Μεγάλη Άρκτος
Το Αυγουστιάτικο φεγγάρι λούφαξε ακριβώς πάνω απ΄ το κεφάλι μου. Ήμουν εκεί που η πνοή της θάλασσας περνούσε τα φωνακλάδικα καφενεία, τα αμέτρητα λευκά σπίτια, φτάνοντας σε μένα ατόφια και νικήτρια. Περπατούσα με αβέβαιους βηματισμούς το λιθόστρωτο πεζόδρομο που έζωνε το δημοτικό θέατρο, προσφάτως κτισμένο ακολουθώντας τα αρχιτεκτονικά πρότυπα του μεγάλου θεάτρου της Οκλαχόμα. Το μάτι μου έψαξε να δει το χωριό απέναντι μου πέρα απ’ τη πεδιάδα μα δε το βρήκε. Στη θέση του υπήρχε ο αστερισμός της μεγάλης άρκτου σαν σύνολο αποστημάτων στη ράχη του βουνού. Αποστήματα με φωσφορίζον πύο. Ο πεζόδρομος κατηφόριζε και χανόταν στο βαθύ σκοτάδι της ώρας εκείνης πριν το πρώτο κελάηδισμα του ξημερώματος. Με φαντάστηκα να ακολουθώ άλλη πορεία, να κατηφορίζω χωματόδρομους, να με πληγώνουν γαιδουράγκαθα, να περνάω μέσα από τις —αναστατωμένες απ’ το δυνατό άνεμο— καλαμιές της πεδιάδας και πάλι να ανηφορίζω, να ανηφορίζω με δρασκελιές προς τ’ αστέρια. Όλα αυτά καθώς βρισκόμουν καθισμένος σε ένα πεζούλι, καπνίζοντας. Μα να το ξημέρωμα φτάνει με τα πρώτα του πουλιά. Βλέπω τα σπίτια του απέναντι χωριού να ξυπνούν, τις λάμπες στα δρομάκια του σε παράταξη αστερισμού να σβήνουν.