Δεκέμβρης του 1972. Τον προηγούμενο μήνα είχε τελειώσει στο Εφετείο και η δίκη του Τραμ. Εγώ μεν αθωώθηκα, o Ηλίας Πετρόπουλος όμως (έγκλειστος ήδη στον Κορυδαλλό για τα Καλιαρντά) καταδικάστηκε, με αποτέλεσμα να καταδικασθούν και να οδηγηθούν στη φυλακή (οι εκδότες του περιοδικού) Δημήτρης Καλοκύρης και Μαρώ Καρδάκου. Τους πήγα λίγα πορτοκάλια και ξηρούς καρπούς από τον «Ηρακλή» της οδού Ολύμπου...
Με τρεις-τέσσερεις απ’ την παλιά παρέα είπαμε να εορτάσουμε και να πάμε μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς μια εκδρομή ‘en garcon’ στο Βαλτοτόπι Σερρών και στη γύρω περιοχή. Στο χειμωνιάτικο Μακεδονικό τοπίο με τις λεύκες, τις ομίχλες, την υγρασία και τις λάσπες. Στον Στρυμώνα και στην Κερκίνη, και τα ξεχασμένα χωριά της παραμεθόριας επαρχίας, που συνορεύει με τη Βουλγαρία. Ξεναγός μας ο γιατρός της συντροφιάς που είχε κάνει εκεί, πριν τρία χρόνια, το ‘αγροτικό’ του και είχε ακόμα νωπές αναμνήσεις από κοψίδια και τσίπουρα, από γέρους με σκαμμένα πρόσωπα και από μια όμορφη κοπέλα που έπασχε από μελαγχολία και... ερυθηματώδη λύκο. Φορτωθήκαμε μάλλινα, αδιάβροχα, μπότες και φωτογραφικές μηχανές, με φίλτρα, τηλεφακούς κι όλα τα σχετικά και ξεκινήσαμε με το δικό μου αυτοκίνητο, ένα παλαίμαχο Skoda super 90 με μπροστινή κίνηση, διπλό καρμπιρατέρ, πραγματικό τανκς.
Η απομυθοποίηση άρχισε το πρώτο κιόλας μεσημέρι που πήγαμε για τσίπουρο στο περιώνυμο χωριό. Ο πολιτισμός είχε αρχίσει να βάζει βέβηλο χέρι. Τα περισσότερα σπίτια είχανε αντικαταστήσει τα ξύλινα κουφώματα και τα περβάζια και τις γλάστρες με αλουμίνιο και φώτα «νέον». Οι καλοσυνάτοι γέροι με τα σκαμμένα πρόσωπα συμπεριφέρονταν με καχύποπτη θλίψη και επιφύλαξη καθώς σκαντζόχοιροι σε άμυνα. Με χίλια ζόρια και παρακάλια καταφέραμε τον μαγαζάτορα να μας φτιάξει μια ομελέτα της συμφοράς. Όσο για την κοπελιά με τον ερυθηματώδη λύκο : άφαντη ! Όπως τραγούδησε κι ο Διονύσης «Τη βλέπω κατεβαίνει, στέκεται στο σκαλί... και χάνεται στου κόσμου τη βουή». Μετά απ’ αυτά πήραμε την απόφαση να καταλύσουμε το βράδυ και να ’χουμε σαν ορμητήριο καλύτερα: ένα ορεινό χωριό.
Την άλλη μέρα κατεβήκαμε προς την Κερκίνη, να πάρουμε τον παραλίμνιο δρόμο, γύρω-γύρω και να τραβήξουμε φωτογραφίες. «Ατμοσφαιρικές» όπως τις λέγαμε. Ασπρόμαυρες με φιλμ Ilford. Για την ομίχλη και τις λάσπες. Τότε βέβαια για ’κείνη την περιοχή δεν υπήρχε ούτε καν σκέψη για βιότοπο κι ανάλογη υποδομή. Ακόμα και η ονομασία λίμνη ήταν ... ευχετική, μάλλον με βάλτο είχαμε να κάνουμε, άσε που η οδική πρόσβαση αγνοούσε τη λέξη άσφαλτο. Εμείς όμως απτόητοι, θαρρείς και μας συνέπαιρνε μια έκσταση με το βαρύ-υγρό τοπίο και την εγκατάλειψη... Κολλήσαμε με το έρμο το αυτοκίνητο τρεις φορές. Τι να σου κάνει η μπροστινή κίνηση στο βάλτο που επιμέναμε. Τις δύο πρώτες φορές καταφέραμε να βγούμε κόβοντας και μαζεύοντας από το γύρω δάσος κλαριά και πέτρες για να πατήσουν κάπως στέρεα οι μπροστινές οι ρόδες. Και μετά : εγώ στο τιμόνι με σιγανό γκάζι κι οι άλλοι τρεις από πίσω να σπρώχνουν σηκωτά. Όταν τρίτωσε όμως το κακό, το αυτοκίνητο είχε κολλήσει για τα καλά. Και οι τέσσερις ρόδες είχανε μισοβυθιστεί στη λάσπη. Εκεί βγήκε η πρώτη φωτογραφία. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή μας στη Θεσσαλονίκη, την βλέπαμε με πολύ καμάρι. Είναι double-face λέγαμε. Μπορείς να τη δεις και απ’ την ‘καλή’ κι απ’ την ανάποδη καθώς τ’ αυτοκίνητο ‘καθρεπτιζόταν’ στα λασπόνερα.
Βγήκαμε έξω, τουρτουρίζοντας και μεμψιμοιρώντας. Μείναμε έτσι κάπου 3-4 ώρες. Καπνίσαμε όλα τα τσιγάρα μας, περιμένοντας τον ‘από μηχανής Θεό’ που πράγματι : σαν τέτοιος ήρθε ! Μέσα στο γκρίζο τοπίο ένα κατακόκκινο τρακτέρ. Ferguson. Mας έσυρε 2-3 χιλιόμετρα πιο πέρα σε ξερά χώματα. Το μεσημέρι, όταν φτάσαμε στο χωριό, αντί κάποιας αμοιβής που την αρνήθηκαν σθεναρά, κάναμε στον οδηγό του ... κόκκινου θεού και στη γυναίκα του ένα τσιμπούσι με κοψίδια, σαχανάκια, γίδα βραστή και τσίπουρα. Όταν πια είχαμε τελειώσει, και μπαίναμε στο αυτοκίνητο μάς πλησίασαν δυο χωροφύλακες , να τους ακολουθήσουμε στο παρακείμενο τμήμα.
Εκεί ζήσαμε μια κωμικοτραγική ώρα προσπαθώντας να εξηγήσουμε τα ‘καθ’ ημάς’ αυτονόητα στον δύσπιστο επικεφαλής. Τι γυρεύαμε χειμωνιάτικα εκεί... Και γιατί κουβαλάμε μαζί μας αυτές τις μηχανές με τα μαρκούτσια (τους τηλεφακούς ). Κι ότι δεν είναι χαζός να μας πιστέψει πως αγαπάμε το Μακεδονικό τοπίο και τις φωτογραφίες και σηκωθήκαμε χειμωνιάτικα να κάνουμε τουρισμό στο πουθενά μέσα στις λάσπες. Και πόσες μέρες είμαστε στην περιοχή και πού κοιμόμαστε, που δεν έχει εδώ ξενοδοχείο ούτε για δείγμα. Βρήκαμε ένα πανδοχείο στα άνω Πορόια τον αποστομώσαμε. Φυσικά πήρε αμέσως τηλέφωνο για επιβεβαίωση. Όση ώρα κράτησε αυτή η ανάκριση, εξέτασαν στις μηχανές τα φιλμ που είχαν μέσα, κράτησαν σχολαστικά τα στοιχεία απ’ τις ταυτότητές μας, έκαναν – προφανώς από το πλαϊνό δωμάτιο, τα σχετικά τηλέφωνα στα ‘κεντρικά’ της Ασφάλειας στη Θεσσαλονίκη, και κάποια στιγμή μας άφησαν να φύγουμε με την αυστηρή σύσταση πως άλλη φορά όταν πηγαίνουμε σε απομακρυσμένες περιοχές η πρώτη μας δουλειά είναι να ενημερώσουμε τον τοπικό σταθμό χωροφυλακής. Με το που πήραμε το δρόμο για τα Πορόια σταματήσαμε για κατούρημα.
Πήγε ο καθένας σ’ ένα θάμνο, όταν ξαφνικά είδαμε μπροστά μας την πινακίδα της δεύτερης φωτογραφίας. Σαν συνεννοημένοι αφήσαμε τους θάμνους και την κατουρήσαμε δεόντως. Κι αυτήν και την ορθογραφία της και το... λ-ύ-κνο της και τον κακό το ...λύκο που περιδιάβαζε τη χώρα.
Το βράδυ ξεντυθήκαμε τα... ναυτικά μας κοστουμάκια με τα χρυσά κουμπιά και πλαγιάσαμε στα κρύα σεντόνια του πανδοχείου «Ερωδιός» στις πλαγιές του Μπέλλες.
Την μακρόσυρτη εκείνη νύχτα, κοντέψαμε να δεχτούμε πως ο καλύτερος βοσκός είναι ο λύκος. Τα τρομαγμένα πρόβατα τα προσέχει ένας ... πολιτισμένος λύκ-ν-ος. Πού πατάν και πού διαβαίνουν.