Ελλείπουσες συνάψεις

Ελλείπουσες συνάψεις

α´

Πρώτος κριτικός δείκτης.

Αυτό που εδώ και κάμποσα χρόνια ονομάζω θεσμοθετημένη κριτική, η οποία συχνά γίνεται θεσμοθετική, φροντίζει δηλαδή, τρόπον τινά, να νουθετεί σχετικά με το τι είναι η ποίηση και το πώς πρέπει να γράφεται -δίχως να νουθετεί σχετικά με το τι δεν είναι ποίηση και το πώς δεν γίνεται να γραφτεί- αποτέλεσε μοντέλο κριτικής στην Αγγλία, κατά την Ελισαβετιανή εποχή, όπου δεν ήταν τυχαίο πως οι λεγόμενοι κριτικοί απευθύνονταν αποκλειστικά στους ποιητές και όχι στους αναγνώστες. Οι σημαντικοί ποιητές εκείνης της εποχής, όμως, δεν γίνονταν πιστοί, μαθητές ή ακόλουθοι των κριτικών παρότι οι κριτικοί δεν ήταν από τους ποιητές λιγότερο ισχυροί. Η Αγγλία κατάφερε τελικά να βγει απ’ αυτό το χάλι κυρίως μέσω του εξαίρετου Ντράιντεν, ο οποίος πιθανώς ήταν και ο πρώτος που χρησιμοποίησε εντύπως τον όρο «κριτική» όντας ποιητής. Αργότερα η κριτική ανελίχθηκε σε πολύ υψηλότερα και απαιτητικά πεδία με την εμφάνιση του κατά πολύ σπουδαιότερου και καινοτόμου Κόλεριτζ.
Κατά τούτο, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο, στην Ελλάδα η λεγόμενη κριτική βρίσκεται στο σημείο που βρισκόταν στην Αγγλία κατά τη διάρκεια της Ελισαβετιανής περιόδου, με μόνη διαφορά πως οι ύλες των νουθεσιών και των υποδείξεων είναι σήμερα εμπλουτισμένες με πιο φρέσκες, όμως περιεχομενικά ομοιότυπες, συνεισφορές.
Δεν προτίθεμαι να σχολιάσω το πώς αναπτύσσεται μία δυσανάλογη ή άκυρη κριτική για κείμενα τα οποία στην πραγματικότητα δεν επιδέχονται κριτική έρευνα ή κριτικό σχολιασμό, εφόσον η πραγματική κριτική δεν είναι καλός ή κακός λόγος ή κειμενική κρίση υπό μη αναιρέσιμους, μη αναθεωρούμενους όρους.
Από την άλλη πλευρά, το ποιος, το γιατί και το πώς κρίνει αυτό που κρίνει, απαντάται εύκολα και διόλου δύσκολα, όπως ορισμένοι πιστεύουν, με τον εξής τρόπο: μέσω αντιπαραβολής του κριτικού κειμένου με άλλες ποιήσεις από εκείνη για την οποία γράφτηκε. Το γνήσιο κριτικό κείμενο αποτελεί αποκλειστικό, μοναδικό αποτύπωμα μίας συγκεκριμένης, διακριτής ποίησης, το οποίο δεν μπορεί, εκ σύνθεσης, να αντιστοιχηθεί με άλλη ποίηση ή να την εκπροσωπήσει· παρεκτός και αν γίνεται λόγος για παρεμφερείς, κοινές ή όμοιες ποιήσεις, αυτό όμως τις καθιστά αυτομάτως ανάξιες κριτικού σχολιασμού, τουλάχιστον σε επίπεδο πρώτιστης κριτικής, καθώς κάθε πραγματικά σημαντική ποίηση δεν είναι δυνατό να επιδεχθεί την κριτική μίας άλλης. Προς απόδειξη αυτού, δεν υπάρχουν μόνο ποιήσεις που μοιάζουν τραγικά μεταξύ τους μα και κριτικές.
Είναι αναγκαίο, λέω, μα είναι λάθος, συνεπώς λέω είναι αυτονόητο, να γνωρίζει κανείς πως η κριτική μπορεί να μην είναι πάντοτε σε θέση να αποκλείει ή να αποτρέπει την επίφαση και το ψεύδος, πάντοτε όμως οφείλει να ενεργεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην επιτρέπει στην επίφαση και το ψεύδος να καθιερώνονται ως αλήθεια ή κανόνας.

Μετς 2005

β´

Το απολίθωμα ενός έργου δεν είναι έργο. Η συνάντηση με το ζήτημα δεν αποτελεί επαναλαμβανόμενη εμπειρία. Εάν σε κάθε λογοτεχνικό έργο λειτουργεί συνεκτικά κι από ένα φαινόμενο μίμησης, σε κάθε λογοτεχνικό έργο λειτουργεί ένα κενό μίμησης.

———— ≈ ————

Ευσεβής ματαιότητα όταν η βιοτή είναι αξιοθρήνητη, μεσούσης μιας αλήθειας που είναι μυστική εφόσον η πραγματικότητα είναι κρυφή, ή σάμπως μεσούσης μιας πραγματικότητας που είναι μυστική επειδή η αλήθεια είναι κρυφή – βαθμοί δυσαρέσκειας, δηλαδή βαθμοί σχετικότητας επί προθέσεων, αποσκοπήσεων. Βρικολάκιασμα αναγκών.

———— ≈ ————

Η κλίμακα σχέσης λόγου και μη λόγου αποτελεί κλίμακα υποστασιοποίησης του θηρίου. Η νέκρωση είτε είναι μιλημένη είτε μιλιέται κατ’ εξοχήν. Όλες οι ποιητικές παρατάξεις ανήκουν στο δόγμα της ρομβίας. Λατερνολογία. Αφέσεις.

———— ≈ ————

Εάν η ποίηση προκαθορίζεται από κάποια ηθική, δεν διαθέτει ηθικό περιεχόμενο, καθώς πρόκειται για φαινόμενο σύνθεσης, επινόησης, όχι ερμηνευτικής ή αισθητικής διεκπεραίωσης. Δεν υφίσταται ηθικός προκαθορισμός, τουναντίον, η απόρριψη ηθικών προδιαγραφών ή οδηγιών, είναι εκείνη που προσφέρει το κενό υποδοχής ενός ηθικού υλικού το οποίο είναι σύμφυτο με την ποιητική δημιουργία. Το ποιητικό περιεχόμενο, λοιπόν, είναι νέο δεν είναι προκύπτον, το ποιητικό περιεχόμενο βρίσκεται σε άλλο επίπεδο, κατά πολύ υψηλότερο, από εκείνο της συντελεσμένης ποιητικής και των παραγόντων της. Η ποίηση δεν αποτελεί έκβαση μα έναρξη, συνεπώς κρίνεται και ερμηνεύεται με βάση κάποιο δημιουργούμενο περιεχόμενο και ουδόλως με βάση τα περιεχόμενα των καταβολών της.

———— ≈ ————

Κάθε προβολή στο μέλλον και μια αδυναμία. Κάτι σαν νοηματική λιγατούρα. Η ποιητική ουτοπία αποτελεί διανοητικό μαρασμό καθώς ο λόγος μόνο με τις εκπνοές του εμπνέει.

———— ≈ ————

Αυτός που δεν αμφισβητεί εκείνο που καταλαβαίνει δεν είναι σε θέση να αμφισβητήσει εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει.

———— ≈ ————

Η ποίηση είναι ως επί το πλείστον ανεκδήλωτη. Αποτελεί δημιουργούμενη επιλογή μεταξύ διάρκειας και απείρου.

———— ≈ ————

Στο μνημειώδες όλα τα ικριώματα: όσο εξελίσσεται η δυνατότητα τόσο μειώνονται τα περιθώρια. Το δράμα του ποιητικού εγχειρήματος δεν εξαρτάται τόσο από τη γενεαλογική παύση όσο από την παράτασή της.

———— ≈ ————

Η ποίηση παραμένει απροσέγγιστη. Όχι επειδή αμύνεται ή αντιστέκεται στην κριτική και την ανάγνωση μα επειδή υφίσταται ως αιώνια απροσπέλαστη επινόηση, της οποίας το περιεχόμενο απελευθερώνει μία μελλοντική σχέση κριτικής ή μη κριτικής ανάγνωσης.

———— ≈ ————

Το δημιουργικό όριο μεταξύ ποίησης και αναγνώστη είναι ακατάργητο, όμοια με το όριο που εμποδίζει τον άνθρωπο να αποκτήσει ολική πρόσβαση στον εαυτό του.

———— ≈ ————

Η λογιότητα, η δυνατότητα, δηλαδή, και συνάμα απόδειξη λόγου, είναι οργανική, συντίθεται από τη δημιουργούμενή της κατάσταση και όχι από τα προταγμένα στοιχεία της. Δεν διαθέτει κορυφή ούτε βάση, η δημιουργούμενη κορυφή της δημιουργεί τη βάση της όπως η δημιουργούμενη βάση της δημιουργεί την κορυφή της.
Εντούτοις μια λογιότητα προταγμένων και συγκρινόμενων στοιχείων επικρατεί: το άροτρο που προπορεύεται απ’ το βόδι.

———— ≈ ————

Η πραγματικότητα μέσα στην οποία εμφανίζεται η ποίηση και η ανάγνωση, η ποίηση και η μη ποίηση, είναι ουσιαστικά προβληματική, καθώς μέσα της τεκμηριώνεται τόσο η ανάγνωση, δηλαδή η προσπάθεια απόδειξης κάποιου μέλλοντος, όσο και η ποίηση, δηλαδή η απόδειξη ενός μέλλοντος. Η ανάγνωση η οποία είναι νεκρή και σιωπηρή και η ποίηση η οποία είναι επίσης νεκρή μα απηχεί την έλλειψη οριστικότητας του τέλους της.

———— ≈ ————

Οι εγκρίσεις που εισάγονται στις σύγχρονες ποιήσεις είναι απόλυτες κατά την προβληματική που εκφράζουν, καθώς δεν τίθενται ως αντιρροπιστικά εχέγγυα στις νεότευκτες επιδόσεις της μα ως διασφαλίσεις. Οι σύγχρονες ποιήσεις δεν σχετίζονται με τη σύγχρονη ποίηση διότι δεν αυτοπραγματώνονται μα επιπραγματώνουν εγκεκριμένες ρευστότητες οι οποίες καθορίζουν τη δημόσια όσο και ατομική τους σημασία ως τέτοιες.
Απόδειξη πως η «ποιητική κοινωνία» που συντηρεί τις σύγχρονες ποιήσεις (της) είναι θεόκλειστη, αποτελεί η παρουσία αμέτρητων ανοικτοτήτων. Αυτές οι ανοικτότητες -διότι υπάρχουν και άλλου είδους, εκτός των πλευρών του δημιουργικού ορίζοντα- επηρεάζουν και επηρεάζονται στη βάση ανασκευής της παραδοσιακότητας που επιτρέπει πολλαπλές πραγματοποιήσεις στον κορμό της ηθικοδιανοητικής της συμμετρίας. Κάθε τέτοια ανοικτότητα αποτελεί κι από ένα είδος «κοινού αγαθού», ιδεολογικής όσο και συλλογικής «αρετής».
Αδιαπραγμάτευτο των σύγχρονων ποιήσεων, μεδούλι των οστών τους, αποτελεί καθετί δικαιώνεται σε σχέση με τις αντιλήψεις ολοτήτων οι οποίες συνάζουν τα κειμενο-κοινωνικά φαινόμενα μιας απρόσκοπτης ποιητικής δικαιοδοσίας∙ η οποία δεν εφιστά την προσοχή στην ποίηση διότι είναι ατομικά και κοινωνικά ασύμφορη, η ποίηση δεν διαθέτει αντίπαλο δέος, ωφέλιμες προασπίσεις, ακατάργητο αξιακό κώδικα και επιρροή.

Μετς 2007

γ´

Η ποίηση δεν αποτελεί γλωσσικό είδος υπό γενική έννοια, δεν αντιπροσωπεύει κάποιον που γράφει για να διαβαστεί, γιατί ο ποιητής είναι αυτόβουλα εξοστρακισμένος στην αδυνατότητα.

———— ≈ ————

Η αισθητική της ποίησης αποτελεί επίσης μέθοδο ταξινόμησης, τίποτα δεν τίθεται σε σχέση με άλλο, τίποτα δεν ταιριάζει με άλλο. Το τίποτα όπως και το άλλο, παραμένουν ξεχωριστά, μόνα, αναντίστοιχα.

———— ≈ ————

Δύο τα τινά: είτε κάποια σχηματισμένη ή ασχημάτιστη αντίληψη περί ποίησης είτε ποίηση.

———— ≈ ————

Η διττή υπόσταση του γραμμένου ανθρώπου, είναι τέτοια λόγω αποποίησης της αλήθειας επί πραγματικότητας ή αποποίησης της πραγματικότητας επί αλήθειας. Η μονή, εκκρεμούσα υπόσταση, δεν αφορά τον γραμμένο άνθρωπο μα τον δημιουργό. Ο δημιουργός εγγυάται ένα μαρτύριο α-γλωσσίας με τον τρόπο που η ζωή εγγυάται τον θάνατο.

Saint-Martin-de-Ré 2017

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: