Δεκάξι

Αlbrecht Αltdorfer: «Κορίτσι στο μπάνιο», (1520-30) ξυλογραφία. Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη
Αlbrecht Αltdorfer: «Κορίτσι στο μπάνιο», (1520-30) ξυλογραφία. Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη


Είμαι δε­κά­ξι. Ζου­λί με λέ­νε, εί­μαι η Ζου­λί, δε­κά­ξι χρο­νών. Τους ακούω που πα­νι­κο­βάλ­λο­νται, «Οι πνεύ­μο­νές της κα­ταρ­ρέ­ουν». Η από­γνω­σή τους φτά­νει σ’ εμέ­να σε κύ­μα­τα που μυ­ρί­ζουν αλ­λιώ­τι­κα στον κα­θέ­να.
Ας πού­με, η από­γνω­ση της νο­σο­κό­μας που τη φω­νά­ζουν Ζορ­ζέτ συ­νο­δεύ­ε­ται από εσάνς λε­βά­ντας κι ορ­χι­δέ­ας μου­σκε­μέ­νης σε μια θά­λασ­σα θλί­ψης. Τα σε­ντό­νια θύ­μι­ζαν όταν πρω­το­ήρ­θα αμυ­δρά λε­βά­ντα κι ορ­χι­δέα, κι έτσι ξέ­ρω πως η Ζορ­ζέτ, όταν φεύ­γει από μέ­να, κλεί­νε­ται στην κλι­να­πο­θή­κη με τα κα­θα­ρά σε­ντό­νια και κλαί­ει με ανα­φι­λη­τά που τα πνί­γει στις στοί­βες των φρε­σκο­σι­δε­ρω­μέ­νων σε­ντο­νιών.
Ο για­τρός Μπε­ρί πά­λι, στις πα­ρυ­φές της από­γνω­σης ανα­δί­δει βια­σύ­νη πα­σπα­λι­σμέ­νη με πι­πε­ρό­ρι­ζα και κύ­μι­νο. Κι έτσι ξέ­ρω πως ολη­με­ρίς τρέ­χει με­τα­ξύ εμού κι άλ­λων ασθε­νών και πως στα δια­λείμ­μα­τά του γευ­μα­τί­ζει σε κά­ποιο λι­βα­νέ­ζι­κο εστια­τό­ριο. Πι­θα­νόν εδώ κο­ντά, ώστε να προ­λα­βαί­νει να σπεύ­σει πί­σω αν τον κα­λέ­σουν. Ακό­μη ακό­μη, ίσως εί­ναι κι ο ίδιος Λι­βα­νέ­ζος. Άκου­σα χθες κά­ποιον να φω­νά­ζει «Γκε­μπράν». Το Γκε­μπράν θαρ­ρώ πως φέρ­νει κά­πως σε λι­βα­νέ­ζι­κο όνο­μα. Δεν μπο­ρώ όμως να εί­μαι σί­γου­ρη πως αυ­τός που φώ­να­ξε απευ­θυ­νό­ταν στον για­τρό Μπε­ρί.
Για δύο λό­γους. Ο πρώ­τος εί­ναι πως, ασχέ­τως που εδώ μέ­σα εί­μα­στε ελά­χι­στοι, απ’ έξω όμως, στους δια­δρό­μους, επι­κρα­τεί πραγ­μα­τι­κό παν­δαι­μό­νιο. Τους ακούω που τρέ­χουν με τα μα­λα­κά σα­μπό τους, ελίσ­σο­νται και σκο­ντά­φτουν ο ένας πά­νω στον άλ­λο, ρό­δες τσου­λά­νε στους γυα­λι­στε­ρούς δια­δρό­μους, με­ταλ­λι­κά αντι­κεί­με­να συ­γκρού­ο­νται με­τα­ξύ τους και η όλη κα­τά­στα­ση μου θυ­μί­ζει προ­ε­τοι­μα­σία συμ­φω­νι­κής ορ­χή­στρας πριν από τη με­γά­λη πρε­μιέ­ρα, όπου οι μου­σι­κοί στή­νο­νται, κουρ­δί­ζουν όρ­γα­να, συ­νο­μι­λούν αγ­χω­μέ­να και χα­μη­λό­φω­να με τον τρό­μο κου­κου­λω­μέ­νο στο πα­νω­φό­ρι της έξα­ψης και τις μα­σχά­λες μου­σκε­μέ­νες στον ιδρώ­τα. Το ξέ­ρω, για­τί εγώ η ίδια, παι­δί θαύ­μα του βιο­λιού, εί­μαι μέ­λος της εφη­βι­κής συμ­φω­νι­κής ορ­χή­στρας του Πα­ρι­σιού από τα δε­κα­τρία μου.
Τώ­ρα εί­μαι δε­κά­ξι.

Ο δεύ­τε­ρος λό­γος για τον οποίο αδυ­να­τώ να εί­μαι σί­γου­ρη πως αυ­τός που φώ­να­ξε «Γκε­μπράν» απευ­θυ­νό­ταν στον για­τρό Μπε­ρί και όχι σε κά­ποιον άλ­λο, εί­ναι πως εγώ εί­μαι δια­σω­λη­νω­μέ­νη. Οπό­τε, ακό­μη κι αν ήθε­λα ν’ ανοί­ξω τα μά­τια μου, αδυ­να­τώ, εφό­σον εί­μαι σε κα­τα­στο­λή.

Πριν απ’ αυ­τό, ήμουν τε­τρά­γε­ρη. Για το Θεό, δε­κά­ξι εί­μαι. Οκέι, όχι ιδιαί­τε­ρα αθλη­τι­κή, μου­σι­κός εί­μαι άλ­λω­στε. Μα, δί­χως αυ­τή την πι­πί­λα με την οποία μας τα ζα­λί­ζουν αυ­τούς τους τε­λευ­ταί­ους μή­νες, δί­χως ίχνος απ’ αυ­τό το πε­ρι­βό­η­το «υπο­κεί­με­νο νό­ση­μα». Γε­ρή σαν ταύ­ρος. Εντά­ξει, ας μην υπερ­βά­λω, έστω σαν ένα κο­ρί­τσι δε­κά­ξι χρο­νών. Σαν μα­θή­τρια λυ­κεί­ου του δέ­κα­του τρί­του δια­με­ρί­σμα­τος. Ερω­τευ­μέ­νη με τον Αν­ρί. Αν κά­τι με πει­ρά­ζει απ’ όλη αυ­τή τη δυ­σά­ρε­στη ιστο­ρία, εί­ναι πως κα­τά πά­σα πι­θα­νό­τη­τα, έτσι όπως εξε­λίσ­σε­ται η κα­τά­στα­ση, μάλ­λον δε θα ξα­να­δώ τον Αν­ρί. Ατυ­χία.
Αν ξέ­ρα­τε τον Αν­ρί, θα κα­τα­λα­βαί­να­τε τι εν­νοώ. Σε­νε­γα­λέ­ζος τρί­της γε­νιάς. Σο­κο­λά ημί­θε­ος στα ένα κι ενε­νή­ντα, με χα­μό­γε­λο που τα σπά­ει. Δε­κα­ο­χτώ και αρ­χη­γός της «Βι­κτουάρ», της το­πι­κής πο­δο­σφαι­ρι­κής ομά­δας του δέ­κα­του τρί­του δια­με­ρί­σμα­τος. Κα­τα­λα­βαί­νεις πού το πάω, έτσι; Κορ­μί αί­λου­ρου, πό­δια σμι­λε­μέ­να όπως στα αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κά αγάλ­μα­τα.
Τρία χρό­νια τον αγα­πώ τον Αν­ρί. Τρία χρό­νια δε μου ’δι­νε ση­μα­σία. Με το δί­κιο του. Τι ση­μα­σία να δώ­σεις σ’ ένα δε­κα­τριά­χρο­νο σπα­σι­κλά­κι με σι­δε­ρά­κια; Τον πε­ρα­σμέ­νο μή­να επι­τέ­λους τα έβγα­λα. Έχει δυο βδο­μά­δες που άρ­χι­σα να βγαί­νω με τον Αν­ρί. Δεν προ­λά­βα­με πολ­λά. Ίσα ίσα που φα­σω­θή­κα­με. Και τώ­ρα αυ­τό. Θέ­λω να πω, με­γά­λη γκα­ντε­μιά να το πά­θω τώ­ρα αυ­τό το πρά­μα. Πά­νω που ο Αν­ρί έψα­χνε δω­μά­τιο για τα πε­ραι­τέ­ρω.
Αρ­χές της προη­γού­με­νης εβδο­μά­δας μ’ έπια­σε ένα βη­χα­λά­κι. «Αρ­χι­κά εί­χε μό­νο έναν μι­κρό βή­χα», ίσως ανα­φέ­ρει η Μα­νόν, αν με­τά της πά­ρουν συ­νέ­ντευ­ξη στη «Le Parisien». Η Μα­νόν εί­ναι η αδερ­φή μου. Δυο χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρη, συμ­μα­θή­τρια του Αν­ρί. Η Μα­νόν τα ’χει με τον Σε­μπα­στιάν από τα δε­κα­τέσ­σε­ρα. Αν εξαι­ρέ­σεις το γε­γο­νός ότι σφα­ζό­μα­στε για τα ρού­χα, κα­τά τ’ άλ­λα τα πη­γαί­νου­με μια χα­ρά για αδερ­φές.

Τα ρού­χα εί­ναι ο μό­νος και ο μό­νι­μος λό­γος να κα­βγα­δί­ζου­με. Εγώ της δα­νεί­ζω τα δι­κά μου όπο­τε μου το ζη­τή­σει, ενώ αυ­τή για τα δι­κά της συ­νέ­χεια μου κά­νει κόν­ξες. Πα­ζά­ρια, μού­τρα, και τα λοι­πά. Ε, εγώ τό­τε γί­νο­μαι τούρ­μπο. Γι­νό­μα­στε μαλ­λιά κου­βά­ρια, αρ­πά­ζει η μία την άλ­λη από τα μαλ­λιά, βρι­ζό­μα­στε, χα­μός. Μό­λις μπει η μα­μά στη μέ­ση για να μας χω­ρί­σει, τα βρί­σκου­με αμέ­σως. Θέ­λω να πω, εί­ναι σαν μυ­στι­κή συμ­φω­νία που δεν τη συμ­φω­νή­σα­με πο­τέ: ο κα­βγάς εί­ναι ολο­δι­κός μας, η μα­μά δεν έχει κα­μιά θέ­ση σ’ αυ­τόν. Άμα μπει η μα­μά στη μέ­ση, χα­λά­ει η συ­ντα­γή. Κα­νέ­νας λό­γος να μα­λώ­νου­με πια. Και φι­λιώ­νου­με.

Κα­τά τ’ άλ­λα, εί­μα­στε αγα­πη­μέ­νες. Θέ­λω να πω, η Μα­νόν εί­ναι η κα­λύ­τε­ρή μου φί­λη. Η μό­νη που ξέ­ρει για τον Αν­ρί. Αυ­τή με συμ­βου­λεύ­ει, αυ­τή του μί­λη­σε για μέ­να πριν από έναν μή­να. Αν δεν ήταν η Μα­νόν, ο Αν­ρί δε θα ήξε­ρε πως υπάρ­χω. Στ’ αλή­θεια θα μου λεί­ψει η Μα­νόν και οι κα­βγά­δες μας.
Το Σαβ­βα­το­κύ­ρια­κο το βη­χα­λά­κι έγι­νε βή­χας. Άρ­χι­σα να φτύ­νω πρα­σι­νω­πά φλέ­μα­τα. Το στή­θος μου κό­χλα­ζε με το που πά­λευα να πά­ρω ανά­σα. Τη Δευ­τέ­ρα, η Μα­νόν με πή­ρε και πή­γα­με μα­ζί στον για­τρό. Διά­γνω­ση, ανα­πνευ­στι­κή δυ­σχέ­ρεια. Σι­γά το πρά­μα. Όμως ολο­έ­να χει­ρο­τέ­ρευα. Πνι­γό­μουν. Δευ­τέ­ρα βρά­δυ μου έκα­ναν ει­σα­γω­γή στο «Λον­ζιου­μό» της Eσόν. Τρί­τη πρωί, οι για­τροί έκρι­ναν ανα­γκαία τη με­τα­φο­ρά μου στο «Νε­κέρ». Αυ­τό το εντυ­πω­σια­κό με­γα­θή­ριο στο δέ­κα­το πέμ­πτο δια­μέ­ρι­σμα. Δια­σω­λη­νώ­θη­κα με­ση­μέ­ρι Τρί­της.

Κα­θό­λου ωραία υπό­θε­ση η δια­σω­λή­νω­ση. Θε­ω­ρη­τι­κά, ανα­πνέ­εις κα­λύ­τε­ρα. Για την ακρί­βεια, σε μπου­κώ­νουν οξυ­γό­νο. Λο­γι­κό, αφού μό­νη μου αδυ­να­τώ. Αλ­λά, σκα­τά. Θα έλε­γα πως εί­ναι δυ­σά­ρε­στο, αλ­λά, χμ, το «δυ­σά­ρε­στο» εί­ναι λά­θος λέ­ξη. Εί­ναι πο­λύ χει­ρό­τε­ρο. Σαν να έχει μπη­χτεί μέ­σα μου απ’ το στό­μα μέ­χρι βα­θιά στο κορ­μί μου ένα χέ­ρι. Σι­χα­μέ­νο πρά­μα. Θέ­λω να ουρ­λιά­ξω και δεν μπο­ρώ. Θέ­λω να το βγά­λω, αλ­λά φο­βά­μαι πως αν το κά­νω θα ξη­λω­θούν μα­ζί του και όρ­γα­να στα οποία εί­ναι σκα­λω­μέ­νο. Τι κα­λά να γι­νό­ταν να το ξε­ρά­σω.
Θέ­λω να ση­κω­θώ και να φύ­γω. Ρε φί­λε, δε­κά­ξι εί­μαι. Το σχέ­διο λέ­ει πως εί­ναι η ώρα μου να κά­νω έρω­τα με τον Αν­ρί. Όλες οι φί­λες μου έχουν πη­δη­χτεί. Μό­νο εγώ έμει­να. Επει­δή εί­μαι κολ­λη­μέ­νη με τον Αν­ρί. Δε γού­στα­ρα ο πρώ­τος μου να εί­ναι ένας τυ­χαί­ος μό­νο και μό­νο για να πη­δη­χτώ. Να, αυ­τό πλη­ρώ­νω τώ­ρα και θα πάω ανέγ­γι­χτη. Εί­δες; Ξέ­χα­σα να ρω­τή­σω τη Μα­νόν αν ει­δο­ποί­η­σε τον Αν­ρί πως δεν θα τα κα­τα­φέ­ρω. Όχι μό­νο να πη­δη­χτώ μα­ζί του. Γε­νι­κώς.

Τώ­ρα εί­ναι ξη­με­ρώ­μα­τα Τε­τάρ­της. Το κα­τα­λα­βαί­νω από ένα πε­ρί­ερ­γο μουρ­μου­ρη­τό. Πρώ­τη φο­ρά δια­πι­στώ­νω πως η μέ­ρα κα­θώς έρ­χε­ται μουρ­μου­ρί­ζει. Ίσως επει­δή εί­ναι η πρώ­τη μου δια­σω­λή­νω­ση. Ή μπο­ρεί επει­δή χα­μη­λώ­νω. Σε λί­γο θα γί­νω ένα με τη γη. Όσο το σκέ­φτο­μαι, δεν εί­ναι ακρι­βώς μουρ­μού­ρι­σμα. Πιο πο­λύ κά­τι ανά­με­σα σε μα­κρι­νό κε­λά­ρυ­σμα ρυα­κιού και σούρ­σι­μο πολ­λών ξε­ρών φύλ­λων. Ωραίο εί­ναι. Κρί­μα που δεν εί­χα τ’ αυ­τιά τε­ντω­μέ­να ή ευ­και­ρία να το αντι­λη­φθώ νω­ρί­τε­ρα. Ας εί­ναι. Κάλ­λιο αρ­γά πα­ρά πο­τέ. Ας πού­με πως αυ­τό εί­ναι το μέ­γι­στο κέρ­δος απ’ αυ­τή τη σκα­το­κα­τά­στα­ση.

Πα­ρά την αγω­νία του για­τρού Μπε­ρί και τα κρυ­φά ανα­φι­λη­τά της νο­σο­κό­μας Ζορ­ζέτ, δε θα τα κα­τα­φέ­ρω να μεί­νω. Εί­μαι σί­γου­ρη πως εί­ναι κι άλ­λοι που πα­λεύ­ουν να με κρα­τή­σουν. Δε συ­γκρά­τη­σα τα ονό­μα­τά τους κι ού­τε πρό­λα­βα να τους συν­δέ­σω με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές μυ­ρω­διές. Θέ­λω να τους πω να μην προ­σπα­θούν άσκο­πα. Να τους πω, κοι­τάξ­τε κά­ναν άλ­λο που έχει ελ­πί­δες, μην ασχο­λεί­στε τσά­μπα μα­ζί μου. Αλ­λά δύ­σκο­λο, εί­ναι βλέ­πεις αυ­τό το μα­ρα­φέ­τι στου­μπω­μέ­νο στο στό­μα μου.

«Οι πνεύ­μο­νές της κα­ταρ­ρέ­ουν», ακούω να λέ­ει πά­λι κά­ποιος δί­πλα μου. Άγνω­στη φω­νή. Μυ­ρω­διά αντι­ση­πτι­κού και πλα­στι­κού. Οι για­τροί κά­νουν ό,τι μπο­ρούν, να τα λέ­με κι αυ­τά. Εί­ναι όμως αν­θρω­πί­νως αδύ­να­το να με κρα­τή­σουν. Όχι επει­δή δε θέ­λω. Σο­βα­ρευ­τεί­τε, δε­κά­ξι εί­μαι. Ποια δε­κα­ε­ξά­χρο­νη θα ήθε­λε να πά­θει αυ­τό που έπα­θα, αν εί­χε τον Αν­ρί στην ανα­μο­νή; Τέ­λος πά­ντων, όχι ντε και κα­λά τον Αν­ρί. Έναν Αν­ρί.

Η Μα­νόν ήταν απ’ έξω τό­σες ώρες. Πριν από λί­γο πή­γε σπί­τι να φέ­ρει τη μη­τέ­ρα. Άκου­σα μια γυ­ναι­κεία φω­νή να το λέ­ει σε κά­ποιον που ρώ­τη­σε, «Πού εί­ναι οι δι­κοί της;» Δεν ήταν ο για­τρός Μπε­ρί. Μάλ­λον θα τε­λεί­ω­σε η βάρ­διά του και πή­γε σπί­τι να κοι­μη­θεί. Ή σε κά­να δια­νυ­κτε­ρεύ­ον λι­βα­νέ­ζι­κο εστια­τό­ριο. Τώ­ρα που το σκέ­φτο­μαι, λι­βα­νέ­ζι­κο φα­γη­τό δεν έφα­γα πο­τέ. Κι ού­τε πρό­κει­ται. Κι­νέ­ζι­κο έφα­γα, ιτα­λι­κό επί­σης. Μα­ρο­κι­νό και λι­βα­νέ­ζι­κο όχι. Πο­λύ πι­κά­ντι­κα για τα γού­στα μου. Αλ­λά πά­λι, ρε φί­λε, δε­κά­ξι εί­μαι. Αν δε συ­νέ­βαι­νε αυ­τή η γκα­ντε­μιά, θα εί­χα όλον τον χρό­νο να δο­κι­μά­σω απ’ όλα.

Ού­τε η Μα­νόν με τη μη­τέ­ρα θα με προ­λά­βουν ού­τε ο για­τρός Μπε­ρί, όταν ξα­να­πιά­σει βάρ­δια. Για τη νο­σο­κό­μα Ζορ­ζέτ δεν ξέ­ρω. Έτσι αει­κί­νη­τη κι ακού­ρα­στη που μοιά­ζει να εί­ναι, εί­ναι πι­θα­νό από στιγ­μή σε στιγ­μή να τη μυ­ρί­σω.

Αχ, Μα­νόν, Μα­νόν. Σκέ­ψου, σε λί­γο δε θα χρεια­στεί να ξα­να­μα­λώ­σου­με πο­τέ για ρού­χα. Και, έι, Μα­νόν, αν τυ­χόν σου πά­ρουν συ­νέ­ντευ­ξη αύ­ριο για μέ­να από τη Le Parisien, κοί­τα μη σου ξε­φύ­γει τί­πο­τε για τον Αν­ρί. Τρία χρό­νια το κρα­τή­σα­με μυ­στι­κό, δεν εί­ναι ανά­γκη να γί­νω βού­κι­νο με­τά θά­να­τον.

Σε γε­νι­κές γραμ­μές, εντά­ξει. Το χώ­νε­ψα. Θα ξε­μπερ­δέ­ψω μια ώρα αρ­χύ­τε­ρα κι απ’ αυ­τό το βά­σα­νο που μου έχουν χώ­σει στα εντό­σθια. Αλ­λά, ρε συ… Να εί­σαι δε­κά­ξι και τέ­ρας υγεί­ας και να φεύ­γεις έτσι στα ξε­κού­δου­να απ’ αυ­τή τη μα­λα­κία. Τι γκα­ντε­μιά κι αυ­τή.



[ Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Είμαι ]

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: