Υπάρχει εκείνο το παλιό, ελαφρώς ρατσιστικό και οπωσδήποτε μη πολιτικά ορθό, ανέκδοτο που λέει: «τι είναι μια γυναίκα ανάμεσα σε δύο Άγγλους άνδρες; -εμπόδιο». Περί αυτού πρόκειται στο, κατά Κένεθ Μπράνα, “Sleuth” του 2007, το οποίο ξαναδιαβάζει το κλασικό θεατρικό έργο του Βρετανού Anthony Shaffer, μέσα απ' την καυστικότατη πένα του μεγάλου Χάρολντ Πίντερ ( ο οποίος έχει γράψει το σενάριο εδώ). Το θεατρικό του Shaffer, με όχημα μια ψευδοαστυνομική ίντριγκα και τους δραματουργικούς κώδικες της μαύρης κωμωδίας, αφηγούνταν μια ιστορία ταξικού ανταγωνισμού που έπαιρνε τη μορφή ερωτικής αντιζηλίας ανάμεσα σε δύο άνδρες διαφορετικών ηλικιών αλλά και διαφορετικής κοινωνικής θέσης, οικονομικής ισχύος, ταξικής προέλευσης. Η πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του έργου, που έγινε το 1972 απ΄τον Joseph L. Mankiewicz, δεν παρέκκλινε στο ελάχιστο απ' την πρώτη ύλη. Έδειξε τη, μέχρις εσχάτων, μάχη της ιδιοκτησίας με την ακτημοσύνη, για να αποδείξει ότι η δεύτερη δεν είναι ούτε τόσο αθώα, ούτε τόσο ανιδιοτελής όσο θέλει να δείχνει. Ο Μάιλο, νέος, φτωχός, ανερχόμενος, «κλέβει» τη γυναίκα του ηλικιωμένου, πλούσιου, φτασμένου Άντριου, σε μια προσπάθεια να ξεκινήσει τη δική του ανέλιξη στην κοινωνική κλίμακα.
Η σύζυγος του επιτυχημένου συγγραφέα, δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα πρώτο σκαλοπάτι σ' αυτή την πορεία. Ο Μάιλο θέλει κι εκείνος να γίνει ιδιοκτήτης. Και χρησιμοποιεί τα μέσα που διαθέτει: τα νιάτα και την ομορφιά του. Ποζάρει ως ερωτευμένος, τυρβάζει περί υψηλών αισθημάτων, σχεδόν πείθει κι ο ίδιος τον εαυτό του ότι δεν θέλει τίποτα, ότι επιθυμεί απλώς να ζήσει ελεύθερος με τη γυναίκα που αγαπάει. Όμως ο υποτιθέμενος έρωτάς του είναι καθαρή μνησικακία. Με αυτό τον τρόπο, επιδιώκει απλώς να δηλώσει στον αντίζηλο, ότι έχει έρθει η σειρά του κι ότι εκείνος καλό θα ήταν να αποδεχτεί την ήττα του και να αποσυρθεί. Η κόντρα του νεαρού Μάιλο με τον ώριμο Άντριου, είναι μια κοινωνική και πολιτική αψιμαχία. Αντιπροσωπεύουν δύο γενιές που βρίσκονται μόνιμα σε εμπόλεμη κατάσταση. Το νέο θέλει να γεννηθεί και θα χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να το πετύχει. Το παλιό αρνείται να πεθάνει και θα προσπαθήσει να μείνει γαντζωμένο στη θέση του για όσο πιο πολύ μπορεί. Αλλά δεν πρέπει να ξεγελαστούμε, δεν υπάρχει καμιά αντιπαράθεση ιδανικών ή κοσμοθεωριών εδώ, μιας ρομαντικά ιδεαλιστικής απ' τη μία και μιας κυνικά υλιστικής απ' την άλλη. Όλοι είναι το ίδιο κενόδοξοι. Όλοι θέλουν απλώς να κατέχουν.
