Ο Μάρλον, κατά κόσμον Αργύρης Κωστάκης, είχε πάλι έκτακτο. Του τηλεφώνησαν στις τέσσερεις το πρωί. Ατύχημα στη Βουλιαγμένης. Από τη μια, ένας πατέρας και δυο παιδιά, κι από απέναντι τρεις πιτσιρικάδες που γύρναγαν απ’ τα μπουζούκια. Στον Μάρλον έφερναν τους πιτσιρικάδες. Τριάντα χρόνια στη δουλειά, τις είχε μάθει καλά τις στατιστικές. Τα Σαββατοκύριακα φουλάριζε με τη νεολαία, τις αργίες με τους γέρους και στα μεγάλα ματς με τους καρδιακούς. Σηκώθηκε γρήγορα απ’ το κρεβάτι κι άρχισε να ετοιμάζεται. Για να φτάσουν οι συγγενείς από το νοσοκομείο μέχρι το γραφείο κηδειών στη Μιχαλακοπούλου, θα θέλανε στάνταρ καμιά ώρα. Ο Μάρλον άνοιξε τη ντουλάπα και διάλεξε ένα ακριβό κουστούμι από φανέλα. Έπειτα έβγαλε απ’ το συρτάρι μια μεταξωτή γραβάτα κι ένα πουκάμισο με άσπρα και μπλε καρό. Του άρεσε πολύ αυτό το πουκάμισο. Το είχε ράψει πέρσι μαζί με δυο βαμβακερά γαλάζια πικέ, ένα λευκό ποπλίνα κι ένα κανελί ελβετικό βουάλ. Όταν τράβαγε ζόρια ή όταν του τύχαινε κάποιο δύσκολο περιστατικό, φορούσε πάντα αυτό το καρό. Αφού άφησε τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι, έριξε μια ματιά απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Η πόλη ακόμα κοιμόταν. Το μόνο που ξεχώριζε στο βάθος ήταν ο καπνός από μια βιοτεχνία που έφτιαχνε κουρδιστά πουλιά. Τα μισούσε αυτά τα πουλιά ο Μάρλον γιατί δεν πετούσαν. Μόνο περπάταγαν αργά και με αστάθεια, σαν να ᾽ταν γέροι.
Αφού πλύθηκε, ξυρίστηκε, έβαλε μια χούφτα άφτερ σέιβ σε κάθε μάγουλο κι έστρωσε λίγο ζελέ στα μαλλιά, άρχισε να ντύνεται. Το ντύσιμο, όπως και το γδύσιμο παλιά, ήταν για τον Μάρλον μεγάλη ιεροτελεστία. Ντυνόταν πάντα αργά και με προσοχή, λες και φοβόταν μην αποκτήσουν μιλιά τα ρούχα κι αρχίσουν να του φωνάζουν για το πουκάμισο που μπήκε με βιασύνη μέσα στο παντελόνι, για το γιλέκο που δεν έστρωσε καλά ή για την κάλτσα που ζάρωνε ανάμεσα στα δάχτυλα. Ο Μάρλον πήρε το κάμελ, γυάλισε τρεις φορές τα παπούτσια και φόρεσε το κουστούμι. Μετά έκανε έναν διπλό κόμπο στη γραβάτα, πέρασε την ταμπά ζώνη από τις θηλιές, ίσιωσε το καινούργιο πράσινο κασμιρένιο πουλόβερ και βγήκε. Λίγο πριν ανοίξει την εξώπορτα της πολυκατοικίας, κοιτάχτηκε στον μεγάλο καθρέφτη της εισόδου. Μικρές ρυτίδες τού χάραζαν το μέτωπο κι έφτιαχναν κυρτούς δρόμους που άλλοτε πήγαιναν παράλληλα, άλλοτε έσμιγαν κι άλλοτε χώριζαν. Στον καθρέφτη έβλεπε έναν μεσήλικα που έμοιαζε με Άγγλο διπλωμάτη ή το λιγότερο, με ξεπεσμένο αριστοκράτη που δεν θέλει να το βάλει κάτω. Μόνο το μπαστούνι, η πίπα και το μονόκλ τού έλειπαν. Θα πούλαγε και την ψυχή του στον διάβολο για μια φίνα γραβάτα, ένα καλό ρολόι ή ένα κασμιρένιο πουλόβερ. Γιατί κοράκι, ξεκοράκι, ο Μάρλον από την Καλλιθέα ήξερε από καλό ντύσιμο.
Όσοι τον γνώριζαν, τον φώναζαν Μάρλον. Κανένας δεν τον έλεγε Αργύρη. Μια γυναίκα μόνο, μια φορά παλιά, τόλμησε και του ’πε «παράτα μας, ρε Αργύρη». Ο Μάρλον την κατέβασε απ’ τη μηχανή, μεσάνυχτα καταμεσής στη Συγγρού, πάτησε γκάζι κι εξαφανίστηκε. Με τον άλλον Μάρλον, τον γνωστό, δεν έμοιαζε φατσικά. Είχε όμως την μπάσα φωνή του και μπόλικη απ’ τη γοητεία του. Μέχρι και η γριά χήρα ενός άκληρου πρέσβη επί τιμή, τού ρίχτηκε πάνω απ’ τον φρεσκοσκαμμένο τάφο του άντρα της. Αλλά ο Μάρλον ήταν πάντα κύριος. Δουλειά και αίσθημα δεν τα ’μπλεκε ποτέ. Μια φορά μόνο τα ’μπλεξε. Ειρήνη τη λέγανε κι είχε έρθει στο γραφείο κηδειών για τα σαράντα της μάνας της. «Να ζήσετε να τη θυμάστε», της είπε τυπικά όταν την είδε. Η Ειρήνη είχε κάτι μάτια στο χρώμα της σκουριάς κι έτσι όπως του ’δωσε το χέρι, ο Μάρλον παρακάλαγε να γίνουν τα δάχτυλά της καρφί και να τρυπήσουν την παλάμη του. Έμειναν μαζί δεκαπέντε χρόνια. Όλοι είχαν να λένε για την ομορφιά τους και το καλό τους ντύσιμο. Γιατί κι η Ειρήνη μια απ’ τα ίδια ήταν. Τι τσάντες, τι ταγιέρ, τι καπέλα. Ένα πρωί, ο Μάρλον πήρε μια βαλίτσα, κι έφυγε απ’ το σπίτι. Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, μόνο συνέχισε να φτιάχνει πεθαμένους και να ντύνεται σαν αριστοκράτης.
Από τότε που άφησε την Ειρήνη, παράτησε τη μηχανή, παράτησε το αμάξι και πήγαινε με τα πόδια για τη δουλειά. Δεν έμπαινε ποτέ σε λεωφορεία ή ταξί. Δεν ήθελε να λερωθούν τα ρούχα, ούτε να τραβήξουν μυρωδιές. Ανέβασε το γιακά απ’ το παλτό κι άρχισε ν’ ανηφορίζει την Πειραιώς που ήταν ακόμα ήσυχη. Πού και πού περνούσε κανένα ΙΧ ή τρόλεϊ και φώτιζε το σκοτάδι. Πέρα στο βάθος, άρχισαν να σβήνουν οι πρώτες λάμπες από κάποια άγνωστη λεωφόρο. Στα μέσα της διαδρομής, ο Μάρλον σταμάτησε για ώρα μπροστά σε μια βιτρίνα με γυαλικά. Μέσα υπήρχαν κανάτες, ποτήρια, μπουκάλια, τασάκια, μέχρι και στριφογυριστοί πολυέλαιοι. Κάθε φορά που το φως από κάποιο αμάξι έπεφτε πάνω στο τζάμι, του φαινόταν πως σκούρες φλόγες ξεπηδούσαν απ’ τα γυαλιά, αυτά ζωντάνευαν, γίνονταν πολύχρωμα κουρδιστά πουλιά, έκαναν θρύψαλα τη βιτρίνα και του χιμούσαν. Λίγο πιο πέρα, έξω από την επιπλοποιία Τσαούσογλου, μερικοί εργάτες ετοιμάζονταν να χτυπήσουν τις κάρτες τους. «Από ποιο ανέκδοτο βγήκε ο τύπος ρε αδερφάκι μου;», είπε στον μπροστινό του ένας σπυριάρης με γυαλιά, μόλις είδε τον Μάρλον. «Για πού το ’βαλες, κύριος; Για γαμπρός πας πρωινιάτικα;», συνέχισε ο σπυριάρης κι οι δυο άντρες άρχισαν να γελάνε. Ο Μάρλον ούτε που γύρισε να τους κοιτάξει.
Τη λόξα για τα ρούχα την είχε πάρει απ’ τη μάνα του που ήταν μοδίστρα και δούλευε σε ένα ραφτάδικο στην Καλαμιώτου. Η μάνα του έκοβε, έραβε, γάζωνε, πέρναγε λάστιχα. Όταν σχολούσε έπαιρνε όσα ρετάλια περίσσευαν απ’ το μαγαζί κι έφτιαχνε ρούχα. Από αντρικά πουκάμισα σκάρωνε παιδικά παντελόνια, από παλιές γυναικείες τουαλέτες έραβε κουρτίνες, κι από σκοροφαγωμένες γούνες έφτιαχνε φλοκάτες για το πάτωμα. Ο Μάρλον συνήθως φορούσε τα παλιά του ξαδέρφου του, όμως η μάνα του παράχωνε με τέχνη τα ψεγάδια μέσα στα μεγάλα στριφώματα και πίσω από γυαλιστερές φόδρες. Καινούργια ρούχα δεν του πήρε ποτέ. Δεν είχε. Ο Μάρλον έβγαλε όλο το δημοτικό με το ίδιο παλτό. Εκείνη πότε τού πρόσθετε μια τσόχινη φάσα για να το μακρύνει, πότε τού γύρναγε το μέσα έξω, πότε τού άλλαζε τα πέτα, πότε τού έραβε ανάποδα τον γιακά. Καμιά φορά, στο σχολείο τα άλλα παιδιά φώναζαν τον Μάρλον «παλιάτσο», αλλά αυτός δε στεναχωριόταν. Πήγαινε πιο πέρα, έκλεινε σφιχτά τα μάτια κι έβλεπε τον εαυτό του με ολοκαίνουργιο παντελόνι, ολοκαίνουργιο πουκάμισο και γυαλιστερά δετά παπούτσια. Ύστερα, σκεφτόταν τη μυρωδιά του απάτητου δέρματος και του αφόρετου ρούχου, και το βράδυ κοιμόταν ευτυχισμένος. Με τα πρώτα λεφτά απ’ το γραφείο κηδειών, αγόρασε ένα λεπτόριγο κουλ γουλ κοστούμι κι ασημένια μανικετόκουμπα.
Ο Μάρλον έκοψε μέσα από τα στενά του Ρουφ που ήταν πηγμένα με συνεργεία, μάντρες αυτοκινήτων και οικοδομικά υλικά. Οι αναθυμιάσεις απ’ το φωταέριο τού έκαιγαν τα πνευμόνια. Το βιομηχανικό θηρίο της Ιεράς Οδού σιγά-σιγά ξυπνούσε. Μέσα από τους λέβητες και τις καμινάδες, οι ατμοί ανέβαιναν αργά τυλίγοντας με ομίχλη ολόκληρα τετράγωνα. Βαστάζοι κουβαλούσαν καρότσια με σκραπ, φορτηγά φόρτωναν γάλατα, και τσούρμο οι συγκολλητές με σβηστά τσιγάρα στο στόμα έμπαιναν στα σιδηρουργεία. Το προηγούμενο βράδυ, ο Μάρλον πάλι δεν είχε κοιμηθεί καλά. Έκλεισε ως συνήθως το γραφείο στις εννιά, έδιωξε τους βοηθούς, άναψε την ταμπέλα «Διανυκτερεύει» κι έφυγε. Ακολουθούσε πάντα την ίδια διαδρομή και κατέληγε σ’ ένα συγκεκριμένο ταβερνάκι στα Πετράλωνα. Ο μαγαζάτορας και το προσωπικό απορούσαν πως αυτός ο αριστοκράτης καταδέχεται το μαγαζί τους. Ο Μάρλον καθόταν στο ορισμένο τραπέζι, έπαιρνε κάθε φορά κόκκινο κρασί και μοσχάρι κατσαρόλας με ρύζι, άφηνε στο γκαρσόνι ένα γενναίο πουρμπουάρ κι έφευγε κατά τις έντεκα. Χθες έφτασε στο σπίτι του τα μεσάνυχτα, δίπλωσε τα ρούχα με προσοχή και ξάπλωσε στη δεξιά μεριά του κρεβατιού. Μισοκοιμισμένος όπως ήταν, άπλωσε το χέρι του γυρεύοντας το στήθος της. Όμως δεν βρήκε τίποτα. Εδώ και χρόνια δεν έβρισκε τίποτα. Κι όπως κάθε τέτοια νύχτα εδώ και χρόνια, ο Μάρλον άνοιξε τη ντουλάπα κι άρχισε να μετράει τα χρωματιστά καρό πάνω στα χειροποίητα πουκάμισα, μέχρι να τον πάρει ο ύπνος.
Σε όλη τη διαδρομή απ’ την Ομόνοια ως το γραφείο κηδειών, ο Μάρλον νύσταζε. Ευτυχώς που τον ξυπνούσε λίγο το κρύο. Ο αέρας τού έκαιγε το πρόσωπο κι έπειτα τρύπωνε ύπουλα απ’ το εγγλέζικο παλτό. Πέρασε μέσα από τον Εθνικό Κήπο, τάισε κουλούρι τις λιμασμένες πάπιες και βγήκε στη λεωφόρο. Στο ύψος της Ηρώδου Αττικού το μάτι του έπεσε σ’ ένα ζευγάρι που περίμενε το λεωφορείο. Ο άντρας κρατούσε τη γυναίκα απ’ τη μέση κι αυτή είχε γείρει το κεφάλι της πάνω του. Μέσα στο λίγο φως, έμοιαζαν σαν να ’ταν ένα πράγμα κι ο Μάρλον δεν ξεχώριζε ποιανού ήταν το δεξί χέρι, ποιανού το αριστερό πόδι, σε ποιον ανήκαν τα μαύρα μποτάκια. Μόλις έφτασε το λεωφορείο, ο άντρας φίλησε τη γυναίκα, της ίσιωσε το γιακά του μπουφάν και τη χάιδεψε στο δεξί χέρι. Από τον ώμο μέχρι τα δάχτυλα. Και πάλι πίσω. Η γυναίκα κάτι ψιθύρισε, ύστερα πήδηξε μες το λεωφορείο και χάθηκε πίσω από τα θολωμένα τζάμια. Το αριστερό χέρι του Μάρλον χάιδεψε διστακτικά το δεξί κασμιρένιο του μανίκι. Από τον ώμο μέχρι το τελείωμα. Και πάλι πίσω.
Όταν έφτασε στη δουλειά, η μέρα χάραζε κι οι βοηθοί του είχαν ήδη τελειώσει με τους δυο πιτσιρικάδες. Ο Μάρλον θα ’φτιαχνε τον τρίτο, τον πιο μικρό. Κρέμασε με προσοχή το παλτό στον καλόγερο και μπήκε στον θάλαμο. Είδε ένα μελαχρινό αγόρι, με γεμάτα χείλια και λακκάκια στα μάγουλα. Δε φαινόταν πάνω από είκοσι χρονών κι έμοιαζε να κοιμάται. «Απείραχτος ήρθες», ψιθύρισε ο Μάρλον και ξεκίνησε τη δουλειά. Αφού τον ετοίμασε, άρχισε να τον ντύνει. Του φόρεσε ένα σκούρο κουστούμι, του έφτιαξε έναν απλό κόμπο στη γραβάτα, όπως ταιριάζει στους νέους, τον χτένισε και μετά κάθισε στην καρέκλα του αποκαμωμένος. Λυπόταν λίγο γι’ αυτό το αγόρι. Για τα κορίτσια που δεν θ’ αγκάλιαζε, για τα ξενύχτια που δεν θα έκανε, για τους φίλους που δεν θα γνώριζε στον στρατό. Έπειτα, τον χάιδεψε στο μέτωπο σαν να ’ταν ο πατέρας του κι έκλεισε την κάσα.
Όταν ο Μάρλον πρωτοξεκίνησε τη δουλειά, καμιά φορά, και πάντα μυστικά απ’ τους άλλους, συγκινιόταν. Κυρίως όταν είχε να φτιάξει μάνες ή παιδιά. Με τον καιρό το ’κοψε. Ένα βράδυ, πριν από χρόνια, τού έφεραν ένα κορίτσι με μάτια στο χρώμα της σκουριάς. Ο Μάρλον έκλεισε την πόρτα του θαλάμου κι έμπηξε τα κλάματα. Γι’ αυτήν και για την άλλη που παράτησε. Όταν του τέλειωσαν τα δάκρυα, έξω είχε πια ξημερώσει. Από τότε, σταμάτησε να κλαίει, σταμάτησε και να γελάει. Λες κι εκείνη τη μέρα πέθανε το πρόσωπό του. Λίγο καιρό μετά, οι βοηθοί του άρχισαν να τον φωνάζουν στα κρυφά, «ο Μάρλον που δεν γελάει ποτέ».
Μόλις τέλειωσε με το αγόρι, ειδοποίησε τους συγγενείς και βγήκε έξω για να κάνει το πρώτο τσιγάρο. Ρουφούσε αργά τον καπνό κι ύστερα τον έβλεπε ν’ ανεβαίνει ψηλά και να χάνεται στον ουρανό. Στην πόλη φυσούσε ένα κρύο αεράκι που του χάιδευε τα μαλλιά. Ο Μάρλον στερέωσε το μαντίλι στην τσέπη του σακακιού του και πετάχτηκε απέναντι για ν’ αγοράσει καφέ. Μόλις έφτασε στην πόρτα, σκόνταψε πάνω του μια γυναίκα που κρατούσε ένα αχνιστό πλαστικό ποτήρι. Σε δευτερόλεπτα, ο καφές της εκτοξεύτηκε κι έπεσε με ταχύτητα στο ακριβό σακάκι του Μάρλον. Η γυναίκα ψέλλισε κάτι μισόλογα και με το ένα χέρι άρχισε να τινάζει τα πέτα του ξένου σακακιού, ενώ με το άλλο έψαχνε στις τσέπες της για χαρτομάντηλα. Ο χυμένος καφές άπλωνε σιγά σιγά πάνω στο ύφασμα κι έφτιαχνε εδώ κι εκεί μπαλώματα. Ο Μάρλον έσκυψε το κεφάλι και κοίταξε το σακάκι. Η κηλίδα έμοιαζε κάπως με χοντρό πουλί. Έβλεπε καθαρά τα πόδια, το ράμφος, τη ράχη, το κεφάλι, τα φτερά. Μάλιστα του φάνηκε πως το πουλί καθόταν σ’ ένα σύρμα και κουτσουλούσε ασταμάτητα. Τότε ο Μάρλον άρχισε να γελάει. Στην αρχή σιγά, μετά δυνατότερα, κατόπιν ακόμα πιο δυνατά. Το γέλιο του σκέπασε τον ήχο της μηχανής του καφέ, τις ομιλίες των πελατών, το γουργούρισμα της σόμπας, έπειτα βγήκε έξω απ’ το μαγαζί, κάλυψε τις κόρνες των λεωφορείων, τις φωνές των ταξιτζήδων, τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων, κι ύστερα απλώθηκε σαν ένα τεράστιο σύννεφο πάνω απ’ την πόλη που τώρα ξυπνούσε.