ισχύ της στην πεποίθηση ότι δρα με σύνεση. Εδώ, το σφάλμα είναι διπλό: από τη μία να πιστεύεις στην ύπαρξη μιας καρτεσιανά έλλογης σκέψης (που κατανοεί και διαχειρίζεται την πραγματικότητα αποκλειστικά με το μηχανισμό της νόησης) και από την άλλη να πιστεύεις ότι συναπαρτίζεις την άρτια έκφραση αυτής της έλλογης σκέψης, μια έκφραση δηλαδή ελεύθερη από κάθε παλινδρόμηση στο παράλογο. Ένα άλογο που πιστεύει ακράδαντα ότι είναι μονόκερως θα έκανε τα ίδια λάθη: θα πίστευε ότι είναι ένα διαφορετικό πλάσμα και κυρίως ένα πλάσμα που δεν υφίσταται.
Ωραία. Θέλουμε να ανοίξουμε αυτά τα τέσσερα κουτάκια, να ρίξουμε μια ματιά μέσα, μήπως και καταλάβουμε κάτι καλύτερα; Μήπως τελικά να αξιοποιήσουμε αυτή την πένθιμη εμπειρία της πανδημίας;
Πρώτον. Συστήματα συμπαγή, μη ευέλικτα. Σκεφτείτε το Σχολείο (ναι, μου αρέσει να το γράφω με κεφαλαίο Σ).
Πώς γίνεται μια κτηνωδία όπως το κλείσιμο όλων των βαθμίδων στα Σχολεία, να θεωρείται εύλογη; Γίνεται, διότι το Σχολείο (τέκνο εξ ολοκλήρου της νοοτροπίας του εικοστού αιώνα) είναι ένα σύστημα σχεδιασμένο για να επανδρώνει διαρκώς την πραγματικότητα και όχι για να επιδεικνύει μια κάποια ευελιξία. Είναι ένας κατεξοχήν απροσάρμοστος οργανισμός. Ο κόσμος γύρω του μεταβάλλεται δραστικά και αυτός δεν βρίσκει τρόπους να αντιδράσει: το λογικότερο που απομένει είναι να κλειστεί στο καβούκι του. Μέσα στη δίνη της πανδημίας ζητήσαμε λίγη ελαστικότητα, κάναμε προτάσεις σχεδόν συγκινητικές στη σεμνότητά τους: π.χ. να γίνεται εναλλάξ διδασκαλία σε διαφορετικά ωράρια, ή να παραταθεί το σχολικό έτος μέχρι τα τέλη Ιουνίου, τέτοια πράγματα. Μα απ’ όσο φάνηκε, το σύστημα δεν ήταν σε θέση να αντέξει ούτε τo πιο αστείο τράνταγμα. Το ότι αντιλαμβανόταν τις απλές αυτές προτάσεις σαν ανυπέρβλητα εμπόδια δίνει μια ιδέα για το μέγεθος της δομικής αγωνίας στην οποία ολίσθησε ο κόσμος του Σχολείου. Το θυμάστε το τσιμέντο της γέφυρας Μοράντι[1]; Το μόνο τράνταγμα που αποδέχτηκε το σύστημα-σχολείο είναι η εξ αποστάσεως διδασκαλία. Ας σημειώσουμε όμως, πως η σχεδίαση απλά προέβλεπε το εξής: τα γνωστά πράγματα που ήδη διδάσκονται στην τάξη, να διαχυθούν μηχανιστικά σε ένα δοχείο ψηφιακών εργαλείων. Όχι κάποιο τροποποιημένο ωράριο, όχι κάποιο άλλο πρόγραμμα, παρά μόνο ένα τυφλό πείσμα στην επίτευξη των ίδιων αποτελεσμάτων με μια τεχνική ακατάλληλη να τα πετύχει. Μόνο συστήματα που είναι θεμελιωμένα σε ένα είδος ψευδοηρωικής, ξεροκέφαλης δύναμης μπορούν να σκεφτούν χωρίς δισταγμό να πραγματοποιήσουν εξ αποστάσεως τις ώρες της φυσικής αγωγής. Το βλέπετε το τσιμέντο;
Είναι αφελές να συγχέουμε αυτή την ακαμψία με κάποιο είδος βλακείας, καθώς πίσω της βρίσκονται ζυμώσεις προερχόμενες από το μακρινό παρελθόν. Πρόκειται αντίθετα για μια μορφή ευφυίας, που όμως έχει γίνει ανεπίκαιρη. Η ίδια ακριβώς που αναπαράγεται με έναν επαναληπτικό εξαναγκασμό -δυστυχώς με τη συμβολή του Σχολείου- τον οποίον πληρώνουμε πολύ ακριβά. Αν σκεφτείτε τα πράγματα και τον τρόπο που τα διδάσκουμε στο Σχολείο, θα αναγνωρίσετε εύκολα τη λατρεία της στασιμότητας, της αγκύλωσης, του τσιμέντου που είδαμε να συνθηκολογεί με την Πανδημία. Είναι η νοοτροπία του περασμένου αιώνα, που συνεχίζει να αναπαράγει τον εαυτό της. Αναπαράγει τον εαυτό της, διαιωνίζοντας την τελείως υποκειμενική της δοξασία ότι το να γνωρίζεις την πραγματικότητα, σημαίνει να την επαναφέρεις σε τάξη και σταθερότητα χωρίς ίχνος χάους. Σε μια αδιέξοδη κατηγοριοποίηση. Σε μία ελεγχόμενη ακινησία. Το Σχολείο είναι ακόμα εκεί και παράγει νέους, πρόθυμους να επαναλάβουν τα ίδια. Πάρτε για παράδειγμα δύο μαθήματα-πυλώνες όπως τα μαθηματικά και τα λατινικά, που κατά κάποιο τρόπο συνοψίζουν τους δύο κλάδους-φορείς της βασικής εκπαίδευσης των ελίτ: θα αναγνωρίσετε σίγουρα το ιδανικό training για την προετοιμασία της άρχουσας τάξης. Με ποιο τρόπο; Μαθαίνοντάς την πώς λειτουργούν τμήματα της πραγματικότητας, αποκομμένα από κάθε γίγνεσθαι, αυτάρεσκα περίκλειστα, αιωνίως σταθερά και πλήρως αδιαπέραστα από υποκειμενικές και αντικειμενικές παραλλαγές. Η σε βάθος ενασχόληση με τα δύο κορυφαία αυτά μαθήματα θα μπορούσε να μετατραπεί σε βίωμα καθαρού οράματος και ελευθερίας αλλά στο βαθμό που προσεγγίζονται ως ύλη μαθητικού προγράμματος, εκπίπτουν σε μια εκπαίδευση του αναπόφευκτου, του ήδη γραφτού, του ακίνητου. Και μόνο η έκφραση «νεκρή γλώσσα» τα λέει όλα. Έτσι διαπαιδαγωγούμε τους νέους σε μια κατάσταση ανύπαρκτη στην πραγματική ζωή: στη διαχείριση μιας ακίνητης πραγματικότητας. Στην επίλυση προβλημάτων που δεν αλλάζουν τους κανόνες. Στην αναζήτηση νοημάτων που επιβιώνουν αναλλοίωτα μέσα από γενεές ανθρώπων εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους. Βλέπετε το πάθος για μονιμότητα, τη φιλοδοξία να σταματήσει ο κόσμος, την ανάγκη για σταθερότητα; Αναγνωρίζετε τη γέφυρα Μοράντι;
Εντελώς αντίθετα, μια άλλη νοοτροπία θα γνώριζε ότι εκπαίδευση σημαίνει ακριβώς το να προετοιμάζεις κάποιον για την αστάθεια. Ότι η γνώση διατίθεται σε μυαλά φρέσκα και έτοιμα να ευθυγραμμίσουν παλιούς κανόνες στο άγνωστο του πραγματικού που μεταβάλλεται. Ότι η γνώση είναι μια πράξη πάντοτε ασταθής και εύπλαστη, που συμπίπτει με την τέχνη της προσαρμοστικότητας και που τελικά συνοψίζεται στην ζωική και ενστικτώδη ικανότητα να βλέπουμε μεταβατικές φιγούρες, ενώ διαθέτουμε μόνο κινούμενα κομμάτια. Για αυτού του είδους τη νοοτροπία, η ευελιξία των εκπαιδευτικών συστημάτων δε θα ήταν ένα σπιρτόζικο τρικ για την επιβίωση σε καιρούς χαλεπούς, αλλά θα ήταν ο κανόνας για την απόκτηση νοήματος την κάθε στιγμή. Αυτό είναι κάτι που δεν έχει σχέση με την ανάγκη για αποτελεσματική αντιμετώπιση στην Πανδημία. Ανεξάρτητα από την εκάστοτε επείγουσα περίπτωση, ένα εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να είναι ευέλικτο, αλλιώς είναι ένα τίποτα. Πρέπει να είναι ικανό να προσαρμόζεται με μια σχετική ταχύτητα στις μεταβολές του πραγματικού, αλλιώς είναι ένα τίποτα. Η ευελιξία δεν θα έπρεπε καν να ήταν ένα χαρακτηριστικό του, αλλά να ήταν —πιο ριζικά— κατασκευαστική προδιαγραφή του. Πρέπει να φανταστείτε το θέμα με όλη τη ριζοσπαστικότητα που κουβαλάτε. Η πραγματική ευελιξία δε θα χειριζόταν ποτέ άκαμπτα υλικά όπως η τάξη, τα μαθήματα, ο καθηγητής ενός μαθήματος, το σχολικό ωράριο, τα υπουργικά προγράμματα, τα σχολικά βιβλία. Αν θέλουμε να το πούμε έξω απ’ τα δόντια, δε θα έχανε ούτε καν χρόνο να σκεφτεί ότι ένα γιγαντιαίο δημόσιο Σχολείο, πανομοιότυπο παντού, μπορεί να αποτελεί μια καλή βάση για οτιδήποτε.
Χρησιμοποίησα το Σχολείο σαν δυνατό παράδειγμα λόγω των πληγμάτων που δέχτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γίνεται στο χώρο του θεάτρου, ή στην υγεία και την οικονομία; Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε κατά νου είναι το εξής: όλα αυτά είναι συστήματα υπερβολικά στάσιμα, ανίκανα να ελίσσονται. Επομένως, συστήματα ανίκανα να προσαρμοστούν σε επείγουσες καταστάσεις και κυρίως, ικανά να ισοπεδώνουν κάθε δημιουργική ενέργεια ακόμα και όταν οι καιροί είναι ευνοϊκοί. Υπάρχουν τρόποι διαφυγής από όλα αυτά; Ναι, υπάρχουν αλλά δυστυχώς δεν εμπιστευόμαστε τον κατάλληλο τρόπο σκέψης και πράξης Κι εδώ περνάμε στο σημείο δύο: στην πεισματική λατρεία της εξειδικευμένης γνώσης.
[1] Η Γέφυρα Μοράντι (Ponte Morandi) συνέδεε τις περιοχές Sampierdarena και Cornigliano τις Γένοβας στον αυτοκινητόδρομο Α10 και κατασκευάστηκε το 1963 από τον μηχανικό, του οποίου έφερε και το όνομα. Στις 14.8.2018 και έπειτα από καταρρακτώδεις βροχές, κατέρρευσε εν μέρει μετά από υποχώρηση του πυλώνα 9 προκαλώντας 43 νεκρούς και 566 τραυματίες. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί εργασίες συντήρησης για 25 χρόνια ενώ μια μηχανολογική μελέτη του 2017 είχε προειδοποιήσει για την κατάσταση των καλωδίων που κρατούσαν τη γέφυρα και που είχαν περιβληθεί με τσιμέντο.
Eπεισόδιο τρίτο
Λέγαμε για τα 4 εμπόδια που κατά τη γνώμη μου καθιστούν τη νοοτροπία του περασμένου αιώνα ακατάλληλη να διαχειριστεί την πραγματικότητα, ή τουλάχιστον την τρέχουσα πραγματικότητα. Το πρώτο ήταν η έλλειψη ευελιξίας και μιλήσαμε γι’ αυτό. Ας δούμε στα πεταχτά και τα επόμενα τρία γιατί αλλιώς θα ξημερώσουμε.
Δεύτερο εμπόδιο: η λατρεία της εξειδικευμένης γνώσης. Είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι δεν υπήρχε κάτι τέτοιο πάντα στις ανθρώπινες κοινωνίες. Ένας Έλληνας του 5ου αιώνα, ένας μοναχός του μεσαίωνα ή ένας λόγιος της αναγέννησης θα ζορίζονταν πολύ για να αποδεχτούν ότι ένας λοιμωξιολόγος, δηλαδή κάποιος που έχει σπουδάσει αποκλειστικά τα μικρόβια, θα μπορούσε να τους προστατέψει από μια πανδημία. Ούτε καν η ιδέα ενός απλού γενικού γιατρού θα τους ενθουσίαζε. Το ότι αυτή η στάση σήμερα μας φαίνεται παιδαριώδης και αποτυχημένη συμβαίνει απλώς επειδή προερχόμαστε από τουλάχιστον δύο αιώνες αποθέωσης της επιστήμης. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι τρεις άνθρωποι, ο καθένας με τον τρόπο του εικάζανε ότι οποιοδήποτε κομμάτι της πραγματικότητας, αποτελεί μέρος ενός πιο σύνθετου συστήματος. Επομένως, η μόνη χρήσιμη γνώση είναι αυτή που μπορεί να κινείται σε ολόκληρο το σύστημα και όχι μόνο σε κάποια κομμάτια του. Για έναν τέτοιο τρόπο αντίληψης της γνώσης, ένας γιατρός που δεν γνωρίζει τις ονομασίες των φυτών και δεν αναγνωρίζει ένα όμορφο ποίημα δεν ήταν τίποτε παραπάνω από έναν αξιόπιστο τεχνίτη. Αν η σκέψη αυτή σας φαίνεται ανώριμη, αναρωτηθείτε από το δικό σας κατ’ οίκον περιορισμό το εξής: και τι δε θα δίνατε ώστε η κυβερνητική πολιτική ενάντια στην Πανδημία να κατευθύνεται από έναν φιλόσοφο, έναν μαθηματικό, έναν ανθρωπολόγο, έναν ψυχολόγο, έναν βοτανολόγο, έναν ποιητή και έναν ιστορικό; Εγώ θα έδινα τα πάντα. Αλλά μην μπορώντας να το κάνω, παίρνω τουλάχιστον την ελευθερία να γράψω εδώ, μιας και η ιλιγγιώδης ανάπτυξη των εξειδικευμένων γνώσεων προκάλεσε μια συλλογική οπισθοδρόμηση, τόσο της ικανότητας να διασταυρώνονται οι διάφορες γνώσεις των ανθρώπων, όσο και της ευελιξίας να ενεργοποιούνται παράλληλα πολλές από αυτές: Αυτό, κάποτε το λέγαμε σοφία. Αυτή η ικανότητα που υπέπεσε σε αχρηστία για αιώνες, μπήκε τώρα από την κλειδαρότρυπα και φαίνεται να είναι ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά κάποιων νέων μυαλών. Το γεγονός ότι οι φιλόσοφοι ξανάρχισαν να γνωρίζουν και να μιλούν για φυτά και τεχνολογία και ότι ένας copywriter που δεν γνωρίζει από art directing απλώς αχρηστεύεται, το ότι οι τερματοφύλακες παίζουν όλο και περισσότερο με τα πόδια και το τηλέφωνό μου φτιάχνει βιντεάκια, ε κάτι μας λένε όλα αυτά. Προφανώς αλλάζουμε πίστα στο παιχνίδι και οραματιζόμαστε μια γνώση σαν το βλέμμα ενός γερακιού και σαν την υπομονή μιας βελανιδιάς, σαν την ακρίβεια ενός νυστεριού και τη μνήμη ενός βουνού. Όταν συναντάμε τέτοια γνώση, νιώθουμε ότι έτσι θα θέλαμε να γνωρίζουμε.
Τρίτο εμπόδιο. Πρόκειται για μια φανατικά εγκατεστημένη νοοτροπία που αποστρέφεται τη νομαδική ζωή. Προκύπτει από αρχές και αξίες που δεν μπορεί να αποτραβηχτεί. Εγκλωβίζεται στις εννοιολογικές πολιτείες που κατασκεύασε κι ας εξελίσσεται μια βάρβαρη εισβολή, κι ας .έχει πέσει λιμός στους κατοίκους. Τεχνικά μιλώντας, είναι σαν να είσαι καταδικασμένος να κοιτάς τη Γη κολλημένος στις ίδιες περιορισμένες οπτικές γωνίες και στη συνέχεια, να συγκεντρώνεις όλες τις νοητικές δυνάμεις σου, στο να γίνει η όρασή σου όλο και πιο γερή από αυτά τα σταθερά σημεία. Ενώ στην πραγματικότητα θα αρκούσε μια μετατόπιση δυο βήματα παραπέρα ώστε κι ένας μύωπας να ξεκαθάριζε ένα σωρό άλλα πράγματα. Θα δώσω ένα παράδειγμα όχι απαραίτητα ευχάριστο. Το σύνταγμα είναι για όλες τις δημοκρατίες του εικοστού αιώνα μια αρχή σχεδόν αδιαμφισβήτητη. Στην παρούσα στιγμή, η φαιά ουσία που δαπανάται στην κατανόηση του τί είναι συνταγματικό και τί όχι, είναι ασύγκριτα περισσότερη από αυτή που αφιερώνεται για να καταλάβουμε του αν το σύνταγμα είναι ακόμα έγκυρο, επίκαιρο, κατάλληλο. Γιατί; Γιατί η νοοτροπία του περασμένου αιώνα είναι εγκατεστημένη σε τέτοιο βαθμό που δεν αντιλαμβάνεται, για παράδειγμα, ότι η θεμελίωση μιας Δημοκρατίας πάνω στην εργασία είναι μια ωραία ιδέα αλλά επίσης και μια ιδέα τρομερά παλιά, σήμερα ειδικά που η εργασία όπως τη γνωρίζαμε ως τώρα, τείνει να εξαφανιστεί από τον κόσμο και μάλιστα συχνά, από επιλογή και απόφασή μας. Αναλόγως, είναι δύσκολο να σκεφτόμαστε ότι θα σώσουμε τον πλανήτη, αν δεν είμαστε σε θέση να ξαναγράψουμε τα Συντάγματά μας τοποθετώντας πάνω απ’ όλα τα δικαιώματα της ζωής, πέρα από την ανθρώπινη. Αντιθέτως, παραμένουμε μπλοκαρισμένοι στο ίδιο σημείο και αυτή τη στιγμή κανένας - σχεδόν κανένας - δε σκέφτεται ότι το πρώτο πράγμα που θα έπρεπε να κάνουν οι δυτικές δημοκρατίες είναι να ξαναγράψουν τα Συντάγματά τους. Να επανιδρύσουν δηλαδή την ίδια τους την πολιτεία. Σε μια άλλη κοιλάδα, στις όχθες μιας άλλης λίμνης, σε κάποιον άλλον ουρανό. Δεν το κάνουμε, γιατί η νομαδική ζωή, αν αφορά σε αξίες και αρχές, θεωρείται μια βάρβαρη πρακτική, παιδί μιας κάποιας άγνοιας ή ενός ελλείματος πειθαρχίας, ή του λαϊκισμού. Έτσι, γερνάμε σε εννοιολογικές πολιτείες με ξεχειλωμένα σύνορα, όπως για παράδειγμα, το δικαίωμα στη μελέτη, η ελευθερία της έκφρασης, η υπεράσπιση της ιδιοκτησίας, η έννοια της πατρίδας, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία. Υπέροχες, εξουθενωμένες πολιτείες, με δυστυχείς κατοίκους. Είναι ξεκάθαρο: οφείλουμε να σηκωθούμε να φύγουμε και να τις επανιδρύσουμε σε έναν τόπο που δεν τον μαστίζει η πενία των ιδεών. Αλλά δε θα το κάνουμε ποτέ, παρά μόνο αν προσκαλέσουμε κάποια άλλα μυαλά-οδηγούς.
Τέταρτο και τελευταίο εμπόδιο. Πρόκειται για μια νοοτροπία που εμμένει να επιλέγει τον ορθολογισμό σαν χαρακτηριστικό της. Θεωρεί τον εαυτό της και θέλει να είναι ορθολογική. Εδώ το θέμα είναι πολυπλοκότερο. Ελπίζω να μπορέσω να το εξηγήσω σωστά. Ένα πρώτο πράγμα που μπαίνει υπό συζήτηση, είναι η πεποίθηση ότι μπορεί κάποιος να είναι ορθολογικός, ή καλύτερα εξ ολοκλήρου ορθολογικός: η πεποίθηση δηλαδή ότι υπάρχει ένας τρόπος να λαμβάνει κάποιος αποφάσεις, προστατευμένος από οποιοδήποτε storytelling, από οποιαδήποτε συναισθηματική καμπύλη και από οποιοδήποτε ένστικτο. Υπάρχει στ’ αλήθεια ακόμα κάποιος που να δηλώνει ότι υπάρχει κάτι τέτοιο; Βρίσκεται κάποιος που να θεωρεί ορθολογική την απόφαση να διακοπεί η χορήγηση εμβολίων για τέσσερις ημέρες, για έναν ελεγχούλη;[2] (και αυτό είναι μόνο ένα παράδειγμα ανάμεσα σε πολλά). Μπορεί και να ‘μαι τρελός, αλλά μου φαίνεται πολύ πιο αποτελεσματικός ένας συλλογισμός που λαμβάνει υπόψη το storytelling, το συναίσθημα και το ένστικτο, που επιθυμεί να τα γνωρίσει, και που δε δοκιμάζει να περάσει τις αποφάσεις του ως αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα αλάνθαστων λογικών διεργασιών. Θα μου άρεσε να υπήρχε, ας πούμε, μια αμφίβια νοοτροπία, με επίγνωση, να μπορεί να λάβει αποφάσεις ακόμα και κάτω από την ίσαλο γραμμή της λογικής, ακόμα και στον πάτο. Μου έχει σπάσει τα νεύρα αυτό το ατελείωτο παραμύθι του ορθολογισμού. Ας κρατήσουμε λοιπόν κυρίως αυτό: δεν έχει σημασία το τι κάνουμε εμείς οι άνθρωποι, αλλά το πώς είναι η πραγματικότητα, πώς είναι ο κόσμος. Εκεί έξω, τα πράγματα λειτουργούν λόγω μιας ενέργειας και σύμφωνα με φυσικές διεργασίες, για τις οποίες η ανθρώπινη λογική γνωρίζει ελάχιστα. Αντιλαμβανόμαστε μονάχα την κορυφή του παγόβουνου. Υπάρχει μια πνοή του κόσμου που δεν είναι μόνο ένα παραμύθι για σαλεμένους και όποιος δεν την αισθάνεται —δε λέω να την αναπνέει, αλλά τουλάχιστον να την αισθάνεται— δεν έχει μια πραγματική δυνατότητα να λάβει αποφάσεις που οδηγούν στην ευτυχία των έμβιων όντων. Και επιπλέον σκεφτείτε τις διάφορες συνδέσεις, αυτές και μόνο να σκεφτείτε, τις συνδέσεις: όπως η χλωρίδα ενός τεράστιου δάσους, έτσι και τα ζωντανά όντα ανταλλάσσουν πληροφορίες, συνδέονται με χημικές αλυσίδες, σχηματίζουν αόρατους δεσμούς μέσω των οποίων επιβιώνουν: δεν υπάρχουν δέντρα, αλλά δάση, και κάθε φορά που εμείς αποσυναρμολογούμε αυτή την απλή και πρωταρχική ενότητα, παραδείγματος χάρη με την εξειδικευμένη γνώση, ή επιλέγοντας μόνο αυτό που είναι ορθολογικό, ξεγραπώνουμε αυτό που μελετάμε, αποσυνδεόμαστε, ξεστρατίζουμε από το πραγματικό: αργά ή γρήγορα θα το βρούμε μπροστά μας. Δεν υπάρχει τίποτα το ποιητικό, πιστέψτε με: οι άνθρωποι είμαστε –ο κόσμος είναι– ένα θαυμάσια σύνθετο τοπίο που καμία λογική γραφή δε θα μπορούσε να κατονομάσει πραγματικά. Γι’ αυτό και μια νοοτροπία που πείθεται ότι δαμάζει τον κόσμο, δε μας κάνει. Μια νοοτροπία που πείθεται ότι ο σκοπός της είναι να τον δαμάσει αντί να τον κατοικήσει, δεν είναι μια ευφυής νοοτροπία: ίσως να ήταν κάποτε, αλλά δεν μπορεί να είναι πια.
