Ολυμπία, Simone Weil ή το αεράκι

Ολυμπία, Simone Weil ή το αεράκι

Σαν πρω­ι­νός αέ­ρας εί­ναι τα ονό­μα­τα […] Γί­νο­νται όνει­ρα.
Πέ­φτουν σαν πλά­νη…

Friedrich Hölderlin, Πά­τμος, από τα θραύ­σμα­τα υστε­ρό­τε­ρης εκ­δο­χής 1


1.

Θραύ­σμα­τα χιο­νιού: με­ρι­κά κύ­ρια ονό­μα­τα και κά­ποια όνει­ρα.

Αρ­γύ­ρης Χιό­νης, Paul Celan, David Lynch. Δά­ντης, Vincent van Gogh, Βε­νια­μίν Φρα­γκλί­νος. Roman Polanski, Jacques-Alain Miller, Leonardo Cremonin. Εδουάρ­δος Σα­κα­γιάν, Édouard Manet, Henri Michaux.

Το όνει­ρο εί­ναι ένας χώ­ρος κυρ­τός, όπου όλα κλί­νο­νται από το άλ­λο πρό­σω­πο, από κα­νέ­να πρό­σω­πο. Απ’ το κα­νέ­να μό­νο. Απ’ το πο­τέ, από το κα­θό­λου, το τί­πο­τα, το ίδιο. Και το ίδιο το τί­πο­τα. Που σαν θά­λασ­σα ανύ­παρ­κτου φου­σκώ­νει πτυ­χώ­νει, εισ­δύ­ει και γλύ­φει κρυ­φά όλες τις λέ­ξεις, τα γρα­πτά και τα ποι­ή­μα­τα.

Και τα σώ­μα­τα.

Θραύ­σμα­τα χιο­νιού: με­ρι­κά σώ­μα­τα και κά­ποια ποι­ή­μα­τα.

2.

Ο Χιό­νης στα Hondos

Ο Χιό­νης στα Hondos. Δη­λα­δή ο πα­τέ­ρας ως postiche. Μα­κι­γιάζ και μά­σκα­ρα από κύ­ρια ονό­μα­τα. Ού­τε ψεύ­τι­κα, ού­τε αλη­θι­νά. Αλ­λά, μάλ­λον, όσο πιο πραγ­μα­τι­κά, τό­σο πιο ψεύ­τι­κα. Μια σπα­ρα­κτι­κή, μία συ­ναρ­πα­στι­κή ιστο­ρία μα­κι­γιάζ.

Όχι από­κρυ­ψης, αλ­λά επα­νά­λη­ψης, ανα­σύ­στα­σης. Όπου με ένα ρουζ ή ένα κρα­γιόν —δη­λα­δή ομι­λώ­ντας απλώς— προ­σπα­θείς όχι να φτιά­ξεις, αλ­λά να ξα­να­φτιά­ξεις ένα όνο­μα. Όχι να το κρύ­ψεις, αλ­λά να το εφεύ­ρεις.

3.

Εδώ, τον Χιό­νη τον χρη­σι­μο­ποιώ σαν σύν­θη­μα για κά­τι άλ­λο. Στην πρώ­τη πα­ρά­γρα­φο αυ­τού του κει­μέ­νου εμ­φα­νί­ζο­νται κα­τα­λο­γά­δην οι πε­ρισ­σό­τε­ρες από τις πα­ρα­πο­μπές, τις δια­δρο­μές του. Που σε μέ­να, πά­ντα, λει­τουρ­γούν ως θη­λιές, ως δέ­στρες. Ση­μεία δη­λα­δή. Ση­μεία, με την έν­νοια που εν­νο­ού­σε το ση­μείο, τον ελά­χι­στο αυ­τόν χώ­ρο ο Gilles Deleuze, οι ιμπρε­σιο­νι­στές, ο Miró, θύ­λα­κες φυ­γής, στους οποί­ους προσ­δέ­νε­ται για να δια­φύ­γει το κεί­με­νο. Ακου­μπά η υλι­κό­τη­τά του εκεί, ακου­μπά την υλι­κό­τη­τά του εκεί. Στη­ρί­ζε­ται. Δα­νεί­ζε­ται επί­σης κά­τι από αυ­τούς. Δεν ταυ­τί­ζε­ται, αλ­λά μι­μεί­ται κά­τι εκεί. Όπως τα έντο­μα μι­μού­νται τον χώ­ρο στον οποίο κυ­νη­γούν. Ενί­ο­τε και τον χώ­ρο τον οποί­ον κυ­νη­γούν. Άπει­ρα ση­μεία ή ση­μεία απεί­ρου, δη­λα­δή βου­βά. Ο Freud τα εί­πε συμ­πτώ­μα­τα.

