Μικρή κλίμακα: Αχιλλέας ΙΙΙ, Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Γιάννης Καλογερόπουλος, Αγγελίνα Κλαυδιανού

H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερεις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής, μια μουσική ή μια φωτογραφία. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.

——— ≈ ———

Στους τέσσερεις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση: 
«δε λες κουβέντα»
τίτλος του ομότιτλου τραγουδιού (σύνθεση Δήμος Μούτσης – ερμηνεία Σωτηρία Μπέλλου)

Χαρακτικό βασισμένο στη «Σιωπή του Ανιμπάλε Καράτσι (1863)
Χαρακτικό βασισμένο στη «Σιωπή του Ανιμπάλε Καράτσι (1863)


Αστεγανά

«Τους βλέπεις πώς τρέχουν πέρα δώθε ενώ εγώ κάθομαι ακίνητος και δεν πειράζω κανέναν, έτσι δεν είναι; Προσποιούνται ότι έχουν ένα σωρό δουλειές˙ ένα σωρό λόγους να βιάζονται, ενώ εγώ όχι.
Όχι δουλειές,
όχι λόγους.
Εγώ τι;
Τι είμαι εγώ;
Ξέρω πολύ καλά τι είμαι εγώ. Φυσικά και ξέρω. Ένας αλήτης. Ένας άστεγος. Κάποιος που όποτε βρέχει χώνεται κάτω από εκείνη εκεί τη σκαλωσιά για να μη βραχεί ως το κόκαλο. Δεν κρύβω τίποτα. Ενώ αυτοί… Με τις ομπρέλες τους –στέγες φορητές– και τα καθαρά τους ρούχα. Τους βλέπεις και εσύ, δεν τους βλέπεις;
Προσποιούνται ότι τρέχουν για να χλευάσουν τη δική μου ακινησία. Μόλις στρίβουν τη γωνία είμαι σίγουρος ότι επιβραδύνουν. Τους βλέπεις εσύ. Και εμένα με βλέπεις. Κάθε μέρα με βλέπεις. Και κάθε νύχτα. Να τριγυρνάω εδώ γύρω, σε ακτίνα πέντε μέτρων, σαν σκυλί με κοντό λουρί. Με αυτή την παλιοκουβέρτα περασμένη στον λαιμό μου, χειμώνα καλοκαίρι. Χειμώνα καλοκαίρι!
Αυτή η κουβέρτα είναι
το σπίτι μου,
η αγαπημένη μου,
η αλυσίδα στο πόδι μου,
το βρόμικο σάβανο με το οποίο πρόωρα τυλίγω τον εαυτό μου – ή ίσως όχι και τόσο πρόωρα, τελικά.
Ναι, το ξέρω ότι το ξέρεις κι αυτό.
Όλα τα ξέρεις,
όλα τα βλέπεις,
αλλά δε λες κουβέντα, ρε φίλε...», είπε ο άνθρωπος του δρόμου στο άγαλμα του γερο-Στρατηγού που, καβάλα στο άλογό του, έδειχνε κάπου μακριά, σαν να τον συμβούλευε προς τα πού έπρεπε να πάει, ενώ εκείνος δε γύρευε οδηγίες. Κάποιον να του μιλήσει γύρευε.

Αχιλλέας III


Κρατάς κρυμμένα μυστικά

Όταν σου πρωτολέει μήπως να βάλεις κάτι άλλο; Δε λες κουβέντα. Όταν πρωτοχτυπά το χέρι στο τραπέζι, δε λες κουβέντα. Όταν κλείνει βροντερά την πόρτα φωνάζοντας καλά θα δεις τι έχεις να πάθεις, κι ύστερα βλέπεις, και δεν τολμάς να ξαναδείς το πρόσωπό σου στον καθρέφτη, δε λες κουβέντα. Σαν σε ρωτάμε γιατί δε θά ’ρθεις, είσαι καλά, καιρό έχουμε να τα πούμε, και δεν έρχεσαι, δε λέμε κουβέντα. Όταν οι τοίχοι στενεύουν και σε πνίγουν και σε πονούν και σε φιμώνουν, όταν το σπίτι είναι παγωμένο μ’ έξω βαθμούς τριανταοχτώ, όταν δεν έχεις πια φωνή ούτε κανάλι στην τηλεόραση ν’ αλλάξεις, γιατί δε θες αγάπη μου να βλέπεις ό,τι βλέπω; Αφού τα ίδια μας αρέσουν, έτσι δεν είναι; Κι όταν ο φόβος σού κλείνει το λαιμό, δε λες κουβέντα. Ούτε και σήμερα· δεν μπορείς. Κάτι άλλο σου κλείνει τώρα το λαιμό, ένας σωλήνας που μεταφέρει αέρα στα πνευμόνια σου. Σήμερα, αν όλα πάνε έτσι όπως τά ’θελε, δεν πρόκειται να ξαναπείς κουβέντα ποτέ πια.

Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη


Τα εις εαυτόν

Δεν λες κουβέντα. Δεν μιλάς, δεν ρωτάς, δεν απαντάς. Δεν σηκώνεις το βλέμμα. Κανείς δεν σου απευθύνει τον λόγο. Δεν υπάρχεις. Μην το ξεχνάς. Είναι απλό. Εκεί στέκεσαι, ως εκεί περπατάς και πάλι πίσω. Τρεις ώρες ακόμα και έξω από εδώ. Για σήμερα. Ύστερα σπίτι. Αυτό μόνο σκέψου. Δεν λες κουβέντα και σε δύο ώρες και πενήντα εννέα λεπτά θα είσαι έξω. Ένα σουβλάκι στο χέρι. Δεν μιλάς, δεν ρωτάς, δεν απαντάς. Δεκαοκτώ βήματα, ευθεία γραμμή σε σκληρό πάτωμα. Μπάνιο καυτό. Κανείς δεν σου απευθύνει τον λόγο. Ως εκεί και πάλι πίσω. Ξανά και ξανά. Να περνάει η ώρα, να ζεσταίνεσαι. Τηλεόραση στο κρεβάτι. Δεν υπάρχεις. Μια απλή καταγραφή στο φύλλο μισθοδοσίας, τίποτα άλλο. Ένας λογαριασμός τραπέζης. Ένα χάπι. Μια πάγια εντολή. Αυτό θες. Μην το ξεχνάς. Και πάλι πίσω. Δεκαοκτώ βήματα, ευθεία γραμμή σε σκληρό πάτωμα. Ξυπνητήρι. Ήταν όλα ξεκάθαρα στο χαρτί, έλαβες γνώση, κάτω δεξιά η υπογραφή, αντίτυπα δύο. Τα δώρα. Η δουλειά δεν είναι ντροπή. Το επίδομα αδείας. Το πρωί πάλι εδώ. Καμία δουλειά δεν είναι ντροπή. Τα ένσημα. Δύο ώρες και πενήντα δύο λεπτά ακόμα και έξω από εδώ. Για σήμερα. Οι καλογυαλισμένες άκρες από τα παπούτσια να διαδέχονται η μία την άλλη. Τα δευτερόλεπτα. Δεν υπάρχεις. Μην το ξεχνάς. Ύστερα σπίτι.

Γιάννης Καλογερόπουλος


Lex-vid 2217 μ.Χ.

Οι λέξεις εκτοξεύονται σαν ατυχήματα, από τα ορθάνοιχτα ξεδοντιασμένα στόματά τους έρχεται η μόλυνση. Κλείνεις τα αυτιά, κλείνεις τα μάτια. Είναι ακόμα εκεί.
Τα κρούσματα ατέλειωτα.
Γι’ αυτό τις απαγόρεψαν.

Σας φίμωσαν, σας στοίβαξαν σε μια πλατεία, για να ελέγχουν.
Τα μικρόφωνα τρίζουν ακέφαλα.
Οι μεγάλοι μουγκρίζουν και τα παιδιά αφουγκράζονται τον απόκοσμο αχό που έρχεται από τα ηλεκτροφόρα καλώδια.
Κανείς δεν θα γλιτώσει, σκέφτεσαι, οι λέξεις φυτρώνουν μέσα σου.
Πιέζεις τα χείλη σου στο φίμωτρο για να μην βγουν.
Από το μεγάλο σκοτεινό παράθυρο του Πύργου η Σιωπή των Μεγάλων αναβλύζει πνιγηρή και κρύα σαν μέταλλο.

Τα μάτια σου πέφτουν στο παιδί.

Ένας άνδρας το βαστάει επάνω στην καρδιά του.
Το πρόσωπο του άνδρα είναι κλειστό, μυρίζει φόβο.
Το παιδί γελάει και σαλεύει προς το μέρος σου. Χαμογελάς κι εσύ άθελά σου.
Πώς τολμάς;
Το παιδί ανοίγει το μικρό, ζεστό του στόμα "Μα-μα" τσιρίζει γελώντας.
"Μαμά" και δεύτερη φορά, πιο καθαρά, σα να μην έφτανε η πρώτη.

Μια σφαίρα πέφτει τότε σφυρίζοντας αδιάφορα, πολύ αργά, σαν υδράργυρος, κάτι σε πιάνει και τρέχεις, δεν ξέρεις γιατί. Αγκαλιάζεις τον άντρα με το γκρίζο πρόσωπο σφιχτά και το παιδί ανάμεσά σας, ωρύεται. Σειρήνες γδέρνουν από μακριά τον ουρανό, μαύρισε ο τόπος από τους καπνούς. Θέλεις κάτι να πεις, ανοίγεις το στόμα, μα ο καπνός χώνεται μέσα σου σαν μεγάλο πράσινο φίδι και πνίγεσαι.

Δε λες κουβέντα.
Μια βίαιη κραυγή σε κάνει άνθρωπο ξανά.
"Μόνο η σιωπή σκοτώνει".
Θυμάσαι τι ήθελες να πεις, λίγο πριν πέσεις νεκρός.

Αγγελίνα Κλαυδιανού


ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: