VIII
[Ξέρω μια πέτρα ]
Οι πέτρες ονειρεύονται τη νύχτα.
Στα σπλάγχνα τους σφίγγουνε τ’ άστρα της.
Στην πύρα του μεσημεριού κρατούν σφιχτά
τα μυστικά κλειδιά για τα κάστρα της.
Την νύχτα, πάλι, λαχταρούνε μεσημέρι.
Καθώς ακίνητες βαστούν την πίκρα αιώνια,
τις σκάβει θάλασσα, τις τρώει αγέρι
μα προσδοκούνε τού μεσημεριού τα χιόνια.
Ξέρω μια πέτρα που φυλάει σιωπή
με σίδερο και με φωτιά πλασμένη.
Τίποτε πια στον κόσμο δεν προσμένει.
Το μεσημέρι και την νύχτα σκυθρωπή,
αμίλητη σ’ ό, τι ο καιρός τής φέρνει
με ήλιο, με σκοτάδι, σεμνή γέρνει.