Φεντερίκο Φελίνι: «8½»

Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι
Ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι

Ο Φε­ντε­ρί­κο Φε­λί­νι γεν­νή­θη­κε στις 20 Γε­νά­ρη του 1920. Στις 14 Γε­νά­ρη εί­χα­με την τύ­χη να πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με την ται­νία , στις προ­βο­λές που διορ­γα­νώ­νει ο Δή­μος Βύ­ρω­να υπό την αι­γί­δα του σκη­νο­θέ­τη Στέ­λιου Χα­ρα­λα­μπό­που­λου. Ο Φε­λί­νι 12 ετών αφή­νει το σπί­τι του και ακο­λου­θεί ένα τσίρ­κο, κά­τι που συ­νο­λι­κά έχει επη­ρε­ά­σει το έρ­γο του. Στα 17 του χρό­νια πη­γαί­νει στη Ρώ­μη. Η πρώ­τη του ενα­σχό­λη­ση ήταν με το σκί­τσο. Δού­λε­ψε ως σκι­τσο­γρά­φος. Αυ­τό του έδω­σε τη μο­να­δι­κή δυ­να­τό­τη­τα να σκι­τσο­γρα­φεί τα όνει­ρά του. Ανοι­χτός στο ασυ­νεί­δη­τό του, ένας αέ­να­ος ονει­ρευ­τής, ο Φε­λί­νι βλέ­πει σε όλη τη διάρ­κεια της ζω­ής του όνει­ρα τα οποία σχε­διά­ζει και απο­τε­λούν βα­σι­κό κορ­μό των ται­νιών του. Αν γε­νι­κά το έρ­γο κά­θε καλ­λι­τέ­χνη έχει να κά­νει με μορ­φώ­μα­τα του ασυ­νει­δή­του, τα οποία με­του­σιώ­νο­νται στο έρ­γο του, λει­τουρ­γώ­ντας δη­μιουρ­γι­κά, θε­ρα­πευ­τι­κά, απε­λευ­θε­ρω­τι­κά σε ένα με­τα­βα­τι­κό χώ­ρο όπως τον έχει ονο­μά­σει ο άγ­γλος ψυ­χα­να­λυ­τής Donald Winnicot , αυ­τό της τέ­χνης , ανά­με­σα σε εαυ­τό και κό­σμο, ο Φε­λί­νι εί­ναι ο κα­τε­ξο­χήν ονει­ρι­κός δη­μιουρ­γός.
Πριν από δέ­κα χρό­νια εί­χα την τύ­χη να βρε­θώ στο Πα­ρί­σι σε μία έκ­θε­ση των σκί­τσων του Φε­λί­νι, τα οποία κο­σμούν τις ται­νί­ες του. Ήταν μια εξαι­ρε­τι­κή εμπει­ρία η επα­φή με αυ­τό τον με­τα­βα­τι­κό χώ­ρο ανά­με­σα στα όνει­ρα και στις ται­νί­ες του. Το «πα­ρά­δο­ξο» στοι­χείο που έχουν οι σκη­νές στο σι­νε­μά του, συν­δέ­ε­ται με το πα­ρά­δο­ξο του ονεί­ρου. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή εί­ναι μια σκη­νή στην ται­νία Dolce Vita, ένα κή­τος στην πα­ρα­λία. Ξαφ­νι­κά, στη ροή της ται­νί­ας, ένα κή­τος με κά­θε συμ­βο­λι­σμό. Ένα στοι­χείο που έρ­χε­ται ξαφ­νι­κά όπως και σε ένα όνει­ρο απο­δί­δο­ντας ένα ανοί­κειο χα­ρα­κτή­ρα, κά­τι από το Πράγ­μα, κά­τι αό­ρα­το που εί­ναι όμως κά­που εκεί.
Ο Φε­λί­νι το 1965 στο μέ­σο της ζω­ής του, σε μία κρί­ση, ανα­ζη­τώ­ντας να ανα­νε­ώ­σει ρι­ζι­κά τις πη­γές της έμπνευ­σής του, έγρα­ψε ένα σε­νά­ριο το οποίο δεν έγι­νε πο­τέ ται­νία αλ­λά εκ­δό­θη­κε ως βι­βλίο: Το Τα­ξί­δι του G. Mastorna, γραμ­μέ­νο σε συ­νερ­γα­σία με τον Ιτα­λό συγ­γρα­φέα Ντί­νο Μπου­τζά­τι και τον Brunello Rondi, Ιτα­λό επί­σης σε­να­ριο­γρά­φο και σκη­νο­θέ­τη. Το βι­βλίο αυ­τό και η ται­νία του (1963) έχουν ένα κοι­νό ερώ­τη­μα. Απο­τυ­πώ­νουν μια υπαρ­ξια­κή κρί­ση που θέ­τει ερω­τή­μα­τα για την υπο­κει­με­νι­κό­τη­τα, τη δη­μιουρ­γία, τον έρω­τα, τις σχέ­σεις, τη ζωή, τον θά­να­το. Πρό­κει­ται για μία πε­ρι­πλά­νη­ση στο συ­νει­δη­τό και στο ασυ­νεί­δη­το με τρό­πο που διερ­γά­ζε­ται το αδιέ­ξο­δο και ανα­ζη­τά την έξο­δο.
Ο κ. Μα­στορ­νά σε μία αε­ρο­πο­ρι­κή πτή­ση που συ­ντρί­βε­ται βρί­σκε­ται ξαφ­νι­κά σε έναν άλ­λο τό­πο, σε έναν «άλ­λο κό­σμο» που μοιά­ζει με τον γή­ι­νο αλ­λά όπου οι νό­μοι του χω­ρό­χρο­νου εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κοί. Θυ­μί­ζουν τον κό­σμο του ονεί­ρου. Ο ίδιος δεν ξέ­ρει ποιος εί­ναι, περ­νά από διά­φο­ρες πό­λεις, δεν ξέ­ρει πού θα κα­τα­λή­ξει. Στο , ο Μαρ­τσέ­λο Μα­στρο­γιάν­νι, μέ­σα σε ένα μπο­τι­λιά­ρι­σμα, μια ακι­νη­σία που εκ­φρά­ζει ένα προ­σω­πι­κό και κοι­νω­νι­κό αδιέ­ξο­δο βρί­σκε­ται να πε­τά. Ανά­λη­ψη στους ου­ρα­νούς για να προ­σγειω­θεί σε ένα χώ­ρο πε­ρι­πλά­νη­σης. Ως ασθε­νή, τον ακο­λου­θού­με σε ένα χώ­ρο ία­σης, όπου συ­να­ντά πρό­σω­πα της ζω­ής του, ζω­ντα­νά και απο­θα­νό­ντα. Προ­σπα­θεί να ολο­κλη­ρώ­σει μια ται­νία που έχει αφή­σει στη μέ­ση. Ονει­ρι­κά πλά­να και τό­ποι, συ­να­ντή­σεις με τις γυ­ναί­κες και πρω­τα­γω­νί­στριες της ζω­ής του και των ται­νιών του αλ­λά και με σκη­νο­θέ­τες, κρι­τι­κούς, φί­λους. Τα­ξι­δεύ­ου­με μα­ζί του σε ει­κό­νες αι­σθη­τι­κής από­λαυ­σης, με την υπο­βλη­τι­κή μου­σι­κή του Νί­νο Ρό­τα

Ο κι­νη­μα­το­γρά­φος, απ’ όλες τις τέ­χνες, εί­ναι πιο κο­ντά στο φα­ντα­σια­κό και στο όνει­ρο. ‘Εχει τη δυ­να­τό­τη­τα να εν­σω­μα­τώ­νει ει­κό­νες της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας με ένα μο­ντάζ που συν­δυά­ζει στα­τι­κά πλά­να και κί­νη­ση τα οποία δη­μιουρ­γούν ένα νέο όλο. Κα­τά τον Κρι­στιάν Μετζ, θε­ω­ρη­τι­κό της ση­μειω­τι­κής (Ψυ­χα­νά­λυ­ση και κι­νη­μα­το­γρά­φος, το φα­ντα­σια­κό ση­μαί­νον, εκδ. Πλέ­θρον),απο­τε­λεί έναν κα­θρέ­φτη μπρο­στά στον οποίο υπάρ­χει το δι­πλό του δι­πλού μας, η αντα­νά­κλα­ση που κι­νη­το­ποιεί εντός της σκο­τει­νής αί­θου­σας, το φα­ντα­σια­κό και τις ταυ­τί­σεις. Δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα με την ελ­λει­πτι­κό­τη­τα να φα­ντα­ζό­μα­στε. Στο περ­νά­με από το όνει­ρο στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα από τα δια­δο­χι­κά πλά­να. Ο πρω­τα­γω­νι­στής κοι­μά­ται με την ερω­μέ­νη του κι εμ­φα­νί­ζε­ται στον τοί­χο ο χώ­ρος του ονεί­ρου με τη μη­τέ­ρα να τον ει­σά­γει στον τό­πο του επέ­κει­να με τους μι­σο­πε­σμέ­νους τοί­χους. Στο όνει­ρο και στον κι­νη­μα­το­γρά­φο πα­ρα­στα­σιο­ποιεί­ται η επι­κοι­νω­νία με τους νε­κρούς που απο­τε­λούν το αδύ­να­το στη ζωή και στο συ­νει­δη­τό. Δί­νε­ται η δυ­να­τό­τη­τα στον πρω­τα­γω­νι­στή να κά­νει το πέν­θος. Να θά­ψει τον πα­τέ­ρα του. Επί­σης συ­να­ντά τη μη­τέ­ρα και από το φι­λί που του δί­νει στο στό­μα, στο επό­με­νο πλά­νο, ανα­δύ­ε­ται η γυ­ναί­κα του η Λουί­ζα. Η γυ­ναί­κα μη­τέ­ρα.

Οι ται­νία μέ­σα στη μη γραμ­μι­κή της αφή­γη­ση έχει τρεις άξο­νες:

— Τη σχέ­ση με το πα­ρελ­θόν, την παι­δι­κή ηλι­κία, τους γο­νείς

— Τη σχέ­ση με την έμπνευ­ση και την δη­μιουρ­γία

— Τη σχέ­ση με τη γυ­ναί­κα του

Η αρ­χι­κή σκη­νή, η ανά­λη­ψη, ο συμ­βο­λι­κός θά­να­τος, του δί­νει τη δυ­να­τό­τη­τα να βρε­θεί ως ασθε­νής αλ­λού. Η ασθέ­νεια ανα­δύ­ε­ται ως δυ­να­τό­τη­τα ανα­στο­χα­σμού και επα­νε­φεύ­ρε­σης του εαυ­τού. Με βου­τιά στη μνή­μη, στο ασυ­νεί­δη­το, στο θά­να­το. Η ται­νία αν και έχει ως άξο­να τη δη­μιουρ­γι­κή κρί­ση του σκη­νο­θέ­τη, μας υπο­βάλ­λει εξαρ­χής τη σχέ­ση με τη γυ­ναί­κα του. Σε ένα πλά­νο στο θε­ρα­πευ­τή­ριο, απο­μο­νώ­νο­νται τα χέ­ρια του πρω­τα­γω­νι­στή με τη βέ­ρα του. Σύμ­βο­λο δέ­σμευ­σης και πί­στης το οποίο ο Φε­λί­νι δια­πραγ­μα­τεύ­ε­ται σε όλα τα επί­πε­δα, ως αμ­φι­βο­λία και πί­στη στον εαυ­τό, στους αν­θρώ­πους και στο έρ­γο. Εκ­φρά­ζει με σα­φή­νεια το ερώ­τη­μα εάν υπάρ­χει η δυ­να­τό­τη­τα να επι­κε­ντρω­θεί σε ένα και μό­νο πράγ­μα. Σε μια σκη­νή δια­λό­γου, στον πύρ­γο που έχει στη­θεί για τα γυ­ρί­σμα­τα της ανο­λο­κλή­ρω­της ται­νί­ας, δια­τυ­πώ­νο­νται από τον ίδιο και την συ­νο­μι­λή­τριά του δύο βα­σι­κά θέ­μα­τα: «Δεν έχω τί­πο­τα να πω αλ­λά θα το πω» λέ­ει. Απο­δο­χή της με­ρι­κό­τη­τας, της έλ­λει­ψης, κι­νη­τή­ρια πη­γή της δη­μιουρ­γί­ας.

«Εί­σαι ελεύ­θε­ρος αλ­λά πρέ­πει να απο­φα­σί­σεις» του λέ­ει η συ­νο­μι­λή­τριά του. Η υπο­κει­με­νι­κή από­φα­ση με ό,τι ανα­λαμ­βά­νει κα­νείς ως κό­στος αλ­λά και ως ελευ­θε­ρία, κό­ντρα στην επί­φα­ση ότι τα θέ­λου­με όλα. Στην ται­νία ο Μα­στρο­γιά­νι (ανα­γραμ­μα­τι­σμός και ο Μα­στορ­νά), alter ego του Φε­λί­νι, συ­νυ­πάρ­χει με όλες τις γυ­ναί­κες: ηθο­ποιούς, εκ­κε­ντρι­κές, βαμπ, ερω­μέ­νες, πα­λιές αγά­πες. Εξαι­ρε­τι­κά καυ­στι­κή η σκη­νή με το χα­ρέ­μι γυ­ναι­κών. Η πα­νέ­μορ­φη κο­πέ­λα που μέ­σα στη σιω­πή τον πη­γαί­νει στην «Πη­γή» στις απαρ­χές της ζω­ής, στην αρ­χή της ται­νί­ας, εκ­προ­σω­πεί το άπια­στο ιδε­ώ­δες (Κλα­ού­ντια Καρ­ντι­νά­λε). Ενώ η γυ­ναί­κα του (Ανούκ Αι­μέ) πα­ρού­σα, προ­δο­μέ­νη, θλιμ­μέ­νη, εκ­προ­σω­πεί με το στιλ της το «λι­τό», το απέ­ριτ­το σε όλα όσα τον απα­σχο­λούν. Εξαι­ρε­τι­κή η σκη­νή όπου εί­ναι σα να τη βλέ­πει για πρώ­τη φο­ρά, απει­κο­νί­ζει τη δυ­να­τό­τη­τα ανα­δη­μιουρ­γί­ας της ίδιας της σχέ­σης όταν βλέ­που­με τον Άλ­λο ως έτε­ρο, έξω από εμάς.
Ο πρω­τα­γω­νι­στής ανα­στο­χά­ζε­ται την αλή­θεια του εαυ­τού του και των σχέ­σε­ων και προ­χω­ρά σε μία επα­νεκ­κί­νη­ση με αυ­τά που έχει ατε­νί­ζει από άλ­λη οπτι­κή γω­νία με τη φρε­σκά­δα του παι­διού με το φλά­ου­το που κλεί­νει την ται­νία. Ο θά­να­τος μέ­σα στη ζωή, η σκη­νή που αυ­το­πυ­ρο­βο­λεί­ται, το όνει­ρο, η ανα­γέν­νη­ση. Ιδού.