Feggo: Ένας Μεξικανός στη Νέα Υόρκη





Ονομάζεται Felipe Galindo Gomez, αλλά είναι διεθνώς γνωστός με το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Feggo. Είναι Μεξικανός, ζει στη Νέα Υόρκη, σκιτσάρει, εικονογραφεί βιβλία, ζωγραφίζει και κάνει δημόσια τέχνη. Οι γελοιογραφίες του δημοσιεύονται σε μεγάλες εφημερίδες και περιοδικά (The New Yorker, The New York Times, The Nation, Wall Street Journal, Reader’s Digest, στη γαλλική έκδοση της International Herald Tribune, κ.ά.), ενώ τα έργα του έχουν παρουσιαστεί σε πολλές ατομικές εκθέσεις, καθώς και στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου των ΗΠΑ. Στα σκίτσα του ο Feggo δεν αποτυπώνει χιουμοριστικά την πραγματικότητα. Την επινοεί. Η δουλειά του βασίζεται —και εξελίσσει— τη μακρά παράδοση της κοινωνικής τέχνης του Μεξικού, μια τέχνη που προσπαθεί, χρησιμοποιώντας χιούμορ και ειρωνεία, να δώσει νόημα (και χαμόγελο) στον περίπλοκο κόσμο που μας περιβάλλει. «Τα σκίτσα του Feggo επιθέτουν μεξικανικές εικόνες πάνω από το αστικό τοπίο της Νέας Υόρκης, κλείνοντας παιχνιδιάρικα το μάτι στην πολυπολιτισμικότητα», έγραψε για τη δουλειά του το περιοδικό New Yorker.

(φωτογραφία: Eugenio Castro)
(φωτογραφία: Eugenio Castro)
  • Από το Μεξικό στη Νέα Υόρκη. Μίλησέ μας για τις ρίζες σου, πώς έγινες σκιτσογράφος και πώς… μεταφυτεύθηκες τελικά στο Μανχάταν.

«Γεννήθηκα στην Κουερναβάκα, την “Πόλη της Αιώνιας Άνοιξης” όπως τη λένε. Μόλις μια ώρα απόσταση από την Πόλη του Μεξικού και εκατοντάδες έτη φωτός μακριά από τον κοσμοπολιτισμό. Η μητέρα μου συνήθιζε να μου δίνει μολύβια, μπογιές και μπλοκ για να την αφήνω στην ησυχία της, κάτι που μοιραία με οδήγησε στο βασίλειο των σκίτσων. Στην εφηβεία μου άρχισα να κάνω τις πρώτες μου γελοιογραφίες εμπνεόμενος από τα αμερικανικά περιοδικά Mad και National Lampoon, τα οποία διάβαζα μανιωδώς κάθε φορά που πήγαινα να δω τη θεία Έλενα. Σπουδαία υπόθεση η θεία! Δούλευε στο μοναδικό μαγαζί της περιοχής που πουλούσε αμερικανικά περιοδικά. Τότε δεν μπορούσα να φανταστώ ότι χρόνια αργότερα, το Mad και το National Lampoon θα δημοσίευαν τη δουλειά μου και ότι θα γνώριζα από κοντά και θα γινόμουν φίλος με πολλούς καταξιωμένους γελοιογράφους που θαύμαζα από παιδί. Στην ίδια ηλικία, έμαθα μόνος μου να ζωγραφίζω με ακουαρέλες και έκανα ό,τι μπορείς να φανταστείς: από σκηνές μαχών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και διαστημόπλοια, μέχρι μοντέλα της Φόρμουλα-1. Είναι μεγάλη σύμπτωση που, πολύ αργότερα, βρέθηκα να σκιτσάρω γελοιογραφίες με θέμα τη Φόρμουλα-1, για το περιοδικό της Red Bull “Red Bulletin”. Όταν τέλειωσα το γυμνάσιο, η μητέρα μου με ενθάρρυνε να μπω στη Σχολή Οπτικών Τεχνών του Εθνικού Πανεπιστημίου, στην Πόλη του Μεξικού. Από την πρώτη στιγμή ένιωσα εκεί σαν ψάρι μέσα στο νερό. Λάτρεψα αυτή την τεράστια πόλη, με τους διάφορους πολιτισμούς που συνυπάρχουν μέσα της: η προκολομβιανή, η αποικιοκρατική και η σύγχρονη κουλτούρα. Διανοούμενοι, καλλιτέχνες, μουσεία, συναυλίες, εκθέσεις έδιναν τον τόνο στην πολιτιστική ζωή της πρωτεύουσας. Πήρα το πτυχίο μου στις Οπτικές Τέχνες, με ειδίκευση στη δημόσια τέχνη και στη ζωγραφική. Στην αρχή δούλεψα πολύ με αφηρημένες γεωμετρικές φόρμες, επηρεασμένος από τον Frank Stella και τον Joseph Albers. Όσο σπούδαζα τη “σοβαρή” τέχνη, συνέχιζα να σκιτσάρω γελοιογραφίες. Μια καλή αφορμή υπήρξε η εφημερίδα που εξέδιδε το Πανεπιστήμιο για εσωτερική διακίνηση. Έδειξα τα σκίτσα μου στην υπεύθυνη καθηγήτρια, της άρεσαν και μου πρότεινε να τα δημοσιεύσουν. Φαίνεται πως άρεσαν και στην πανεπιστημιακή κοινότητα, έτσι άρχισα να δημοσιεύω γελοιογραφίες σε τακτική βάση. Τότε ήταν που υιοθέτησα την υπογραφή Feggo, σύμπτυξη του Felipe Galindo Gomez, με την οποία πορεύτηκα επαγγελματικά. Ακολουθώντας τη βαθύτερη επιθυμία μου, αντί για ζωγράφος έγινα τελικά σκιτσογράφος, διατηρώντας όμως κάποιες σταθερές: Ήμουν και παραμένω επίμονος παρατηρητής, αφοσιωμένος αναγνώστης και παθιασμένος με την Τέχνη, την Ιστορία και το Χιούμορ — το τελευταίο σκόπιμα με κεφαλαίο αρχικό. Αυτά τα στοιχεία καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ματιά μου και τη δουλειά μου.»

  • Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες επιρροές σου;

«Όπως ανέφερα προηγουμένως, το ασεβές χιούμορ των Αμερικανών γελοιογράφων τίναξε το μυαλό μου στην εφηβεία, αλλά το σχεδιαστικό τους στιλ δεν μου ταίριαζε. Δοκίμασα τις δικές μου ιδέες με ένα δικό μου σχεδιαστικό στιλ, προσπαθώντας να αποκτήσω “οπτική ταυτότητα”. Δύο Λατινοαμερικάνοι σκιτσογράφοι με επηρέασαν στα πρώτα μου βήματα. Ο ένας ήταν ο Αργεντινός Joaquín Salvador Lavado, παγκοσμίως γνωστός ως Quino, δημιουργός του κόμικς στριπ της Μαφάλντα, αλλά και εκατοντάδων γελοιογραφιών χωρίς λεζάντες. Ο άλλος που με επηρέασε αποφασιστικά, ήταν ο συμπατριώτης μου Rius, ψευδώνυμο του Eduardo del Rio, η δουλειά του οποίου είχε έντονο πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο, με μια μεγάλη και ετερόκλητη θεματολογία: χορτοφαγία, Μαρξ, ναρκωτικά, θρησκεία, τζαζ, φιλοσοφία κ.ό.κ.. Στο Μεξικό έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα γύρω στα 125 άλμπουμ με κόμικς και συλλογές γελοιογραφιών του, αποτελώντας αν δεν κάνω λάθος, παγκόσμιο εκδοτικό ρεκόρ σε αυτό τον τομέα. Ο Rius ήταν μεγάλος δάσκαλος και ενέπνευσε πολλούς γελοιογράφους της νεότερης γενιάς στη χώρα μου. Για μένα υπήρξε και ένας πολύ καλός φίλος, μέχρι τον πρόσφατο θάνατό του».

  • Πώς ήταν τα πρώτα επαγγελματικά σου βήματα;

«Το 1980 μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω ένα κόμικς στριπ για το χιουμοριστικό ένθετο της εφημερίδας UnoMásUno, με έδρα την Πόλη του Μεξικού. Υπεύθυνος εκείνου του ένθετου ήταν ένας γνωστός γελοιογράφος, ο Magú (Bulmaro Castellanos), μια ακόμα μορφή στη νεότερη ιστορία της μεξικάνικης γελοιογραφίας. Με το ένθετο αυτό θέλησε να δώσει χώρο και ώθηση σε νέους ανερχόμενους σκιτσογράφους, αποκλειστικά από το Μεξικό, αντί να αγοράζει τα δικαιώματα δημοσίευσης αμερικανικού υλικού όπως έκαναν οι υπόλοιπες εφημερίδες, Ο Μagú υπήρξε καθοριστικός στη δημιουργία μιας νέας γενιάς σκιτσογράφων. Ανάμεσά τους και εγώ, με τα πρώτα “επίσημα” δείγματα της δουλειάς μου. Ξεκίνησα με το “Severiano”, που είχε ως πρωταγωνιστή ένα νεαρό ζωγράφο ο οποίος πάλευε να τα καταφέρει. Με λίγα λόγια, η δική μου ζωή εκείνα τα χρόνια και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζα για να βρω δουλειά. Οι χιουμοριστικές περιπέτειες του ήρωά μου άρεσαν και το κόμικς στριπ συνέχισε να δημοσιεύεται για δύο χρόνια. Ακολούθησε το “Ficciomanias”, όπου είχα πλέον την απόλυτη ελευθερία να πλάθω φανταστικά γεγονότα και να δημιουργώ σουρεαλιστικές καταστάσεις, στοιχεία που εξακολουθούν να χαρακτηρίζουν τη δουλειά μου».

Νέος Μετανάστης (από τη σειρά «Manhatitlan») Ο Μύθος συναντά το Μύθο (από τη σειρά «Manhatitlan») Ρατσιστικά αντανακλαστικά Η Ελευθερία του Τραμπ Αρκτικά πάντα H εξελικτική διαδικασία Ο Γατοδαμαστής «Αυτό είναι το διάσημο λαγουδάκι του Πάσχα» Φόρμουλα 1 - Μοντέλο Κένταυρος Τα «μπαλόνια» του Μπάτμαν Δελφοί - Η δύναμη της Ιστορίας

 

 


  • Μπορείς να μας περιγράψεις τη σχεδιαστική… ρουτίνα σου; Πόσο συχνά σκιτσάρεις, πόσες ώρες τη μέρα, πώς και πόσο ορίζει την καθημερινότητά σου αυτή η διαδικασία;

«Σίγουρα είναι κάτι περισσότερο από ρουτίνα. Νομίζω ότι αποτελεί ένα είδος τελετουργίας για εμένα. Ακολουθώ ένα ρυθμό εργασίας που μου επιτρέπει να δουλεύω παράλληλα διάφορα πράγματα χωρίς να χάνω το μυαλό μου -τουλάχιστον, όχι εντελώς. Ξεκινώ να δουλεύω γύρω στις 9 το πρωί και τις περισσότερες μέρες τελειώνω γύρω στις 11 το βράδι, με ενδιάμεσα διαλείμματα για φαγητό, εξόδους και διάβασμα. Κάθε εβδομάδα ετοιμάζω 7-10 γελοιογραφίες για το New Yorker, που δημοσιεύει σε τακτική βάση τη δουλειά μου στην έντυπη και στην ηλεκτρονική του έκδοση. Πάντως, πρέπει να πω ότι ο ανταγωνισμός είναι σκληρός. Κάθε εβδομάδα δέχονται στο περιοδικό δεκάδες γελοιογραφίες, από επαγγελματίες σκιτσογράφους, για να επιλέξουν μόνο μια ντουζίνα για κάθε τεύχος. Από την άλλη, αυτή η “μάχη” για την επιλογή έχει και τα καλά της: είναι μια εξαιρετική γυμναστική του μυαλού στο κυνήγι της καλής ιδέας. Εκτός από το New Yorker, γελοιογραφίες μου δημοσιεύονται και στο διεθνή τύπο, διδάσκω σε μια καλλιτεχνική σχολή και παρουσιάζω τα έργα μου σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις, στις ΗΠΑ και στο εξωτερικό. Όπως ανέφερα προηγουμένως, δουλεύω ταυτόχρονα διάφορα πρότζεκτ, πράγμα που με κάνει να νιώθω σαν τον Άνθρωπο του Βιτρούβιου του ντα Βίντσι».

  • Το σκιτσάρισμα είναι για σένα χαρά, ή… πονοκέφαλος;

«Παρόλο που μου προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση, η σχεδίαση δεν είναι εύκολη διαδικασία. Προηγείται η ιδέα, που συνήθως έρχεται αναπάντεχα. Ο,τιδήποτε και σε κάθε στιγμή μπορεί να γεννήσει μια ιδέα: Κάποια συζήτηση που άκουσα, μια σκηνή δρόμου στις βόλτες μου, ένας ιδιόμορφος περαστικός, κάποια είδηση, ή μια ιστορία που διάβασα κ.λπ. Σημειώνω στο μπλοκάκι που πάντα κουβαλώ μαζί μου αυτή την πρώιμη ιδέα και την επεξεργάζομαι αργότερα στο σχεδιαστήριο. Έχω πολλά μπλοκάκια γεμάτα με τέτοιες σημειώσεις. Αποτελούν μια χρήσιμη τράπεζα ιδεών που διαρκώς μεγαλώνει. Έλεγα πριν ότι η σχεδίαση δεν είναι εύκολη διαδικασία για μένα -και πολλούς άλλους συναδέλφους, φαντάζομαι. Κάνω διάφορα δοκιμαστικά σκίτσα μέχρι να καταλήξω στη σωστή εικόνα. Σίγουρα είναι μια χρονοβόρα και κουραστική διαδικασία. Είναι παρήγορο πάντως. κάτι που διάβασα σε ένα βιβλίο σχετικά με τα στάδια που ακολούθησε ο Πικάσο ζωγραφίζοντας τις “Δεσποινίδες της Αβινιόν”: Έκανε περισσότερα από 100 προσχέδια πριν καταλήξει στον πίνακα που γνωρίζουμε. Μετά από αυτό δεν νιώθω άσχημα εάν χρειάζεται να κάνω αρκετά σκίτσα, πριν φτάσω στο επιθυμητό αποτέλεσμα.»

  • Οι γελοιογραφίες σου προκύπτουν από φυσική παρατήρηση, ή φαντάζεσαι καταστάσεις που προκαλούν γέλιο;

«Μου είναι αδύνατον να βλέπω την καθημερινή ζωή, χωρίς τα φίλτρα της φαντασίας μου. Κάποτε, κάποιος με ρώτησε πώς είναι να ζεις με ένα “διανοητικό τσίρκο” στο κεφάλι. Υπάρχουν πάντα ερεθίσματα της ματιάς και του μυαλού που μου προσφέρουν ιδέες. Εμπνέομαι από καθημερινές καταστάσεις και τις φορτίζω χιουμοριστικά, με το να βγάζω κάτι αναπάντεχο μέσα από το “φυσιολογικό”. Εκεί είναι που το μυαλό μου αποδεικνύεται χρήσιμο: Όταν εφευρίσκει μια συστροφή σε συνήθεις καταστάσεις. Ακόμα και κάποιες ιδέες-κλισέ, όπως ένας ναυαγός σε ξερονήσι, ή κάποιος που έχει χαθεί στην έρημο, με παρακινούν να τις προσεγγίσω με διαφορετικό τρόπο. Μου αρέσει επίσης να αναμειγνύω το παρελθόν με το παρόν, καθώς και την καταγωγή μου με το περιβάλλον της σημερινής ζωής μου. Κάτι τέτοιο είναι η σειρά “Manhatitlan”, συνδυασμός των λέξεων Μανχάταν και Τενοτστίτλαν, πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας των Αζτέκων. Πρόκειται για μια ενότητα σκίτσων με στοιχεία της μεξικανικής κουλτούρας, όπως οι μυθολογικοί ήρωες των Αζτέκων, σε αλληλεπίδραση με το αστικό τοπίο της Νέας Υόρκης.»

  • Εκτός από τη φαντασία υπάρχει και η πεζή, σκληρή πραγματικότητα. Πώς σχολιάζεις τα τρέχοντα κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα μέσα από τη δουλειά σου;;

«Κάνω τόσο πολιτικές όσο και μη-πολιτικές γελοιογραφίες. Ζώντας σε μια πολυφυλετική και πολυεθνική χώρα, θεωρώ υποχρέωση να στέκομαι απέναντι στο ρατσισμό, στις κοινωνικές ανισότητες, στην απάνθρωπη μεταχείριση των μεταναστών. Θεωρώ τον εαυτό μου οπτικό ακτιβιστή. Εκφράζω αυτά που πιστεύω με όχημα τα σκίτσα μου, προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσω το κοινό με τον ανάλαφρο μανδύα του χιούμορ. Η προεδρία του Τραμπ βομβάρδισε τον κόσμο με ένα διαρκές μπαράζ ψεμάτων και εφάρμοσε μια οπισθοδρομική πολιτική, πράγμα που πρόσφερε δεκάδες αφορμές για να κάνω πολιτικές γελοιογραφίες. Σχολιάζω επίσης την όλο και πιο απειλητική κλιματική αλλαγή και τα περιβαλλοντικά προβλήματα. Αρκετά από αυτά τα σκίτσα έχουν βραβευθεί σε διεθνείς διαγωνισμούς και ένας λόγος για αυτό είναι ότι έχουν ένα άμεσα αναγνώσιμο μήνυμα. Μια γελοιογραφία ιδιαίτερα, τα “Αρκτικά πάντα”, έχει τιμηθεί με τα περισσότερα βραβεία και έλαβε τιμητική διάκριση από τον ΟΗΕ».

