[ 2 ]
ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΛΕΩΦΟΡΕΙΑΚΗ ΓΡΑΜΜΗ
«do not go gentle into that good night»
NTΙΛΑΝ ΤΟΜΑΣ
Περνάω τα απογεύματα της Κυριακής
ταξιδεύοντας με το αστικό. Κάνω τέσσερις πλήρεις
γύρους στη ρόδα
της Περιφερειακής Λεωφορειακής Γραμμής.
Ο γιος μου δεν χάνει λεπτομέρεια
από κάθε γωνιά της πόλης. Του αρέσει
να την παρατηρεί από εδώ. Γυρνάνε οι γειτονιές
των φτωχών, των πλουσίων
πιο μακριά μεταξύ τους, κάθε φορά
κι ύστερα όλος ο κόσμος επιστρέφει
στο σημείο εκκίνησής του. Εκτός από εμάς
και από μια κυρία από την Ουκρανία
καθισμένη πίσω
που κουβαλάει μια σακούλα
γεμάτη
σάπια πορτοκάλια.
Μυρίζουν βαριά, τα πορτοκάλια.
Ο Μαρτίν κι εγώ σε φυγοκέντριση.
Κοιτάζω το κινητό μου κάθε εννέα λεπτά.
Περιστρεφόμαστε γύρω από τι;
Πάνε μήνες τώρα που έφυγες
αλλά ξέρω ότι στο σπίτι υπάρχει ένα μαξιλαράκι
που διατηρεί ακόμα αμυδρά
τη μυρωδιά των μαλλιών σου. Το ’χω κρύψει
και περιστρέφομαι γύρω από αυτό. Το σκεπάζω
με χιλιάδες λέξεις (πολιτική, κουλτούρα)
που λειτουργούν προς τα κάτω, επίσης,
όπως μουτζούρα, όπως υποπότηρο,
όπως τηλεπωλήσεις τα χαράματα,
δίχως ήχο. Σαν ντροπή στο βάθος,
που δεν φεύγει.
Υπάρχει ένα λαγούμι μέσα στον καθένα,
ζεστό και σκοτεινό. Σε προσμένει
εντός του το κορμί του προσώπου που αγαπάς,
κοιμώμενο ακόμη, στο παρελθόν. Και μπορείς
να το θέσεις, προς ώρα, σε τροχιά
στην Περιφερειακή Λεωφορειακή Γραμμή
απόφευγε μόνο ακόμη
να μπαίνεις μόνος
υπάκουα
σ’ αυτή την καλή νύχτα
με τη θέλησή σου.
ΒΟΥΡΚΟΣ / ΣΤΑΧΤΗ
Βιβλία ποίησης που κατέφτασαν επιπλέοντας
από κόσμους παραθαλάσσιους που αφιερώνουν
τις νύχτες τους στο να ονειρεύονται – να ονειρεύονται πολύ
και κανείς ποτέ δεν είναι ξύπνιος ούτε μπορεί να ακούσει
κάποιον που ουρλιάζει μονάχος στα άγρια χαράματα
ούτε καν ως ένα σύντομο διάλειμμα
ούτε καν ως ένα σύντομο διάλειμμα αυτού του ονείρου
ένα εσωτερικό παράθυρο ένας φωταγωγός
με απλωμένα ρούχα να πάρεις το πουκάμισο
να το φορέσεις ατσαλάκωτο
να βγεις να κωπηλατήσεις με την αγαπημένη σου
να φτάσεις στο νησάκι να κάνεις έρωτα
και τι κουνιόταν στο βάθος της εσωτερικής αυλής;
τι παλλόταν εκεί ανάμεσα στις σκιές;
βλασφημούσε σε ποια γλώσσα άραγε με επίγευση βούρκου
και στάχτης ποιων βιβλίων ποίησης;
ΜΙΛΑ, ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Δεν βρισκόμαστε απέναντί σου στα τραπεζάκια ενός καφέ
ούτε καθισμένοι σε κάποιο τρένο διακοπών
ούτε συσκεπτόμενοι σε συνάντηση κορυφής ούτε κάθιδροι στο
γυμναστήριο
αλλά παρ’ όλα αυτά
εμφανιζόμαστε φανερωνόμαστε
πιασμένοι χέρι-χέρι στην άλλη πλευρά του δρόμου
στο βάθος των φωτογραφιών χαμογελώντας λίγο πολύ
εξαερούμενοι από τη γιορτή / δεν θυμάσαι αν πήγαμε
ούτε το τι φορούσαμε. Ο πιο θορυβώδης είναι ο Μαρτίν
αλλά τείνει να ξεγλιστράει. Ποτέ μια φωτογραφία του ανφάς,
στο φως της μέρας. Πίσω άλλη σκιά μια στιγμή:
εγώ. Αυτό είναι όλο. Πού βρισκόμαστε; Ο αιθέρας
και τα νεφελώδη σύνορά του, η θάλασσα από σύννεφα
και οι αβυσσαλέες πεδιάδες τους. Ο κόσμος εκτόπλασμα
απεριόριστος αλλά κενός, δίχως wi-fi, σήμα στο κινητό,
απλίκες στους τοίχους ή πάτωμα για να περπατήσουμε
ή στέγη που να μας προστατεύει από τις κακουχίες,
από την καταιγίδα. Μπορούμε να είμαστε πολύ ποιητικοί όταν μιλάμε
για την παράλληλη διάστασή μας και τα πολικά σέλατά της,
τις ακτίνες Γ να λάμπουν στο σκοτάδι, αλλά περνάμε
το χρόνο μας καθαρίζοντας σκατά. Ω, τι ωραία φαντάσματα,
πού πήγαν; Η απάντηση –καλύτερα να μην την ξέρετε–
έχει πάντα να κάνει με τα σκατά. Σκατά φαντάσματος
ζεστά το ξημέρωμα.
Στο κέντρο του κειμένου
βρίσκεται ο Μιγκέλ
παίζοντας βιντεοπαιχνίδια ακατάλληλες ώρες
παρατηρώντας την όλη κατάσταση
αναζητώντας ένα φως
για να φωτίσει τη σκηνή
όλη τη ζωή του
θα προσπαθήσει να αντλήσει καλοσύνη από αυτά τα χρόνια
με τον αδελφό του και μαζί μου
αγάπη στο παρελθόν
όχι υπερβολικά άφθονη
αλλά το φως
θα τον συνοδεύει.
Μερικές φορές χτυπάει το θυροτηλέφωνο
και δεν ξέρουμε ποιος είναι. Μένουμε
σιωπηλοί, σβήνουμε τα φώτα,
χαμηλώνουμε τον ήχο του YouTube
και περιμένουμε να φύγουν. Επιμένουν.
Μπορεί να το προσπαθήσουν και τηλεφωνικά
(αλλά εγώ θα το έχω βάλει ήδη σε λειτουργία πτήσης)
ή μπορεί ακόμα και να χρησιμοποιήσουν τη σκάλα
και να χτυπήσουν με το χέρι την πόρτα. Ο Μαρτίν
με κοιτάζει. Εγώ του ζητάω να κάνει ησυχία.
Το σπίτι δεν είναι ευπαρουσίαστο, ούτε εμείς
αλλά αυτό δεν μπορώ να του το εξηγήσω
παρά μόνο μην βγάζοντας άχνα. Στο τέλος
πάντοτε φεύγουν. Αυτό το μήνυμα
που στέλνουμε από ένα μέρος
που βρίσκεται πέρα από τη γλώσσα μοιάζει με τον αυτισμό
με το μαύρο αβγό του αυτισμού
σιωπηλό σαν πέτρα
αλλά βίαιο. Αφήνουμε
κυκλικά κύματα στην επιφάνεια
και έπειτα βυθιζόμαστε.
ΡΑΒΔΟΙ ΟΠΛΙΣΜΟΥ
«Δεν είμαστε ευχάριστοι,
αλλά θα ’πρεπε να μας δουν.
Θα ’γραφαν σίγουρα μεγάλα λόγια,
όχι σιδερόβεργες σαν αυτή».
ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΡΑΝΟ
O Χόρχε Ρίτσμαν πιστεύει
ότι οι ποιητές μαθαίνουν πρώτα
να λένε όσα απαγορεύονται· ύστερα
όσα δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους και τέλος
όσα δεν ξέρουν να πουν. Δεν υπάρχουν πολλοί ποιητές,
ως εκ τούτου. Δεν αφθονούν καν
εκείνοι που το προσπαθούν στα σοβαρά, δυναμιτίζοντας
τα ταμπού της φυλής ή ακόμα χειρότερα:
τους εσωτερικούς λατρευτικούς χώρους. Η Σάρον Ολντς,
ο Μπράνε Μόζετιτς ίσως
να δείχνουν το δρόμο. O Σανταμαρία
καταδεικνύει στο Στα όρια του εφικτού[1]
τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός υποσκάπτει
τα ίδια μας τα συναισθήματα, την απόρριψή μας:
πρώτα η αδυναμία των άλλων,
ύστερα η αδυναμία μέσα σου. Όλη η εξουσία
για τις βιτρίνες. Ο Εμίλ Ντιρκέμ
παρατήρησε μια για πάντα ότι η εσωτερικότητά μας
είναι ένα έδαφος υπό διεκδίκηση, εν μέρει φωτισμένο,
εν μέρει ανεξερεύνητο. Αστικοποιημένο εν μέρει,
τολμώ να προσθέσω. Ξέρουμε να ποζάρουμε,
να λέμε με καινούργιους τρόπους όλα όσα μας επιτρέπονται,
αλλά στην ποίηση
φτάνει κανείς από τα πίσω δωμάτια
από τις ράβδους οπλισμού
(η ποίηση
είναι το αντίθετο
του μάρκετινγκ)
και κανείς δεν μπορεί να σου πει
τι ακολουθεί μετά.
{ Το τέλος στο επόμενο τεύχος }
[1] To En los límites de lo posible του καθηγητή Θεωρίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα, Alberto Santamaría είναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει, αναλύει και (επι)κρίνει το φαινόμενο που ο ίδιος αποκαλεί «νεοφιλελεύθερο πολιτιστικό ακτιβισμό», (Σ.τ.Μ.).