——— ≈ ———
ΜΕΡΟΣ Δ΄
——— ≈ ———
ΜΕΡΟΣ Δ΄
6. Κοινωνία-θεσμοί (Β)
1. Kοινωνία / Θεσμοί
Ο θεσμός της οικογένειας
Οι αλλαγές που έχουν επέλθει τις τελευταίες δεκαετίες στο πρωταρχικό κύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια,[1] είναι μεγάλες, όπως φαίνεται από τον τρόπο παρουσίασης των σχετικών λημμάτων στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών. Το λεξικό της Πρωίας (1933) καταγράφει ως πρώτο ορισμό της οικογένειας ό,τι ίσχυε για την εποχή που εκδόθηκε, ως συνέχεια μιας μακράς παράδοσης πολλών αιώνων: «ομάς ανθρώπων συνδεδεμένων διά δεσμών αίματος, ήτοι αποτελουμένη από τους γονείς, τα τέκνα ή και τους εκγόνους, ζώσα δε συνήθως υπό την αυτήν στέγην και έχουσα κοινά συμφέροντα, κοιν. φαμίλια».[2]
Οι αυστηρά επιστημονικοί ορισμοί παρουσιάζουν συχνά μονομέρεια και δεν δεσμεύουν τον λεξικογράφο, εκτός του ότι σπάνια διαφωτίζουν το ευρύτερο μορφωμένο κοινό.[3]
Τα Αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου δεν έχουν ακόμα προσαρμοστεί στα νέα κοινωνικά δεδομένα.[4] Η μεταπολεμική διευρυμένη πατριαρχική οικογένεια έχει οριστικά εκλείψει με τον παππού και τη γιαγιά να διαδραματίζουν περιθωριακό ρόλο. Από την ιδανική
και την κανονική οικογένεια οδηγηθήκαμε στη συμβατική
(κοινωνικά αναμενόμενο σχήμα) και τη μέση οικογένεια. Οι δύο τελευταίες κατηγορίες υπονοούν ότι υπάρχουν και άλλα είδη οικογένειας.
Οι μονογονεϊκές οικογένειες δείχνουν ότι οι γονείς δεν είναι πάντα δύο.[5] Η νέα αυτή κοινωνική πραγματικότητα επιφέρει ριζικές ανακατατάξεις στην τυπολογία της οικογένειας η οποία γνωρίζει πολύπλοκους μετασχηματισμούς με αποτέλεσμα να επέρχονται ουσιώδεις αλλαγές και στο οικογενειακό δίκαιο. Αυξάνονται σταθερά οι ανύπαντρες, οι έφηβες και οι διαζευγμένες μητέρες, ενώ δεν είναι λίγοι οι πατεράδες που έχουν χωρίσει και μεγαλώνουν μόνοι τα παιδιά τους. Καινοφανή είναι τα ζευγάρια ομοφυλόφιλων, λεσβιών και τρανσέξουαλ τα οποία διεκδικούν το δικαίωμα της γονεϊκότητας (γαλλ. parentalité, 1985). Η συγγονεϊκότητα, η από κοινού γονεϊκότητα (γαλλ. coparentalité, 1994) εμφανίζεται πολύ σπάνια σε κειμενικά σώματα. Σημειωτέον ότι η μονογονεϊκότητα (γαλλ. monoparentalité) υπάρχει ως λήμμα μόνο στο Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών.[6]
Κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι έχουν μελετήσει τα προβλήματα που συνεπάγεται η μετάβαση από μια διγονεϊκή
οικογένεια σε μια μονογονεϊκή. Τα ψυχικά τραύματα για τους γονείς και ιδίως για τα παιδιά παραμένουν ανεξίτηλα. Η κοινωνία επιβάλλεται να ευαισθητοποιηθεί περισσότερο για τις μονογονεϊκές οικογένειες οι οποίες αντιμετωπίζουν συχνότερα το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Είναι παρήγορο το γεγονός ότι ενισχύονται τα προγράμματα ψυχοκοινωνικής στήριξης «μόνων γονέων» οι οποίοι πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια λόγω διαζυγίου, φυσικής απώλειας του ενός γονέα ή προσωπικής επιλογής, όπως συμβαίνει με τις άγαμες μητέρες.
Ο όρος μονογονεϊκή οικογένεια είναι μεταφραστικό δάνειο από τα Αγγλικά: single- ή one-parent family, 1969.
Η αύξηση των διαζυγίων και η απόφαση πολλών γυναικών να γίνουν μητέρες εκτός γάμου έχουν διαμορφώσει νέα κοινωνικά δεδομένα. Σε ό,τι αφορά τις μονογονεϊκές οικογένειες, η Δανία κατέχει τα πρωτεία στην Ευρώπη με ποσοστό που αγγίζει το 30%. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται γύρω στο 8%.
Ο θεσμός του γάμου έχει, επίσης, υποστεί πολλές αλλαγές. Ο παραδοσιακός ορισμός: «νόμιμη ένωση ενός άντρα και μιας γυναίκας» δεν έχει πλέον απόλυτη ισχύ. Η προσθήκη του επιρρήματος «συνήθως» αποτυπώνει καλύτερα την πραγματικότητα, καθώς επικρατεί ο ετερόφυλος ή ετεροφυλόφιλος γάμος με τα «στρέιτ ζευγάρια». Ο γάμος, πάντως, (μεταξύ) ομοφύλων, γκέι και λεσβιών, είναι γεγονός το οποίο δεν μπορούν να αποσιωπούν τα λεξικά. Τα εναλλακτικά οικογενειακά σχήματα, όπως το σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης, και οι νέες μορφές συγγένειας, σε συνδυασμό με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγική τεχνολογία, δημιουργούν πλήθος κοινωνικών, νομικών και ηθικών προβλημάτων τα οποία δυσκολεύονται να διαχειριστούν οι νέοι επιστημονικοί κλάδοι της βιοηθικής και του ιατρικού δικαίου.
Οι λεξικογραφικές προκλήσεις είναι, παρομοίως, μεγάλες. Η διγονεϊκή οικογένεια αντιπαρατίθεται με τη μονογονεϊκή. Η ενδοσυντροφική βία εμφανίζεται παράλληλα με την ενδοοικογενειακή. Η χαλαρή σχέση των ζευγαριών αποτυπώνεται στην ολοένα και πιο συχνή χρήση της λέξης «ο, η σύντροφος» αντί για «ο, η σύζυγος» που παραπέμπει στον παραδοσιακό ετερόφυλο γάμο. Ο μονογονέας & μονογονιός (ο πληθ. μονογονιοί ξενίζει) είναι θεωρητικά «ο/η γονιός που μεγαλώνει το παιδί του μόνος/μόνη», τα νομικά όμως προβλήματα παραμένουν αξεπέραστα. Στο πλαίσιο της μονογονεϊκής οικογένειας η συνεπιμέλεια τέκνων είναι ακανθώδες ζήτημα. Η ανύπαντρη ή άγαμη μητέρα δεν στιγματίζεται πια, όπως συνέβαινε παλαιότερα, ενώ ο άγαμος πατέρας εμφανίζεται κατά κανόνα όταν διεκδικεί την επιμέλεια του παιδιού ή το οικογενειακό επίδομα.
Η γαμοβάπτιση & γαμοβάφτιση, τέλεση του γάμου ενός ζευγαριού και στη συνέχεια της βάφτισης του παιδιού τους, αδιανόητη πριν από λίγες δεκαετίες, είναι σήμερα κοινωνικά πλήρως αποδεκτή. Πρόκειται για πολύ ευφρόσυνο γεγονός, αφού η χαρά είναι διπλή για τους νεόνυμφους, τους συγγενείς και τους φίλους.
Πριν από λίγα μόλις χρόνια ελάχιστοι παρατηρούσαν την αντίφαση που ενυπάρχει στην πρόταση: Υιοθέτησε ένα κοριτσάκι. Το υιοθετώ, η υιοθεσία και η υιοθέτηση μετρούν ζωή χιλιάδων χρόνων. Το «κοριτσοθετώ» είναι ανύπαρκτο. Το φεμινιστικό κίνημα επέφερε δικαίως πολλές ανακατατάξεις. Προτάθηκε αντί για την υιοθεσία η τεκνοθεσία «υιοθέτηση παιδιών» (η αντίφαση εξακολουθεί να υπάρχει στο ερμήνευμα), ως όρος πολιτικά πιο ορθός, όπως και το ρήμα τεκνοθετώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η τεκνοθεσία
εμφανίζεται σε παπυρικά κείμενα του 3ου π. Χ. αι. Η παιδοθεσία παρουσιάζει πολύ χαμηλή στατιστική συχνότητα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ομηρικά έπη τέκνον είναι το παιδί, αλλά και το κουτάβι. Στον Αισχύλο γαίας τέκνα
«παιδιά της γης» είναι τα λουλούδια και στον Ευριπίδη αἰθέρος τέκνα τα «πουλιά». Οι τολμηρές αυτές μεταφορές, συχνά αινιγματώδεις, όπως γῆς ὀστέα (: οι πέτρες) έχουν αποτελέσει αντικείμενο ειδικών ερευνών, χωρίς να έχει εξαντληθεί η σχετική θεματική.[7]
Που να φανταστεί κανείς ότι στον Όμηρο η έκφραση φίλε τέκνον αντιστοιχεί στη σημερινή φιλική προσφώνηση παιδί μου, όπως, όταν απευθύνεται κανείς σε μεγάλο και του λέει με μεγάλη οικειότητα «Τι λες παιδί μου;»
Από τον υποτουρισμό στον ιπποτουρισμό
Στα περισσότερα από 70 είδη τουρισμού, ας προστεθεί και ο απρόσιτος για τους πολλούς ιπποτουρισμός.
Δεν είναι λίγοι οι πολίτες που εναντιώνονται στην τουριστικοποίηση. Τώρα αρχίζει ο κόσμος να συνειδητοποιεί ότι δεν πρέπει να θυσιάζονται όλα στο βωμό της τουριστικής ανάπτυξης. Ο υπερτουρισμός, αγγλ. overtourism, δεν έχει λημματοποιηθεί ακόμα στα περισσότερα αγγλικά λεξικά. Η λέξη εμφανίζεται από το 2015 και μετά, όλο και πιο συχνά, για να δηλώσει τις αρνητικές συνέπειες που επιφέρουν τα τουριστικά «στίφη» τα οποία κατακλύζουν προσφιλείς προορισμούς. Ο τοπικός πληθυσμός αδυνατεί να χειριστεί τα σχετικά προβλήματα, με πρώτιστο την προστασία του περιβάλλοντος. Ο υποτουρισμός έχει μηδαμινή στατιστική συχνότητα.
Θεματοδότες και μεταμνημόνια
Λέξεις που χρησιμοποιούνται ευρύτατα απουσιάζουν από τα σύγχρονα λεξικά. Ο θεματοθέτης, η θεματοθέτρια
& ο θεματοδότης (το θηλ. θεματοδότρια εμφανίζεται σπάνια) είναι οικείοι όροι, ιδιαίτερα στους μαθητές και τους γονείς τους. Από τις επιλογές αυτών των εκπαιδευτικών εξαρτάται το μέλλον χιλιάδων παιδιών.
Το επίθετο μεταμνημονιακός γίνεται εύκολα κατανοητό, καθώς είναι πρόσφατη η πικρή εμπειρία των μνημονίων με τις τραγικές τους συνέπειες για τον ελληνικό λαό. Η μεταμνημονιακή εποχή, που αναφέρεται κυρ. στην περίοδο μετά το μνημόνιο, δεν ξέρουμε ακριβώς τι μας επιφυλάσσει. Οι μεταμνημονιακές δεσμεύσεις δεν είναι λίγες, ενώ οι φιλόδοξοι μεταμνημονιακοί στόχοι είναι δύσκολο να υλοποιηθούν. Αν κρίνει κανείς από τις πολλές σχετικές λεξικές συνάψεις που παρουσιάζονται σε κειμενικά σώματα, το επίθετο αυτό θα μας συνοδεύει για αρκετά ακόμα χρόνια. Υπάρχουν μεταμνημονιακοί: έλεγχοι, μηχανισμοί επιτήρησης, πλειστηριασμοί, φόροι, μεταμνημονιακές: αξιολογήσεις, αυταπάτες, υποχρεώσεις και μεταμνημονιακά: αδιέξοδα, σχέδια.