  • Πέρα από τα σκίτσα, υπάρχουν άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης που σου φαίνονται το ίδιο ή πιο ελκυστικές;

«Με ενδιαφέρουν όλα τα είδη, από την προ-Κολομβιανή τέχνη μέχρι τη σύγχρονη αρχιτεκτονική. Ασχολούμαι με μια ποικιλία εικαστικών εφαρμογών, αλλά πάντοτε ενσωματώνοντας χιουμοριστικά στοιχεία. Ακολουθώ διάφορες κατευθύνσεις, όπως είναι η δημόσια τέχνη. Η Μητροπολιτική Υπηρεσία Συγκοινωνιών (ΜΤΑ) της Νέας Υόρκης, μου ανέθεσε τη δημιουργία κάποιων έργων τέχνης για ένα σταθμό του μετρό. Η υπηρεσία αυτή διευθύνει το μετρό και τα λεωφορεία της πόλης, καθώς και δημοτικές τοποθεσίες όπως είναι οι γέφυρες και τα τούνελ. Εφαρμόζουν ένα καλλιτεχνικό πρόγραμμα που εντάσσει σε δημόσιους χώρους ποιήματα, αφίσες με εικαστικό περιεχόμενο και έργα τέχνης από μωσαϊκό, μέταλλο ή γυαλί. Σε αυτό το πλαίσιο μου ανέθεσαν να δημιουργήσω τέσσερεις υαλογραφίες για το σταθμό της 231ης οδού, στη γραμμή που διασχίζει το βόρειο τμήμα του Μανχάταν. Η τοποθεσία όπου έγινε η εγκατάσταση μου έδωσε την ιδέα για τις συνθέσεις των τεσσάρων έργων με τίτλο “Μαγικός ρεαλισμός στο Kingsbridge”. Η περιοχή έχει πάρει το όνομά της από τη γέφυρα που συνέδεε κάποτε το Μανχάταν με το Μπρονξ, μέχρι που έκοψαν ένα μεγάλο τμήμα του εδάφους για να διευρύνουν το East River. Αυτό μου έδωσε τη βασική ιδέα, με έναν επιβάτη που βγαίνει από τον υπόγειο σταθμό του μετρό για να βρεθεί στη μέση της θάλασσας. Σε προσωπικό επίπεδο έχω ονομάσει αυτά τα έργα “τετράδυμα”, επειδή ο χρόνος που χρειάστηκε για την ολοκλήρωσή τους ήταν ίδιος με μία κύηση. Εννέα μήνες ακριβώς. Είναι μια πολύ ξεχωριστή δημιουργία για μένα, επειδή, εντελώς τυχαία, εγκαινιάστηκαν τη μέρα που συμπληρώθηκαν 25 χρόνια από την εγκατάστασή μου στο Μανχάταν. Χαίρομαι πολύ που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω δημόσια τέχνη με τα σκίτσα μου. Αν δεν κάνω λάθος, πρέπει να είμαι ο πρώτος γελοιογράφος που έκανε κάτι τέτοιο στη Νέα Υόρκη».

  • Εκτός από τις υαλογραφίες, έχεις χρησιμοποιήσει τα σκίτσα σου και σε άλλους τομείς;

«Αυτό έγινε σε μια άλλη ανάθεση, εκ μέρους του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Πιο συγκεκριμένα, σχεδίασα τις σακούλες για το πωλητήριο του μουσείου. Εικονίζουν επισκέπτες να βλέπουν τα έργα που εκτίθενται στη Διαρκή Συλλογή. Θα έλεγα μάλιστα, ότι σε αυτή την περίπτωση τα σκίτσα μου… δεν είναι ακίνητα. “Κυκλοφορούν” στην πόλη, χάρη στους επισκέπτες που μεταφέρουν τις σακούλες. Θα μπορούσα επίσης να αναφέρω μια σειρά εικαστικών έργων που βασίζονται σε ανακυκλωμένα υλικά. Έχω ονομάσει αυτή τη σειρά “Μεταχειρισμένα / Επαναχρησιμοποιούμενα” και δουλεύω συνταιριάζοντας τα σκίτσα με υλικά που συνήθως απορρίπτονται: Σακούλες, χάρτινα πιάτα και ποτήρια, διαφημιστικά φυλλάδια, χαρτόκουτες κ.λπ. Τα μοντάρω σε κάδρα, ενσωματώνοντας πάνω τους σκίτσα με ανθρώπους και σκηνές της πόλης. Σε αυτό το πλαίσιο, σκιτσάρισα πάνω σε ένα κύπελλο καφέ και το έργο παρουσιάστηκε από την Village Voice. Αυτά τα κύπελλα καφέ, που τώρα έχουν δυστυχώς εξαφανιστεί, ήταν πολύ διαδεδομένα πριν την εποχή των Starbucks. Ήταν διακοσμημένα με ελληνικούς μαιάνδρους, γιατί τα πρόσφεραν στα λεγόμενα Ελληνικά Καφέ, οι ιδιοκτήτες των οποίων ήταν στην πλειοψηφία τους Ελληνοαμερικανοί».

  • Μιλώντας για Ελλάδα, γνωρίζω ότι έχεις επισκεφθεί τη χώρα μας όχι μόνο ως τουρίστας, αλλά και εξαιτίας κάποιων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων. Τι εντυπώσεις αποκόμισες;

«Στην Ελλάδα έχω έρθει τέσσερεις φορές. Την πρώτη ως απλός τουρίστας, μετά για μια ατομική έκθεση, κατόπιν για να συμμετάσχω σε ένα διεθνές εργαστήριο γελοιογραφίας και τέλος για να παραλάβω ένα βραβείο, στο πλαίσιο ενός σχετικού διαγωνισμού. Θυμάμαι την πρώτη επίσκεψη στα 80’ς. Τότε ήμουν ακόμα ένας “ιθαγενής” Μεξικανός που δοκίμαζε την τύχη του στη Νέα Υόρκη. Χρειάστηκε λοιπόν να ανανεώσω τη βίζα μου, βγαίνοντας για λίγο από τις ΗΠΑ και τότε ανακάλυψα με έκπληξη ότι το αεροπορικό εισιτήριο ήταν φθηνότερο για την Ελλάδα απ’ ό,τι για την πατρίδα μου. Η δεύτερη έκπληξη για μένα ήταν ότι η Αθήνα θύμιζε έντονα την Πόλη του Μεξικού στο κυκλοφοριακό, στο θόρυβο, στη μόλυνση της ατμόσφαιρας, αλλά και στη φιλόξενη διάθεση. Το επόμενο ταξίδι μου έγινε στο τέλος της δεκαετίας του ’90. Η Ελλάδα προσπαθούσε να προλάβει την υπόλοιπη Ευρώπη, προετοιμαζόμενη για το ευρώ. Το οποίο, κατά τα άλλα, οδήγησε τις τιμές στα ύψη. Πάει ο καιρός των 8 δολαρίων για διανυκτέρευση σε ξενοδοχείο απέναντι από τη Μητρόπολη. Δεν θυμάμαι αν είχε εκτοξευθεί και η τιμή του ούζου. Παρ’ όλα αυτά άξιζε τον κόπο. Οφείλω να πω ότι η Ελλάδα υπήρξε για μένα μια διαρκής πηγή έμπνευσης και αρκετά συχνά βρίσκει τρόπο να εισχωρεί στις γελοιογραφίες μου. Σε κάθε ταξίδι μου σκιτσάριζα πρόχειρα και κρατούσα σημειώσεις. Από το υλικό αυτό προέκυψε μια “χειροποίητη” έκδοση σκίτσων με θέμα την Ελλάδα. Ελπίζω να επισκεφθώ ξανά τη χώρα σας, για να πραγματώσω ένα παλιό μου όνειρο. Θέλω να βρω τον Δία για να του υποβάλλω τα σέβη μου. Πιστεύω ότι κρύβεται μέσα σε κάποια από τις εκατοντάδες γάτες που λιάζονται στα νησιά του Αιγαίου.»

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: