Τότε με τη μεγάλη βόλτα στις πινακοθήκες και στα μουσεία, και με το χιόνι που έπεφτε σάμπως σε διήγημα του Τζέιμς Τζόις, κι αυτός επέμενε σκασμένος στα γέλια και με σοβαρότητα πάσα ότι είναι Κυψελιώτης Post-Influencer κι ότι σαρώνει τα δίκτυα και μπλέκει στα δίχτυα του αναζητητές & αναζητήτριες ψαγμένης ύλης για να κάνουν τη φιγούρα τους στα μέσα δικτύωσης, ενώ αυτή άρχισε πάλι & επίσης να επιτρέπει στο γέλιο μιαν εκτυφλωτική επανεμφάνιση ύστερα από απανωτές αντιξοότητες και απρόσμενες αποτρόπαιες κακουχίες, και άπλωνε τα κόκινα τετράδια & τα κίτρινα σημειωματάριά της στο γραφείο με τον ήλιο της στην πλάτη, και κατέβαζε βιβλία από τα υψηλόφρονα πατάρια, ανέβαζε βιβλία από τις στοιβαγμένες κούτες στο υπόγειο και ξέκλεβε ώρες και διάβαζε, και διάβαζε, και διάβαζε, ώσπου να έρθει η ώρα του ραντεβού, η ώρα της λησμονημένης μες στους αλλεπάλληλους εγκλεισμούς λέξης «ραντεβού», ώστε αυτή και αυτός να πάρουν παγωτά κρέμα από απέναντι, και ύστερα να πιαστούν αγκαζέ, και να γλιστρήσουν με ελικοειδή και ελλειπτικά βαλς εζιτασιόν προς τις πινακοθήκες και τα μουσεία.
Και τότε που αυτή του παρέθεσε τη φράση, Χρωμάτισέ το αυτό. Και να τ᾽ ονομάσεις, «Η ιστορία της μνήμης», κι αυτός σ᾽ αυτήν υποσχέθηκε / έταξε /ορκίστηκε ότι τίποτα δεν θα αφήσει αχρωμάτιστο και τίποτα δεν θα επιτρέψει να αποδράσει από την επικράτεια της μνήμης, τίποτα δεν θα αφήσει να την κοπανήσει από το μέλαθρο της μνήμης, τίποτα δεν θα στέρξει να το σκάσει από το κονάκι της μνήμης, κάθε ανθυποδευτερόλεπτο θα μείνει στη μνήμη, αφού άλλωστε η μνήμη είναι το Περισκόπιο του Είναι, της είπε αυτός με στόμφο γελοίο και με γελοιωδέστατη ανθυποφιλοσοφικότητα, κι αυτή, της μειλίχιας επιείκειας το λουλούδι, γύρισε χορευτικά, ενώ το χιόνι έπεφτε απαλά, και του έσκασε ένα μνημειώδες φιλί στο μάγουλο.
Τότε με τις φακές και τότε με το σολομό, τότε με το τσίπουρο και τότε με το τζιν, τότε με την πλατεία και τότε με την αλέα, τότε με την ψαρόσουπα και τότε με τη μαρμελάδα, τότε με τα πακοτίνια και τότε με τα δρακουλίνια, τότε με τους λωτούς και τότε με τα μήλα, τότε με την Κλέφτρα των Φρούτων και τότε με τον Καλάμνιους, τότε με το The Other Side of Hope (αυτός σημείωσε στο τετράδιο: Ilkka Koivula – Calamnius, the doorman) και τότε με το The Other Side of the Wind (αυτή σημείωσε στο τετράδιο: Peter Bogdanovich as Brooks Otterlake), τότε με τις γκουρμεδιές και τότε με τα «βρόμικα», τότε με τους καρπούς και τότε με τα σπόρια, τότε με την Ελένη Πανουκλιά που στήνει ένα έργο μεγάλης σημασίας με κουκούτσια και με φλούδες από φρούτα και τότε τον Κώστα Τσώλη που ζωγραφίζει την αύρα του Τσιτσάνη και του Έγελου το σύμπαν, τότε που στρωθήκατε να υπολογίσετε με τη συμβολή της εφαρμογής στο κινητό τις αποστάσεις που διανύσατε μαζί βολτάροντας & μασουλώντας & γελώντας & μιλώντας τον περασμένο μήνα (τριάντα δύο χιλιόμετρα και τετρακόσια μέτρα) και τότε που καταγράψατε στο χειροποίητο τετράδιο που σας δώρισε ο μαιτρ της υδατογραφίας, ο φίλος του φίλου που έγινε φίλος, ο Γιώργος Μ., τους αγαπημένους σας σκηνοθέτες και τις αγαπημένες σας ταινίες, και μετά, σε άλλες σελίδες, τις ταινίες που είδατε μαζί μες στα μελαγχολικά απομεινάρια μιας εποχής και μες στα ρόδινα ακρογιάλια μιας αναδυόμενης χρονικής περιόδου που έμελλε να στραφταλίσει στα μύχιά του και στα μύχιά της.
Και τότε που ο ουρανός ήταν και πάλι προστατευτικός, ναι, ένας sheltering sky, και ένα φεγγάρι καμωμένο με λεπτεπίλεπτη χαρτοκοπτική στόλιζε το παράθυρό του στο γραφείο και αυτός το κοίταζε ανά δύο σιγαρέττα και ανά πέντε παραγράφους ενόσω έγραφε εκείνο το κείμενο/ζόρι για εκείνο το βιβλίο/ζόρι, κι αυτή του έστελνε μηνύματα ενθάρρυνσης & παρότρυνσης, και στα διαλείμματα του γραψίματος μιλούσαν στο τηλέφωνο και έκαναν σχέδια για ένα μεγάλο ταξίδι στο Ελσίνκι προκειμένου να τιμήσουν τον δημιουργό που ήταν το λούνα-παρκ τους, ο μποναμάς τους ύστερα από ώρες σκληρής εργασίας, μια όαση εικόνων και βλεμμάτων, χιούμορ και ηδύτητας, συγκίνησης και μειδιαμάτων, και να πιούνε με ευφρόσυνη αφροσύνη όπως πίνουν οι παίκτες/ρέκτες του Άκι Καουρισμάκι, και αυτός είπε σ᾽ αυτήν ότι δεν θα το ρίξουν μόνο στα τζιν και στις βότκες αλλά θα απολαύσουν και μπίρες, καθόσον, όπως σ᾽ αυτήν είπε αυτός, ο Μέγας Μισέλ Κατσαρός είχε πει στον Θάνο Σταθόπουλο και στον Ίκαρο Μπαμπασάκη, στο πατάρι των εκδόσεων Αδελφοί Ζαχαρόπουλοι, στη στοά της Σταδίου όπου δέσποζε άλλοτε το Galaxy προτού μεταφερθεί, και πάλι στην Σταδίου, και πάλι σε στοά, αλλά απέναντι, ναι, είχε αποφανθεί ο Μέγας Μισέλ, στους νεαρούς τότε, μειράκια τότε, λίγο μετά τα είκοσι τότε, «Αν δεν πίνεις μπίρα δεν έχεις χόμπι».
Τότε στο νησί του Μάρκου Βαμβακάρη και του Μάνου Ελευθερίου, που αυτός είχε κανονίσει να πάτε ινκόγκνιτο, κρυφά από του Έγελου το σύμπαν, με το αδιανόητο, αλλά πειστικό εντέλει επιχείρημα, ότι η Ερμούπολη είναι προάστιο της Κυψέλης, και τότε που φάγατε στο μαγέρεικο αβγά με τραχανά που αυτός έμαθε κατόπιν να ετοιμάζει, κι αυτή έφαγε παστουρμαδόπιτα, και αυτός και αυτή έφαγαν σαγανάκι γαρίδες, και σουλατσάρισαν στα σοκάκια και μίλησαν για την υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας και εκθείασαν τα παιδιά που διαβάζουν μαθηματικά σαν να διαβάζουν γαλλικά και τρώνε σαν πιράνχας και παίζουν Subbuteo κι έχουν όλη τη ζωή μπροστά τους και ήδη από τώρα, όπως ο Φαίδων Νικολάου ξέρουν να μαγειρεύουν, και αυτός, εκεί, στης Ερμούπολης τα δρομάκια, της έψαλλε βραχνά μπλουζ της νικοτίνης και αυτή του πρόσφερε μελωδικές άριες του καφέ, και αυτός την πήγε στο μπαρ Bohème και αυτή διάβαζε εκεί με τις ώρες το μυθιστόρημα Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι και του έλεγε φράσεις όπως, Τι άλλο είναι μια χώρα παρά μια πρόταση ζωής, και Ένα όνομα διάφανο σαν αέρας μπορεί να λειτουργήσει και σαν ασπίδα, και Κομμάτια της πόλης στροβιλίζονταν σαν ρούχα μέσα στο πλυντήριο, και Πίνω φως, σκεφτόμουν. Γεμίζω τον εαυτό μου με φως.