Στην εκδοχή του Μπράνα, υπάρχουν όλα τα παραπάνω αλλά με μια —ιδιαιτέρως σημαίνουσα— πινελιά διαστροφής που τα πηγαίνει σε άλλο επίπεδο. Θα έλεγα ότι ο Πίντερ βάζει στο παιχνίδι τον Χέγκελ. Τα αντίθετα απλώς ποθούν ενδόμυχα να ενωθούν, στο πέρας αυτής της μακράς διαδικασίας ανταγωνισμών και προσπαθειών αλληλοεξόντωσης βρίσκεται η τελική Σύνθεση. Η γυναίκα του Άντριου Γουάικ (που εδώ τον υποδύεται ο Μάικλ Κέιν, ο οποίος στην κινηματογραφική μεταφορά του 1972 ερμήνευε τον ρόλο του Μάιλο — μια πανέξυπνη επιλογή casting που επιβεβαιώνει όσα αναφέρω πιο πάνω: ότι εδώ δεν μαίνεται καμιά πραγματική «μάχη» φιλοσοφιών κι ότι απλώς οι «μικροί» θέλουν να καρπωθούν τα προνόμια των «μεγάλων», πως με το πέρασμα των ετών θα μεταμορφωθούν σε ό,τι ακριβώς απεχθάνονταν), δεν είναι απλώς το απαραίτητο επίζηλο αντικείμενο πόθου που λειτουργεί ως μήλον της έριδος ανάμεσα στα δύο αρσενικά: είναι μια καθαρή πρόφαση για να μην παραδεχτούν ότι αυτό που στην πραγματικότητα ποθούν είναι ο ένας τον άλλον. Και μ' αυτό ο μεγαλοφυής Πίντερ δεν εννοεί ότι ο Άντριου και ο Μάιλο είναι κρυφο-ομοφυλόφιλοι (αν και τίποτα δεν αποκλείει εντελώς και μια τέτοια πιθανότητα), δεν έχουμε να κάνουμε με περιπτεριακή ψυχανάλυση εδώ ή φροϋδισμό του συρμού για πάσης φύσεως απαίδευτους. Το διακύβευμα είναι πολύ πιο ουσιαστικό. Αυτό που λέει ο Πίντερ είναι ότι ως «ιδιοκτήτες» αδυνατούν να φανταστούν άλλο τρόπο σχετισμού με τους άλλους, πέρα από αυτόν της κτήσης και της κατοχής. Τον «εχθρό», θέλουν κι αυτόν να τον ενσωματώσουν, να τον «αποκτήσουν» (αυτή δεν είναι, άλλωστε, η ουσία του καπιταλισμού κι η αιτία της παντοδυναμίας του; ). Μόνο έτσι θα τον νικήσουν πραγματικά.
Η γυναίκα, απ' τη στιγμή που έχει αποκτηθεί, δεν τους προκαλεί καμιά επιθυμία (και οι δύο, άλλωστε, την έχουν και δεν την έχουν: αυτό εξηγεί την αμφίθυμη στάση τους απέναντί της), δεν μπορεί κανείς παρά να επιθυμεί αυτό που δεν έχει: ο Μάιλο επιθυμεί τα χρήματα και την κοινωνική θέση του Άντριου, ο Άντριου τα νιάτα και την ομορφιά του Μάιλο, ο ένας θέλει να πραγματοποιήσει ένα άλμα προς το μέλλον, ο άλλος ένα άλμα στο παρελθόν, θέλουν ό,τι δεν έχουν: θέλουν ο ένας τον άλλον! Αυτό που θα καταλάβουν εν τέλει, είναι ότι η γυναίκα τους ενδιέφερε μόνο στον βαθμό που αποτελούσε «κτήμα» του Άλλου (με την ίδια έννοια που ο Λακάν αναφέρεται στην «επιθυμία του Άλλου» που κυριεύει το υποκείμενο και το αλλοτριώνει). Κυριαρχεί η «μιμητική επιθυμία» για την οποία μιλούσε ο Ρενέ Ζιράρ (και το “Sleuth” του Μπράνα είναι, ίσως, μια απ' τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες που έχουν γίνει πάνω στις ιδέες του Ζιράρ). Για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του σημαντικού Γάλλου στοχαστή, ο Άντριου είναι ο διαμεσολαβητής της επιθυμίας του Μάιλο κι έπειτα, αφού του έχει κλέψει τη γυναίκα, ο Μάιλο γίνεται διαμεσολαβητής της επιθυμίας του Άντριου. Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, η γυναίκα δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα σύμβολο, μια ιδεολογική αφαίρεση -γι' αυτό δεν εμφανίζεται πουθενά στο έργο-, ένα Σημείο (πράγμα που δηλώνεται σχεδόν ξεκάθαρα, άλλωστε, στην εκπληκτική σκηνή όπου ο Άντριου ντύνει τον Μάιλο με γυναικεία ρούχα). Η σαρκική της υπόσταση, η προσωπικότητά της, η ενδεχόμενη ομορφιά της ή η γοητεία της, δεν αφορούν. Το μόνο που έχει σημασία σ' αυτήν είναι η ιδιότητά της ως αντικειμένου πιθανής ιδιοποίησης. Υπάρχει για να πυροδοτεί τους ανδρικούς ανταγωνισμούς και να τρέφει τη ματαιοδοξία των «ιδιοκτητών».
Πρόκειται, σαφώς, για ένα πολύ σκληρό σύμπαν, χωρίς αγάπη, ψυχρό και άκαμπτο, ένα αυστηρά ανδροκρατούμενο και «ομοφυλοφιλικό» (όχι με τη σεξουαλική αλλά με μια καθαρά μεταφυσική έννοια) σύμπαν, στο οποίο τίποτα όμορφο ή θετικό δεν μπορεί να γεννηθεί και να ανθίσει. Ο κόσμος των Ιδιοκτητών, μας λένε ο Πίντερ και ο Μπράνα, είναι ένας κόσμος στείρος, ένας χώρος θανάτου. Και το —όσο άδικα κατακρεουργημένο απ' την κριτική— “Sleuth” ένα κατάμαυρο αριστούργημα, που εκθέτει την απωθημένη αλήθεια αυτού του κόσμου, με απολαυστική ειρωνεία.