Είναι ώρες που ξυπνά ο θίασος από τα βάθη της σπηλιάς που άλλοι λένε ασυνείδητο κι άλλοι πηγή των προσευχών, και ξεκινά με βήμα αργό, πλατύ, σίγουρο, να καταλάβει όλους σου τους δρόμους, ξύνοντας μία-μία τις εκατό που ο χρόνος σου κληροδότησε πληγές, και ξεδιπλώνοντας μπροστά στα μάτια των γαμηλιωτών τα εκατό που ο έρωτας σε προίκισε προυκιά δίχως να ξέρεις, αυτά που κάθε τόσο αφήνουν τους αμέθυστούς τους εκεί που οι αστοί πετάνε τα σκουπίδια τους, είναι ώρες που ο θίασος περνά μπροστά απ’ τα μάτια σου κι είναι τα μάτια σου κλειστά, με βλέφαρα βαριά από τη λάσπη του ύπνου, κι άλλοτε βλέφαρα που πλέουν, βάρκες ποταμίσιες, στην κορυφή θεόρατων καταρραχτών, όπως αυτοί που έβλεπες μικρός με ανοιχτό το στόμα μέσα στα View Μaster, στην κόψη του ίλιγγου, μεταίχμιο των κόσμων που το είπανε προάγγελο μα ίσως να ‘ταν κιόλας θάνατος ξετελεμένος —μα ίσως και πραγματική ζωή αν θέμε να ‘μαστε με τα σημάδια του άρρητου κάπως πιο προνοητικοί, του άρρητου που λέει και ξελέει τις βεβαιότητες κατά πώς θα του καπνίσει—, και τότε εκείνο που θαρρείς πως ζεις είναι ένας θάνατος παλιομοδίτης, γκριζομάλλης θάνατος, με αποκριάτικο καρό κοστούμι και με άλλης, τώρα που τονε καλοβλέπω, εποχής ημίψηλο —ποιος νοιάζεται;— έτσι, μονάχα να γελούν στον από κει τον κόσμο αυτοί που ζουν, κι είναι ένα όνειρο αυτό που δεν μπορείς να το ξυπνήσεις κι ας λερώνει τις πατούσες του στην άμμο του πιο ρηχού ύπνου —δικού σου, δικού τους;— κι ας περπατά ανάμεσα σε ξένες αναπνοές σαν είσαι μόνος, μοίρα γραμμένη από αγαπημένο χέρι, κι είναι ώρες που ακούς τον ήχο του ζουρνά του προπομπού, του πρωτοχορευτή, του πρωτοτραγουδιάρη, ήχο όλο λεπίδες και γλιστρήματα, προσευχή σε πανηγύρι Μακεδονομάχων, κι είναι αυτός που κόβει κομματάκια απ’ τον κόσμο σου, σαν χασαπόπουλο κουφό στο παρακαλετό της προβατίνας, κόβει τον κόσμο σε μικρά-μικρά κομμάτια, κι όμως δεν άκουσες τον κρότο του μπαλτά πάνω στον τάκο, το εκκωφαντικό στον άλλο κόσμο θα ‘ναι φαίνεται λευκή σιωπή σ’ αυτόν εδώ, λες και έβρεξε ο ουρανός μπαμπάκια σ’ όλα της γης τα νταούλια κι εκείνα μείνανε πεισματικά ακίνητα τότε που πέφταν οι αλεξιπτωτιστές και άσπριζε ο κόσμος, ανέκφραστα, ατάραχα, αρυτίδιαστα, και η λεπίδα του ζουρνά να κόβει και να κόβει μες στην ησυχία της νύχτας, μέσα στης μέρας την ακινησία, να κόβει σάρκες —αποσπάσματα αιμάτινα και συλλαβές ορφανεμένες που πια δε βγάζουν νόημα, μετέωρες, ψηλά στον βράχο καθισμένο μοναστήρι που του κλέψανε οι πιστοί το αναβατόριο λες κι ήταν λώρος ομφάλιος κανενός αρχάγγελου και τώρα περιφέρεται ακυβέρνητο σε σύμπαν ξένων προσευχών σαν δορυφόρος συνταξιοδοτημένος—, δεν βγάζουν νόημα μα επιμένουν, μήπως κάποτε, αποκρυπτογραφήσει κάποιος τη σιωπή και τηνε κατεβάσει στους πρόποδες, Μωσαϊκό Νόμο, και τότε θα ξέρεις πως ήρθε η ώρα, έφτασε, να, τώρα, λίγο πριν, λίγο μετά, πατώντας μια εδώ και μια εκεί στις βάρκες του διπλού Αχέροντα που ρέει μες στα κύτταρά μας απ’ τη γέννηση δίχως να ‘χει νερό σταγόνα μέσα του, μέσα κι έξω απ’ τα όνειρα, ήρθε η δική σου η σειρά, και κόβει, κόβει ο ζουρνάς με τις λεπίδες της αλύπητης ψυχής του, και όλα τώρα θα ‘ναι εφιαλτικά μα και εξαίσια, και όλα θα ‘ναι μέρα καθημερινή, μέρα σαν όλες τις υπόλοιπες, γιατί δεν έχει αργίες και γιορτές ο θάνατος, μα ούτε κι η ζωή έχει αν το καλοσκεφτείς, μια μέρα σαν τις άλλες θα ‘ναι πάντοτε τότε που θα ‘ρθουν τα μεγάλα νέα, δεν τον χωράει η Κυριακή τον θάνατο, δεν τονε θέλει, περισσεύουνε τα πόδια του και τα χεράκια δεξιά κι αριστερά, χώρια που δε χωρά και σε γιορτή Μεγάλη των καθολικών κι ούτε των ορθοδόξων, πάρεξ και λιάζεται —κι αυτό μονάχα για τους τελευταίους— ο ασπρισμένος τοίχος πάνω απ’ τη φραγκοσυκιά και λουλουδίζει πάλι έρωτας στις βρύσες, οπότε κι εσένα δε θα σε νοιάζει, ας είναι, ναι, αλλά ο θίασος είναι εκεί, είναι ακόμα εκεί, με πλατύ βήμα, βήμα αργό, βήμα σίγουρο, βήμα οπλισμένο να σε σκουντήσει, να σου πει —όχι δεν θα ξεφύγεις, που κοιμάσαι μες στα παρακάλια και τα δεν μπορώ δυο μέτρα άθρωπος, ντροπή σου—, να σε ξυπνήσει να σταυροκοπηθείς, όχι από πίστη μα από εμπιστοσύνη σ’ ό,τι δεν ξέρεις, έτσι, αυτός ήτανε πάντα ο τρόπος να ξορκίζεις το κακό όταν θεριεύει, δεν ξέρεις άλλον, δεν πειράζει, εσύ που υπήρξες θαρραλέος και περήφανος πολύ για να λιποτακτήσεις τη μάχη που κανείς δεν τηνε κέρδισε, ή ίσως τηνε κέρδισε χάνοντας θριαμβευτικά ολάκερο το βιός του, με χαρά, με έπαρση, στημένος στο λοφάκι μιας καθαρότητας σαν ευχή γριάς Μικρασιάτισσας που φεύγει και που είναι μια ελπίδα να πεις για όλους μας, εσύ, τώρα, θα περιμένεις καπνίζοντας όμορφα τσιγάρα από κείνα που κάνουν καλό στην ψυχή, και έρχεται, και έρχεται ο θίασος, και προπορεύεται, ελαύνει μες σε ησυχία εκκωφαντική αγέρωχος ο πρωτοχορευτής με τον ζουρνά και με το πλήθος πίσω του τους γαμηλιώτες που γιορτάζουν, και τώρα κοίτα που άρχισαν αργά να περπατούν στην ανηφόρα, σε άλλον χρόνο που δεν έχει επείγοντα και βιαστικά, να ανεβαίνουν την οδό την άγνωστη, αργά αφόρητα μαζί κι αστραπιαία, που ‘ναι το ίδιο πράγμα μέσα στους αιώνες, κι όλα τώρα σε λίγο θα ‘ναι πάλι ήσυχα, όλο πιο ήσυχα, και κάτι λίγο θα ακούς εκεί απ’ τη σιωπή του μπαμπακιού, κι ολοένα θα αφήνεσαι σ’ ύπνο βαθύ μες σε απάτητες χαράδρες, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, με εμπιστοσύνη και μαζί με φρίκη σ’ όμοιες ποσότητες, μα να που λίγο πριν το τέλος ο ζουρνάς σφυρίζει πάλι μες σε αυτιά δίχως λαβύρινθο και δίχως σφύρα για να πέσει με πάταγο πάνω στις μεμβράνες και να τις ξυπνήσει, σφυρίζει ο ζουρνάς με στόμα ορθάνοιχτο, φίδι ορθωμένο πάνω από νυφικό κρεβάτι, κόβοντας, σκίζοντας, διαμελίζοντας σώματα νεογέννητης ελπίδας, βρέφη ριγμένα μες στου Ηρώδη την κρεατομηχανή, κι όλα τώρα γυμνώνονται, κι όλα τώρα πυρώνουν όπως καμίνι θερινού ηλιοστάσιου, τότε που βράζει η γης και συγχωρούνται όλες μας οι αμαρτίες, μα είναι κάποιες ώρες
Η Εμμέλεια Φιλιπποπούλου μου έστειλε μια ευχετήρια κάρτα με αυτό το έργο της. Το έστειλε απ’ τις Βρυξέλες. Παράξενο που, τη στιγμή που γράφω αυτήν εδώ τη φράση, κοιτάζω έξω απ’ το παράθυρο του λεωφορείου που με πηγαίνει και βλέπω τον κεντρικό δρόμο του Αιγίου, τον τόπο της καταγωγής της. Είναι ώρες που θαρρείς ο κόσμος είναι ένα μεγάλο ψάρι που πετά λιγάκι πάνω απ’ το κεφάλι μας, ένα χελιδονόψαρο των ουρανών, ένα αερόπλοιο, με χίλια στόματα ασίγητα, στόματα που ακατάπαυστα χρησμοδοτούν. Κι εμείς, ξυπνάμε και κοιμόμαστε μες στον μεγάλο ύπνο του, γιατί αλλιώς δεν το μπορούμε.