Ψήγματα (και στίγματα) θεωρίας
———— ≈ ————
1. Ένα σύστημα των αισθητικών κατηγοριών
Ε. Μουτσοπούλου: «Αι αισθητικαί κατηγορίαι. Εισαγωγή εις μίαν αξιολογίαν του αισθητικού αντικειμένου». Αθήναι 1970.
Ομότιμος καθηγητής και πρώην Πρύτανις του ΕΚΠΑ, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και επίτιμο ή αντεπιστέλλον μέλος πολλών Aκαδημιών του εξωτερικού, με καθοριστική συμβολή «στη συγκρότηση και στην διεθνή επιβολή πέντε νέων φιλοσοφικών κλάδων», συγγραφέας 60 και πλέον τόμων και εκατοντάδων μελετών και άρθρων, εμψυχωτής, ιδρυτής και επιμελητής περιοδικών και μη εκδόσεων σε όλους τους επί μέρους τομείς της Φιλοσοφίας, ο Ευάγγελος Α. Μουτσόπουλος (1930-2021) όχι απλώς συνέδεσε το όνομά του με την θεσμική πορεία του γνωστικού του αντικειμένου στην Ελλάδα (http://diafaneia.ee.auth.gr/sites/ default/files/E.MOYTSOPOYLOY.pdf), αλλά είχε αποκτήσει ο ίδιος υπόσταση θεσμού.
Ως εκ τούτου, απήλαυσε και απολαμβάνει την ομόθυμη μεν, αποστασιοποιημένη δε —και ελαφρώς αμνησιακή— εκτίμηση που επιφυλάσσεται στους θεσμούς. Προφανώς, παρόμοια αναγνώριση ενέχει και κάποια δόση αδικίας, αφού, ακμαιότατος και δημιουργικός μέχρι την τελευταία στιγμή· απεβίωσε τον Ιούνιο 2021 στην μεστή ηλικία των 91 ετών), ο καθηγητής Μουτσόπουλος διόλου δεν είχε περιέλθει σε «μνημειακή» αδράνεια.
Θα προσπαθήσω να το υπενθυμίσω σε όσους ενδιαφέρονται να το μάθουν, με αυτή την κριτική υποδοχής ενός μείζονος έργου του (μετά παρελευσιν τεσσαρακονταετίας!)
Προκαταρκτικά, λίγες απαραίτητες εξηγήσεις.
Το παρόν κείμενο φαντάζει μεν —και όντως είναι— «ετεροχρονισμένο», αλλά μόνον εν σχέσει με το σήμερα, και σε ελλαδικά συμφραζόμενα. Υπήρξε όμως αρκούντως επίκαιρο το 1971 ή 72, όταν το πρωτοέγραψα, στα ρουμανικά, και το δημοσίευσα στην Revista de filosofie της Ρουμανικής Ακαδημίας. Εκείνη την στιγμή λειτούργησε μάλιστα και ως ένα είδος υποδοχής... εκ των προτέρων, προλιαίνοντας το έδαφος για την δική μου μετάφραση των Αισθητικών κατηγοριών, η οποία θα κυκλοφορούσε το 1974 (από τις εκδόσεις Univers του Βουκουρεστίου).
Προσβλεποντας σε μια συγκεκριμένη «ομάδα-στόχο» (target group) —το λόγιο αναγνωστικό κοινό της τότε Ρουμανίας—, φυσικό ήταν να περιλάβω στην παρουσίασή μου αναφορές σε στοιχεία και δεδομένα του δικού του «ορίζοντα προσδοκίας»· ορίζοντας, άλλωστε, και της δικής μου παιδείας, που δεν είμαι διατεθειμένος να απ00εμπολήσω.
Θα ήθελα ακόμη να προσθέσω, έστω και παρεμπιπτόντως, ότι τόσο το κριτικό εγχείρημά μου όσο και, μετέπειτα, το μεταφραστικό ξεκίνησαν και προχώρησαν με παρότρυνση ενός κοινού φίλου, του καθηγητού Μουτσόπουλου και δικού μου. Ο λόγος για τον αείμνηστο Constantin Noica (1909-1987), Ρουμάνο φιλοσόφο in dürftiger Zeit: σε άκρως ακατάλληλους (για την Φιλοσοφία) καιρούς.
Εν μέσω της απίστευτα ζοφερής εκείνης περιόδου της συλλογικής, αλλά και της ιδιωτικής ιστορίας όσων την ζήσαμε, ο Noica υπήρξε μια φωτεινή φυσιογνωμία, που και ήξερε και ήταν ικανός να εμπνέει ψυχικές αντοχές και αμυντικά αντανακλαστικά στα πνεύματα των συνανθρώπων.
Οι ακόλουθες σελίδες είναι και ένας ελάχιστος φόρος τιμής στην μνήμη του.
Αι αίσθητικαί κατηγορίαι (1970· έκδοση στην δημοτική 1996) είναι ένα βιβλίο αντιπροσωπευτικό για την σταδιοδρομίας του Ευ. Μουτσόπουλου, nel mezzo del camin. Έδώ, ο μόλις 40ετής συγγραφέας έδιδε δείγματα γραφής της ήδη ώριμης δημιουργικότητάς του: ήπια (ίσον μη επιδεικτική) πολυμάθεια, παρρησία, πρωτοτυπία, σαφήνεια στον προσδιορισμό του αντικειμένου, αλλά και δέουσα προσοχή στις αποχρώσεις, γλαφυρότητα ύφους κ.λπ.: χαρακτηριστικά ικανά θα θυμίσουν στον Ρουμάνο αναγνώστη ανάλογες αρετές στα έργα του Tudor Vianu.[1]
1.Όπως προκύπτει από τον τίτλο, το ανά χείρας πόνημα ανήκει στον κύκλο των ερευνών του συγγραφέως γύρω από την «Φιλοσοφία της Τέχνης (με ανανεωμένη σημασία του όρου)» (ό.π.) Σ’ αυτό το πλαίσιο, θα ήταν ίσως χρήσιμο να ανιχνεύσουμε, πριν από οτιδήποτε άλλο, το ειδικό βάρος που έχει σήμερα το θέμα των αισθητικών κατηγοριών.
Ο απολογισμός φαίνεται μάλλον αρνητικός, τουλάχιστον εις ό,τι αφορά τον τελευταίον αιώνα. Για να μην πάμε όμως πολύ πίσω,[2] ο Δομισμός (ή Στρουκτουραλισμός), φέρ’ ειπείν, τηρεί εκκωφαντική σιγή γύρω από το θέμα. Ας δούμε όμως γιατί και βάσει ποίων επιστημολογικών προταγμάτων.
Κατ’ αρχάς, είναι γνωστόν ότι, σε μία και την αυτήν κατηγορία μπορούν να υπαχθούν αισθητικά αντικείμενα τα οποία ανήκουν σε διάφορες τέχνες ή και, εκτός Τέχνης, στην σφαίρα του φυσικού περιβάλλοντος, του ηθικού βίου κ.ο.κ. Ως εκ τούτου, το εγχείρημα της (ούτως ειπείν) «κατηγοριοποίησης» ανάγεται σε μια γενικότερη, συνθετική και αφαιρετική δραστηριότητα, όπως νομοτελειακά είναι η φιλοσοφική
ερμηνεία. Εγχείρημα αρκούντως άβολο για όσους συχνάζουν, όπως οι στρουκτουτραλιστές, σε περιοχές πιο «βατές» της γνώσεως, οι οποίες αντιστοιχούν στις εφαρμοσμένες ανθρώπινες επιστήμες.
Κατά δεύτερο λόγο, η δομική έρευνα εκτυλίσσεται στην διάσταση του ενυπάρχοντος (immanence, immanentisme) και, από μεθοδολογικής απόψεως, είναι κυρίως επαγωγική (inductive), αναλυτική και περιγραφική. Βεβαίως, σ’ αυτήν την διάσταση δεν έχει θέση η προβληματική των κατηγοριών, καθ’ ότι διεκδικεί ακριβώς την υπέρβαση (transcendance) του καθαρά εμπειρικού πεδίου επί του οποίου επιτελείται η δομική ανάλυση. Η ανώτατη οροφή αφαίρεσης μέχρι της οποίας δύναται να αρθεί ο Δομισμός είναι (λόγω της ιστορικής του συγγένειας με την παλαιότερη Ρητορική) τα γένη και είδη της καλλιτεχνικής έκφρασης, δηλαδή το επίπεδο εκείνο όπου οι αισθητικές κατηγορίες πραγματώνονται μεν, μερικώς και ατελώς δε.
Παρά ταύτα, υπάρχει άραγε —είναι δυνατόν να υπάρξει— μια χρυσή τομή ανάμεσα στην καταξίωση του θέματος στους κόλπους της φιλοσοφικής αισθητικής και στην απαξίωσή του από δομικής σκοπιάς; Κατά την γνώμη μου, μια σχετική μέση οδός θα μπορούσε να βρεθεί, υπό τον όρο να την αναζητήσουμε στον χώρο της γενικότερης σημειολογικής (ή σημειωτικής) θεωρίας, όπου άλλωστε ο Δομισμός ανήκει εξ υπαρχής. Συγκεκριμένα, φαίνεται ότι η προβληματική των αισθητικών κατηγοριών χωράει στο πλαίσιο της λεγόμενης «πραγματολογίας» (pragmatics): κεφαλαίου της Σημειωτικής που εξετάζει τους διαδραστικούς συσχετισμούς του σημείου με τούς χρήστες αυτού. Παρόμοια διάδραση περιλαμβάνει οπωσδήποτε και την ερμηνεία, δηλαδή την κατεξοχήν γνωστική πράξη της Φιλοσοφίας.
2.Ο Ευ. Μουτσόπουλος αφήνει την εντύπωση ότι προσανατολίζεται σε ανάλογη κατεύθυνση (αν και, βεβαίως, δεν θέτει το θέμα ακριβώς με τους ίδιους όρους). Ας δούμε λοιπόν πώς, από τις πρώτες κιόλας παραγράφους, προσδιορίζει το πεδίο και τους στόχους της έρευνάς του:
«Εάν, από φιλοσοφικής απόψεως, ως αντικείμενον θεωρήσωμεν παν ό,τι διά την συνείδησιν αποτελεί εξωτερικόν ή και εσωτερικόν στόχον αναφοράς, συνεπώς δε και βιωματικής εμπειρίας· εάν εν την αυτή τάξει ιδεών, ως αισθητικόν αντικείμενον ορίσωμεν εκείνο ακριβώς το αντικείμενον το οποίον, συναντώμενον εν την φύσει ή εν την τέχνη, ή και αυτόχρημα δημιουργούμενον, δι’ εκπηδήσεως εκ του πνευματικού κόσμου του καλλιτέχνου, δύναται, μέσω των αισθητών αυτού χαρακτήρων, να προκαλέση την ιδιότυπον εκείνην εμπειρίαν την συνισταμένην εις την υπό της συνειδήσεως βίωσιν, δι’ ανταποκρίσεώς της προς μίαν δομικήν και μορφικήν όργάνωσιν, εντόνου τινός συναισθήματος ικανοποιήσεως και ευφροσύνης· και εάν δεχθώμεν ότι το τοιούτον αισθητικόν αντικείμενον, πέραν μιας ασαφούς θυμικής εκτιμήσεως, είναι προσέτι επιδεκτικόν μιας ελλόγου διαθέσεως προς απόδοσιν εις αυτό μιας συγκεκριμένης διά την ύπαρξιν σημασίας, ήτοι μιας αξίας έν την οποία να εξαντικειμενίζεται ή συνειδησιακή προθετικότης, τότε είναι προφανές ότι καθίσταται δυνατή η συγκρότησις ολοκλήρου αξιολογίας τοϋ αισθητικού αντικειμένου, ήτοι αφ’ ενός μεν ενός συστήματος άξιων δι’ ων η συνείδησις να είναι εις θέσιν πληρέστερον να θεμελιώοη τα παντοία αισθητικά αντικείμενα ως τοιαύτα, εν τούτω δε και εαυτήν ως συνείδησιν σίσθητικήν, αφ’ ετέρου δε μιας εις δεύτερον βαθμόν λιετουργούσης φιλοσοφικής θεωρήσεως τοΰ συστήματος τούτου. Εις αμφοτέρας τας περιπτώσεις, τα μέσα δι’ ων προσδιορίζεται ή ιδιαιτέρα φύσις ενός αισθητικού αντικειμένου είναι αι αισθητικαί κατηγορίαι λαμβανόμεναι εις μεν την πρώτην ως αξίαι καθαραί, εις δε την δευτέραν, ως νοητικαί σχέσεις αναφερόμεναι εις εκείνο» (σσ. 7-8).[3]
Έχω αντιγράψει το μακροσκελές αυτό παράθεμα επειδή νομίζω ότι εδώ συνοψίζεται όχι μόνον αυτή καθαυτή η αντίληψη του συγγραφέως περί του αντικειμένου του, αλλά και η θεωρητική και μεθοδολογική βάση επί της οποίας «πατάει». Ο λόγος, πιο συγκεκριμένα, για την ερμηνεία, στην οποίαν ο Ευ. Μουτσόπουλος προσδίδει πρωτεύοντα ρόλο. Ρόλος που, με την σειρά του, συνεπάγεται ότι —θα τόνιζαν εδώ οι σημειολόγοι— οι αισθητικές κατηνορίες μετέχουν μιας πραγματολογίας
του αισθητικού αντικειμένου.
Τονίζει λοιπόν ο Ευ. Μουτσόπουλος ότι παν αντικείμενο αποτελεί «στόχο αναφοράς» για την συνείδηση και ότι αυτή η αναφορά μπορεί εξάλλου να εμφανίζεται ως βίωμα, ως εμπειρία. Τα δε αισθητικά αντικείμενα συνιστούν μίαν υπο-ομάδα με χαρακτηριστικό γνώρισμα την ικανότητα να υποκινούν ένα ιδιότυπο είδος συγκίνησης («έντονο συναίσθημα ικανοποιήσεως και ευφροσύνης»). Στο αισθητικό αντικείμενο αποδίδεται λοιπόν μια συγκεκριμένη σημασία για την ύπαρξη, δηλαδή μία «αξία», στην οποίαν «εξαντικειμενίζεται η συνειδησιακή προθετικότης».
Εν συνεχεία μαθαίνουμε ότι η απόδοση αξίας στο αντικείμενο αποτελεί ερμηνευτική πράξη που, επ’ ουδενί λόγω, τηρεί ουδέτερη στάση έναντι του αντικειμένου του ιδίου. Αντιθέτως, η συνείδηση, διαμέσου ενός συστήματος άξιων, δηλαδή των αισθητικών κατηγοριών, θεμελιώνει τά αισθητικά αντικείμενα ως τέτοια, αλλά και εαυτήν ως αισθητική συνείδηση.[4]
3.Παρακολουθώντας πώς εξειδικεύονται οι βασικές αυτές παραδοχές σε επί μέρους σημεία του έργου, ένας (Ρουμάνος) «επαρκής αναγνώστης» μπαίνει στον πειρασμό να επισημάνει εν προκειμένω κάποιους —ουκ ολίγους, ούτε επουσιώδεις— παραλληλισμούς με τις αισθητικές ιδέες του Tudor Vianu.
Για παράδειγμα, εάν αληθεύει ότι οι αισθητικές κατηγορίες ανήκουν στην κατεξοχήν αξιολογική διάσταση του αισθητικού αντικειμένου (όπως με κάθε έμφαση τονίζει ο Ευ. Μουτσόπουλος), τουλάχιστον για μερικές εξ αυτών πρέπει να ισχύσει η λειτουργία την οποίαν ο T. Vianu καταλογίζει σε όλες: ότι, δηλαδή, «κινητοποι[ούν] παραστάσεις μεταφυσικής και ηθικής φύσεως» (T. Vianu 1968: 373). Με όρους ανάλογους αλλά πιο αναλυτικούς, ο ΄Ελληνας θεωρητικός ξεχωρίζει την τάξη των «προσδιοριστικών» κατηγοριών και, εντός αυτής, τις τυπολογικές ή ηθικο-αισθητικές
(πρβ. § 23: 55).
Αλλού πάλι ο συγγραφέας διατείνεται ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του υψηλού «συντελ[ούν] εις μίαν μυστικήν επικοινωνίαν των αισθητικών συνειδήσεων προς το κοσμικόν θαύμα» (σελ. 32). Το ίδιο θαύμα επικαλείται σχετικά και ο Ρουμάνος φιλόσοφος, και δη αναφέρει χαρακτηριστικά ότι η αίσθηση του υψηλού «αντήχησε για πρώτη φορά στις ψυχές των αστρονόμων φιλοσόφων της Αναγέννησης (...) καθώς ατένιζαν την απεραντοσύνη του ξάστερου ουρανού, για την οποίαν ο Immanuel Kant δεν έβρισκε καλύτερο ανάλογο από τον ηθικό νόμο που λανθάνει στα βάθη της ανθρώπινης συνείδησης» (T. Vianu ό.π. 372-373).
Προκειμένου όμως για δύο στοχαστές, καίτοι ανάμεσά τους υπάρχουν αναλογίες, πιο σημαντικές φαίνονται ωστόσο οι διαφορές που τους ταυτοποιούν. Μεταξύ του Ευ. Μουτσόπουλου και του Tudor Vianu η διαχωριστική γραμμή περνά από την οντολογική
(θα την έλεγα) χροιά που ο μεν αναγνωρίζει στις αισθητικές κατηγορίες και ο δε θέτει εντός παρενθέσεως.
Για τoν Ρουμάνο, οι αισθητικές κατηγορίες αποτελούν «παραλλαγές» ή «τροποποιήσεις του ωραίου», ενώ η ιδέα του φυσικού ωραίου καθίσταται αφ’ εαυτής ύποπτη. Διότι, για τον T. Vianu, «η αισθητική είναι η επιστήμη του καλλιτεχνικού
ωραίου» (ό.π. 9· έμφαση δική μου) και, άρα, «μεταξύ της ωραιότητας της Τέχνης και εκείνης της φύσεως υπάρχει πλήρης ετερογένεια» (αυτόθι). Έξαλλου, στο σύστημά του οι μεταφυσικές και ηθικές παραστάσεις τις οποίες «κινητοποιούν» οι αισθητικές κατηγορίες κατατάσσονται στην περιοχή του ετερόνομου περιεχομένου του καλλιτεχνήματος. Κατά συνέπεια, είναι αμφίβολο εάν «μια σύγχρονη πραγματεία περί αισθητικής οφείλει να ασχολείται πλέον με τις κατηγορίες, εκτός εάν το κάνει μόνο και μόνο για να τις εκτοπίσει από την πάλαι ποτέ προνομιακή θέση την οποίαν κατείχαν την εποχή του Ιδεαλισμού» (όπ. παρ.: 366).
Στον Ευ. Μουτσόπουλο, όπως είδαμε, οι αισθητικές κατηγορίες διαμορφώνονται ως αξίες και συγκροτούνται σε σύστημα, στό πεδίο της ερμηνείας του αισθητικού αντικειμένου. Έχουν δε κυρίαρχη παρουσία, καθ’ ότι αποδίδονται εξίσου σε φυσικά, καλλιτεχνικά ή και συνειδησιακά φαινόμενα, τα όποια, υπό ορισμένες συνθήκες, καθίστανται επίσης αισθητικά αντικείμενα. Για την καθεμία, και ιδιαίτερα για την κατηγορία του ωραίου (πρβ. § 6-7: 19-23), ο συγγραφέας δεν παραβλέπει νά επισημάνει ότι υπερβαίνει τα όρια της Τέχνης, ότι υπάρχει και στην φύση, και στα προϊόντα της τεχνικής κ.λπ. Ορισμένες χρωματίζονται ηθικά, αλλά αυτό ποσώς δεν αποβαίνει εις βάρος τους, δεν τις εξοβελίζει εκτός καλλιτεχνήματος (όπως στον T. Vianu), αφ’ ης στιγμής ο Ευ. Μουτσόπουλος θεωρεί ότι στην Τέχνη και η ηθική αποκτά αισθητική αξία (πρβ. β 23: σημ. 1). Τέλος, όλες οι κατηγορίες έχουν ακριβώς το ίδιο βάρος: δεν μπορούμε δηλαδή να τις ιεραρχήσουμε και έτι λιγότερο να τις υπαγάγουμε στο ωραίο, εν είδει «παραλλαγών» αυτού.
Για τους ανωτέρω λόγους, η προβληματική των κατηγοριών αποτελεί για τον Έλληνα φιλόσοφο κεντρικό θέμα του αισθητικού στοχασμού.
4.Η πρωτεύουσα θέση που κατέχει η ερμηνεία
στην λειτουργία του αισθητικού συστήματος του Ευ. Μουτσόπουλου διαφαίνεται και σε άλλα επίπεδα.
Έχουμε δει ότι, για τον συγγραφέα, το αντικείμενο αποτελεί «στόχο αναφοράς» για την συνείδηση· ότι ενδέχεται ωστόσο να βρίσκεται και εκτός συνειδήσεως· και τέλος ότι αυτή ταύτη ή συνείδηση, υπό την ιδιότητα της αισθητικής συνειδήσεως, συνιστά αισθητικό αντικείμενο (θεμελιωμένο, όπως και τα υπόλοιπα, μέσω του αξιολογικού συστήματος των κατηγοριών). Οι ως άνω παραδοχές αρκούν ώστε εξ αυτών να συναγάγουμε την κατ’ αρχήν ταύτιση της δημιουργικής πράξεως με τις διαδραστικές διεργασίες πρόσληψης του καλλιτεχνικού μηνύματος.
Για του λόγου το αληθές, ας σταθούμε σε όσα επισημαίνει ο Μουτσόπουλος σχετικά με μία συγκεκριμένη περίπτωση: «Ο μουσικός εκτελεστής, χειροκροτούμενος υπό του κοινού διά δεξιοτεχνίαν και υπερνίκησιν πολυαρίθμων τεχνικών δυσκολιών, ευρίσκεται πλησιέστερον προς αυτό ή ο συνθέτης τοϋ έργου. Παρεμβαλλόμενος μεταξύ των δύο τούτων παραγόντων, ο εκτελεστής καθίστσται αυτόχρημα δημιουργός» (σελ. 95). Κατά την αντίληψή μου, εδώ ο Έλλην φιλόσοφος πλησιάζει αισθητά την εξίσωση που είχε θεσπίσει κάποτε και ο Croce: «η λειτουργία της κρίσεως, η όποια αναγνωρίζει και αξιολογεί το ωραίο, ταυτίζεται με εκείνη που το παράγει (...) Η μεν δραστηριότητα του κρίνειν ονομάζεται αισθητήριο [gusto]· η δε παραγωγική, διάνοια [genio]: διάνοια και αισθητήριο είναι ουσιαστικά ταυτόσημα» (Croce ό.π. κεφ. XVI).[5] Αμφότερα δε, εκτέλεση και αισθητήριο, δεν είναι παρά δύο στιγμιότυπα της τελικής φάσεως της επικοινωνίας στον χώρο της αισθητικής: με άλλα λόγια, της πρόσληψης / ερμηνείας τοϋ αισθητικού μηνύματος. Κάνοντας ένα βήμα παραπέρα, θα παρατηρήσουμε ακόμη ότι εκείνο που λέγεται πρόσληψη στήν θεωρία της επικοινωνίας, στην σημειωτική δεν είναι παρά η, ήδη γνωστή σε εμάς, πραγματολογία, δηλαδή η διάδραση του σημείου (= έργου) με τον χειριστή και χρήστη του (= κοινό).
Εάν όμως η ερμηνεία ταυτίζεται κυριολεκτικά με την δημιουργία, τίθεται το έρώτημα πώς, ανάμεσα σε δύο ερμηνείες εξίου «δημιουργικές» του αυτού έργου, θα διακρίνουμε ποια είναι η (πιο) σωστή; Δεν έλλοχεύει άραγε εδώ ο κίνδυνος αυθαιρεσίας στην πρόσληψη;
Ο Ευ. Μουτσόπουλος τον αποτρέπει μέσα από μια θεωρία του αισθητικού αντικειμένου που ενυπάρχει στο έργο του (καί η οποία στηρίζεται στην φαινομενολογία της αισθητικής εμπειρίας του Mikel Dufrenne). Καθορίζει λοιπόν το αισθητικό άντικείμενο η ιδιάζουσα εκείνη εμπειρία που το ίδιο αυτό αντικείμενο προξενεί στην συνείδηση, και που είναι μία ακόμη ερμηνευτική πράξη. Η οποία δεν αφήνεται όμως στην τύχη: το αντικείμενο είναι αυτό πού καθοδηγεί —ή καιί χειραγωγεί — την «εντροπική» (ούτως ειπείν) ανάγνωσή του. Συγκεκριμένα, έχει ορισμένα αισθητά χαρακτηριστικά και έχει επίσης μια «δομική και μορφική οργάνωση», τα οποία, εφόσον βρίσκουν ανταπόκριση στην συνείδηση, αφυπνίζουν και κινητοποιούν το αισθητικό συναίσθημα. Πρόκειται δηλαδή για το δομικό κριτήριο της αξιολόγησης.
Σ’ αυτό προστίθεται και ένα λειτουργικό, το οποίο δίδει λογαριασμό για το πώς και κατά πόσον η δομή εξυπηρετεί έναν ουγκεκριμένο σκοπό: «Η παράλληλος εξέτασις μορφών λειτουργικών υπογραμμίζει και τον παραλληλισμόν της παρουσίας του ωραίου εν την φύσει και εν τη τέχνη. Διά τους αυτούς ακριβώς λόγους εν πτηνόν και εν αεροπλάνον εν πτήσει, εις ιχθύς και εν υποβρύχιον εν καταδύσει ικανοποιούν αισθητικώς, αν κρίνωμεν εκ της σκοπιμότητος της μορφής των, σκοπιμότητος λειτουργικής (...) Βεβαίως, η σκοπιμότης δεν αποτελεί αισθητικόν χαρακτήρα εν γένει. Η λειτουργική όμως σκοπιμότης, ως και το επίπεδον πληρώσεώς της αποτελούν ενδείξεις περί της εκφράσεως της δομικής πραγματικότητος» (σσ. 22-23).
Τέλος, η ερμηνεία κάνει χρήση ενός ακόμη κριτηρίου, το οποίο θα ονομάζαμε προθετικό (ή προθεσιακό), και που συνίσταται στο ότι η αισθητική συνείδηση, εκείνη πού κρίνει καί ερμηνεύει, στηρίζεται επί των αυτών αξιακών θεμελίων με το προς ερμηνείαν αντικείμενο.
Στό σημείο αυτό αναφύεται ένας νέος κίνδυνος, λόγω ομωνυμίας ανάμεσα στην «προθετικότητα» (intentionnalité) ως θεμελιώδη αρχή της γνωσιολογίας, ειδικά στην φαινομενολογία του Husserl, και στην «προθετική/σιακή φενάκη» (intentional fallacy), που σημαίνει την φετιχιστική προσκόλληση του ερμηνευτή στην εκπεφρασμένη πρόθεση του συγγραφέως· στάση την οποίαν ορθώς επέκρινε η αγγλο-αμερικανική «Νέα Κριτική» (New Criticism).
Από πλευράς του, ο καθ. Μουτσόπουλος φροντίζει να διαχωρίσει τήν θέση του από τέτοιες παρείσακτες παραδηλώσεις της «προθετικότητας». Διακρίνει, φέρ’ ειπείν, σχολαστικά την «λανθάνουσα» μορφή του έργου τέχνης (η οποία ενδεχομένως εδράζει στην περιοχή των προθέσεων του καλλιτέχνη) από την «πραγματοποιούμενη» μορφή του καλλιτεχνήματος· κατόπιν τούτου, τονίζει ότι η πρώτη δεν πρέπει νά εκληφθεί ως ένα είδος πλατωνικής ιδέας, παρότι η δεύτερη την πλησιάζει εν είδει άσυπτώτου καμπύλης. Απεναντίας, ή δημιουργία συνίσταται ακριβώς στήν αλληλεπίδραση των δύο μορφών. Κατά συνέπεια, υποστηρίζει ο συγγραφέας, «παν ό,τι απομένει από την περί προθετικότητος της δημιουργίας άποψιν είναι ότι η εν λόγω προθετικότης, οπωσδήποτε αναμφισβήτητος, καθίσταται συνειδητή καθ’ ο μέτρον η δημιουργία χωρεί προός ολοκλήρωσιν» (σ. 94). Εν κατακλείδι: πιστός σε μιαν ορθολογική αντίληψη περί Τέχνης, ο Ευ. Μουτσόπουλος προσφεύγει στην ιδέα της προθετικότητας αποκλειστικά και μόνο για προβάλλει τον ενσυνείδητο χαρακτήρα της δημιουργικής πράξεως.
5.Η υποβάθμιση της σημασίας των αισθητικών κατηγοριών (π.χ. στον Croce ή στον T. Vianu), αλλά και η παντελής απαξίωσή τους (από τους δομιστές) υπήρξαν μεταξύ άλλων μορφές αντίδρασης στην ανελαστικότητα των διαφόρων καταγραφών και ταξινομήσεων των κατηγοριών στις αισθητικές πραγματείες τοϋ Ιδεαλισμού.
Ο Μουτσόπουλος ανθίσταται τόσο στις άδικες εκείνες απορρίψεις όσο και στα αίτια που τις προκάλεσαν· και στις μεν και στα δε αντιπαραθέτει την δική του ιδέα περί μιας «φιλελεύθερης», ανοικτής αισθητικής. Κατ’ αρχάς, μέσω μιας «παιδαγωγικής» υπερβολής: «Από της απόψεως τής αντιστοιχίας τής μοναδικότητος ενός αισθητικού αντικειμένου και των λεκτικών δυνατοτήτων προσδιορισμού και ερμηνείας αυτού, δύναται να υποστηριχθή ότι παν επίθετον δύναται να χρησιμεύση ως δηλωτικόν μιας αισθητικής κατηγορίας, υπό την προϋπόθεσιν ότι η κατηγορία αύτη θα χαρακτηρίζη εν αισθητικόν αντικείμενον» (σ. 10). Σε δεύτερη φάση, επανέρχεται και την «διορθώνει», επισημαίνοντας ότι κάτι τέτοιο ενέχει τον κίνδυνο «ενός τελείου κατακερματισμού των αισθητικών κατηγοριακών αποχρώσεων, συνεπαγομένου και την επίθετοποίηση ήτοι την αποκατηγοριοποίηση αυτών» (σσ. 10-11). Τέλος, προχωρεί στην δική του, ολοκληρωμένη πρόταση επί του προκειμένου, η οποία περιλαμβάνει, 1ον: τον εντοπισμό των σπουδαιοτέρων κατηγοριών[6] και 2ον: τον σαφή διαχωρισμό «μεταξύ κατηγοριών γνησίως αισθητικών και κατηγοριών αναισθητικών» (σ. 13).
Η «φιλελεύθερη» αυτή αισθητική προϋποθέτει επίσης την παραίτηση από κάθε απόπειρα ιεράρχησης των κατηγοριών, δηλαδή από την απόδοση οιασδήποτε «ανωτερότητας» σε κάποιες, εις βάρος κάποιων άλλων. Ούτε καν στο ωραίο: η κάπως ειδική θέση του περιορίζεται στο ότι οι υπόλοιπες αισθητικές κατηγορίες απλώς προβάλλουν «επί κατηγοριακοΰ βάθους ωραιότητος» (§ 5: 18.) Εξού και η απεικόνιση των κατηγοριακών αξιών υπό μορφήν κυκλικού σχήματος[7] (πρβ. παράρτημα εκτός κειμένου): «Το σχήμα τούτο παρουσιάζει το βασικόν πλεονέκτημα ότι, παρά την θεμελιακήν αυτού οργάνωσιν, επιδέχεται παντοίας διευρύνσεις, και ότι εξακολουθεί να είναι ανοικτόν εις πάσαν νέαν κατηγορίαν, ως ακριβώς είναι ανοικτόν και εσωτερικώς, στερούμενον παντός ερμητικού χωρίσματος» (σ. 100). Ακολουθώντας λοιπόν τις σχετικές υποδείξεις του συγγραφέως, θα ήθελα να διατυπώσω, καταλήγοντας, την πρόταση για μια συμπληρωματική προσθήκη στον προαναφερθέντα πίνακα των αισθητικών κατηγοριών. Συγκεκριμένα, ανάμεσα στις «ειδολογικές», υπο-ομάδα των «προσδιοριστικών» η οποία εκπορεύεται ιστορικά από τα λονοτεχνικά είδη (πρβ. § 16: 41 και άκ.), καλό θα ήταν να ενταχθεί και η κατηγορία της «λογοτεχνικότητας»: της περίφημης, δηλαδή, literaturnost’, τήν όποιον εισήγαγαν και μελέτησαν οι Ρώσοι Φορμαλιστές. Θα της άξιζε μάλιστα μια «ειδική» θέση, ανάλογη εκείνης που κατέχει το ωραίο έναντι του όλου κατηγοριακού συστήματος: σε κλίμακα, βεβαίως, πιο περιορισμένη, και η «λογοτεχνικότητα» παίζει τον ρόλο ενός φόντου επί του οποίου προβάλλουν κατηγορίες προερχόμενες από τα επί μέρους είδη του καλού λόγου.
6.Σκοπός μιας «ετεροχρονισμένης» βιβλιοκρισίας, όπως αυτή, είναι να γίνει έναυσμα και αφορμή για μια δεύτερη ανάγνωση ή, τουλάχιστον, για τον αναστοχασμό του έργου το οποίον υποδέχεται... εκ των υστέρων.
Στην μία από τις πρώτες παραγράφους της ανά χείρας, αναρωτόμουν λοιπόν ποιο άραγε να είναι το πιθανό ειδικό βάρος του θέματος των αισθητικών κατηγοριών, σήμερα; Προσπαθώντας να απαντήσω εντός του πλαισίου της ακαδημαϊκής έρευνας, όπου και εντάσσει ο Ευ. Μουτσόπουλος την σχετική πραγματεία του, διεπίστωσα ότι η θεωρητική επισκόπηση τοΰ ακανθώδους αυτού ζητήματος θέτει επί τάπητος τα απώτερα θεμέλια της φιλοσοφικής αισθητικής. Ωστόσο, στο τέλος της κριτικής μου εξερεύνησης, το ερώτημα επανέρχεται, παραλλαγμένο —ή μήμως μεταλλαγμένο; — και έχει ως εξής: Ποια η γενικότερη απήχηση και ποιος νοιάζεται (who cares) ακόμη για το συγκεκριμένο είδος προβληματισμών; Εκτός του, ισχνοτάτου άλλωστε, περιβάλλοντος που προανέφερα (αλλά, πολύ φοβάμαι, και εντός αυτού), η απάντηση είναι κανείς και καμία.
Λίγη σημασία έχει εάν για την γενικευμένη θεωρητική ξηρασία που έχει εξαπλωθεί ανά την οικουμένη παράλληλα με την συρρίκνωση του «επαρκούς» κοινού, ευθύνεται η υποβάθμιση της παιδείας, η μεταμοντέρνα «εποχή της ασημαντότητας», η οικονομική κρίση ή όλα αυτά μαζί. Πάντως, για τους μεμονωμένους και απομονωμένους ασκητές του πνεύματος, αλλά και για τους ελάχιστους εναπομείναντες αναγνώστες τους, η μόνη παρηγοριά είναι το, λίαν ανορθόδοξο πολιτικά, ουκ εν τω πολλώ —ή μάλλον εν τοις πολλοίς—
το ευ.
Croce, Benedetto (1905): Estetica come scienza dell'espressione e linguistica generale. Laterza e figli, Bari.
Vianu, Tudor (1968 [1934-1936]): Estetica. Editura pentru Literatură, Βουκουρέστι.
[1] Ο Tudor Vianu (1898-1964), φιλόσοφος, συγγραφέας, κριτικός, πανεπιστημιακός, μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας, υπήρξε εξέχουσα μορφή της πνευματικής ζωής της χώρας του. «Κτητορική» προσωπικότητα, εγκαινίασε διδακτικά και εδραίωσε επιστημονικά σειρά από γνωστικά αντικείμενα, όπως η φιλοσοφική Αισθητική, η Αξιολογία, η Συγκριτική Γραμματολογία, η Υφολογία κ.ο.κ., τα οποία δεν είχαν μέχρι τούδε καλλιεργηθεί συστηματικά στην Ρουμανία.
[2] Αν και ήδη το 1905 ο Croce, ανοίγοντας πολεμική με τήαπό πρώτο χέριν θεωρία της «ενσυναίσθησης» (Einfühlung), υποστήριζε ότι οι κατηγορίες είναι «ψευδο-αισθητικές έννοιες» και ότι, κατ’ ουσίαν, η μελέτη τους εμπίπτει στις αρμοδιότητες της ψυχολογίας (πρβ. Croce 1905: κεφ. XII).
[3] Απουσία δηλωτικού προελεύσεως, οι παραπομπές απαντούν σε σελίδες του υπό κρίσιν πονήματος.
[4]
Σημειωτέον λοιπόν ότι, έτσι, η συνείδηση προσλαμβάνει και αυτή καθεστώς αισθητικού αντικειμένου.
[5] Η υπαρκτή αυτή αναλογία δεν πρέπει να συσκοτίσει την ουσιαστική διαφορά σκεπτικού που οδηγεί τον έκαστο στοχαστή στο κοινό συμπέρασμα. Στον Croce, το αισθητήριο και η διάνοια είναι μάλλον έμφυτες ιδιότητες του πνέυματος, άρα η ταύτισή τους επιτελείται αβίαστα και φυσιολογικά. Στον Ευ. Μουτσόπουλο η δημιουργία και η εκτέλεση δεν είναι ομοούσιες, πλην όμως τις ενώνει ο επίπονος («εργώδης») χαρακτήρας της Τέχνης, που καθίσταται έτσι μια μορφή εργασίας.
[6]
Σπουδαιότητα σημαίνει απλούστατα συχνότητα εμφανίσεως.
[7] Με ομολογουμένη πηγή έμπνευσης τον Étienne Souriau.