Ωραία. Μπορούμε τώρα να συνοψίσουμε. Για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι, συνεχίζουμε να παραδιδόμαστε στα χέρια μιας νοοτροπίας σαστισμένης από τον θρυλικό μύθο του ορθολογισμού, μιας νοοτροπίας που συμβαδίζει με άκαμπτα συστήματα, που δρα υπό την ώθηση ασύνδετων γνώσεων, που δεν έχει τη δύναμη να επανεξετάσει τα δικά της εννοιολογικά σταθερά σημεία αναφοράς,. Την ονομάσαμε νοοτροπία του εικοστού αιώνα, και εδώ ζητάμε συγγνώμη από τον Μπένγιαμιν, τον ΠΙκάσσο, τον Φουκώ, τον Τζίμυ Χέντριξ, τον Τζον Μακενρό και όλους αυτούς που δεν είχαν καμία σχέση με αυτόν τον τρόπο ύπαρξης στον κόσμο: δυστυχώς, όταν διαλέξαμε μυαλά για να διαχειριστούν τον κόσμο, δε διαλέξαμε τα δικά τους. Διαλέξαμε αυτά που ακόμα και τώρα μας φέρνουν το λογαριασμό με τη συνήθη, ενοχλητική υποσημείωση there is no alternative.
Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αναρωτηθούμε, αν πραγματικά αυτός ο τρόπος σκέψης και πράξης είναι ο μοναδικός που διαθέτουμε. Είναι μια ερωτησούλα που θα θέσουμε στο επόμενο και τελευταίο επεισόδιο. Δεν υπόσχομαι την απάντηση. Υπόσχομαι όμως την ερώτηση.
Eπεισόδιο τέταρτο (και τελευταίο)
Έτσι, κλεισμένοι στο σπίτι, παρακολουθώντας την τελευταία κουρασμένη παράσταση της νοοτροπίας του περασμένου αιώνα, περιμένουμε την έλευση ενός νέου τρόπου σκέψης και πράξης που θα έρθει να μας πάρει από δω. Από πού θα έρθει, είναι ένα ερώτημα. Κι ένα άλλο, το αν βρίσκεται ήδη ανάμεσά μας. Πάντα κουβαλάμε το μεσσιανικό ένστικτο να περιμένουμε ένα σωτήρα. Να ψάχνουμε στον ουρανό ένα άστρο-κομήτη να μας οδηγήσει στη Γέννηση. Είναι ανθρώπινο πάντα να ελπίζουμε.
Αν υπάρχει μια νέα νοοτροπία, δικαιούμαστε να προσδοκούμε από αυτή ένα πράγμα: να στέκει απρόσβλητη απέναντι στα εμπόδια που μπουρδουκλώνουν αυτή του περασμένου αιώνα. Άρα, φανταζόμαστε ανθρώπους προικισμένους με πολυδιάστατη γνώση, που σκαρφίζονται ευέλικτα συστήματα, παράτολμους ώστε να αναθεωρούν συχνά τις αξίες τους και να αντιστέκονται σθεναρά στην ιδέα ότι η πραγματικότητα δαμάζεται με τον ορθολογισμό. Το επόμενο ερώτημα είναι τώρα απλό: κοιτώντας τριγύρω, εντοπίζουμε στην πράξη τέτοιου είδους ανθρώπους;
Κι όμως υπάρχουν. Για παράδειγμα, πολλοί από τους κάτω των 35 σκέφτονται με αυτό τον τρόπο. Αλλά δεν πρόκειται αποκλειστικά για ένα ηλικιακό χαρακτηριστικό. Αν παρατηρήσετε καλά, υπάρχουν πάρα πολλά μέρη, εταιρείες, θεσμοί, πραγματικότητες στις οποίες μπορείτε να βρείτε, ακόμα και σε υψηλές θέσεις, ανθρώπους που σκέφτονται έτσι. Που δρουν με αυτόν τον τρόπο. Είναι πιθανό, μεγάλο μέρος αυτών που διαβάζουν αυτό το άρθρο να είναι άνθρωποι που αυθόρμητα λειτουργούν μες στον κόσμο, με αυτόν εδώ τον τρόπο. Τέλος πάντων, δε μιλάμε για κάτι το τρελό ή το ουτοπικό, μιλάμε για κάτι που υπάρχει. Ποιο είναι το πρόβλημα λοιπόν;
Το πρόβλημα είναι ότι, αν παρατηρήσετε όλους αυτούς τους ανθρώπους, θα δείτε να βρίσκονται διαρκώς σε μάχη με κάποιον οργανισμό ισχυρότερο από αυτούς, που δεν επιτρέπει να επιβιώσει ο δικός τους τρόπος αντίληψης. Που τον καθυστερεί. Ένα είδος έλους που τον περιβάλλει και συχνά τον ρουφάει. Θα μας βόλευε να ισχυριστούμε ότι είναι η Εξουσία που τον ξεγελά. Μια γερασμένη Εξουσία του εικοστού αιώνα. Αλλά το πράγμα είναι πιο σύνθετο. Τον ξεγελάει η διοίκηση των κοινοτήτων μας, το δομικό design της κοινωνίας μας. Το δάσκαλο που έχει κατά νου ένα πιο ευφάνταστο τρόπο διδασκαλίας, δεν τον ξεγελά η ορθολογική αυθεντία ενός ξεροκέφαλου διευθυντή ή η τυφλή ακαμψία των υπουργικών διαταγμάτων: τον ξεγελά ο σκεπτικισμός των συναδέλφων, η άγνοια των γονέων και η απραξία των μαθητών. Τον εικοσάχρονο που θα είχε κατά νου μια start up προορισμένη να ξηλώσει την παράλογη γραφειοκρατία των πληρωμών με διακανονισμό (για παράδειγμα), δεν τον ξεγελά ένας —ανύπαρκτος— πιο ισχυρός ανταγωνιστής αλλά το απλό γεγονός ότι ο αριθμός των ατόμων που ζουν χάρη σε αυτή την πολυπλοκότητα είναι τόσο μεγάλος, ώστε να δημιουργούν γύρω της μια αλυσίδα προστασίας. Θέλω δηλαδή να πω ότι αυτό που επιβραδύνει την έλευση της νέας νοοτροπίας είναι η δομική λογική του κόσμου μας. Ο τρόπος που είναι κατασκευασμένος. Απ’ την άλλη, όποιος θέλει να ανακαινίσει το σπίτι των ανθρώπων με μια νέα νοοτροπία, συνήθως δεν ξαναβάφει τους τοίχους, αλλά γκρεμίζει όλο το κτίριο για να το οικοδομήσει με ένα διαφορετικό κατασκευαστικό σύστημα. Η νέα νοοτροπία δεν παριστάνει το διακοσμητή. Είναι ένας δομικός μηχανικός. Γι’ αυτό και ο κόσμος της αντιστέκεται. Αρνείται να γκρεμιστεί. Στέκεται όρθιος μέχρι την τελευταία στιγμή, σαν τη γέφυρα Μοράντι. Και αυτό, με υποστυλώματα όπως η εθελοτυφλία, η συνενοχή, η πονηριά, που αναβάλλουν την κατάρρευσή του. Μέχρι το τέλος.
Βλέπετε όμως, θα υπάρχει πάντα εκείνη η απογευματινή καταιγίδα που θα κάνει τους πυλώνες να καταρρεύσουν.
Με τον πιο θεαματικό τρόπο οι πυλώνες κατέρρευσαν, όταν στο πανόραμα του κόσμου ξέσπασε η ψηφιακή επανάσταση. Εδώ έχουμε την εμβληματική περίπτωση μιας φρέσκιας νοοτροπίας που ξηλώνει τη γερασμένη. Όσο ανθεκτική κι αν ήταν η συντηρητική, πυκνή αλυσίδα που μάντρωνε τους πρωτοπόρους αυτής της επανάστασης, δεν μπόρεσε να καταφέρει τίποτα: όσοι θέλησαν, την έσπασαν. Τι κι αν ήσουν η Walmart, η Amazon σου την έφερνε. Τι κι αν ήσουν η New York Times, το Twitter σε γονάτιζε. Κι αφού γονάτιζες, το μόνο που σου απέμενε ήταν να επιλέξεις, αν θα παραμείνεις στο έδαφος, κάτω από το βάρος των ερειπίων σου, ή αν θα ανακάμψεις όσο το δυνατόν γρηγορότερα με ένα νέο δομικό σύστημα. Έτσι έχουν τα πράγματα στις ημέρες μας.
Και τώρα μπορούμε να αναρωτηθούμε, μήπως αυτοί οι άνθρωποι, οι πρωτοπόροι του ψηφιακού, ήταν όντως οι φορείς της νέας νοοτροπίας, που σκαρφιζόταν το νέο δομικό design του κόσμου με τα δικά της κατασκευαστικά εργαλεία; Νομίζω πως ναι. Στην ουσία οι ψηφιακοί επαναστάτες άρχισαν να χτίζουν το σπίτι των ανθρώπων με βάση μια νέα τεχνική κατασκευής και μάλιστα άρχισαν να το κάνουν από τα κάτω. Ξεκίνησαν από τα τηλέφωνα και τις γραφομηχανές, φαντάσου! Τώρα, ξέρουμε ότι τα είχαν πάρει στο κρανίο με τη νοοτροπία του εικοστού αιώνα και φυσικά την παραγκώνισαν: σκεφτείτε ότι κάποιοι ούτε πτυχίο δεν πήραν. Αν ξαναδούμε τα τέσσερα εμπόδια που σκόνταφταν οι πατεράδες τους, αυτοί ξεπέρασαν οριστικά τουλάχιστον τα δύο: έψαξαν και βρήκαν ένα παιχνίδι, που όλα είναι σε αέναη κίνηση και στο οποίο κερδίζει μόνο όποιος μεταμορφώνεται γρήγορα κι ευέλικτα: στη συνέχεια, βάλθηκαν να καταστρέφουν τον ένα πυλώνα μετά τον άλλο, σαρώνοντας αρχές και αξίες που φάνταζαν ακλόνητες: δεν το έκαναν με κακία, ήταν απλώς σκληροί και οργισμένοι επαναστάτες.
Παρόλα αυτά, φαίνεται πως δεν ήταν αρκετοί. Μάλλον κάτι δε λειτούργησε σωστά, αν ακόμα προσμένουμε αυτό το νέο που θα μας σώσει. Σε σχέση με αυτό το κάτι, ακούγονται διάφορα. Απ’ όσο έχω εγώ καταλάβει, βασικά δεν λειτούργησαν τρία πράγματα. Το πρώτο είναι ότι ξεκινώντας από τα κάτω, η ψηφιακή επανάσταση άφησε όρθιους όλους τους μεγάλους θεσμούς του περασμένου αιώνα που αφορούν την κοινοτική ζωή: το σχολείο, την πολιτική, τους νόμους, τις Εκκλησίες. Έπεφταν οι New York Times αλλά όχι η καθηγήτρια στα Αρχαία. Έκλειναν οι βιβλιοθήκες αλλά όχι τα κόμματα. Έτσι άρχισε αυτή η παράξενη σχιζοφρένεια, οι άνθρωποι να ζουν σε δύο παράλληλες διαστάσεις: στη μία, την ιδιωτική και ατομική, βρίσκονταν στο μέλλον, ενώ στην άλλη, τη δημόσια και συλλογική, παρέμεναν εγκλωβισμένοι στον εικοστό αιώνα, για να μην πω στον δέκατο ένατο.
Ταλαιπωρία.
Το δεύτερο που δε λειτούργησε έχει να κάνει με το ότι οι επαναστάτες ήταν όλοι άντρες, μηχανικοί, Αμερικάνοι, λευκοί. Σχεδόν όλοι, για να είμαστε ακριβείς. Άρα στην ουσία, συνέβη το εξής: οι ψηφιακοί επαναστάτες ανήκαν ήδη σε μίαν ελίτ όχι μόνο άκρως εξειδικευμένη αλλά και ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά περιχαρακωμένη με σχεδόν κλειστοφοβικό τρόπο: μια εικόνα πολύ του εικοστού αιώνα. Τι μπορεί να γεννήσει μια τέτοια ελίτ; Ήδη από την αρχή υπάρχει ένα ολοφάνερο σφάλμα: όσα έχουν σκαρφιστεί άνδρες, μηχανικοί, Αμερικάνοι, λευκοί, δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν πραγματικά. Ούτε μια θρησκεία, ούτε μια ορχήστρα, ούτε ένα πλύσιμο αυτοκινήτου: τίποτα.
Σπάσιμο.
Τρίτο πράγμα: η ψηφιακή τεχνολογία γεννιέται στην αγαπημένη φάτνη του ορθολογισμού, τους αριθμούς. Πάρτε μια φράση όπως «η ανάσα του κόσμου» και αναζητήστε την στο νοητικό ευρετήριο της ψηφιακής επανάστασης: δε θα τη βρείτε ούτε στις 100 πρώτες θέσεις. Πιθανόν να ενοικούσε σε κάποιους από τους πρωτοπόρους: αλλά δεν είναι εύκολα προσβάσιμη στα device που αυτοί δημιούργησαν. Και κάπως έτσι, καταλήξαμε να απομυζούμε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μη αριθμήσιμο μέρος του κόσμου, την αόρατη δόνηση του πλάσης. Η ψηφιακή επανάσταση πολλαπλασίασε τις εμπειρίες, σάρωσε μια σειρά από προνόμια, επανέφερε την ουσία στην επιφάνεια του κόσμου απελευθερώνοντάς τον από τα δεσμά όλων αυτών των ιεροκηρύκων: αλλά μέσα στη φούρια της να απαριθμήσει τον κόσμο, κατά κάποιο τρόπο τον έσφιξε, απογυμνώνοντάς τον από μια συνθετότητα που είναι δύσκολο να οριστεί, χωρίς να ανατρέξουμε στην παρακινδυνευμένη λέξη πνευματικό.
Μυστήριο.
Έτσι σε τελευταία ανάλυση, η ψηφιακή επανάσταση μοιάζει με μια ιδιοφυή απόδραση, ένα μεγαλειώδες γκρέμισμα τοίχων και ένα θεαματικό άνοιγμα μιας διεξόδου: μόνο που τελικά δεν χωθήκαμε σε αυτήν τη διέξοδο αλλά χαθήκαμε συζητώντας για fake news, για καπιταλισμό της αστυνόμευσης και άλλα τέτοια πράγματα. Και κατά κάποιο τρόπο, ξεμείναμε στα μισά του δρόμου. Η Πανδημία μας έπιασε σε ένα είδος συνόρου. Αυτή τη στιγμή παραπαίουμε εκεί, περιμένοντας να μάθουμε προς ποια πλευρά θα πέσουμε, πότε θα περάσει η νυχτιά[2]. Θα βοηθούσε πολύ να διαθέταμε μια νέα νοοτροπία και γι’ αυτό έχουμε καθήκον να την εντοπίσουμε, να την απαιτήσουμε και να την προστατέψουμε.
Και τώρα για να τελειώνουμε, θα πετάξω και το τελευταίο και πάμε πάλι μετά ν’ αρχίσουμε τα παραμύθια.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλά γνωρίζω ότι το σκεπτικό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένα σκεπτικό όπως το γνωρίζουμε ως τώρα. Σίγουρα θα χρησιμοποιεί λογικά νήματα για να συγκροτεί τις κινήσεις του και θα χρησιμοποιεί τη γνώση για να αποφασίσει τι να επιλέξει. Αλλά δε θα είναι μια μέθοδος, δε θα στηριχτεί σε ένα πλέγμα από αρχές, δε θα είναι με κανένα τρόπο μια μορφή ορθολογισμού. Θα είναι ένα πράττειν. Θα είναι μια πράξη. Θα είναι μια συλλογή από ελιγμούς. Η νέα νοοτροπία θα είναι μια πράξη.
Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς αλλά πιστεύω ότι θα είναι μια ζωική πράξη και επομένως η σκέψη της θα είναι μια σωματική κίνηση. Θα έχει επίγνωση γι’ αυτό και θα βάλει τέλος στην αποστειρωμένη ψευδαίσθηση της καθαρής σκέψης. Θα σκέφτεται βρώμικα, αυτό θα κάνει. Βρώμικα αλλά ορθά.
Η νέα νοοτροπία θα είναι ζωική και επομένως συνδεδεμένη με το πάθος και όχι με μια ηθική αρχή, με ένα πρέπει. Η σκέψη θα σχετίζεται με την πείνα και θα είναι πιθανώς απλή. Η κατανόηση θα είναι κάτι που θα οδηγεί στην κατοικία, όχι στο κυνήγι. Η γνώση θα πάψει να είναι εργαλείο επίθεσης και κυριαρχίας και θα έχει να κάνει με την ανάγκη να ακούμε και να συμπεριλαμβάνουμε.
Δεν μπορώ να πω γιατί αλλά θα είναι μια νομαδική νοοτροπία. Δε θα έχει ένα σπίτι, θα έχει πολλά σπίτια. Δε θα διστάζει να τα εγκαταλείψει όλα.
Πιστεύω ότι θα χαρακτηρίζεται από μια διανοητική λειτουργία που θα διαχέεται παντού και δεν θα συγκεντρώνεται σε μέρη που παράγουν αποκλειστικά διανόηση. Θα είναι συλλογική και όχι ατομική.
Περιμένω ότι θα είναι μια νοοτροπία με βαθιά μνήμη και πλατιά όραση: στις πιο όμορφες στιγμές, αυτά τα δύο συμπίπτουν.
Ξέρω ότι θα είναι μια συναισθηματική νοοτροπία, όχι με την έννοια ότι θα μπήγει τα κλάματα κάθε πέντε λεπτά αλλά με την έννοια ότι θα δρα ξεκινώντας από τα συναισθήματα. Θα κινείται προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις δονήσεις που λαμβάνει από τον κόσμο μέσα από τα συναισθήματα. Έτσι, η διάνοια θα ταυτιστεί με την ικανότητα να καταγράφεις τον κόσμο, να τον αισθάνεσαι. Οποιαδήποτε εννοιολογική αφαίρεση που συνθέτει εν ψυχρώ την πραγματικότητα θα θεωρείται ένας απλουστευτικός χάρτης και επομένως επισφαλής. Τίποτα το εγκεφαλικό δε θα θεωρείται χρήσιμο. Κάθε πράξη που καλλιεργεί τα συναισθήματα, θα αντιμετωπίζεται με σεβασμό.
Η ορθολογική ανάλυση θα θεωρείται μια απαραίτητη υπηρεσία και η διαίσθηση θα γίνει η καρδιά κάθε υπόθεσης.
Πιστεύω πως όλες οι αποφάσεις θα προέρχονται από μια μοναδική δεξιότητα: να διακρίνουμε αυτό που είναι νεκρό από αυτό που είναι ζωντανό. Όσους ελιγμούς κάνουμε, θα τους κάνουμε για να προστατέψουμε τη δημιουργικότητα. Δε θα ξοδεύουμε —από ανικανότητα— πρώτες ύλες για να διατηρηθεί στη ζωή ό,τι δε δονείται πια. Δε θα μας χαρακτηρίζει η φιλοδοξία να αλλοιώνουμε την πορεία της ζωής αλλά να την επικυρώνουμε.
Δεν ξέρω αν το εκφράζω σωστά, αλλά νομίζω ότι θα είναι μια νοοτροπία επιφανειακή, δηλαδή ελαφριά, μεταβαλλόμενη, λεπτή. Θα κινείται φανερά, ανοιχτά. Στα μυαλά που προηγήθηκαν θα φαντάζει διακριτικά αφελής. Θα είναι θηλυκή, με την έννοια που τα αρσενικά δίνουν σε αυτόν τον όρο. Θα είναι αρσενική, με την έννοια που τα θηλυκά δίνουν σε αυτόν τον όρο. Θα είναι ασυγκράτητη.
Θα χρησιμοποιεί τους αριθμούς για να ελέγξει τον κόσμο και τα ονόματα για να χάσει τον έλεγχο. Εννοείται θα ξέρει να υπολογίζει αλλά συχνά δε θα το θεωρεί ενδεδειγμένο. Θα ξέρει να ονομάζει, αλλά ποτέ για να περι-ορίσει τον κόσμο, μόνο για να τον ανα-κινήσει.
Μου φαίνεται ξεκάθαρο ότι θα είναι μια αυθάδης νοοτροπία. Με την έννοια ότι δεν θα φοβάται να χάσει και να κερδίσει. Όποιος σκορπίζει φοβίες θα παρεμποδίζεται, όποιος τις διαδίδει θα του δείχνεται ευγενικά η έξοδος. Οι εξερευνητές θα κατέχουν μια ξεχωριστή θέση, θα θεωρούνται απαραίτητοι. Αποχωρισμοί, αντίο και αποδεσμεύσεις θα διδάσκονται σαν λεπτές κινήσεις, που πρέπει να εκτελεστούν σωστά: θα θεωρούνται απαραίτητες.
Και τέλος. Θα είναι μια νέα νοοτροπία που δε θα μας εκπλήξει, γιατί έχουμε κλείσει ένα ραντεβού μαζί της εδώ και πολύ καιρό. Πάρα πολλοί άνθρωποι την έχουν ήδη επιλέξει ως καταστατικό της θέσης τους στον κόσμο. Ενώ αποδέχονται πειθαρχημένα την επικρατούσα λογική, την εξασκούν με το ένστικτο κάποιου που δεν έχει ανάγκη να το πολυαναλύσει. Την έχουν μάθει με την πρακτική τους. Στους πιο νέους προκύπτει σα φυσικό χάρισμα και μόνο. Άλλοι την έχουν χωρίς να το γνωρίζουν. Όλοι την αναγνωρίζουν και συμβάλλουν στη δημιουργία της. Δεν υπάρχει τίποτα το ποιητικό ούτε καλλιτεχνικό σε αυτή: είναι μια πράξη που μοιράζεται πολύς κόσμος, άνθρωποι που κατεβάζουν ιδέες κάθε μέρα— είναι απλώς μια νοοτροπία που κάνει τη γη να γυρίζει. Είναι η δεξιοτεχνία της ζωής. Μου φαίνεται πως προοριζόμαστε να της εμπιστευτούμε ό,τι πιο αγαπημένο διαθέτουμε. Μια μέρα, που δε θα αργήσει να έρθει, θα αναλογιστούμε την πορεία μας και θα πούμε ποτέ ξανά, έτσι ποτέ ξανά, ποτέ ξανά. Και στην ατσάλινη παροδικότητα αυτής της δεξιοτεχνικής κίνησης, θα εμπιστευτούμε ό, τι πιο αγαπητό διαθέτουμε. Θα συμβεί μια οποιαδήποτε Πέμπτη, υποθέτω. Αλλά μπορεί και να έγινε εχθές. Δεν ξέρω, μπορεί και να μου ξέφυγε. Ήμουν εδώ, κλεισμένος, γράφοντας ένα δύσκολο άρθρο.
[ 2021 ]
[2] Αναφέρεται στην διακοπή για λίγες μέρες του εμβολιαστικού προγράμματος με Astrazeneca τον περασμένο Μάρτιο στην Ιταλία. Από τον Μάιο και μετά, ανεστάλη οριστικά η χορήγησή του σε ανθρώπους κάτω των 60 ετών.
[3] “Ha da passà 'a nuttata”: Φράση από το θεατρικό έργο Napoli milionaria (1945) του Eduardo de Filippo.
