Διάλεξε τα ρούχα με προσοχή: Μαύρο κολάν, μπλούζα σκούρος γραφίτης, μαλακά παπούτσια. Έκρυψε τα πυρόξανθα μαλλιά στο σκουφί και βγήκε από το σπίτι. Ο δρόμος υγρός και άδειος, υποφωτιζόταν από τις αχνές λάμπες του Δήμου. Μέσα στο σκοτάδι περπάτησε ανάλαφρα, σχεδόν κεφάτα. Η αδρεναλίνη του πάντα ανέβαινε πριν.
Άνοιξε μαλακά την πόρτα, σαν σύζυγος που γυρνά αργά και δεν θέλει να τον καταλάβουν. Προσανατολίστηκε με την αφή, τοίχος δεξιά, πόρτα WC αριστερά, χολ, κρεβατοκάμαρα.
Άνοιξε πρώτα το συρτάρι με τα εσώρουχα. Μαύρες δαντέλες, ροζ σατέν ανάκατα. Μετά την ντουλάπα. Τη στιγμή ακριβώς που ψαχούλευε τις τσάντες, από μόνες τους μια περιουσία, η ησυχία θρυμματίστηκε από έναν δυνατό επαναλαμβανόμενο ήχο. Το κινητό του έλαμπε μες το σκοτάδι, δονούνταν, χόρευε, κι έσκουζε «μείνετε σπίτι, μείνετε σπίτι». Στην οθόνη άρχισε να περνά και γραπτώς το μήνυμα «Επείγουσα ειδοποίηση - Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας- Κορωνοϊός, οι στιγμές είναι κρίσιμες, μείνετε σπίτι». Το πίεσε, δεν έκλεινε. Το σκέπασε με ό,τι βρήκε μπροστά του και συνέχισε να ψάχνει μανιωδώς την ντουλάπα. Έδωσε πέντε λεπτά στον εαυτό του ελπίζοντας να βρει αυτό που ήθελε και μετά, καταπίνοντας μια βρισιά «εδώ έπρεπε να με βρει η καραντίνα», πήρε μια Luis Vuitton κι βγήκε όσο αθόρυβα είχε μπει.
Συνηθισμένος να κοιμάται τη μέρα και να δουλεύει τη νύχτα, οι πρώτες μέρες δεν του φάνηκαν. Αντί για δουλειά, ταινίες. Κατέβαζε σπασμένα λογισμικά και ό,τι φιλμ δεν είχε δει τα τελευταία χρόνια, το είδε τότε. Πήγαινε στα μικρά σούπερ μάρκετ, λίγο πριν το κλείσιμο. Εκείνη την ώρα οι υπάλληλοι βιάζονταν να πάνε σπίτια τους, μια χαρά δέχονταν τα τσαλακωμένα χαρτονομίσματα που τους έδινε. Στην αρχή πήγε κύριος, μέρα μεσημέρι, και η ταμίας μόνο που δεν του όρμησε. «Κάρτα, κύριε». Αποφάσισε να αποφύγει τις εντάσεις, ήθελε να περνά απαρατήρητος. Το νοίκι ήταν ένα πρόβλημα. Το έδινε στο χέρι στην κυρά Ειρήνη, μαύρο κατάμαυρο, ούτε εκείνη ήθελε τράπεζες, ούτε αυτός. Την πήρε τηλέφωνο, είχε κάποιες αρχές, δεν θα άφηνε τη χαμηλοσυνταξιούχα απλήρωτη. Πάτησε κωδικό Β4, «βοήθεια σε ανθρώπους που βρίσκονται σε ανάγκη» και περπάτησε τα δεκαεφτά χιλιόμετρα πηγαινέλα μέχρι το Γαλάτσι.
Δεν υπολόγιζε ότι θα κρατούσε τόσο. Μια βδομάδα, δυο το πολύ, είχε σκεφτεί. Είχε οικονομίες για τρεις. Κάθε φορά που άνοιγε το κουτί που φυλούσε τα μετρητά, έβλεπε τη στοίβα όλο και πιο χαμηλή. Όταν τον πήρε η κυρά Ειρήνη για το ενοίκιο του επόμενου μήνα, δεν το σήκωσε. Στόκαρε ρύζι, μακαρόνια, όσπρια. Ιδιωτικής ετικέτας, εννοείται. Φρούτα, λαχανικά, απλησίαστα, οι κλέφτες, χρυσά τα χρέωναν. Από γαλακτοκομικά, μόνο γάλα, τα τυριά και αυτά φωτιά. Έκανε εξαίρεση μόνο στα αντισηπτικά και τις χλωρίνες. Και τούτα, σωστή ληστεία, αλλά απαραίτητα, κατέληξε.
