Τον τελευταίο καιρό ονειρεύομαι συχνά το κρεβάτι της γιαγιάς μου. Ήταν ένα από εκείνα τα παλιά κρεβάτια που τα κεφαλάρια τους έμοιαζαν με παράθυρα φυλακής και κάθε φορά που ήθελες να αλλάξεις πλευρό έτριζαν λες και το λεπτό τους στρώμα ήταν γεμάτο αρχαία δαιμόνια που διαμαρτύρονταν γιατί τα ξύπνησες. Αυτό ήταν το κρεβάτι μου για πολλά χρόνια. Πάνω σε αυτό άκουσα τα πρώτα μου παραμύθια για γάτες που πήγαιναν σε χορούς ποντικών μεταμφιεσμένες σε υπερφυσικά ογκώδεις αρουραίους, πάνω σε αυτό διάβασα τα πρώτα μου βιβλία για ταξίδια γύρω από τον κόσμο και κάτω από τη θάλασσα, πάνω σε αυτό ξύπνησα για πρώτη φορά ερωτευμένος με την κόρη μιας γειτόνισσας, που πλέον δεν θυμάμαι ούτε το όνομά της. Πάνω σε αυτό έμαθα για τον θάνατο το πρωί μιας Κυριακής που η γιαγιά μου έλειπε στην εκκλησία.
Ήμουν πέντε ή έξι χρονών, οπότε δεν χρειαζόταν να πηγαίνω εκκλησία. “Ο Θεός είναι φιλεύσπλαχνος για τα μικρά παιδιά,” θα μου έλεγε η γιαγιά χρόνια αργότερα. “Τώρα όμως που έγινες κοτζάμ γαϊδούρι, αν δεν έρχεσαι στην εκκλησία κάθε Κυριακή, ο Χριστός θα κατεβεί από τον σταυρό και θα έρθει να σε φτύσει στο πρόσωπο”, ήταν η συνέχεια. Εκείνο το πρωί όμως δεν είχα περάσει ακόμα αυτό το θεολογικά θεσπισμένο ηλικιακό όριο κι έτσι ο θεάνθρωπος δεν εμφανίστηκε. Ανακάθισα στο κρεβάτι και το σεντόνι τραβήχτηκε λίγο αποκαλύπτοντας το παλιό κιτρινισμένο στρώμα. Και τότε το είδα. Ένας μεγάλος καφέ λεκές απλωνόταν στο σημείο που έβαζα το μαξιλάρι μου.
Όταν η γιαγιά γύρισε σπίτι την ρώτησα τι ήταν.
“Αίμα.” είπε σχεδόν αδιάφορα βγάζοντας την μαύρη μαντήλα της. “Και πως βρέθηκε το αίμα στο κρεβάτι μου;”
“Σε αυτό το κρεβάτι πέθανε ο παππούς σου. Όταν οι άνθρωποι πεθαίνουν από το στόμα τους βγαίνει η ψυχή τους και λίγο αίμα. Αυτό λοιπόν είναι το αίμα του παππού σου.”
Η γιαγιά μού γύρισε την πλάτη και πήγε στην κουζίνα, που σήμαινε ότι η συζήτηση είχε τελειώσει. Ντύθηκα και βγήκα στην αυλή μη μπορώντας να βγάλω από το μυαλό μου τον παππού που ποτέ δεν είχα γνωρίσει.
“Ήταν καλός άνθρωπος ο παππούς;” ρώτησα τη γιαγιά το μεσημέρι.
“Όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί όταν πεθάνουν.”
“Και όταν ζούσε;”
“Ήταν όπως όλοι οι άνθρωποι. Ούτε καλός ούτε κακός.”
“Και που είναι τώρα ο παππούς;”
Η γιαγιά μου μάσησε εκείνη την μπουκιά λίγο περισσότερο απ’ ότι συνήθως.
“Όταν τρώμε δεν μιλάμε.” είπε τελικά. Πόσους άραγε να έχουν σώσει από άβολες συζητήσεις αυτές οι τέσσερις αθώες λέξεις;
Εκείνο το μεσημέρι δεν κοιμήθηκα. Καθόμουν πάνω από το ξεραμένο αίμα και ανέπτυσσα την πρώτη μου θεωρία σχετικά με την μετά θάνατον ζωή. Δεν ήξερα γιατί, αλλά πίστευα ότι ο παππούς μου κάπου εδώ κοντά βρισκόταν και η γιαγιά δεν ήθελε να μου πει πού. Ίσως ήταν κακός άνθρωπος, ίσως να είχε κάνει κάτι πολύ άσχημο όσο ζούσε. Σαν την γάτα που έφαγε όλα τα ποντίκια της γειτονιάς και μετά βαρυστομάχιασε. Ή σαν εκείνο το σκυλάκι που έκανε πιπί του στο χαλί και τα αφεντικά του το διώξαν. Ο παππούς λογικά δεν έτρωγε ποντίκια, οπότε για αρκετή ώρα προσπαθούσα να φανταστώ που θα μπορούσε να είχε κάνει πιπί του για να αξίζει την αιώνια περιφρόνηση της γιαγιάς. Η συμπόνια μου για τον αδέσποτο πλέον σκύλο με ακράτεια του παραμυθιού μεταφέρθηκε χωρίς να το καταλάβω στον παππού μου. Δεν του άξιζε αυτή η μοναχική ύπαρξη. Θα έψαχνα και θα τον έβρισκα. Ήμουν σίγουρος ότι θα είχε πια καταλάβει το λάθος του.
Το απόγευμα δεν είχα όρεξη να παίξω. Καθόμουν στη σκιά της μεγάλης μουριάς στην αυλή και σκεφτόμουν παρακολουθώντας τα μυρμήγκια να φτιάχνουν δρόμους. Που θα μπορούσε να βρίσκεται ο παππούς; Ο μυθώδης σκύλος δεν έφυγε αμέσως από το σπίτι. Για μέρες έξυνε την αυλόπορτα των άσπλαχνων αφεντικών του. Αλλά ο παππούς δεν ήταν σκύλος. Κάπου αλλού βρισκόταν λοιπόν. Ας το σκεφτούμε λογικά. Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, αίμα βγαίνει από το στόμα του, είπε η γιαγιά. Αίμα και κάτι άλλο που δεν κατάλαβα. Αλλά το αίμα είναι το σημαντικό.
Όταν ο ήλιος έδυσε είχα βρει την λύση. Ήταν τόσο προφανές και απλό που αναρωτιόμουν πως και δεν το είχα καταλάβει αμέσως. Ο παππούς ήταν μέσα στο στρώμα του κρεβατιού. Ήταν ευγενικός άνθρωπος και δεν έβγαζε άχνα γιατί κανείς δεν του απηύθυνε τον λόγο. Αν όμως του μιλούσα απόψε σίγουρα θα μου απαντούσε. Πόσα παραμύθια να ήξερε άραγε που η γιαγιά ποτέ δεν είχε ακούσει; Μπορεί να είχε φτιάξει και δικά του τόσα χρόνια μέσα στο στρώμα, πως αλλιώς θα περνούσε την ώρα του;
Η γιαγιά άρχισε την βραδινή της ιεροτελεστία. Κλείδωσε την πόρτα και έκλεισε τα παραθυρόφυλλα. Η νύχτα είχε έρθει και το σπίτι έμοιαζε να βρίσκεται σε κατάσταση πολιορκίας. Το σκοτάδι έπρεπε να μείνει έξω. Ή ίσως το φως έπρεπε να μείνει μέσα. Δεν ήμουν σίγουρος. Φάγαμε βραδινό και βάλαμε πιτζάμες. Η γιαγιά έσβησε τα φώτα. Δεν έπρεπε να ξανανοίξουν μέχρι το επόμενο βράδυ. Αν θέλαμε να πάμε τουαλέτα θα έπρεπε να ανάψουμε τον φακό. Έτσι ήταν πάντα στο σπίτι της γιαγιάς και τώρα καταλάβαινα τον λόγο: το βράδυ ο παππούς κοιμόταν νωρίς και αν ανάβαμε το φως θα τον ξυπνούσαμε. Η γιαγιά δεν ήθελε να του ξαναμιλήσει, αλλά τουλάχιστον σεβόταν τον ύπνο του. Η θεωρία μου εξηγούσε τα πάντα!
Ξάπλωσα στο κρεβάτι ανυπομονώντας να μιλήσω στον παππού.
“Ποιο παραμύθι θέλεις απόψε;” ρώτησε η γιαγιά.
“Δεν θέλω παραμύθι. Νυστάζω πολύ.”
Γύρισα πλευρό και κουκουλώθηκα για να την πείσω. Το φως του φακού απομακρύνθηκε σιγά σιγά και η πόρτα του δωματίου μου έτριξε μένοντας μισάνοιχτη. Μετά ένα ακόμη τρίξιμο από το κρεβάτι στο διπλανό δωμάτιο. Ένας βαθύς αναστεναγμός που μπλέχτηκε με ένα δυνατό χασμουρητό, κι αυτό ήταν. Η γιαγιά ήταν στο κρεβάτι. Ήμουν επιτέλους έτοιμος να αρχίσω την πρώτη μου σεάνς.
“Παππού; Είσαι εδώ;” ψιθύρισα.