Ακόμη δεν γνωρίζουμε αν έχουμε επιτέλους ξεπεράσει την πανδημία αυτής της τρίτης δεκαετίας της τρίτης χιλιετίας. Ίσως τελικά οι μαζικοί εμβολιασμοί να καταφέρουν να επιβληθούν απέναντι στον ιό και τις μεταλλάξεις του. Ή ενδεχομένως τα εκατομμύρια των προσβληθέντων ατόμων μας επιτρέψουν να επιτύχουμε την πολυπόθητη ανοσία της αγέλης. Βέβαια δεν είμαστε σίγουροι ότι στην επόμενη γωνία δεν καραδοκεί μια νέα μετάλλαξη του ιού πιο επιθετική και καταστροφική. Παρόλα αυτά, είναι γεγονός ότι λίγο πολύ σε όλο το δυτικό κόσμο, ακόμη και στην Αυστραλία που μέχρι πρόσφατα εφάρμοσε πολιτική απομόνωσης, οι άνθρωποι ξαναβρίσκουν συνήθειες που είχαν αφήσει στο περιθώριο, παραμελημένες, σχεδόν ενοχοποιημένες κατά τη διάρκεια των είκοσι μηνών που πέρασαν από τη στιγμή που επισήμως η Π.Ο.Υ.[1]
ανακήρυξε την κατάσταση πανδημίας του Cοvid-19.
Μεταξύ εκείνων, οι συμπεριφορές που περιέγραψε ο Aλεσάντρο Μπαρίκο στo πρώτo κείμενο του “Ποτέ ξανά”: να χαιρετηθούμε με μια χειραψία, να σφιχτούμε σε μια αγκαλιά, να καλέσουμε φίλους στο σπίτι, να πάμε στο εστιατόριο, στο σινεμά, στο θέατρο, να αγγίξουμε ένα άρρωστο, να κρατήσουμε το χέρι ενός ετοιμοθάνατου, να αγκαλιάσουμε ένα μωρό, κ.ά. Αναπόφευκτα διερωτόμαστε: σίγουρα όλες αυτές είναι επιθυμητές συμπεριφορές, αλλά, ταυτοχρόνως, θέλουμε στ’ αλήθεια να επιστρέψουμε στο “όπως πριν”; Να αφήσουμε πίσω αυτή την απίστευτη περίοδο που προκάλεσε τόση οδύνη σε πολλές οικογένειες, φτώχεια σε πολλούς, που έφερε σε κρίση τα οικονομικά, υγειονομικά, σχολικά συστήματα ΟΛΩΝ των Δυτικών χωρών (και όχι μόνο), με μια απλή επιστροφή στον προηγούμενο τρόπο ζωής;
Χωρίς αμφιβολία, νοιώθουμε πολύ ευτυχισμένοι που μπορούμε ξανά να συναντήσουμε τους φίλους μας, να αγκαλιάσουμε με λιγότερο φόβο τα παιδιά μας (τουλάχιστον όσοι από εμάς εμβολιάστηκαν ή ξεπέρασαν τον υιό), να γευματίσουμε με τους παππούδες, να μπούμε πάλι μέσα στις αίθουσες διδασκαλίας ή τα αμφιθέατρα, να επιστρέψουμε στο θέατρο, τον κινηματογράφο, τις συναυλίες. Θέλουμε όμως στ‘ αλήθεια ΟΛΑ να επιστρέψουν όπως πριν; Όπως γράφει ο Μπαρίκο, «πολλοί αναλογιστήκαμε: μα τι τρέλα ζωής, ζούσαμε πριν;»[2]
Η πανδημία άνοιξε την κρίση, μια ρωγμή στον τρόπο ζωής μας και όπως όλες οι κρίσεις προκάλεσε πόνο, αμφιβολία, κίνδυνο αλλά και ερέθισμα να αναλογιστούμε στο πως ζούμε τη σχέση μας με τους συνανθρώπους και τη φύση, τη δουλειά μας, τα ταξίδια μας, τις διακοπές μας, τη ζωή μας στην πόλη, όλα όσα έγιναν ξαφνικά τόσο διαφορετικά κατά τις περιόδους των περιοριστικών μέτρων.
Κάποιος φιλόσοφος του οποίου μου διαφεύγει το όνομα, υποστήριζε ότι μέσα στις ρωγμές μπορεί να προκύψει η αλλαγή. Ότι οι ρωγμές αποτελούν μια ευκαιρία για το νέο, μια χαραμάδα οξυγόνου. Πώς θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το οξυγόνο; Ο Covid μας κόβει το οξυγόνο αλλά η πανδημία οξυγόνωσε τα πνεύματά μας, για καλό και για κακό υπήρξε ένας τυφώνας που ανέδειξε τις αμέτρητες αδυναμίες των συστημάτων μας, χτύπησε τον πανταχού παρόντα ναρκισσισμό των ανθρώπινων όντων της τρίτης χιλιετίας και δημιούργησε την ανάγκη μιας αυτοκριτικής. Οι μαρτυρίες, τα γραπτά, οι πραγματείες καθώς και οι επιστημονικές έρευνες στις διαφορετικές όψεις των ανθρώπινων αντιδράσεων, (ανοσοποιητικές, ψυχολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές) αυτή την περίοδο δεκαπλασιάστηκαν. Όπως γράφει ο Μπαρίκο, αναλογιζόμενος την πανδημία (ή καλύτερα Πανδημία) ως μύθο, «για να εμπεριέχει όλη αυτή τη δύναμη και όλη αυτή την ταχύτητα, η μυθική μορφή της Πανδημίας θα έχει υποστηριχθεί από ένα ρεύμα επιθυμίας δίχως προηγούμενο. Ή από μια γιγάντια επιθυμία να εκφραστεί κάτι. Ή από μια επείγουσα ανάγκη να δοθεί φωνή σε μία ασύμμετρη απελπισία(…). Πως να μην καταλάβουμε (...) ότι είναι μια κραυγή; Είναι αναμφίβολο ότι ψάχναμε και επιθυμούσαμε κάτι παρόμοιο. Ίσως, μεταξύ των ρευμάτων της επιθυμίας που έσπρωξαν εκείνη τη μυθική φιγούρα μέχρι την επιφάνεια του κόσμου με τόση βίαιη ορμή, το πιο ισχυρό να ήταν όντως εκείνο: η σπασμωδική ανάγκη της στάσης. Με αυτή την έννοια η Πανδημία υπήρξε στα αλήθεια μια κραυγή. Μια κραυγή κόπωσης. Μια κραυγή εξέγερσης».[3]
Δεν υπάρχει καλύτερη συνθήκη από εκείνη της αναγκαστικής στάσης για αναστοχασμό. Για την δημιουργία ερωτημάτων. Μεταξύ των άλλων, ο Alessandro Μπαρίκο, σε αυτά τα μικρά συμπυκνωμένα κείμενα δημιουργεί πολλά, πυκνά, δύσκολα ερωτήματα. Πριν απ’ όλα προς τον εαυτό του και μετά προς εμάς. Θα επικεντρωθώ σε δυο από αυτά, που τα θεωρώ και τα κυριότερα: Η υπόθεση της «νοημοσύνης». Η ανάλυσή του για την νοημοσύνη του προηγούμενου αιώνα και των τεσσάρων πυλώνων της (σταθερότητα/έλλειψη ευκαμψίας, εξειδικευμένη γνώση, στέρεες αρχές, λογικότητα) είναι δίχως άλλο ενδιαφέρουσα, συμφωνούμε. Όπως επίσης οι σκέψεις στη δομική λογική του κόσμου, που εμποδίζει την αλλαγή: όχι μια εξουσία λίγο ή πολύ εμφανής, όχι lobbies που ελέγχουν την οικονομία, αλλά ο τρόπος που οι κοινωνίες λειτουργούν, οι δομές συχνά αφανείς αλλά πανίσχυρες που αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αντιστέκονται στις αλλαγές.
Είναι ξεκάθαρο ότι είναι ετοιμόρροπες.
Αλήθεια που δημιουργείται μια διαφορετική νοημοσύνη; Γρήγορη, ευέλικτη, ευπροσάρμοστη, ολιστική;
Θεωρώ ότι είναι άσκοπο να ψάξουμε μια, διαφορετικής ποιότητας νοημοσύνη, θα κινδυνεύαμε να εγκλωβιστούμε εκ νέου. Επομένως έχουμε ανάγκη από περισσότερες της μίας «νοημοσύνης». Μια πολλαπλότητα σημείων παρατήρησης. Κανέναν από τα οποία όμως μπορεί να εξηγήσει την πραγματικότητα σε όλες τις εκφάνσεις της ή να δώσει απάντηση σε όλες τις αμφιβολίες. Νοοτροπίες που υποστηρίζουν τις αμφιβολίες. Που αναγνωρίζουν τα όριά τους. Που αποδέχονται την ώσμωση με άλλους τρόπους σκέψης. Δεν είναι κάτι το νέο: από την «ανίσχυρη σκέψη» του Gianni Vattimo, στην επιστημολογία της περιπλοκότητας των Edgar Morin και Heinz von Foester, στη συστημική και ολιστική προσέγγιση του Gregory Bateson, στην ιδέα της «ρευστής κοινωνίας» του Sigmund Bauman, στην έννοια της ελαφρότητας του Ίταλο Καλβίνο, o προηγούμενος αιώνας στην πραγματικότητα προσέφερε πάμπολλες οπτικές γωνίες που μας προϊδέασαν ως προς την αδυναμία να ερμηνεύσουμε τον κόσμο με έναν και μοναδικό τρόπο σκέψης, ενθαρρύνοντάς μας να αποδεχτούμε ότι κάθε θεωρία έχει ένα όριο, είναι ατελής εν τη γενέσει της. Ακόμη και το φετινό βραβείο Νομπέλ Φυσικής αποδόθηκε φέτος στον Giorgio Parisi, γεννημένο στον προηγούμενο αιώνα, ο οποίος βραβεύτηκε για την επιστημονική του συνεισφορά στο πεδίο των σύνθετων συστημάτων.
Ξαναγυρίζω στην έννοια της διασποράς: είμαστε ακόμα φοβισμένοι στη σκέψη ότι μπορεί να μολυνθούμε από τον ιό, που στην περίπτωση των μη εμβολιασμένων μπορεί να έχει θανατηφόρο αποτέλεσμα. Αλλά ταυτόχρονα, πολλοί άνθρωποι είναι φοβισμένοι στη σκέψη ότι μπορούν να υποστούν άλλου είδους «μολύνσεις» όπως πολιτισμικές, κοινωνικές, ακόμα και συνυφασμένες με την σεξουαλική ταυτότητα: αυτές που έρχονται από μετανάστες, από μειονότητες, από την ΛOATKΙ κοινότητα. Αποτέλεσμα είναι νέοι τοίχοι και φράγματα, σύνορα σφραγισμένα, πολιτισμικά εμπόδια, ρατσισμός, βία.
Ενώ λοιπόν το Διαδίκτυο ελαχιστοποιεί τις αποστάσεις, προσφέροντας ελεύθερη πρόσβαση σε μια αστείρευτη ποσότητα εικόνας και πληροφορίας που καταφθάνει από τους πιο μακρινούς και διαφορετικούς κόσμους, τους πλησιάζουμε μέσα από την οθόνη από την ασφάλεια του γραφείου μας, τη θαλπωρή του καναπέ μας. Συμβαίνει λοιπόν σε πολλές περιπτώσεις να είμαστε στα λόγια ανοιχτοί απέναντι στην “μολύνσεις” αλλά να κατεβάζουμε τα ρολά, όταν συναντούμε από κοντά τον άλλον, τον διαφορετικό. Όπως γνωρίζουμε η διάχυση του διαφορετικού αποτελεί μέρος της εξέλιξης, δεν μπορούμε παρά μόνο παροδικά να την σταματήσουμε. Ακόμη και με τον περιβόητο ιό, θα μάθουμε να συζούμε ευελπιστώντας στην εξασθένισή του, στο να γίνει λιγότερο επικίνδυνος, προκειμένου ότι για να επιζήσει και ο ίδιος δεν θα πρέπει να εξαφανίσει συνολικά τους οργανισμούς που τον φιλοξενούν και τον μεταδίδουν.
