Ό,τι έγινε, έγινε και γίνεται ακόμα
Δευτέρα 26 Απριλίου 1920
Καθήσαμε. Εσύ με τα τσακίρικα μάτια, εγώ με το φλοράλ φουστανάκι. Άφησες το καπέλο σου δίπλα μου. Παραγγείλαμε. Έβγαλα τα παπούτσια μου βυθίζοντας τα πόδια στην άμμο. Ο ήλιος χρύσιζε τη θάλασσα και τη φλυαρία μου. «Τα νάζια σου τρέχουν με ταχύτητα μεγαλύτερη κι απ’ το φως». Στην επιστροφή, μάς υποδέχτηκε το λυκόφως της κανονικότητας. Όχι η δική μας έξαψη. Σε λίγο θα πετούσες για Δρέσδη. Εγώ θα συνέχιζα να διδάσκω σ’ ένα χωριό του νομού Άρτης. Οκτώ χρόνια αργότερα, όταν με ρώτησε ο καταραμένος ποιητής τι χρώμα έχουν τα μάτια σου, εγώ του είπα για τα φίνα δάχτυλά σου. Πάνω μου. Που ακόμα τρέχουν. Με ταχύτητα μεγαλύτερη κι απ’ το φως.
Ρόδινες παρενέργειες
Το έξω φως σβήνει. Η γεωμετρία της πίστης ανατέλλει. Όλα υπάγονται στο χρώμα του ροδιού.
Modus vivendi
Τα μεσημέρια η ύλη σου με ταράζει. Κλείνω τα μάτια. Σου διαβάζω «δεκατρείς τρόπους να κοιτάς ένα κοτσύφι». Εσύ με φωνάζεις με το μικρό μου όνομα τονίζοντας το δεύτερο «α». Να τά λι α. Ροδακινιά πλάι σε βρώμικα νερά. Γελάς. Φοβάσαι από τώρα τη σκόρπια γύρη των σωμάτων. Μπορείς να με λες και «Ντάλια». Έχω πολλά ονόματα. Ένα για κάθε θάνατο. Όχι, την υγρασία του πένθους μη την λογαριάζεις. Οι υγρές ήττες, έστω κι αργά, επιβιώνουν. Σου μιλώ για δεκατρείς τρόπους να κοιτάς. Εμένα να κοιτάς. Την κάθε ίνα, τον βουερό καταρράκτη των χορδών μου στο πρόσωπό σου. Ως δαίμων λαγνείας να κοιτάς. Με στόματα πολλά. Αφή μετάξι.