Καμιά απάντηση. Ίσως να κοιμόταν. Κουνήθηκα ελπίζοντας ότι ο θόρυβος των σουμιέδων θα τον ξυπνούσε.
“Ύπνο!” άκουσα τη γιαγιά μου από το άλλο δωμάτιο.
“Συγγνώμη, γιαγιά.”
Άφησα λίγο χρόνο να περάσει και ξαναπροσπάθησα.
“Παππού είσαι εδώ;”
Τίποτα.
Ίσως θα έπρεπε να μιλήσω κατ’ ευθείαν στο αίμα. Έκανα στην άκρη τα κλινοσκεπάσματα. Στο σχεδόν απόλυτο σκοτάδι ο λεκές έμοιαζε με τρύπα στο κενό. Ακούμπησα τα χείλη μου στο βαθύ μαύρο της υπερφυσικής εκείνης τρύπας και ξαφνιάστηκα από την τραχιά της υφή.
“Παππού, εγώ είμαι! Θέλεις να μου πεις ένα παραμύθι;”
Αφουγκράστηκα το τίποτα περιμένοντας έναν ψίθυρο από την άλλη πλευρά. Το μεταφυσικό τηλέφωνο κουδούνιζε αλλά κανείς δεν το σήκωνε στον κόσμο των νεκρών.
Κοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω με τα χείλη μου να ακουμπούν ακόμη το αίμα. Τα όνειρά μου ήρθαν σαν συνέχεια της πραγματικότητας.
Ήμουν στην αυλή και ήταν νύχτα. Ψηλά στον ουρανό τα αστέρια δένονταν μεταξύ τους με μια λεπτή μεταξωτή κλωστή. Ανοιγόκλεισα μερικές φορές τα μάτια και η δίνη των περίεργων σχημάτων μεταμορφώθηκε σε ζωντανά πλάσματα. Ο ουρανός ήταν μια τεράστια γιορτή. Ένας κυνηγός με φανταχτερή ζώνη τέντωνε το τόξο του σημαδεύοντας έναν ταύρο με ασημένια κέρατα ενώ ταυτόχρονα χαμογελούσε σε τρεις όμορφες ξανθές κοπέλες. Ο σκύλος του, με τη γλώσσα να κρέμεται, έτρεχε να πιει από ένα ποτάμι γάλακτος που έρεε λίγο παραδίπλα. Τα λαμπερά πλάσματα στον ουρανό σαν να με πρόσεξαν και μου χαμογέλασαν. Αλλά εμένα κάτι άλλο μου τράβηξε την προσοχή. Κάτι που δεν με άφηνε να θαυμάσω το ουράνιο θαύμα. Υπήρχε και κάτι άλλο στην αυλή μαζί μου. Κάτι απόκοσμο και σκοτεινό. Η μεγάλη μουριά. Έμοιαζε με πελώρια σκιά που θρόιζε στον άνεμο σαν ένα σμήνος από μύγες. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω. Ο τεράστιος όγκος κυμάτισε σπασμωδικά σαν να με κατάλαβε. Η προσοχή του ήταν τώρα στραμμένη πάνω μου. Το ήξερα, το ένοιωθα. Ερχόταν προς το μέρος μου, ήθελε να με πιάσει, να με καταπιεί, να με χωνέψει. Δοκίμασα την πόρτα και ήταν κλειδωμένη.
“Γιαγιά άνοιξέ μου! Άνοιξέ μου!” φώναξα.
Το ήξερα όμως ότι η γιαγιά ποτέ δεν θα άνοιγε την πόρτα. Ίσως να φοβόταν τη σκιά και γι’ αυτό να κλείδωνε κάθε βράδυ. Ένα κρύο υγρό έτρεχε στο πρόσωπό μου. Μια μίξη δακρύων και ιδρώτα. Η σκιά ήταν όλο και πιο κοντά κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε, το ζουζούνισμά της δυνάμωνε όλο και περισσότερο πίσω μου. Έκλεισα τα μάτια μου, δεν ήθελα να βλέπω. Προσπάθησα να τρέξω αλλά τα πόδια μου δεν ήθελαν να με ακούσουν. Περίμενα. Απλά περίμενα. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνω. Και μετά το θρόισμα ήταν γύρω μου, εκκωφαντικό, σαν σμήνος από γιγάντιες ακρίδες. Αισθάνθηκα ένα κρύο χέρι να μου αρπάζει το μπράτσο.
“Βοήθεια.” είπε κάποιος δίπλα μου με έναν ψίθυρο που έμοιαζε με τρίξιμο κρεβατιού. “Τράβηξέ με, σε παρακαλώ, τράβηξέ με.”
Ξύπνησα με λυγμούς τυφλωμένος από το φως ενός φακού.
“Ηρέμησε, ήταν ένας εφιάλτης.” είπε η γιαγιά. “Ηρέμησε, θα μας ακούσει ο κόσμος.”
“Άνοιξε τα φώτα, σε παρακαλώ!” φώναξα με φωνή που διακοπτόταν από αναφιλητά.
“Όχι. Οι γείτονες θα λένε ότι ξενυχτάμε.”
“Άνοιξε το φως!” φώναξα με όλη μου την δύναμη.
Το κάψιμο της σφαλιάρας ήρθε ξαφνικά και με πάγωσε. Τα δάκρυα σταμάτησαν απότομα σαν να φοβήθηκαν. Η γιαγιά μου με κοιτούσε στα μάτια αυστηρά καθώς το σώμα μου τρανταζόταν από έναν τελευταίο λυγμό.
“Είσαι τιμωρημένος. Αύριο δεν θα φας τίποτα,” είπε.
Έβαλε τα κλινοσκεπάσματα στην θέση τους και έφυγε από το δωμάτιο.
Έμεινα μόνος μου στο σκοτάδι με τα μάτια ορθάνοιχτα. Από έξω άκουγα αμυδρά το θρόισμα της μουριάς. Δεν έπρεπε να φοβάμαι, προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου. Όλα είναι κλειδωμένα. Τίποτα δεν μπορεί να περάσει από μια κλειδωμένη πόρτα. Είμαι ασφαλής.
Η γιαγιά μου πέθανε στο νοσοκομείο σε βαθιά γεράματα. Δεν ξέρω αν από το στόμα της μαζί με την ψυχή της βγήκε και αίμα. Αν όμως έγινε κάτι τέτοιο είμαι σίγουρος ότι θα κάψαν το σεντόνι. Έτσι το τελευταίο της σημάδι στη Γη δεν υπάρχει πια. Ίσως είναι καλύτερα έτσι.
Δεν πήγα στην κηδεία. Φρόντισα να έχω δουλειά εκείνη την ημέρα, να βρίσκομαι μακριά. Το σπίτι σφραγίστηκε και τα αρχαία έπιπλα παραδόθηκαν στην σκόνη. Τα παραθυρόφυλλα είναι πλέον συνέχεια κλειστά, η πόρτα κλειδωμένη. Οι γείτονες ποτέ δεν πρόκειται να πουν ότι κάποιος ξενυχτάει. Η αποθήκη θα έχει γεμίσει σίγουρα ποντίκια γιατί οι γάτες μάθαν επιτέλους να μην τρώνε περισσότερο απ’ όσο μπορούν ν’ αντέξουν. Το σκουλήκια σε μερικά χρόνια θα φάνε την κεντρική ξύλινη κολώνα και η σκεπή θα πέσει. Τότε η σκιά της μουριάς θα φάει το σπίτι, όπως τρώει τα πάντα. Γιατί η σκιά είναι υπομονετική, ξέρει να περιμένει. Μερικές φορές η πτώση είναι κοντά, απέχει λίγες μόνο ώρες, λίγα λεπτά. Άλλες φορές είναι ανάγκη να περάσουν χρόνια. Αλλά πάντα συμβαίνει. Πάντα η σκεπή πέφτει. Και η σκιά είναι πάντα εκεί για να εισβάλει.
Μερικά χρόνια μετά τον θάνατο της γιαγιάς πέρασα από τον τάφο της. Έφερα μαζί μου ένα λευκό γαρύφαλλο και ένα κεράκι από αυτά που με υποχρέωνε να ανάβω στην εκκλησία όταν πλέον το ιερό φτύσιμο ήταν υπαρκτός κίνδυνος. Άναψα το κεράκι και άφησα το γαρύφαλλο δίπλα στον σταυρό. Το όνομά της ήταν μισοσβησμένο αλλά μπορούσα ακόμη να το διαβάσω. Ίσως αν περίμενα λίγο ακόμη να μην μπορούσα να κάνω αυτήν την τελευταία επίσκεψη στο άτομο που με τιμωρούσε με νηστεία. Στο άτομο που δεν με άφηνε να ανάβω τα φώτα τις νύχτες για να μην σχολιάσουν οι γείτονες. Στο άτομο που μου έλεγε παραμύθια για σκυλάκια που πέθαιναν στον δρόμο γιατί δεν μπορούσαν να αντισταθούν στα ένστικτά τους. Στο άτομο που δεν με άφηνε να μιλήσω αν δεν μου μιλούσαν οι άλλοι πρώτα. Στο άτομο που με μεγάλωσε. Στο άτομο που με…
“Καλή ξεκούραση, γιαγιά.” είπα φεύγοντας. “Όλοι οι άνθρωποι είναι καλοί όταν πεθάνουν.”