Το δεύτερο ερώτημα που θέτει ο Aλεσάντρo Μπαρίκο είναι: Is there any alternative? Εννοείται ότι αναφέρεται στη νοοτροπία του προηγούμενου αιώνα. Του «Χιλιαεννιακόσια», του αιώνα στον οποίο αφιέρωσε το όνομα του πρωταγωνιστή και τον τίτλο ενός από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του.[4] Σε αυτό το ερώτημα αποφεύγει να δώσει καταλυτικές απαντήσεις, αλλά δίνει κατεύθυνση, οδηγεί το βλέμμα σε πιθανές εναλλακτικές λύσεις. Ενθαρρύνει τη σκέψη να στραφεί προς πολλαπλές κατευθύνσεις. Η συζήτηση δεν είναι καινούρια μεταξύ πλουραλισμού / σχετικισμού και ρεαλισμού / αναγωγισμού.
Ο Μπαρίκο υποδεικνύει τα εύκαμπτα συστήματα, την πολύμορφη γνώση, την απαγκίστρωση από τις προσωπικές πεποιθήσεις, την αποδοχή ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε την πραγματικότητα αποκλειστικά με ορθολογισμό, με άλλα λόγια, θα έλεγα, να χαλαρώσουμε τον έλεγχο και να διαλογιστούμε αποδεχόμενοι την ασυνέχεια, ενδεχομένως εμπνεόμενοι από μορφές Τέχνης.
Για όποιον ασχολείται με την ψυχολογία και την ψυχοθεραπεία, αυτές οι έννοιες είναι οικείες. Ιδιαίτερα για όποιον εμπνέεται από την συστημική προσέγγιση. Δεν προτίθεμαι να την προωθήσω ως την νέα «νοημοσύνη» την οποία, σύμφωνα με τον Barrico, έχουμε ζωτική ανάγκη. Θα ήταν παράδοξο, θα ήταν παγίδα, να καθορίσουμε νέες απόλυτες αρχές. Αλλά η συστημική προσέγγιση εξασκεί στον πλουραλισμό, τη σχετικότητα, την πολυπλοκότητα, την ιδέα ότι ο έλεγχος ενός μέρους επί του συνόλου είναι ανώφελος και ιδιαίτερα επικίνδυνος. Του ανθρώπου επί της φύσης, για παράδειγμα. Ο Bateson, έγραψε πολλά επί τούτου. Τον προηγούμενο αιώνα βέβαια, έβλεπε όμως μπροστά, η οικολογία δεν είχε γίνει μόδα, η κλιματική αλλαγή ήταν άγνωστο θέμα αλλά τα καταστροφικά αποτελέσματα της δράσης του ανθρώπου επί της φύσης ήταν ήδη ορατά στα μάτια του. Μας προειδοποίησε. Ο Bateson και οι κόρες του,[5]
μαζί με εκείνον αλλά και μετά από αυτόν.
«Τα κυριότερα προβλήματα στον κόσμο δημιουργούνται από την διαφορά του πως λειτουργεί η φύση σε σχέση με το πως σκέφτονται οι άνθρωποι».[6]
Ο Bateson αναζητούσε το «μοτίβο που συνδέει», το μοντέλο που εμπεριέχεται στα διάφορα φαινόμενα της φύσης , συμπεριλαμβανομένης της ανθρώπινης σκέψης, μια που μέρος της φύσης είναι και αυτή, έχοντας καταλήξει σε αυτό μετά από πολλαπλές πολιτισμικές «μολύνσεις», από το Μπόρνεο μέχρι την Καλιφόρνια, το Τάο και το Ζεν.
«Η επιβίωση εξαρτάται από δύο αντίθετα φαινόμενα ή διαδικασίες, δύο τρόπους επίτευξης προσαρμοστικής δράσης. Η εξέλιξη πρέπει πάντα, όπως ο Ιανός, να βλέπει προς δύο κατευθύνσεις: προς τα μέσα, προς τους αναπτυξιακούς κανόνες και τη φυσιολογία του ζωντανού πλάσματος και προς τα έξω, προς τις ιδαιτερότητες και τις απαιτήσεις του περιβάλλοντος. Αυτά τα δύο απαραίτητα συστατικά της ζωής έρχονται σε αντίθεση με ενδιαφέροντες τρόπους: η εσωτερική ανάπτυξη —η εμβρυολογία ή «επιγένεση»— είναι συντηρητική και απαιτεί κάθε νέο πράγμα να συμμορφώνεται ή να είναι συμβατό με τους κανόνες του status quo ante (…). Αντίθετα, ο έξω κόσμος αλλάζει διαρκώς και γίνεται έτοιμος να δεχθεί πλάσματα που έχουν υποστεί αλλαγές, σχεδόν επιμένοντας στην αλλαγή».[7]
Στη σκέψη μας έρχεται ο Gianfranco Cecchin, ψυχίατρος και συστημικός ψυχοθεραπευτής, ο οποίος μας αποτρέπει από τον εφησυχασμό των βεβαιοτήτων μας, από την μη αναγνώριση των προκαταλήψεων μας, από το να ερωτευόμαστε τις πεποιθήσεις μας, ενθαρρύνοντας μας να είμαστε αμφισβητίες κυρίως απέναντι στα δικά μας μοντέλα σκέψης, τις αρχές και πρακτικές που έχουν εδραιωθεί μέσα μας.[8]
Πώς να μη θυμηθούμε τον πρόσφατα χαμένο Humberto Maturana, βιολόγο και επιστημολόγο, που μάς δίδαξε την «Βιολογία της Aγάπης».[9]
Η αγάπη ως πρωταρχικό στοιχείο της γνώσης. Το να αγαπάς σημαίνει ότι βλέπεις. Όταν μελετώ για παράδειγμα ένα φυτό δεν μπορεί παρά να το αγαπώ, ώστε να το κατανοήσω ως ζωντανό πλάσμα θα πρέπει να πάρω μια θέση αγάπης απέναντι του, να μπω σε μια σχέση ζωής.
Ο Maturana, μεταξύ των άλλων, περιέγραφε την αγάπη ως «πεδίο σχεσιακής διαγωγής μέσω της οποίας ο άλλος πηγάζει σαν νόμιμος άλλος, σε σύμπνοια με εμάς».[10]
Και για την αγάπη, γράφει ο Μπαρίκο, στο τελευταίο απόσπασμα, το 33, του πονήματος για την Πανδημία: «Δημιούργημα μυθικό μεταξύ των άλλων, περισσότερο πολύπλοκο από τα άλλα, είναι η αγάπη. Και από υλικό συγγενές με αυτό της Πανδημίας. Δεδομένου ότι παρομοίως, έχει έναυσμα από μία απρόβλεπτη μόλυνση, απρόβλεπτη, βίαιη: είναι ένας εκτροχιασμός του σώματος, το ελάχιστο μια επώδυνη διακύμανση. Γύρω από αυτή την μόλυνση, οι εραστές δημιουργούν ένα μυθικό οικοδόμημα, μια που τα τείχη του μύθου είναι κάτι που τα ανθρώπινα όντα γνωρίζουν πολύ καλά να κατασκευάζουν. (…) Γνωρίζουμε ότι συχνά, όταν η μόλυνση εξαλείφεται, η μυθική φιγούρα παραμένει, σαν άχρηστο κάστρο, αλλά στιβαρό και ασφαλές. (…) Όχι πολύ διαφορετικά από τον τρόπο που η Πανδημία θα κινηθεί στον χρόνο. Μόλυνση και πανοπλία . Όποιος έχει αγαπήσει, το ξέρει.»[11]
Συμπερασματικά, τι περιμένουμε μετά την Πανδημία; Όταν η περιβόητη καμπύλη μηδενισθεί και δεν θα έχουμε πλέον το καθημερινό δελτίο για τις ΜΕΘ και τους θανάτους; Σε τι ελπίζουμε από την στιγμή που ο ιός θα εξημερωθεί;
Τα πρώτα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά, η Πανδημία δημιουργεί νέες ανισότητες και διευρύνει αυτές που προϋπήρχαν: ο Πλανήτης έχει μοιραστεί μεταξύ των χωρών με τεράστια διαθεσιμότητα εμβολίων και χωρών όπου υπάρχει αδυναμία πρόσβασης στον εμβολιασμό για την πλειονότητα των πολιτών. Κοινωνίες διχασμένες μεταξύ εμβολιασμένων και αντιεμβολιαστών, η ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών να μεγαλώνει, το δικαιώματα εργασίας να αγνοούνται, το περιβάλλον σε απειλή από πυρκαγιές και πλημμύρες.
Αλλά είμαστε πολλοί που ελπίζουμε στις νέες νοοτροπίες, στις ρωγμές από τις οποίες θα προκύψει η αλλαγή. Έτσι ώστε να διευρυνθούν σε περάσματα, σε Πύλες, όπως ο τίτλος της έκθεσης με αφορμή τα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Η έκθεση εμπνεύστηκε από την φράση της συγγραφέως Arundhaty Roy, «Τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο από μια επιστροφή στην κανονικότητα… Η Πανδημία είναι μια πύλη, ένα σημείο μετάβασης από ένα κόσμο σε κάποιον άλλο (…) Μπορούμε να επιλέξουμε να τη διασχίσουμε σέρνοντας πίσω μας τα κουφάρια από τις προκαταλήψεις και το μίσος μας, την πλεονεξία μας, τις τράπεζες δεδομένων και τις νεκρές ιδέες μας, τα νεκρά ποτάμια και τους μολυσμένους ουρανούς μας. ‘Η μπορούμε να τη διαβούμε ανάλαφρα, με λίγες αποσκευές, έτοιμοι να φανταστούμε ένα άλλο κόσμο».[12]
Μεγαλωμένη, όπως ο Μπαρίκο, σε χρόνια περάσματος από τη μια χιλιετία στην επόμενη και πιθανά επηρεαζόμενη από το επάγγελμά μου, ζω μάλλον με το σύνδρομο της αναζήτησης του καινούργιου, της ριζωμένης ελπίδας στην βελτίωση της συμπεριφοράς της ανθρωπότητας, στις διορθωτικές ικανότητες του ανθρώπου και στην ψυχική ανθεκτικότητα των ανθρωπίνων συστημάτων. Θα δούμε.
[1] WHO, 10 Μαρτίου 2020
[2] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 23.
Mιλάνo, Feltrinelli.
[3] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 21.
Mιλάνo, Feltrinelli.
[4] Baricco, A. (1994). Novecento. Mιλάνο, Feltrinelli, ελλ. μτφρ. Χιλιαεννιακόσια, εκδ. Άγρα, 2002.
[5] Mary Catherine και Nora Bateson.
[6] Bateson, G. (1972). Towards an Ecology of Mind.
[7] Bateson, G. (1979). Mind and Nature. A necessary unit. Νέα Υόρκη, Dutton
[8] Cecchin, G.F., Lane, G., Ray, W. A. (1992), Irreverence. A Strategy for Therapist’s Survival. Loνδίνο, Karnac Books
[9] Maturana, H., Verden-Zöller, G. (1996). Biology of love. στο Opp, G., και F. Peterander, F. (επιμ.), Focus Heilpadagogik. Μόναχο/Bασιλεία, Ernst Reinhardt.
[10] Maturana, H. Ομιλία στο Συνέδριο της Eυρωπαϊκής Εταιρίας Οικογενειακής Θεραπείας ΕFTA, Βαρκελώνη, 1997.
[11] Baricco, A. (2021). Quel che stavamo cercando. Frammento 33. Mιλάνo: Feltrinelli.
[12] Το κείμενο της Arundhaty Roy “The pandemic is a portal” δημοσιεύθηκε στους Financial Times στις 3 Απριλίου 2020, ενέπνευσε τους επιμελητές της έκθεσης Portals, οργανωμένη από το ΝΕΟΝ και τη Βουλή των Ελλήνων στο Δημόσιο Καπνοεργοστάσιο (μέχρι τέλη Δεκεμβρίου 2021) και είναι μεταφρασμένο στα ελληνικά στο φυλλάδιο της έκθεσης.
Τα σκαλοπάτια που έχει ν’ ανεβεί είναι τριάντα έξι, πέτρινα, κι ο γέρος τα ανεβαίνει αργά, με επιφύλαξη, σχεδόν σαν να τα μαζεύει ένα ένα για να τα σπρώξει στον πρώτο όροφο: αυτός βοσκός, εκείνα ζώα πειθήνια. Μοντέστο είναι το όνομά του. Βρίσκεται στην υπηρεσία αυτού του σπιτιού εδώ και πενήντα εννιά χρόνια, είναι επομένως ο ιερέας του.
Φτάνοντας στο τελευταίο σκαλοπάτι, σταματάει μπροστά στον φαρδύ διάδρομο που εκτείνεται χωρίς απρόοπτα κάτω από το βλέμμα του: στα δεξιά τα κλειστά δωμάτια των Κυρίων, πέντε τον αριθμό· στα αριστερά, εφτά παράθυρα, σβησμένα από ξύλινα λακαρισμένα παντζούρια.
Μόλις που χαράζει.
Ο γέρος κοντοστέκεται, γιατί έχει να κάνει μια ενημέρωση σύμφωνα με μια δική του αρίθμηση. Καταγράφει τα πρωινά που έχει εγκαινιάσει σ’ εκείνο το σπίτι, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Επομένως προσθέτει μία μονάδα που χάνεται πίσω από χιλιάδες. Η σούμα φέρνει ίλιγγο, όμως αυτός δεν ταράζεται: το να ασκεί ανέκαθεν την ίδια πρωινή ιεροτελεστία τού φαίνεται συναφές προς το επάγγελμά του, συνεπές προς τις κλίσεις του και χαρακτηριστικό του πεπρωμένου του.
Αφού περάσει τις παλάμες των χεριών του πάνω στο σιδερωμένο ύφασμα του παντελονιού του –στα μεριά, ως το ύψος των γοφών– σκύβει ελάχιστα το κεφάλι και ξαναπιάνει τον βηματισμό του. Αγνοεί τις πόρτες των Κυρίων, όμως μόλις φτάνει στο πρώτο παράθυρο, αριστερά, κοντοστέκεται για ν’ ανοίξει τα παντζούρια. Το κάνει με κινήσεις απαλές και ακριβείς. Τις επαναλαμβάνει σε κάθε παράθυρο, εφτά φορές. Μόνο τότε στρέφεται, για να ελέγξει το φως της αυγής που μπαίνει σε δέσμες, από τα τζάμια: γνωρίζει κάθε πιθανή απόχρωσή του και από την υφή του ξέρει πώς θα πάει η μέρα: μπορεί, μερικές φορές, να βγάλει ασαφή συμπεράσματα. Μιας και θα τον εμπιστευτούν –όλοι–, είναι σημαντική η γνώμη που θα σχηματίσει.
Συννεφιά, ελαφρό αεράκι, αποφασίζει. Έτσι θα πάει.
Τότε κατεβαίνει πάλι τον διάδρομο, κι αυτή τη φορά αφοσιώνεται στον τοίχο που προηγουμένως είχε αγνοήσει. Ανοίγει τις πόρτες των Κυρίων, τη μια μετά την άλλη, και με δυνατή φωνή αναγγέλλει την έναρξη της μέρας με μια φράση που την επαναλαμβάνει πέντε φορές, χωρίς ν’ αλλάξει ούτε τη χροιά ούτε την ένταση της φωνής του.
Καλημέρα. Συννεφιά, ελαφρό αεράκι.
Έπειτα εξαφανίζεται.
Δεν υπάρχει πια, ώσπου εμφανίζεται ξανά, απαράλλαχτος, στη σάλα των προγευμάτων.
Η συνήθεια του μεγαλοπρεπούς ξυπνήματος, που έπειτα γίνεται γιορταστικό και παρατείνεται στον χρόνο, έχει παλιές καταβολές, των οποίων τις λεπτομέρειες προτιμάμε για την ώρα να αποσιωπήσουμε. Αφορά όλο το σπίτι. Ποτέ πριν την αυγή, αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο. Περιμένουν το φως και το χορευτικό του Μοντέστο στα εφτά παράθυρα. Τότε μόνο θεωρούν λήξασα την καταδίκη του κρεβατιού, την τυφλότητα του ύπνου, και το ρίσκο των ονείρων. Είναι νεκροί και η φωνή του γέρου τούς επαναφέρει στη ζωή.
Τότε μεταναστεύουν από τα δωμάτια, χωρίς να βάλουν ρούχα πάνω τους, ούτε καν να ρίξουν λίγο νερό στα μάτια, στα χέρια, για ν’ ανακουφιστούν. Με τις μυρωδιές του ύπνου στα μαλλιά και στα δόντια, διασταυρωνόμαστε στους διαδρόμους, στις σκάλες, στο κατώφλι των δωματίων, κι αγκαλιαζόμαστε σαν εξόριστοι που επιστρέφουν από κάποια μακρινή γη, μην πιστεύοντας πως τη γλιτώσαμε από τα μάγια που θαρρείς μας κάνει η νύχτα. Σκορπισμένοι από τον υποχρεωτικό ύπνο, ξαναγινόμαστε οικογένεια και ξεχυνόμαστε στο ισόγειο, στη μεγάλη σάλα των προγευμάτων, σαν ένα υπόγειο ποτάμι που βγήκε άξαφνα στο φως, κουβαλώντας το προμήνυμα της θάλασσας. Το κάνουμε ως επί το πλείστον γελώντας.
Πράγματι, είναι μια στρωμένη θάλασσα το τραπέζι των προγευμάτων – όρος που κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να χρησιμοποιήσει στον ενικό, γιατί μόνο ένας πληθυντικός μπορεί να αποδώσει τα πλούτη, την αφθονία και την παράλογη διάρκεια. Προφανής είναι η παγανιστική αίσθηση των ευχαριστιών – για το ότι γλιτώσαμε από την κακοτυχία του ύπνου. Το ανεπαίσθητο σύρσιμο του Μοντέστο και δύο υπηρετών επιβλέπει άγρυπνο τα πάντα. Μια συνηθισμένη μέρα, ούτε σαρακοστιανή ούτε γιορτινή, το τακτικό πρόγραμμα προσφέρει φρυγανισμένο ψωμί, λευκό και μαύρο, δαχτυλίδια βουτύρου τοποθετημένα πάνω σε ασημένιο πιάτο, μαρμελάδα από εννιά φρούτα, μέλι και πολτό από κάστανο, οχτώ είδη γλυκών με αποκορύφωμα ένα απαράμιλλο κρουασάν, τέσσερις τούρτες διαφορετικής απόχρωσης, ένα κύπελλο με σαντιγί, φρούτα εποχής πάντα κομμένα με γεωμετρική συμμετρία, μια ποικιλία από σπάνια εξωτικά φρούτα, αυγά ημέρας σε τρεις διαφορετικούς χρόνους βρασμού, φρέσκα τυριά, συν ένα αγγλικό τυρί που το λένε Στίλτον, ζαμπόν από τον παραγωγό σε λεπτές φέτες, κυβάκια μορταδέλας, κονσομέ από μοσχαρίσιο κρέας, φρούτα ψημένα σε κόκκινο κρασί, μπισκότα από καλαμποκάλευρο, χωνευτικές καραμέλες ούζου, κερασάκια από αμυγδαλόπαστα, παγωτό φουντούκι, ένα σκεύος με ζεστή σοκολάτα, ελβετικά σοκολατάκια, γλυκόριζα, φιστίκια, γάλα, καφέ.
Το τσάι το σιχαίνονται, το χαμομήλι προορίζεται για τους αρρώστους.
Μπορεί λοιπόν κανείς να καταλάβει πώς ένα γεύμα που από τους περισσότερους θεωρείται ένα γρήγορο ξεκίνημα της μέρας, σ’ εκείνο το σπίτι είναι αντίθετα μια διαδικασία περίπλοκη και ατέρμονη. Η συνήθης πρακτική τούς θέλει όλους στο τραπέζι με τις ώρες, ώσπου σχεδόν να φτάνουν στα όρια του γεύματος, το οποίο πράγματι δεν καταφέρνουν ποτέ να κάνουν σ’ εκείνο το σπίτι, σαν να θέλουν να μιμηθούν ένα μπραντς υψηλής περιωπής αλά ιταλικά. Μόνο εναλλάξ, κάθε τόσο, κάποιοι σηκώνονται για να ξανακάνουν την εμφάνισή τους στο τραπέζι εν μέρει ντυμένοι ή πλυμένοι – με την κύστη ξαλαφρωμένη. Όμως αυτές είναι λεπτομέρειες που μετά βίας γίνονται αντιληπτές. Γιατί στο μεγάλο τραπέζι, να το πούμε αυτό, έχουν πρόσβαση οι επισκέπτες της μέρας, συγγενείς, γνωστοί, ζήτουλες, προμηθευτές, περιστασιακά εκπρόσωποι των αρχών, άντρες και γυναίκες της εκκλησίας: καθένας με το θέμα του. Αποτελεί πρακτική της Οικογένειας να τους δέχονται εκεί, στην καταρρακτώδη ροή του προγεύματος, με κάποιου είδους επιτηδευμένη ανεπισημότητα που κανείς, ούτε εκείνοι, θα ήταν σε θέση να την ξεχωρίσουν από το άκρο άωτο της υπεροψίας, δηλαδή του να δεχτούν τον κόσμο με τις πιτζάμες. Η φρεσκάδα του βουτύρου και ο θρυλικός βαθμός ψησίματος της φρυγανιάς όπως και να ’χει ενισχύουν την εγκαρδιότητα. Η σαμπάνια, πάντα στον πάγο, προσφερόμενη με γενναιοδωρία, αρκεί από μόνη της να δώσει κίνητρο σε πολλούς για να κουβαληθούν ως εκεί.
Έτσι λοιπόν γύρω από το τραπέζι των προγευμάτων δεν είναι σπάνιο να δει κανείς δεκάδες άτομα, ταυτόχρονα, παρότι στην οικογένεια είναι ακριβώς πέντε, και στην πραγματικότητα τέσσερις, τώρα που ο Γιος είναι στο Νησί.
Ο Πατέρας, η Μητέρα, η Κόρη, ο Θείος.
Προσωρινά στο εξωτερικό, στο Νησί, ο Γιος.
Αποσύρονται τελικά στα ενδιαιτήματά τους κατά τις τρεις το απόγευμα και μέσα σε μισή ώρα ξαναβγαίνουν απαστράπτοντες από κομψότητα και φρεσκάδα, κατά γενική ομολογία. Τις κεντρικές ώρες του απογεύματος τις αφιερώνουμε στις επιχειρήσεις – στο εργοστάσιο, στα κτήματα, στο σπίτι. Το σούρουπο, η μοναχική δουλειά –διαλογιζόμαστε, σκαρφιζόμαστε, προσευχόμαστε– ή οι κοινωνικές επισκέψεις αβροφροσύνης. Το δείπνο σερβίρεται αργά, είναι λιτό, τρώμε λίγοι λίγοι, χωρίς επισημότητες: ήδη κρύβεται κάτω από τις φτερούγες της νύχτας, έτσι προσπαθούμε να το επισπεύδουμε, σαν ένα άχρηστο προοίμιο. Έπειτα, χωρίς αποχαιρετισμούς, οδεύουμε στο άγνωστο του ύπνου, ξορκίζοντάς το ο καθένας με τον τρόπο του.
Να πούμε πως, εδώ και εκατόν δεκατρία χρόνια, όλοι στην οικογένειά μας πέθαναν νύχτα.
Αυτό τα εξηγεί όλα.
[…]
[ Από το ομώνυμο μυθιστόρημα (La Sposa Giovane), που θα κυκλοφορήσει προσεχώς από τις Εκδόσεις Πατάκη ]
————————————————————
των
Serena Tabacchi, Bruno Pitzalis, Massimo Franceschet
————————————————————
Μετάφραση: Αλέξανδρος Καλπάκης
Ο Aλεσάντρο Μπαρίκο είναι ο πρώτος λογοτέχνης που μετατρέπει ένα έργο του σε NFT. Τις πρώτες ημέρες του 2022 πράγματι, ο Baricco μαζί με μια ομάδα ειδικών παρουσίασαν στο OpenSea το πρώτο λογοτεχνικό έργο σε format NFT, με τίτλο 1900. The Source Code. Με την τεχνική υποστήριξη της Serena Tabacchi, επιμελήτριας, διευθύντριας και συν-ιδρύτριας του MoCDA (Μουσείο Ψηφιακής Σύγχρονης Τέχνης), του Bruno Pitzalis, ειδικού στην crypto art και την επικοινωνία, και του Massimo Franceschet, καθηγητή blockchain και crypto asset, ο Baricco κατέγραψε τον εαυτό του να απαγγέλει το 1900, το έργο που τον έκανε γνωστό σε διεθνές επίπεδο, και το μετέτρεψε σε token, δημιουργώντας ένα NFT. Το NFT του 1900 βρίσκεται είδη στο marketplace του OpenSea (προσβάσιμο στο opensea.io/NVCNT), όπου τον Μάρτιο του 2022 θα είναι διαθέσιμο προς πώληση.
«Παρατηρείται σήμερα μια παραγωγική κινητικότητα, εντός του πλαισίου που ορίζεται από τα εξής 4 σημεία: το blockchain, τα κρυπτονομίσματα, το NFT και το DAO —εξηγεί ο Aλεσάντρο Μπαρίκο—. Εκεί μέσα εξελίσσεται κάτι, που ίσως αλλάξει κατά πολύ τη ζωή μας, όπως για παράδειγμα έγινε δέκα χρόνια πριν με τις εφαρμογές App. Έτσι, συνειδητοποιώντας πόσο θέλω να βρεθώ μέσα σε αυτό το χώρο και να δω τι συμβαίνει, σκέφτηκα ότι ο καλύτερος τρόπος για να το πετύχω, ήταν να φτιάξω ένα NFT. Ένιωθα ότι κανένας δεν είχε κάνει κάτι ανάλογο με τη λογοτεχνία, γεγονός που με δελέασε να ταράξω λίγο τα νερά της λογοτεχνικής μου παραγωγής, που είχαν λιμνάσει. Με τη βοήθεια κάποιων ειδικών έφτιαξα αυτό το NFT, που είναι ταυτόχρονα ένα καινούργιο κεφάλαιο του The Game και ένα ακόμα κεφάλαιο της ιστορίας του 1900, που ίσως είναι και o πηγαίος κώδικας όλου μου του έργου».
Μία αλυσίδα συστοιχιών (blockchain) είναι ένα διατιθέμενο ψηφιακό μητρώο, στο οποίο καταχωρούνται συναλλαγές και συμβόλαια (smart contract). Η τεχνολογία blockchain χρησιμοποιεί την κρυπτογραφία —έναν κλάδο των μαθηματικών για την κωδικοποίηση της πληροφορίας— με σκοπό να καταστήσει απρόσβλητο το μητρώο και να μη μπορεί να τροποποιηθεί μετά την οριστική καταγραφή του. Το μητρώο δεν είναι κεντρικό, αλλά διατίθεται σε πολλαπλούς κόμβους (υπολογιστές) ενός διομότιμου δικτύου (peer-to-peer network). Κάθε φορά που το μητρώο επικαιροποιείται, οι τροποποιήσεις διαχέονται σε όλους τους κόμβους έτσι ώστε τα αντίγραφα που υπάρχουν να είναι πάντα επικαιροποιημένα. Στην περίπτωση όπου ένας κακόβουλος κόμβος επιχειρήσει μια πλαστογραφία, οι υπόλοιποι κόμβοι αντιτάσσουν τη δική τους εκδοχή του μητρώου.
Ένα Μη Ανταλλάξιμο Διακριτικό (Non-fungible token – NFT) αποτελεί ένα πιστοποιητικό σπανιότητας, ιδιοκτησίας και προέλευσης ενός ψηφιακού asset, όπως για παράδειγμα μιας ψηφιακής γης, ενός ενδύματος που φοριέται από ένα άβαταρ στο μετασύμπαν, μιας υπερδύναμης σε ένα βιντεοπαιχνίδι, ή ενός ψηφιακού έργου τέχνης. Στην περίπτωση της ψηφιακής τέχνης, το έργο είναι ορατό και προσβάσιμο από όλους, αλλά μόνο όποιος έχει το τόκεν στο ψηφιακό του πορτοφόλι θεωρείται ιδιοκτήτης και μπορεί να τo μεταφέρει ή να τo πουλήσει. Η εκχώρηση ενός NFT γενικά δεν επιφέρει την εκχώρηση της πνευματικής ιδιοκτησίας του έργου τέχνης.
Ο Μπαρίκο, που στο βιβλίο του The Game έχει ήδη διερευνήσει το πέρασμα από τον αναλογικό κόσμο στον ψηφιακό, επιστρέφει με το ζήτημα του μετακόσμου (oltremondo), διακρίνοντας στα NFT ένα ριζικό παράδειγμα μεταβολής του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε το πραγματικό. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα για το μετασύμπαν, μοιάζει με αυτό ενός μελετητή, που με τα δικά του κριτικά εργαλεία, προσπαθεί να ερμηνεύσει και να κατανοήσει τις αλλαγές της κοινωνίας.
Το ψηφιακό έργο τέχνης του Μπαρίκο και της ομάδας των ειδικών εμπεριέχει τη φωνητική καταγραφή του κειμένου, όπως απαγγέλλεται από τον ίδιο τον Μπαρίκο, που προσπαθεί να ξαναβρεί το πρωτότυπο sound του 1900, τον πηγαίο του κώδικα. Στόχος του συγγραφέα είναι πράγματι να ξαναβρεί τις ρίζες του έργου, το οποίο τα τελευταία 30 χρόνια, μέσα την πολλαπλή αναπαραγωγή και επαναπροβολή του σε διάφορες μορφές και περιβολές, μετατράπηκε σε κάτι τελείως διαφορετικό σε σχέση με αυτό που ο Μπαρίκο είχε αρχικά φανταστεί.
Το πρότζεκτ πραγματοποιήθηκε χάρη σε μια ομάδα ειδικών που εργάστηκαν σε στενή επαφή με τον Baricco, δημιουργώντας μια ομάδα βιρτουόζων της τεχνολογίας και της τέχνης. Το NFT του 1900
γεννήθηκε χάρη στη συνεργασία τους σε επίπεδο διαχείρισης των δεδομένων, παραγωγής (minting) και διάδοσης του έργου. Μαζί με τον συγγραφέα, η τεχνική και καλλιτεχνική ομάδα φρόντισε να δώσει στο ψηφιακό έργο τη μορφή ενός μοναδικού και συλλεκτικού file, ήρθε σε επαφές με συλλέκτες του χώρου και έκανε γνωστό στην αγορά τέχνης (και όχι μόνο), το έργο που ο συγγραφέας προτίθεται να διαδώσει ως μοναδικό κομμάτι, ορίζοντάς το ο ίδιος ως πηγαίο κώδικα. Ειδικά ο Massimo Franceschet ασχολήθηκε με τον εντοπισμό της πλατφόρμας και των απαραίτητων εξειδικευμένων τεχνικών για τη διαδικασία του minting, δηλαδή την παραγωγή του Μη Ανταλλάξιμου Τόκεν που αντιστοιχεί στο έργο. Η επιμελήτρια Serena Tabacchi συμμετείχε στην έναρξη του παραπάνω εγχειρήματος, με το να έρθει σε συνομιλίες με συλλέκτες και οίκους πλειστηριασμών, διευκολύνοντας έτσι την είσοδο αυτού του νέου ψηφιακού και συλλεκτικού φορμάτ στην αγορά της crypto art. Συνοδός της σε αυτή τη διαδικασία είναι ο Bruno Pitzalis, ειδικός στην αγορά της crypto art και του design, που μαζί με την Tabacchi και τον Franceschet, συνεργάζεται με το μουσείο MoCDA. Με την ιδιότητα του ειδικού της επικοινωνίας ο Bruno Pitzalis πιστοποίησε την καταγραφή του έργου του Μπαρίκο, αποτυπώνοντας σε ταινίες μικρού μήκους και φωτογραφίες, τις πιο δυνατές στιγμές κατά την πραγματοποίησή του, και στη συνέχεια το επεξεργάστηκε σύμφωνα με τη στρατηγική επικοινωνίας του πρότζεκτ, όπως αυτό προέκυψε από τη συνεργασία τους με το στούντιο Nonoia του Λονδίνου. Από αυτή τη συνεργασία γεννιέται η επικοινωνιακή, εννοιολογική και φιλοσοφική ταυτότητα του 1900, σαν κομμάτι του ταξιδιού που διανύει ο συγγραφέας, στη συνεχή του αναζήτηση και δημιουργία κόσμων, αναχωρώντας από έναν πρώτο, πραγματικό και απτό κόσμο, και κινούμενος προς ένα δεύτερο, εικονικό και άυλο, τον μετακόσμο, όπως τον έχει ο ίδιος ορίσει στο The Game.
Ιστοσελίδα:
https://nvcnt.xyz
info@nvcnt.xyz
Η Serena Tabacchi είναι διευθύντρια και συν-ιδρύτρια του Μουσείου Σύγχρονης Ψηφιακής Τέχνης MoCDA, που ιδρύθηκε στο Λονδίνο το 2019. Εργάστηκε στο TATE Modern και στο Britain ως υπεύθυνη μάνατζερ του εμπορικού τμήματος της έκθεσης και ασχολείται με την τέχνη και την τεχνολογία, υποστηρίζοντας ενεργητικά Ιταλούς και διεθνείς καλλιτέχνες από το 2018 ως επιμελήτρια. Σήμερα εξακολουθεί να ασκεί τα καθήκοντα της επιμελήτριας και προωθεί την εκπαίδευση στην ψηφιακή τέχνη και τις νέες τεχνολογίες σε δημόσια event και ακαδημαϊκά σεμινάρια . Επιμελήθηκε έναν από τους πρώτους πλειστηριασμούς ψηφιακής τέχνης NFT στην Ιταλία στον Οίκο “Casa d’ aste CAMBI”. Είναι συντονίστρια και δημιουργός των διαδικτυακών event για την Blockchain Game Alliance, μη κερδοσκοπική οργάνωση που ασχολείται με την προώθηση και διάδοση πληροφοριών σχετικά με τη βιομηχανία gaming και blockchain.
Ο Bruno Pitzalis είναι crypto art expert, auction coordinator και NFT sale advisor. Τον Ιούνιο του 2021 εμπνεύστηκε και συντόνισε το "Dystopian Visions", τον πρώτο πλειστηριασμό Crypto Art NFT για τον οίκο πλειστηριασμών Cambi, σε σύμπραξη με τη SuperRare. Χάρη στην εμπειρία δεκαετιών που έχει στο πεδίο της επικοινωνίας και της σκηνοθεσίας, επινόησε μια ιδιόμορφη οπτική και στρατηγική δημιουργίας εφαρμοσμένης αξίας. Εργάζεται στο τμήμα Communications and Brand Awareness του MoCDA , είναι υπεύθυνος στο MoCDA - The Foundry, προάγει την εξάπλωση της Crypto Art στο χώρο του πολιτισμού, είναι ο ίδιος συλλέκτης και επιπλέον συνεργάτης του Artribune, γράφοντας σε μια στήλη για θέματα που αφορούν στην Crypto art.
Ο Massimo Franceschet είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Πληροφορικής στο Πανεπιστήμιο του Udine, όπου διδάσκει Data Science. Από το 2018 εισήγαγε στις διαλέξεις του ένα σημαντικό κομμάτι που αφορά στην τεχνολογία blockchain και σε εφαρμογές σχετικές με την αποκεντρωμένη οικονομία και την ψηφιακή τέχνη. Επιπλέον, είναι ο ίδιος παραγωγικός καλλιτέχνης, που με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο hex6c είναι παρών στις πιο σημαντικές γκαλερί crypto art. Επιπλέον είναι επιστημονικός σύμβουλος CryptoValues και MoCDA.