Είμαι δεκάξι. Ζουλί με λένε, είμαι η Ζουλί, δεκάξι χρονών. Τους ακούω που πανικοβάλλονται, «Οι πνεύμονές της καταρρέουν». Η απόγνωσή τους φτάνει σ’ εμένα σε κύματα που μυρίζουν αλλιώτικα στον καθένα.
Ας πούμε, η απόγνωση της νοσοκόμας που τη φωνάζουν Ζορζέτ συνοδεύεται από εσάνς λεβάντας κι ορχιδέας μουσκεμένης σε μια θάλασσα θλίψης. Τα σεντόνια θύμιζαν όταν πρωτοήρθα αμυδρά λεβάντα κι ορχιδέα, κι έτσι ξέρω πως η Ζορζέτ, όταν φεύγει από μένα, κλείνεται στην κλιναποθήκη με τα καθαρά σεντόνια και κλαίει με αναφιλητά που τα πνίγει στις στοίβες των φρεσκοσιδερωμένων σεντονιών.
Ο γιατρός Μπερί πάλι, στις παρυφές της απόγνωσης αναδίδει βιασύνη πασπαλισμένη με πιπερόριζα και κύμινο. Κι έτσι ξέρω πως ολημερίς τρέχει μεταξύ εμού κι άλλων ασθενών και πως στα διαλείμματά του γευματίζει σε κάποιο λιβανέζικο εστιατόριο. Πιθανόν εδώ κοντά, ώστε να προλαβαίνει να σπεύσει πίσω αν τον καλέσουν. Ακόμη ακόμη, ίσως είναι κι ο ίδιος Λιβανέζος. Άκουσα χθες κάποιον να φωνάζει «Γκεμπράν». Το Γκεμπράν θαρρώ πως φέρνει κάπως σε λιβανέζικο όνομα. Δεν μπορώ όμως να είμαι σίγουρη πως αυτός που φώναξε απευθυνόταν στον γιατρό Μπερί.
Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως, ασχέτως που εδώ μέσα είμαστε ελάχιστοι, απ’ έξω όμως, στους διαδρόμους, επικρατεί πραγματικό πανδαιμόνιο. Τους ακούω που τρέχουν με τα μαλακά σαμπό τους, ελίσσονται και σκοντάφτουν ο ένας πάνω στον άλλο, ρόδες τσουλάνε στους γυαλιστερούς διαδρόμους, μεταλλικά αντικείμενα συγκρούονται μεταξύ τους και η όλη κατάσταση μου θυμίζει προετοιμασία συμφωνικής ορχήστρας πριν από τη μεγάλη πρεμιέρα, όπου οι μουσικοί στήνονται, κουρδίζουν όργανα, συνομιλούν αγχωμένα και χαμηλόφωνα με τον τρόμο κουκουλωμένο στο πανωφόρι της έξαψης και τις μασχάλες μουσκεμένες στον ιδρώτα. Το ξέρω, γιατί εγώ η ίδια, παιδί θαύμα του βιολιού, είμαι μέλος της εφηβικής συμφωνικής ορχήστρας του Παρισιού από τα δεκατρία μου.
Τώρα είμαι δεκάξι.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο αδυνατώ να είμαι σίγουρη πως αυτός που φώναξε «Γκεμπράν» απευθυνόταν στον γιατρό Μπερί και όχι σε κάποιον άλλο, είναι πως εγώ είμαι διασωληνωμένη. Οπότε, ακόμη κι αν ήθελα ν’ ανοίξω τα μάτια μου, αδυνατώ, εφόσον είμαι σε καταστολή.
Πριν απ’ αυτό, ήμουν τετράγερη. Για το Θεό, δεκάξι είμαι. Οκέι, όχι ιδιαίτερα αθλητική, μουσικός είμαι άλλωστε. Μα, δίχως αυτή την πιπίλα με την οποία μας τα ζαλίζουν αυτούς τους τελευταίους μήνες, δίχως ίχνος απ’ αυτό το περιβόητο «υποκείμενο νόσημα». Γερή σαν ταύρος. Εντάξει, ας μην υπερβάλω, έστω σαν ένα κορίτσι δεκάξι χρονών. Σαν μαθήτρια λυκείου του δέκατου τρίτου διαμερίσματος. Ερωτευμένη με τον Ανρί. Αν κάτι με πειράζει απ’ όλη αυτή τη δυσάρεστη ιστορία, είναι πως κατά πάσα πιθανότητα, έτσι όπως εξελίσσεται η κατάσταση, μάλλον δε θα ξαναδώ τον Ανρί. Ατυχία.
Αν ξέρατε τον Ανρί, θα καταλαβαίνατε τι εννοώ. Σενεγαλέζος τρίτης γενιάς. Σοκολά ημίθεος στα ένα κι ενενήντα, με χαμόγελο που τα σπάει. Δεκαοχτώ και αρχηγός της «Βικτουάρ», της τοπικής ποδοσφαιρικής ομάδας του δέκατου τρίτου διαμερίσματος. Καταλαβαίνεις πού το πάω, έτσι; Κορμί αίλουρου, πόδια σμιλεμένα όπως στα αρχαιοελληνικά αγάλματα.
Τρία χρόνια τον αγαπώ τον Ανρί. Τρία χρόνια δε μου ’δινε σημασία. Με το δίκιο του. Τι σημασία να δώσεις σ’ ένα δεκατριάχρονο σπασικλάκι με σιδεράκια; Τον περασμένο μήνα επιτέλους τα έβγαλα. Έχει δυο βδομάδες που άρχισα να βγαίνω με τον Ανρί. Δεν προλάβαμε πολλά. Ίσα ίσα που φασωθήκαμε. Και τώρα αυτό. Θέλω να πω, μεγάλη γκαντεμιά να το πάθω τώρα αυτό το πράμα. Πάνω που ο Ανρί έψαχνε δωμάτιο για τα περαιτέρω.
Αρχές της προηγούμενης εβδομάδας μ’ έπιασε ένα βηχαλάκι. «Αρχικά είχε μόνο έναν μικρό βήχα», ίσως αναφέρει η Μανόν, αν μετά της πάρουν συνέντευξη στη «Le Parisien». Η Μανόν είναι η αδερφή μου. Δυο χρόνια μεγαλύτερη, συμμαθήτρια του Ανρί. Η Μανόν τα ’χει με τον Σεμπαστιάν από τα δεκατέσσερα. Αν εξαιρέσεις το γεγονός ότι σφαζόμαστε για τα ρούχα, κατά τ’ άλλα τα πηγαίνουμε μια χαρά για αδερφές.
Τα ρούχα είναι ο μόνος και ο μόνιμος λόγος να καβγαδίζουμε. Εγώ της δανείζω τα δικά μου όποτε μου το ζητήσει, ενώ αυτή για τα δικά της συνέχεια μου κάνει κόνξες. Παζάρια, μούτρα, και τα λοιπά. Ε, εγώ τότε γίνομαι τούρμπο. Γινόμαστε μαλλιά κουβάρια, αρπάζει η μία την άλλη από τα μαλλιά, βριζόμαστε, χαμός. Μόλις μπει η μαμά στη μέση για να μας χωρίσει, τα βρίσκουμε αμέσως. Θέλω να πω, είναι σαν μυστική συμφωνία που δεν τη συμφωνήσαμε ποτέ: ο καβγάς είναι ολοδικός μας, η μαμά δεν έχει καμιά θέση σ’ αυτόν. Άμα μπει η μαμά στη μέση, χαλάει η συνταγή. Κανένας λόγος να μαλώνουμε πια. Και φιλιώνουμε.
Κατά τ’ άλλα, είμαστε αγαπημένες. Θέλω να πω, η Μανόν είναι η καλύτερή μου φίλη. Η μόνη που ξέρει για τον Ανρί. Αυτή με συμβουλεύει, αυτή του μίλησε για μένα πριν από έναν μήνα. Αν δεν ήταν η Μανόν, ο Ανρί δε θα ήξερε πως υπάρχω. Στ’ αλήθεια θα μου λείψει η Μανόν και οι καβγάδες μας.
Το Σαββατοκύριακο το βηχαλάκι έγινε βήχας. Άρχισα να φτύνω πρασινωπά φλέματα. Το στήθος μου κόχλαζε με το που πάλευα να πάρω ανάσα. Τη Δευτέρα, η Μανόν με πήρε και πήγαμε μαζί στον γιατρό. Διάγνωση, αναπνευστική δυσχέρεια. Σιγά το πράμα. Όμως ολοένα χειροτέρευα. Πνιγόμουν. Δευτέρα βράδυ μου έκαναν εισαγωγή στο «Λονζιουμό» της Eσόν. Τρίτη πρωί, οι γιατροί έκριναν αναγκαία τη μεταφορά μου στο «Νεκέρ». Αυτό το εντυπωσιακό μεγαθήριο στο δέκατο πέμπτο διαμέρισμα. Διασωληνώθηκα μεσημέρι Τρίτης.
Καθόλου ωραία υπόθεση η διασωλήνωση. Θεωρητικά, αναπνέεις καλύτερα. Για την ακρίβεια, σε μπουκώνουν οξυγόνο. Λογικό, αφού μόνη μου αδυνατώ. Αλλά, σκατά. Θα έλεγα πως είναι δυσάρεστο, αλλά, χμ, το «δυσάρεστο» είναι λάθος λέξη. Είναι πολύ χειρότερο. Σαν να έχει μπηχτεί μέσα μου απ’ το στόμα μέχρι βαθιά στο κορμί μου ένα χέρι. Σιχαμένο πράμα. Θέλω να ουρλιάξω και δεν μπορώ. Θέλω να το βγάλω, αλλά φοβάμαι πως αν το κάνω θα ξηλωθούν μαζί του και όργανα στα οποία είναι σκαλωμένο. Τι καλά να γινόταν να το ξεράσω.
Θέλω να σηκωθώ και να φύγω. Ρε φίλε, δεκάξι είμαι. Το σχέδιο λέει πως είναι η ώρα μου να κάνω έρωτα με τον Ανρί. Όλες οι φίλες μου έχουν πηδηχτεί. Μόνο εγώ έμεινα. Επειδή είμαι κολλημένη με τον Ανρί. Δε γούσταρα ο πρώτος μου να είναι ένας τυχαίος μόνο και μόνο για να πηδηχτώ. Να, αυτό πληρώνω τώρα και θα πάω ανέγγιχτη. Είδες; Ξέχασα να ρωτήσω τη Μανόν αν ειδοποίησε τον Ανρί πως δεν θα τα καταφέρω. Όχι μόνο να πηδηχτώ μαζί του. Γενικώς.
Τώρα είναι ξημερώματα Τετάρτης. Το καταλαβαίνω από ένα περίεργο μουρμουρητό. Πρώτη φορά διαπιστώνω πως η μέρα καθώς έρχεται μουρμουρίζει. Ίσως επειδή είναι η πρώτη μου διασωλήνωση. Ή μπορεί επειδή χαμηλώνω. Σε λίγο θα γίνω ένα με τη γη. Όσο το σκέφτομαι, δεν είναι ακριβώς μουρμούρισμα. Πιο πολύ κάτι ανάμεσα σε μακρινό κελάρυσμα ρυακιού και σούρσιμο πολλών ξερών φύλλων. Ωραίο είναι. Κρίμα που δεν είχα τ’ αυτιά τεντωμένα ή ευκαιρία να το αντιληφθώ νωρίτερα. Ας είναι. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Ας πούμε πως αυτό είναι το μέγιστο κέρδος απ’ αυτή τη σκατοκατάσταση.
Παρά την αγωνία του γιατρού Μπερί και τα κρυφά αναφιλητά της νοσοκόμας Ζορζέτ, δε θα τα καταφέρω να μείνω. Είμαι σίγουρη πως είναι κι άλλοι που παλεύουν να με κρατήσουν. Δε συγκράτησα τα ονόματά τους κι ούτε πρόλαβα να τους συνδέσω με χαρακτηριστικές μυρωδιές. Θέλω να τους πω να μην προσπαθούν άσκοπα. Να τους πω, κοιτάξτε κάναν άλλο που έχει ελπίδες, μην ασχολείστε τσάμπα μαζί μου. Αλλά δύσκολο, είναι βλέπεις αυτό το μαραφέτι στουμπωμένο στο στόμα μου.
«Οι πνεύμονές της καταρρέουν», ακούω να λέει πάλι κάποιος δίπλα μου. Άγνωστη φωνή. Μυρωδιά αντισηπτικού και πλαστικού. Οι γιατροί κάνουν ό,τι μπορούν, να τα λέμε κι αυτά. Είναι όμως ανθρωπίνως αδύνατο να με κρατήσουν. Όχι επειδή δε θέλω. Σοβαρευτείτε, δεκάξι είμαι. Ποια δεκαεξάχρονη θα ήθελε να πάθει αυτό που έπαθα, αν είχε τον Ανρί στην αναμονή; Τέλος πάντων, όχι ντε και καλά τον Ανρί. Έναν Ανρί.
Η Μανόν ήταν απ’ έξω τόσες ώρες. Πριν από λίγο πήγε σπίτι να φέρει τη μητέρα. Άκουσα μια γυναικεία φωνή να το λέει σε κάποιον που ρώτησε, «Πού είναι οι δικοί της;» Δεν ήταν ο γιατρός Μπερί. Μάλλον θα τελείωσε η βάρδιά του και πήγε σπίτι να κοιμηθεί. Ή σε κάνα διανυκτερεύον λιβανέζικο εστιατόριο. Τώρα που το σκέφτομαι, λιβανέζικο φαγητό δεν έφαγα ποτέ. Κι ούτε πρόκειται. Κινέζικο έφαγα, ιταλικό επίσης. Μαροκινό και λιβανέζικο όχι. Πολύ πικάντικα για τα γούστα μου. Αλλά πάλι, ρε φίλε, δεκάξι είμαι. Αν δε συνέβαινε αυτή η γκαντεμιά, θα είχα όλον τον χρόνο να δοκιμάσω απ’ όλα.
Ούτε η Μανόν με τη μητέρα θα με προλάβουν ούτε ο γιατρός Μπερί, όταν ξαναπιάσει βάρδια. Για τη νοσοκόμα Ζορζέτ δεν ξέρω. Έτσι αεικίνητη κι ακούραστη που μοιάζει να είναι, είναι πιθανό από στιγμή σε στιγμή να τη μυρίσω.
Αχ, Μανόν, Μανόν. Σκέψου, σε λίγο δε θα χρειαστεί να ξαναμαλώσουμε ποτέ για ρούχα. Και, έι, Μανόν, αν τυχόν σου πάρουν συνέντευξη αύριο για μένα από τη Le Parisien, κοίτα μη σου ξεφύγει τίποτε για τον Ανρί. Τρία χρόνια το κρατήσαμε μυστικό, δεν είναι ανάγκη να γίνω βούκινο μετά θάνατον.
Σε γενικές γραμμές, εντάξει. Το χώνεψα. Θα ξεμπερδέψω μια ώρα αρχύτερα κι απ’ αυτό το βάσανο που μου έχουν χώσει στα εντόσθια. Αλλά, ρε συ… Να είσαι δεκάξι και τέρας υγείας και να φεύγεις έτσι στα ξεκούδουνα απ’ αυτή τη μαλακία. Τι γκαντεμιά κι αυτή.
[ Από την ανέκδοτη συλλογή διηγημάτων Είμαι ]