Η μετακόμιση επιβεβλημένη.
Από δυο θα γίνουν τρεις. Και στο νέο σπίτι θα υπάρχουν τρεις κρεβατοκάμαρες. Μια για εκείνη, μια για την κόρη… Μια και για το, σε λίγο καιρό, νεογέννητο.
Η μετακόμιση, λοιπόν, επιβεβλημένη.
Με το βλέμμα, τώρα, διατρέχει τους τοίχους που εγκαταλείπει. Τις διαφορετικές αποχρώσεις των χρωμάτων τους, πιο σκούρες στα σημεία που άφησαν ακάλυπτα οι παλιές —αν και ελάχιστες όμως και γι’ αυτό πολύτιμες— γκραβούρες της οικογενειακής συλλογής. Τώρα κι αυτές αμπαλαρισμένες με χοντρό χαρτί περιτυλίγματος στην είσοδο του σπιτιού, σε αναμονή μιας ακόμη μετακόμισης. Της τελευταίας ίσως…
Μα εκείνη επιμένει να βγάζει στον φωτισμό ενός αρχέγονου θυσιαστηρίου σφάγια πολλαπλών αναμνήσεων. Κιτρινισμένες φωτογραφίες, κοσμήματα λησμονημένων κατόχων άλλων εποχών, ξεθωριασμένα γράμματα ακυρωμένων επαφών κι άλλα προς ακυρωμένους παραλήπτες.
Τα αφήνει με αμφίσημη διάθεση στο πλάι, δίγνωμη ακόμη αν θα τα γυρίσει πάλι στα σκοτάδια της ή θα τα εξορίσει στο δικό τους σκοτάδι κάποιων κάδων ανακύκλωσης.
Και τότε το βλέπει το ιβουάρ σχολικό τετράδιο με τη γαλάζια ετικέτα. Αναριγώντας το σηκώνει από το σωρό των σφαγείων, ξεφυλλίζει τις σελίδες του και θυμάται… Την καταπιεστική αδελφή της μάνας της να οδηγεί σταθερά το δικό της χέρι πάνω στις γραμμές και την μονίμως αυστηρή φωνή της να διατάζει προλαβαίνοντας πιθανές αντιδράσεις της «μόνο έτσι θα μάθεις να κάνεις ωραία γράμματα στο σχολείο».
Έμαθε!
Μα στην συνέχεια έμαθε κι άλλα —κι αυτή τη φορά εντός της κοινωνίας του σχολείου— που καμιά σχέση δεν είχαν με την άχρηστη επιβεβλημένη καλλιγραφία.
Και επανέρχεται τώρα η ανάμνηση εκείνης της μέρας που είχε γυρίσει τρέχοντας στο σπίτι, με μάγουλα ξαναμμένα και χαρτί άσπρο τυλιγμένο σε ρολό στο χέρι, «Ενδεικτικό» της είπε πως το έλεγαν η δασκάλα της Πρώτης Δημοτικού. Κι ύστερα χαϊδεύοντας της το κεφάλι πρόσθεσε «Μπράβο! Άριστα δέκα πήρες! Και εις ανώτερα!»
Δεν είχε τολμήσει να λύσει τη γαλάζια κορδέλα την όμορφα τυλιγμένη γύρω από το ρολό.
Ανυπομονούσε —έτσι όμορφα τυλιγμένο— να το δείξει στη μάνα της, περήφανη για το πόσο καλά είχε μάθει να γράφει και να διαβάζει.
«Δείξε μου.» Η μάνα είχε πει.
Και της έδειξε —το Άριστα δέκα.
Μα η ίδια είδε κι εκείνο το…
Επάγγελμα Πατρός: ΟΡΦΑΝΗ
——— ≈ ———
Στο κλίμα της επικείμενης μετακόμισης είναι πάλι, ίσως της τελευταίας, που έβγαλε στο φως εκείνες τις αναμνήσεις-σφάγια μιας ζωής.
Παρελθούσης… Πλέον…
Κιτρινισμένες φωτογραφίες, κοσμήματα λησμονημένων κατόχων και άλλων εποχών, ξεθωριασμένα γράμματα ακυρωμένων επαφών κι άλλα προς ακυρωμένους παραλήπτες….
Κι εκείνο το ξεχασμένο στη σκόνη του χρόνου — Επάγγελμα Πατρός: ΟΡΦΑΝΗ
Κι ξάφνου… Ένα άγγιγμα στον ώμο της και το χτες γίνεται τώρα.
Η κόρη της στέκεται μπροστά της ανυπόμονη, «Πάλι ξεχάστηκες ανασκαλεύοντας τις αναμνήσεις σου; Αυτές θα μείνουν εδώ, δεν χωράνε στο καινούργιο σπίτι. Έλα σήκω, πρέπει να φύγουμε, έχουμε τόσα να κάνουμε κι ο χρόνος τρέχει και μας ξεπερνάει…»
Η κοιλιά της —αισιόδοξος κομιστής μιας καινούργιας ζωής— με τον όγκο της μπλοκάρει το φως κι άθελα γεννάει σε κείνη αναπόφευκτους συνειρμούς και καθοδηγεί αποφάσεις…
Ναι! Τα σφάγια πολλαπλών αναμνήσεων της σε κάδους ανακύκλωσης τελικά θα περάσουν στη λήθη ή σ’ αλλότρια χέρια. Όπως κι εκείνο το…
Και κοιτάζει τώρα την κόρη της και χαμογελάει ανεπαίσθητα στο συνειρμό μιας οριστικής —δικής της— μετακόμισης…
Επάγγελμα πατρός: ΟΡΦΑΝΗ — Επάγγελμα πατρός: ΔΟΤΗΣ