Πέρασε Ανάσταση με σούπα από φακελάκι και Πάσχα με ρύζι σκέτο. Σιγά σιγά έκοψε το μεσημεριανό. Για πρωινό, τσάι και παξιμάδι και το βραδινό, νωρίς, να ισοφαρίζει και τα δυο γεύματα. Σταμάτησε και τα ξενύχτια στον υπολογιστή, πεινούσε όσο ήταν ξύπνιος. Στην αρχή έβλεπε ταινίες με θέμα το φαγητό. Τον βοηθούσε να κρατά μια ισορροπία μεταξύ των πραγματικών λιτών γευμάτων του και αυτών που ονειρευόταν. Είδε το «Φαϊ, ποτό, αρσενικό, θηλυκό» και οραματίστηκε κινέζικο. Μετά, το «Ένα ταξίδι 30,5 μέτρα μακριά», με ένα σμπάρο και γαλλική και ινδική κουζίνα. Στο «Δείπνο της Μπαμπέτ», δεν άντεξε. Η κοιλιά του γουργούριζε, το χνώτο του βρωμούσε από την αφαγία. Έκλεισε την οθόνη και πήρε ένα υπνωτικό. Από αυτά είχε μπόλικα, ευτυχώς.
Περνούσε τώρα τον περισσότερο καιρό μαστουρωμένος από τα χάπια. Να μην πεινά, να μην σκέφτεται την πείνα. Άνοιγε την τηλεόραση μόνο για ειδήσεις, σκεφτόταν ότι όταν θα έληγε η καραντίνα, δεν θα είχε καν τη δύναμη να βγει έξω. Με το τελευταίο δεκάευρο πήρε σκυλοτροφή. Την είχε προσφορά, τέσσερεις κονσέρβες στην τιμή της μίας, έληγαν στη βδομάδα. Ο μοναδικός σκύλος που είχε ποτέ, είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν δώδεκα. Δεν κρατήθηκε, έφαγε τις δυο με βουλιμία. Ορκίστηκε στον εαυτό του ότι τις υπόλοιπες θα τις φυλούσε για την τελευταία μέρα της καραντίνας. Έπρεπε να έχει δυνάμεις για δουλειά.
Τη Δευτέρα, 4 Μαΐου, επίσημη πρώτη ημέρα ελεύθερης μετακίνησης, ζυγίστηκε. Ήταν έξι κιλά λιγότερο. Έφαγε τη σκυλοτροφή, έγλειψε και την κονσέρβα. Έκοψε μόνος του τα μαλλιά του που είχαν φτάσει τους ώμους και ξυρίστηκε με επιμέλεια. Τα κόκκινα γένια έδειχναν στο σκοτάδι, δεν έπρεπε. Βγήκε νωρίς, η μέρα είχε μεγαλώσει κι αυτός, από την κλεισούρα, δεν το είχε πάρει είδηση. Ένιωθε τις αρθρώσεις του σκουριασμένες, τα μέλη του βαριά. Περπάτησε μέχρι που νύχτωσε. Κόσμος με παιδιά, ποδήλατα, σκυλιά περπατούσε μαζί του. Τα σπίτια επιτέλους άδεια.
Μπήκε στην πολυκατοικία, ανέμελα, σαν να έμενε εκεί. Χωρίς να κοιτάζει δεξιά αριστερά, ήθελε και αυτό την τέχνη του. Το διαμέρισμα του τρίτου ήταν σκοτεινό. Άνοιξε την πόρτα αθόρυβα, πήγε γραμμή στα πίσω δωμάτια. Την ώρα που επιτέλους έβρισκε τον πρόχειρα κρυμμένο φάκελο με τα μετρητά, άκουσε γέλια και ποδοβολητά στην είσοδο.
Η αδυναμία τον είχε κάνει αργό. Μέχρι να μαζέψει τα χρήματα, τον σάκο του και ν’ ανοίξει την μπαλκονόπορτα, η οικογένεια ήταν ήδη μέσα και ο άντρας τον κρατούσε από τον σβέρκο, μισοκρεμασμένο στο μπαλκόνι.
Καταγράφηκε ως ο πρώτος αυτοφώρως συλληφθείς κλέφτης μετά την άρση της καραντίνας. Στην κλούβα που τον πήγαινε στο Τμήμα, με τις χειροπέδες περασμένες, δε ζήτησε τσιγάρο. Ζήτησε αντισηπτικό.