Το 1512 δεν ήταν καθόλου καλή χρονιά για τον Νικολό Μακιαβέλι. Τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς, το σώμα πολιτοφυλακής που είχε με ενθουσιασμό ο ίδιος οργανώσει λίγα χρόνια νωρίτερα, για να αντικαταστήσει τις μισθοφορικές δυνάμεις στις οποίες βασιζόταν ως τότε η άμυνα της Φλωρεντίας, ηττήθηκε στη μάχη του Πράτο από τους Ισπανούς και τρεις μέρες αργότερα η πόλη του αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει. Ο ηγέτης της κυβέρνησης Σοντερίνι πήρε τον δρόμο της εξορίας, οι Μέδικοι επέστρεψαν στη Φλωρεντία μετά από δεκαοχτώ χρόνια και, λίγο αργότερα, το δημοκρατικό καθεστώς κατέρρευσε. Ο Μακιαβέλι εκδιώχθηκε από τη θέση που κατείχε στην καγκελαρία, του απαγορεύτηκε η έξοδος από την πόλη και του επιβλήθηκε ως εγγύηση ένα τεράστιο χρηματικό ποσό.
Τα χειρότερα όμως δεν έχουν έρθει ακόμη για τον Μακιαβέλι. Λίγους μήνες αργότερα αποκαλύπτεται ένα σχέδιο συνωμοσίας εναντίον των Μεδίκων και ο φλωρεντινός στοχαστής θεωρείται —αδίκως— ύποπτος για συμμετοχή σε αυτό: συλλαμβάνεται, υποβάλλεται σε βασανιστήρια προκειμένου να ομολογήσει και, τελικά, αφήνεται ελεύθερος. Και έτσι τελειώνει ουσιαστικά, στα σαράντα τρία του χρόνια, κάθε δημόσια δραστηριότητα του Νικολό Μακιαβέλι. Τα επόμενα δώδεκα χρόνια που θα ζήσει θα τα περάσει, στο μεγαλύτερο μέρος τους, με την οικογένειά του στην εξοχική του κατοικία στο Σαν Κασιάνο (έξω από τη Φλωρεντία) καλλιεργώντας τον κήπο του, στήνοντας ξόβεργες για πουλιά, κουβεντιάζοντας με τους ανθρώπους της υπαίθρου και ελπίζοντας ως το τέλος σε μια επιστροφή στα δημόσια πράγματα της πόλης – που δεν θα την πετύχει όμως παρά για πολύ λίγο. Αυτό που κυρίως έκανε όμως αυτά τα χρόνια ήταν να διαβάζει και να γράφει.
Δεν έχουμε παρά ελάχιστες πληροφορίες για την εκπαίδευση και τη μόρφωση του ίδιου του Μακιαβέλι. Από το πλήθος των αναφορών που συναντάμε στο έργο του, ωστόσο, καθώς και από τις γνώσεις μας για την οικογένεια και την εποχή του, μπορούμε να συναγάγουμε ότι είχε ευρύτατη γνώση της ρωμαϊκής γραμματείας και ότι γνώριζε βαθιά, αλλά όχι από το πρωτότυπο, τα κείμενα των Ελλήνων κλασικών, κυρίως του Αριστοτέλη, του Πλουτάρχου και του Πολύβιου. Έχει σωθεί μάλιστα επιστολή του στην οποία ζητάει να του προμηθεύσουν ένα αντίτυπο των Παράλληλων βίων του Πλουτάρχου, προκειμένου με τη βοήθεια του βιβλίου αυτού να ερμηνεύσει την αινιγματική συμπεριφορά του Βοργία.
Περισσότερες άμεσες πληροφορίες έχουμε για τη σχέση του πατέρα του με τα βιβλία, η οποία προφανώς επηρέασε, ή έστω διευκόλυνε, την κλίση του μικρού Νικόλο, ενός παιδιού έτσι κι αλλιώς φανατικού για γράμματα, προς την ανάγνωση. Στη βιβλιοθήκη του πατέρα Μακιαβέλι υπήρχε, λοιπόν, μεταξύ άλλων έργων, η Ιστορία του Τίτου Λίβιου, στην οποία δεκαετίες αργότερα θα στηριζόταν ο Μακιαβέλι για να γράψει το σημαντικότερο ίσως έργο του, ενώ γνωρίζουμε από το ημερολόγιο που διατηρούσε ότι είχε δανειστεί κατά καιρούς έργα του Κικέρωνα, του Αριστοτέλη, του Πλίνιου, του Πτολεμαίου, την Αγία Γραφή και άλλα.
Βρισκόμαστε εξάλλου στην εποχή λίγο πριν – λίγο μετά από την εφεύρεση και την εξάπλωση της τυπογραφίας, όταν οποιοδήποτε γραπτό κείμενο ήταν ένα πολύτιμο απόκτημα για κάθε λόγιο –και για την οικογένειά του ολόκληρη– και ακόμα και ο δανεισμός ενός βιβλίου αποτελούσε αξιομνημόνευτο γεγονός. Όχι σπάνια εξάλλου η ιδιόχειρη αντιγραφή ήταν τότε ο μοναδικός τρόπος για να αποκτήσει κανείς ένα βιβλίο. Ξέρουμε, φερ’ ειπείν, ότι σε νεαρή ηλικία ο Νικολό Μακιαβέλι αντέγραψε με το χέρι του ολόκληρο το De Rerun Natura του Λουκρήτιου – θυμίζοντάς μας τον Δημοσθένη ο οποίος, στον καιρό του, έκανε το ίδιο με την Ιστορία του Θουκυδίδη.
Ας επιστρέψουμε όμως στο 1513, και στην εξοχική οικία του Μακιαβέλι στο Σαν Κασιάνο, για να τον παρακολουθήσουμε από κοντά την ώρα που διαβάζει:
«Θα σου πω πώς τα περνάω τώρα», γράφει σε επιστολή του στις 10 Δεκεμβρίου. «Σηκώνομαι το πρωί με τον ήλιο κι έρχομαι σ’ ένα δασάκι που ‘βαλα να το κόψουν, όπου κάθομαι κανά δυο ώρες κοιτάζοντας τη δουλειά της περασμένης ημέρας και περνώντας την ώρα με τους ξυλοκόπους, που πάντα έχουνε στο στόμα κάποιον καβγά, συναμεταξύ τους ή με τους γειτόνους. […]
»Φεύγω από το δασάκι, από κει πάω σε μια πηγή και κείθε σ’ ένα μέρος, όπου έχω στημένους βρόχους για τα πουλιά. Έχω απάνω μου ένα βιβλίο, ή το Δάντη ή τον Πετράρχη ή κάποιον από τους μικρότερους ποιητές, καθώς ο Τίβουλος, ο Οβίδιος κι οι όμοιοι· διαβάζω της καρδιάς τους τα πάθια και τους έρωτές τους, θυμάμαι τα δικά μου κι αφήνομαι για λίγο γλυκά σε τούτο το στοχασμό. Ύστερα τραβάω από το δρόμο κατά το χάνι, μιλάω με τους περαστικούς, ρωτάω τα νέα απ’ τον τόπο τους, μαθαίνω διάφορα και παρατηρώ τα χίλια γούστα και τις διαφορετικές φαντασίες των ανθρώπων. Στο μεταξύ φτάνει η ώρα για το φαΐ και με τη φαμίλια μου τρώω όσο μου δίνει το φτωχικό τούτο χτήμα κι η τιποτένια πατρική μου περιουσία. Μόλις αποφάω, ξαναγυρίζω στο χάνι· εκεί είναι ο χανιτζής και συνήθως κι ένας χασάπης, ένας μυλωνάς και δυο φουρναραίοι. Μαζί με δαύτους βουτιέμαι όλη μέρα σε πράματα τιποτένια, παίζοντας κρίκα και τρικ-τρακ, ώσπου στο τέλος απ’ τα παιχνίδια γεννιούνται χίλιοι καβγάδες κι αμέτρητες βρισιές με λόγια βαριά· ένα παλιοδίφραγκο παίζουμε τις πιο πολλές φορές κι οι φωνές μας ακούγονται ίσαμε το Σαν Κασιάνο. Έτσι, βουτηγμένος μέσα σε τέτοιες ψείρες, δεν αφήνω το μυαλό μου να μουχλιάσει και χορταίνω την κακία της μοίρας μου, αφήνοντάς τη μ’ όλη μου την καρδιά να με σέρνει σε τούτη τη στράτα, για να ιδώ μήπως και ντραπεί καμιά φορά.
»Μόλις πέσει το βράδυ, γυρίζω σπίτι και μπαίνω στο γραφείο μου· και στο κατώφλι πετάω από πάνω μου τα καθημερινά ρούχα, που ‘ναι γιομάτα λάσπη και λέρα, και βάνω φορέματα βασιλικά κι αυλικά· και ντυμένος καθώς ταιριάζει, μπαίνω στις αρχαίες αυλές των αρχαίων ανθρώπων, όπου γίνομαι καλόδεχτος και τρέφομαι από την τροφή εκείνη που ‘ναι μοναχά δική μου και που γι’ αυτήν γεννήθηκα· εκεί μέσα δεν ντρέπομαι να μιλάω μαζί τους και να τους ρωτάω την αιτία των πράξεών τους· κι εκείνοι, όντας καλόγνωμοι, μου αποκρίνονται· και για τέσσερις ώρες δε νιώθω κανένα βάρος, απολησμονώ κάθε θλίψη, δε φοβάμαι τη φτώχεια, δε με σκιάζει ο θάνατος: ολόκληρος τους δίνομαι. Κι αφού ο Δάντης λέει πως γνώση δε γίνεται άμα δε συγκρατείς ό,τι έμαθες, γι’ αυτό κι εγώ κατέγραψα ό,τι ωφελήθηκα από τις κουβέντες τους και σύνθεσα ένα έργο μικρό Περί Ηγεμονιών, όπου εμβαθύνω όσο μπορώ στους στοχασμούς πάνω σε τούτο το θέμα».
Ένας διαφορετικός Μακιαβέλι μάς παρουσιάζεται σε αυτές τις γραμμές. Όχι ο αδίστακτος και κυνικός φιλόσοφος που συνήθως έχουμε στο μυαλό μας (και ο οποίος στην πραγματικότητα δεν υπήρξε παρά μόνο στη φαντασία των μεταγενέστερων αναγνωστών του «Ηγεμόνα»), αλλά ως ένας δάσκαλος της ανάγνωσης και της γραφής, ένας αποδιωγμένος και αποκαρδιωμένος άνθρωπος που περνούσε τις μέρες τους τριγυρνώντας στο δάσος μ’ ένα βιβλίο ποίησης στο χέρι, συγχρωτιζόταν με τους ανθρώπους του μόχθου και γνώριζε τα πάθη και τις αδυναμίες τους και, στο τέλος της μέρας, έβαζε τα καλά του και βυθιζόταν στην προσεκτική και κριτική ανάγνωση των αρχαίων συγγραφέων.
Ένας χαρακτηριστικός ουμανιστής αναγνώστης, ο οποίος διάβαζε για την ψυχαγωγία του τα βιβλία των αγαπημένων του ποιητών σε σχήμα όγδοο, in octavo (τσέπης, θα τα λέγαμε σήμερα), τα οποία εξέδιδε από το 1501 ο Άλδος Μανούτιος, ενώ στο γραφείο του διάβαζε τα βιβλία των κλασικών ιστορικών και πολιτικών συγγραφέων της αρχαιότητας, in quarto, σε σχήμα τέταρτο ή και μεγαλύτερα, ως ερεθίσματα για τη σκέψη και οδηγούς για τη δράση. Η δεύτερη αυτή ανάγνωση, που οδηγούσε και στη γραφή, γινόταν πάντα με την πένα στο χέρι στη στοχαστική απομόνωση του studiolo, του σπουδαστηρίου που τόσες φορές έχει απεικονίσει η τέχνη της Αναγέννησης.
Αυτό που έχει σημασία εν προκειμένω είναι η στάση του Μακιαβέλι ως αναγνώστη, ο οποίος δεν προσέρχεται σε κάθε είδους κείμενο και βιβλίο με τον ίδιο τρόπο. Οι ουμανιστές διάβαζαν τα διαφορετικά βιβλία με διαφορετική κάθε φορά σωματική, πνευματική και ψυχική στάση. Μικρού μεγέθους βιβλίο, καθημερινά ρούχα και τυχαίος τόπος ανάγνωσης για την ψυχαγωγική ανάγνωση, μεγάλο μέγεθος, φροντισμένα ρούχα, και συγκέντρωση εντός του studiolo για τους κλασικούς ιστορικούς και φιλοσόφους. Ένα πολύτιμο μάθημα για τους δικούς μας καιρούς των πολλαπλών περισπασμών.
ΠΗΓΕΣ
Niccolò Machiavelli, Έργα (δύο τόμοι), μτφ. Τάκη Κονδύλη, εκδ. Κάλβος
Niccolò Capponi, Μακιαβέλλι, μτφ. Πέτρος Γεωργίου, εκδ. Πατάκη
Κουέντιν Σκίνερ, Μακιαβέλι, μτφ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Νήσος
Gulielmo Cavallo, Roger Chartier (επιμ.), Ιστορία της Ανάγνωσης στον Δυτικό Κόσμο, μτφ. Α. Θεοδωρακάκου, Μ. Καρατζής, Μ. Οικονομίδου, Ε. Τσελέντη, εκδ. Μεταίχμιο