Ο άν­θρω­πος υπάρ­χει από εκεί που αρ­χί­ζει η μί­μη­ση, αυ­τή η σμί­κρυν­ση, η το­μή, η χα­ρα­κιά, η φυ­γή. Αλ­λά μί­μη­ση κά­τι από­ντος, αγνώ­στου ακό­μα, κε­νού. Ταυ­το­χρό­νως και πα­ρό­ντος και άγνω­στου.

4.

Ο Χιό­νης εί­ναι ένα σύν­θη­μα κά­τι άγνω­στου. Ενός άγνω­στου, μιας φυ­γής. Ένα όνο­μα στην θέ­ση ενός άλ­λου ονό­μα­τος. Του David Lynch, του Δά­ντη, του Van Gogh. Εί­ναι σύν­θη­μα για την αδιέ­ξο­δη φυ­γή. Για την δια­φυ­γή. Για την ανά­γνω­ση. Για την γρα­φή.

Ένα όνο­μα για τον Polanski του Ένοι­κου, για την πτώ­ση. Εί­ναι ίσως και ένα πα­ρα­τσού­κλι. Ένα δεύ­τε­ρο, ένα ιδιω­τι­κό ή ένα κρυ­φό όνο­μα. Ένα πε­ρί­ερ­γο όνο­μα για κά­τι κρυ­φό, αθέ­α­το, ιδιω­τι­κό. Διό­τι το πα­ρα­τσού­κλι δεί­χνει κά­τι για το υπο­κεί­με­νο, για την επι­θυ­μία του, που δεν φαί­νε­ται στην επί­ση­μη εκ­δο­χή του. Εί­ναι αυ­τό που λέ­με χούι. Ή και την δια­στρο­φή του.

5.

Ο Μπο­λι­βάρ και η χλόη

Ό δι­κός μου Χιό­νης εί­ναι απελ­πι­σμέ­νος, δεν εί­ναι βέ­βαιος. Το λέω αυ­τό λί­γο σαν αστείο, αλ­λά και σε σχέ­ση με το 1821 και την συ­γκυ­ρία με τις εθνι­κές επε­τεί­ους που εορ­τά­ζο­νται. Εγώ δεν γιορ­τά­ζω. Το λέω δη­λα­δή σε σχέ­ση με όλα αυ­τά τα ονό­μα­τα του Πα­τέ­ρα που δια­φη­μί­ζο­νται ως πραγ­μα­τι­κά. Όλα αυ­τά τα ονό­μα­τα που θέ­λουν να τα κα­θη­λώ­σουν, να τα καρ­φώ­σουν σχε­δόν ως αδιά­σει­στα. Δεν ενί­στα­μαι για το συμ­βο­λι­κό της υπό­θε­σης, αλ­λά για τον τρό­πο και το ύφος της. Για το ότι όλα αυ­τά εμ­φα­νί­ζο­νται κά­πως γρα­φι­κά, αγιο­γρα­φι­κά ή, για να το πω αλ­λιώς, σαν πραγ­μα­τι­κά ονό­μα­τα.

Ο Χιό­νης εί­ναι το πραγ­μα­τι­κό του ονό­μα­τος, κά­τι πραγ­μα­τι­κό μέ­σα στο όνο­μα. Όχι ένα πραγ­μα­τι­κό όνο­μα.

6.

Τον Χιό­νη —και την Χλόη— τους εν­νοώ όπως τα ονό­μα­τα, όπως τους κα­τα­λό­γους των ονο­μά­των που συ­να­ντού­με στον Μπο­λι­βάρ του Νί­κου Εγ­γο­νό­που­λου. Το μό­νο εθνι­κό ποί­η­μα που μου αρέ­σει εί­ναι ο Μπο­λι­βάρ. Διό­τι τε­λι­κά εί­ναι θε­α­τρι­κό, δεν εί­ναι εθνι­κό — εί­ναι με έναν τρό­πο κα­βα­φι­κό. Δη­λα­δή εί­ναι διά­τρη­το, εί­ναι ητ­τη­μέ­νο, τε­λι­κά εί­ναι αν­θρώ­πι­νο. Ας μην ξε­χνά­με ότι ο Εγ­γο­νό­που­λος φτά­νει με τα πό­δια από το αλ­βα­νι­κό μέ­τω­πο στην Αθή­να και με­τά, τό­τε μό­νο, γρά­φει τον Μπο­λι­βάρ. Λοι­πόν η Χλόη, θα μπο­ρού­σα να πω, εί­ναι με έναν πα­ρά­δο­ξο τρό­πο ητ­τη­μέ­νη, εί­ναι κα­βα­φι­κή.

7.

Με­σο­λόγ­γι ή η Κρο­στάν­δη

Στην ποί­η­ση, κά­θε νέο ποί­η­μα αλ­λά­ζει το πα­ρελ­θόν του διαρ­κώς, αφή­νο­ντας το μέλ­λον μας αδιόρ­θω­τα άγρα­φο.

Όχι μό­νο το Με­σο­λόγ­γι, αλ­λά και η Κρο­στάν­δη. Στο Με­σο­λόγ­γι μέ­σω της Κρο­στάν­δης. Το Με­σο­λόγ­γι ως όνει­ρο. Για­τί όχι; Σκε­φτεί­τε το: τι εί­ναι ποί­η­ση εάν όχι η ελευ­θε­ρία να αλ­λά­ζεις ονό­μα­τα; Εάν δεν μπο­ρείς να αλ­λά­ξεις τα ονό­μα­τα δεν έχεις τέ­χνη, δεν έχεις ελευ­θε­ρία. Έχεις γρα­φειο­κρα­τία, έχεις το κρά­τος. Εγώ δεν εί­μαι με το κρά­τος, εί­μαι με την τέ­χνη, εί­μαι με την ελευ­θε­ρία, με την ποί­η­ση. Εί­μαι με την γλώσ­σα και εί­μαι με την Κρο­στάν­δη του Νί­κου Κα­ρού­ζου.

(Μι­κρή πα­ρέκ­βα­ση: ιδιό­τρο­πα σο­λω­μι­κός και ο Κα­ρού­ζος, ιδί­ως στην νε­ό­τη­τά του, αλ­λά κυ­ρί­ως στην δο­μή του, εξερ­ρά­γη από ένα ση­μείο και με­τά ως γλώσ­σα και άν­θι­σε και λά­μπει ακό­μη ως με­τέ­ω­ρο λε­κτι­κό στα ου­ρά­νια ολό­λα­μπρος και ολο­μό­να­χος, ευ­τυ­χώς. Όπως άλ­λω­στε και ο Σο­λω­μός. Όχι ο κρα­τι­κός, ο χου­ντι­κός, ο φι­λο­λο­γι­κός, αλ­λά ο άλ­λος, ο ποι­η­τής, ο γλωσ­σι­κός, ο άγνω­στος. Κιν­δυ­νεύ­ει λι­γό­τε­ρο ή πε­ρισ­σό­τε­ρο από τον Σο­λω­μό να γί­νει θε­σμός ο Κα­ρού­ζος; Και για­τί; Θα απα­ντού­σα, όχι, δεν κιν­δυ­νεύ­ει. Και θα έλε­γα, για τους ίδιους λό­γους που δεν κιν­δυ­νεύ­ει η ποί­η­ση του Κα­βά­φη ή του Εγ­γο­νό­που­λου να με­λο­ποι­η­θεί, να κρα­τι­κο­ποι­η­θεί.)

Μαι­νό­με­νοι προς το ηλιο­βα­σί­λε­μα, προς την έλ­λει­ψη ή το κε­νό ‒ δεν με­λο­ποιεί­ται, δεν ηχο­γρα­φεί­ται το αφό­ρη­το ‒ μέ­χρι το άπει­ρο νε­ρό της λή­θης.

Μο­νά­χα εκεί ακρο­βα­τεί, εκεί σπαρ­τα­ρά το ποί­η­μα. Στη λή­θη της κό­ψης του, στην πε­ρα­σμέ­νη αυ­γή.

Όχι στη γη, αλ­λά στην απου­σία του πα­τέ­ρα.

Πι­στεύω σε ένα Με­σο­λόγ­γι μέ­σω της Κρο­στάν­δης. Σε έναν Σο­λω­μό μέ­σω του Χιό­νη, μέ­σω του Λά­γιου, του Αρα­νί­τση, μέ­σω του Κα­ρού­ζου. Όχι απευ­θεί­ας προ­σβά­σι­μο ή δο­σμέ­νο. Όχι αυ­το­νό­η­το, υπαρ­κτό ή κα­θη­λω­μέ­νο, αλ­λά αβέ­βαιο και άγρα­φο ακό­μη. Έναν Σο­λω­μό που ακό­μη γρά­φει, δεν κρύ­βε­ται πί­σω από την επα­νά­στα­ση, δεν τε­λεί­ω­σε. Ατε­λεί­ω­τος, δεν απο­φά­σι­σε, δεν σιώ­πη­σε, δεν στα­μά­τη­σε.

8.

Χλόη ή ένα όνει­ρο.

Κά­τι αδιό­ρα­το, ασή­μα­ντο, άφα­ντο. Όλα εκεί­να τα λο­ξά φυλ­λα­ρά­κια κυα­νής χλω­ρο­φύλ­λης που πα­τού­με, προ­σπερ­νού­με περ­πα­τώ­ντας, πα­ρα­βλέ­πο­ντας, μι­λώ­ντας και γρά­φο­ντας. Ή κοι­τώ­ντας αφη­ρη­μέ­νοι ένα σύν­νε­φο. Ένα όνει­ρο. Τι λέω, ού­τε καν ένα: κα­νέ­να.

Ο Χιό­νης λοι­πόν, η Ολυ­μπία, όλα τα κύ­ρια ονό­μα­τα: να ένα σώ­μα. Χιό­νη, να ένα σώ­μα.

Να ποιο εί­ναι το θέ­μα στην Χλόη: τι εί­ναι ένα όνο­μα; Τι εί­ναι ένα σώ­μα; Ένα κύ­ριο όνο­μα ως σώ­μα.

Λί­γη χλόη γύ­ρω απ’ τον λαι­μό της Ολυ­μπί­ας του Manet. Ή μία κορ­δέ­λα γύ­ρω απ’ τον λαι­μό του Michel Leiris; Le Ruban au cou d'Olympia (1981).

Χλόη, κορ­δέ­λες, κό­μποι, κόμ­βοι, λαι­μοί.

9.

Για να το πω κι αλ­λιώς.

Τα δά­κρυα απ' τα έντο­μα πά­νω στην χλόη

εί­ναι η βρο­χή που κρα­τιέ­ται και δεν φθέγ­γε­ται.


10.

Έχω να τα χά­σω όλα

Η Χλόη ανή­κει σε μία φά­ση υπερ­βο­λι­κή, μια πε­ρί­ο­δο μα­νί­ας. Ση­μαί­νει την αρ­χή της. Μία πε­ρί­ο­δο ερευ­νη­τι­κή επί­σης βε­βαί­ως. Μια φά­ση στην οποία επί­τη­δες μειώ­νε­ται ο έλεγ­χος και αυ­ξά­νε­ται η ομι­λία, ο αυ­το­σχε­δια­σμός, η ροή των ποι­η­μά­των.

Μοι­ραία αυ­τό συμ­βαί­νει μέ­σα απ’ τις ταυ­τί­σεις. Εμ­φα­νί­ζο­νται φω­νές, ιδέ­ες, ονό­μα­τα, τρό­ποι τους οποί­ους με­τά χει­ρί­ζε­σαι, εξε­λίσ­σεις αλ­λού. Λες, έχω να τα χά­σω όλα. Αλ­λά βε­βαί­ως, για να το πά­θεις αυ­τό, για να τα χά­σεις όλα, πρέ­πει να πεις τα ονό­μα­τα.

Όπως —παι­διά— ξα­πλώ­να­με, ύπτιοι, κά­τω από ψη­λά δέ­ντρα και κοι­τού­σα­με μα­γε­μέ­νοι τις λέ­ξεις, τις φω­λιές, τα φύλ­λα, τα σύν­νε­φα. Το μέλ­λον μας μες στις σκιές μας τύ­φλω­νε σαν το φως ή σαν το σκο­τά­δι μάλ­λον του χρό­νου.

11.

Θα έλε­γες, το με­γα­λύ­τε­ρο προ­σόν της εί­ναι ότι πε­ρι­μέ­νει. Ανα­βά­λει. Σιω­πά. Και μό­λις στο­χεύ­σει ο χρό­νος μι­λά. Το με­γα­λύ­τε­ρο προ­σόν της ή το ελα­φρύ­τε­ρο πά­θος της.

Δεν εί­ναι επί­τη­δες πε­ρί­πλο­κη. Δεν σου αρέ­σουν οι κα­τα­σκευ­ές, δεν της αρέ­σουν, δεν κα­τα­σκευά­ζεις, δεν υπο­λο­γί­ζεις, δεν με­τράς. Ερ­γά­ζε­σαι, βε­βαί­ως, σε δεύ­τε­ρο χρό­νο, σκέ­φτε­σαι, με­λε­τάς, πε­ρι­μέ­νεις, πα­ρα­τη­ρείς. Δεν εί­ναι επί­τη­δες πε­ρί­πλο­κη. Εσύ εί­σαι έτσι. Οι επα­να­λή­ψεις σου εί­ναι.

Δεν εί­ναι πε­ρί­πλο­κη, εί­ναι, θα έλε­γες —και θα ήθε­λες να το πεις κά­πως σιω­πη­λά — σπα­ρα­κτι­κή.

Μα­νέ: «Ολυ­μπία» 1865. Λά­δε σε καμ­βά 130,5 Χ 51,5 εκ. Μου­σείο Ορ­σέ, Πα­ρί­σι

12.

Ολυ­μπία, Simone Weil ή το αε­ρά­κι

Σoκα­ρι­στι­κός χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ο πί­να­κας του Édouard Manet, Ολυ­μπία, όταν απο­κα­λύ­φθη­κε για πρώ­τη φο­ρά στο Πα­ρί­σι το 1865. Ο πί­να­κας πα­ρου­σιά­ζει μια ολό­γυ­μνη πόρ­νη πο­λυ­τε­λεί­ας, την Ολυ­μπία, ένα όνο­μα που ο Manet μάλ­λον δεν διά­λε­ξε τυ­χαία, αφού ήταν το συ­νη­θι­σμέ­νο ψευ­δώ­νυ­μο για τις κοι­νές γυ­ναί­κες εκεί­νης της επο­χής στο Πα­ρί­σι.
Η Ολυ­μπία φο­ρά­ει ελά­χι­στα στο­λί­δια που μάλ­λον το­νί­ζουν προ­κλη­τι­κά το σώ­μα: μια ορ­χι­δέα στα μαλ­λιά, μία μαύ­ρη κορ­δέ­λα στο λαι­μό, πα­ντό­φλες και σκου­λα­ρί­κια.
Πί­σω της, μια μαύ­ρη υπη­ρέ­τρια προ­τεί­νει ένα μπου­κέ­το λου­λού­δια προς το μέ­ρος της. Εκεί­νη ού­τε που γυρ­νά­ει να το κοι­τά­ξει. Μάλ­λον βα­ριέ­ται. Το βλέμ­μα της εί­ναι καρ­φω­μέ­νο σα­γη­νευ­τι­κά επά­νω μας, στον θε­α­τή. Κοι­τά με ένα αμυ­δρό χα­μό­γε­λο υπε­ρο­ψί­ας ή με συ­γκρα­τη­μέ­νη απόρ­ρι­ψη. Δί­πλα στα πό­δια της, βρί­σκε­ται μια μαύ­ρη γά­τα, έτοι­μη να χι­μή­ξει.

Η κορ­δέ­λα στον λαι­μό της Ολυ­μπί­ας

1.

Ο χρό­νος που χρειά­ζε­ται το υπο­κεί­με­νο
για να δια­νύ­σει τα δά­ση, τα φα­ράγ­για, τις κοι­λά­δες
—τις κα­ταρ­ρα­κτώ­δεις βρο­χές του γυ­μνού της κορ­μιού—
τα άφα­τα το­πία του λε­κτού δι­χα­σμού του.

2.

Μη γρά­φεις.
Απλώς ση­μεί­ω­σε την δια­φυ­γή, σχε­δί­α­σε τη φυ­γή σου.
Ζω­γρά­φι­σε ύπτια την άφω­νη εξα­φά­νι­σή σου.
Πριν τη γρα­φή όμως, όχι με­τά.

3.

Πέ­τα το πρό­σω­πό σου —
αυ­τό το αθε­ρά­πευ­το επι­φώ­νη­μα του μη­δε­νός.

4.

Όπως αφή­νεις ένα ρού­χο πριν εξα­φα­νι­στείς
στο λευ­κό χαρ­τί μπρο­στά ή μέ­σα στου ύπνου το νε­ρό.

5.

Ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι πα­ρά μία κραυ­γή διαυ­γή.
Και την ίδια στιγ­μή ο ορί­ζο­ντας κά­θε απου­σί­ας.

6.

Από αυ­τήν όμως την μι­κρή αμυ­χή

το μέλ­λον έρ­χε­ται. Το μέλ­λον θα ′ρθει.

Η Σι­μόν Βέιλ


13.
Θα μπο­ρού­σα —θα ήταν το ίδιο ακρι­βώς— αντί να σας μι­λή­σω για την Ολυ­μπία να σας μι­λή­σω για την Simone Weil.
Όμως δεν θα το κά­νω. Δεν θα το κά­νω, τώ­ρα. Θα αφή­σω για άλ­λη φο­ρά — για κα­τάλ­λη­λο και­ρό— για αλ­λού — σαν έρ­θ’ η ώρα3 — να υμνή­σω το όνο­μα εκεί­νης της με­γά­λης μυ­στι­κής, της φι­λο­σο­φί­ας, της πο­λι­τι­κής, της ποί­η­σης, αλ­λά και της ζω­ής — της Simone Weil.
Εκεί­νης, που τα δά­κρυά της καί­νε ακό­μη τα χόρ­τα και όλα τα λι­βά­δια των ποι­η­μά­των στα μά­τια μας.

14.

Τέ­λος, για το τέ­λος, θα προ­φέ­ρω —σαν αιχ­μη­ρό χρη­σμό, προ­σευ­χή ή σαν φυ­λα­κτό— ένα μο­νο­λε­κτι­κό ποί­η­μα. Εί­ναι μία λέ­ξη, αλ­λά και δύο ταυ­τό­χρο­να. Δεν θα εκτα­θώ, δεν θα εκτε­θώ άλ­λο εδώ. Θα σας αφή­σω με το μυ­στή­ριο μό­νους σας. Μυ­στή­ριο όπως ο θά­να­τος.

Το ποί­η­μα γρά­φτη­κε στο Λον­δί­νο. Ετοι­μο­θά­να­το, που θα πει μα­γε­μέ­νο για ζωή. Μάρ­τιος ‘90. Γρά­φει ο Νί­κος Κα­ρού­ζος. Λί­γο πριν πε­θά­νει ή λί­γο πριν γί­νει αθά­να­τος. Ευ­ρέ­σεις από κυα­νό κο­βάλ­τιο.

Ο Κα­ρού­ζος, εδώ, με­τα­φρά­ζει άν­θη και χά­νε­ται. Ιδού το ίχνος, το ποί­η­μα:
    ια΄
«Flower». Αε­ρά­κι.



    1 «Wie Morgenluft sind nemlich die Nahmen [...] Werden Träume. Fallen, wie Irrtum…». Friedrich Hölderlin, Patmos, Bruchstücke der späteren Fassung. Στο μό­το μτ­φρ. του Δη­μή­τρη Κα­πε­τα­νά­κη, Αθή­να 1938

    2,3 Μπο­λι­βάρ, ένα ελ­λη­νι­κό ποί­η­μα, Νί­κος Εγ­γο­νό­που­λος, 1944, στ. 26, 27

    ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
     

    αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: